29 Ιαν 2014

Αλλουνού παπά αλλαντικά

Εχω τρομερό πονοκέφαλο από τη μια κι απ’ την άλλη θέλω να σου πω μια ιστορία με παπά, τυριά, σουπερμάρκετ και την εργατική την τάξη, που φοβάμαι από τη μια ότι, άμα περιμένω λίγο να περάσει ο πονοκέφαλος, θα την έχω ξεχάσει κι από την άλλη, αμα κάτσω να σου την γράψω έτσι, θα βγει χάλια, σκατά, θα είναι πολύ χαμηλά της επισκεψιμότητας τα ποσοστά, διότι εγώ τα κοιτάω στα κρυφά τα στατιστικά, όπως κρυφά κοιτούσα, με το δεξί μου μάτι, το καλό, τον παπά που στεκόταν δεξιά μου, εκ δεξιών του κυρίου δηλαδή, όπου κύριος είμαι εγώ, δυστυχώς, τώρα πια στα 35, κύριο με αποκαλούν οι υπάλληλοι στο σούπερμάρκετ όταν πάω να ψωνίσω, τι θέλετε κύριε; μου λένε κι εγώ κοιτάζω τριγύρω να δω ποιον εννοούν, μήπως τον παπά που λοξά έβλεπα, με το δεξί μου μάτι, δηλαδή στραβοκοιτώντας τον, μη σου πω κοιτώντας τον με μισό μάτι, διότι και από το δεξί δεν βλέπω καλά, από το δε αριστερο, άστα χάλια δεν βλέπω καθόλου, και παρήγγελνε αλλαντικά ο παπάς στον υπάλληλο στο ψυγείο του σούπερμάρκετ, ευτυχώς στο ψυγείο ήταν τ’ αλλαντικά και όχι ο υπάλληλος, αν και θα μπορούσαν τ’ αφεντικά να το σκαρφιστούν και αυτό, να έχουν εις το ψυγείο και τον υπάλληλον διά να διατηρείται καλύτερα και σε καλύτερη φόρμα αλλά και να διαρκεί περισσότερο, θα μπορούσαν δε να προσλαμβάνουν και υπαλλήλους συντηρητικούς, των οποίων ο συντηρητισμός θα λειτουργούσε εν είδει συντηρητικού ώστε να διαρκεί περισσότερο του περισσοτέρου η αποδοτικότης του εν ψυγείω ευρισκομένου υπαλλήλου, και παρήγγελνε τυριά και ζαμπόνια ο ιερεύς, όμως δεν ήξευρε ποία ακριβώς μάρκα ήθελε και γυνή οπισθίως του ιερέως, την οποία ωστόσο με τη λοξή, μισή, δεξιά μου ματιά δεν ημπόρεσα να καλοθωρήσω και να επιθεωρήσω, του εψιθύριζε ως υποβολέας (ή μήπως υποβολίνα; ή μήπως υποβολεαίνα; ή υποβόλισσα;) την μάρκα που ήθελε και ο υπάλληλος, ο οποίος είναι καινούργιος εις το σούπερμάρκετ και παρά το προχωρημενο της ηλικίας του είναι εμφανώς άπειρος από τη συγκεκριμένη δουλειά, σουπερμάρκετ και κόψιμο αλλαντικών, έκανε χαρκατηριστική υπομονή, “ποιο ζαμπόν να σας κόψω, άγιε πατέρα” και τα σχετικά, και είπα μέσα μου “ενας ακόμη χριστιανός στο ψυγείο”, όμως όταν εδέησε, αφού μας ηυλόγησε, να φύγει ο ιερεύς μετά της γυναικός, η οποία εστέκετο οπισθίως του, στραβοκοίταξε και ο εν ψυγείω υπάλληλος τον απελθόντα ιερέαν και τα οπίσθια της οπισθίως του ιερέως γυναικός και αναρωτήθηκε φωναχτά “τώρα ετούτη κόρη είναι του παπά; ή γυναίκα του; όμορφη πάντως! αχ και να ήμουν κι εγώ παπάς, θα είχα τα τρία μου χιλιάρικα και αυτήνα για γυναίκα, αλλά βλέπετε, κύριε,” (σε μένα πήγαινε αυτό το “κύριε”) “πήρα λάθος αποφάσεις στη ζωή μου και τώρα βρέθηκα εν ψυγείω και εν σουπερμάρκετι”.

27 Ιαν 2014

Χαζεύω

Είναι κατι απλήρωτοι φονιάδες
Που σκοτώνουν τον χρόνο
Με αργό σουλατσό στο κέντρο της πόλης
Με σαδισμό πισώπλατα χτυπούν
Καθώς από δίπλα περνάει
Παράπλευρη απώλεια όμως
Και αθώο θύμα
Η ζωή τους η ίδια που μάταια κυλάει

Γαμωδία

Είχε το μυαλό του κάπου αλλού και δεν αντιλήφθηκε την πλεκτάνη πίσω από την πλάτη του, αφοσιωμένος εξολοκλήρου σε πράγματα καθημερινα, ένα παντελόνι, παπούτσια, ενας σκληρός δίσκος εξωτερικός, αν και από τα κκε προτιμούσε το εσωτερικού, φασολάκια, τράπεζα, λογαριασμός του νερού, και καθόλου μα καθόλου δεν πήρε χαμπάρι τι γινόταν πίσω από την πλάτη του, γύρω του και κάτω από τα πόδια του, γιατί είχε ήδη χάσει τη γη κάτω απ' αυτά, και πατούσε σε καλώδια, του πολύπριζου, του υπολογιστή, του ποντικιού, των ηχείων, του φορτιστή, λάπτοπ και κινητού, των σκληρων δίσκων εξωτερικού, που δεν άντεξαν άλλο να ζουν κάτω από τον βαρύ -114 κιλά μετρημένα προτού χαλάσει η ζυγαριά κι ακόμη να την αντικαταστήσει- ζυγό του: συνασπίστηκαν κρυφά, ενωμένα γίναν ένα μακρύ καλώδιο ανθεκτικό και δολίως σχημάτισαν αγχόνη.
Όταν από τη μυρωδιά αηδίας πήραν πρέφα το πτώμα οι γειτόνοι, αφού είπαν καλά να πάθει που δεν ήθελε τις κάμερες ασφαλείας εντός της πολυκατοικίας, καλέσαν την αστυνομία που απεφάνθη πως επρόκειτο για διά απαγχονισμού αυτοκτονία κι έτσι τη γλιτώσαν τα καλώδια δολοφόνοι.

24 Ιαν 2014

34 για κέντρο

Το πιο όμορφο κορίτσι, σήμερα στο λεωφορείο, είχε λευκό δέρμα, καστανά μαλλιά, γαλάζια μάτια. Φορούσε μαύρο παντελόνι σωλήνα, πολύχρωμο φουλάρι και ακουστικά στ’ αυτιά.
Το πιο όμορφο κορίτσι, σήμερα στο λεωφορείο, καθόταν κανά δυο θέσεις πιο κει, απέναντί από μένα. Κι αν το κατάλαβε που την κοιτούσα, δεν έδωσε καμία σημασία.
Το πιο όμορφο κορίτσι, σήμερα στο λεωφορείο, έβγαλε από την τσάντα κάτι σημειώσεις κι ένα σμαρτφόν. Εστειλε κανα δυο μηνύματα να πάει αργότερα για ποτό σε κάποιο μπαρ που συχνάζουν κορίτσια κι αγόρια της ηλικίας της.
Το πιο όμορφο κορίτσι, σήμερα στο λεωφορείο, πραγματοποίησε και μια κλήση. Είχε απρόσμενα βραχνή αλλά και ευχάριστη φωνή, αποκάλεσε κάποιαν μπεκροκανάτα.
Στη συνέχεια, το πιο όμορφο κοιρίτσι σήμερα στο λεωφορείο άνοιξε τις φωτοτυπημένες σημειώσεις και αφοσιώθηκε στο διάβασμα. Φοιτητρια, σε λίγη ώρα έδινε μάθημα, δεν είχε προετοιμαστεί καλά, είχε βγει το προηγούμενο βράδυ κι ήπιε λίγο παραπάνω, ευτυχώς έδινε μάθημα απόγευμα, όχι πρωί.
Το πιο όμορφο κορίτσι, σήμερα στο λεωφορείο, διάβαζε περνώντας πάνω από τις γραμμές των σημειώσεων ένα δάχτυλο με βαμμένο γαλάζιο νύχι, ταίριαζε με τα μάτια της, που τα σήκωνε συχνά από τις σημειώσεις. Κοιτάζοντας ίσια στο πουθενά προσπαθούσε να αποστηθίσει όσα διάβαζε, τα χείλη της κουνιούνταν ανεπαίσθητα σχηματίζοντας λέξεις, ονόματα αυτοκρατόρων, γεγονότα, ημερομηνίες.
Το πιο όμορφο κορίτσι, σήμερα στο λεωφορείο, έξω από τον Αγιο Νικόλαο στην Ξηροκρήνη σταυροκοπήθηκε. Είχε αγχωθεί και σκυθρωπιάσει.
Απέναντί της, θαυμαστής της, είχα ξενερώσει.
Το πιο όμορφο κορίτσι, σήμερα στο λεωφορείο, έγινε αντικείμενο ανάρτησης ενός σαλιάρη ιστολόγου. Καλή επιτυχία στο μάθημα που δίνει.

Μικρή ερωτική αποτυχία

Το είδα να στέκεται στη γωνία, κάπως ταλαιπωρημένο από τις συνεχείς μετακινήσεις. Το βλέμμα μου, λαίμαργο, πεινασμένο, συνάντησε το δικό του, γεμάτο προσμονή. Σε θέλω, είπα. Πάρε με, είπε. Το χάιδεψα τρυφερά. Σκίρτησε, ανατρίχιασε ολόκληρο από τα χάδια μου. Κοίταζα αχόρταγα τις τέλειες γραμμές του. Θα σε πάρω, του είπα κι έκανα να φύγω. Πού πας; Μη με αφήνεις εδώ πέρα, πάρε με σήμερα, εδώ και τώρα, επέμεινε. Η ανυπομονησία του με τρέλαινε. Ηθελα να το ικανοποιήσω, αλλά ήταν αδύνατον εκείνη τη στιγμή. Δεν μπορώ σημερα. Σε δυο-τρεις μέρες. Να έχω βγάλει αρκετά λεφτά ώστε να μπορώ να μας συντηρήσω. Θα με περιμένεις; Θα σε περιμένω, υποσχέθηκε.
Δυο μέρες μετά, με την τσέπη γεμάτη, έτοιμος για όλα, πήγα να το βρω. Δεν ήταν στη γνωστή γωνιά. Δεν ήταν πουθενά. Εφαγα τον κόσμο να το βρω. Πουθενά. Ράγισε η καρδιά μου. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Έπρεπε να είχαμε κλεφτεί, όταν είχαμε την ευκαιρία. Άραγε έίχε βρει άλλον; Ποιος άτιμος είχε τολμήσει να το διεκδικήσει και να το πάρει από μένα; Ποιος είχε μπει ανάμεσά μας; Αλλά και τη δική του προδοσία δεν μπορούσα να την αντέξω. Μού είχε υποσχεθεί: θα σε περιμένω. Και τελικά αφέθηκε στα χέρια του πρώτου τυχόντα; 
Βγήκα στους δρόμους σαν τον τρελό. Ο αέρας έπαιρνε τη φωνή μου και ο θρήνος μου ακουγόταν σ' όλη την πόλη: Μα πού 'σαι Μαπούτσε, μα πού 'σαι; 

(Μαπούτσε είναι α) μια φυλή ιθαγενών που ζει στη Χιλή και στην Αργεντινή και β) ο τίτλος ενός νουάρ αργεντίνικου μυθιστορήματος που βρήκα τις προάλλες μεταχειρισμένο σε πολύ καλή τιμή σ' ένα βιβλιοπωλείο, αλλά ανέβαλα -κακώς- για λίγες μέρες την αγορά του. Προειδοποιώ αυτόν ή αυτήν που πρόλαβε και το αγόρασε: σε ψάχνω)

20 Ιαν 2014

Δηθενιά εβδομάδος

Αργούσε να έρθει το λεωφορείο. Μόνος ξεροστάλιαζα στη στάση. Ψιλόβρεχε. Τα αυτοκίνητα γκάζωναν μανιασμένα στη λεωφόρο. Πεζή ψυχή ζώσα τριγύρω. Μόνον ένας τυπάς, καραφλοκοτσίδας, χοντρός σαμουράι, στο σταυροδρόμι, στα φανάρια, να ζητά λεφτά-τσιγάρο-φωτιά από τους οδηγούς. Οταν δεν ζητάει αυτά, κάτι φωνάζει, νομίζω στα γερμανικά. Τα λόγια του (βρισιές;) τα παίρνει ο αέρας, γίονται ένα με το βουητό από το πηγαινέλα των αυτοκινήτων.
Δεν την πάλευα καθόλου. Κι αργούσε το γαμημένο το 78. Με γλίτωσε το χτύπημα του τηλεφώνου.
Με τον φίλο μιλήσαμε ώρα πολλή. Για γάμους, τον δικό του, τον δικό μου, και λογοτεχνία. Περισσότερο για τη δεύτερη δηλαδή. Και πιάσαμε τ' αριστουργήματα.
Πότε θα γράψεις το δικό σου ρε μαν; ρώτησα.
Ποτέ, απάντησε. Βαριέμαι. Είμαι τεμπέλης. Γιατί να κάνω τον κόπο να κάτσω να γράψω κάτι καλό όταν υπάρχουν άλλοι που το κάνουνε για μένα; Δεν θέλω να γράψω ένα αριστούργημα, να το διαβάσω θέλω. Κι ο δημιουργός οποιουδήποτε αριστουργήματος είναι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Γιατί, ύστερα από τόσο μόχθο, μάλλον σιχαίνεται αυτό που έχει γράψει. Ή, τέλος πάντων, δεν κάθεται να τ' απολαύσει. Νομίζεις, ας πούμε, ότι ο Τομ Γιορκ κάθεται και ακούει το Ok Computer έτσι όπως καθόμασταν και τ' ακούγαμε εμείς;
Εβρεχε πια για τα καλά και το υπόστεγο της στάσης του λεωφορείου είχε γεμίσει κόσμο που σχολούσε από τη δουλειά του.
Μες στη βροχή μόνον δυο τρελοί: εγώ κι ο τύπος που φώναζε γερμανικές βρισιές στο πουθενά, που τις έπαιρνε ο αέρας και τις έστελνε κάπου μακριά. Μέχρι που μούλιασε για τα καλά κι ήρθε και στριμώχτηκε κι αυτός. Τεράστιος, με τις χερούκλες του έκανε χώρο, κι έκατσε στο παγκάκι της στάσης.
Μες στη βροχή είχα μείνει να αναρωτιέμαι ποιος θα γράψει τ' αριστουργήματα της δικής μας γενιάς, που βαριέται να μοχθεί και προτιμά ν' απολαύσει.
Εκτός κι αν στ' αριστουργήματα μπροστά γινόμαστε αλεπούδες.

18 Ιαν 2014

Κητώ, μάνα της Σκύλλας και της Έχιδνας

Για να εκτονώσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια οι αρχόντοι αποφάσισαν να στήσουν ένα τεράστιο κυτίο παραπόνων. Εμείς αφουγκραζόμαστε τον πόνο του πολίτη, βρισκόμαστε δίπλα του για να δώσουμε τη λύση, δήλωσαν.
Ο πόνος και το παράπονο των πολιτών όμως δεν είχαν τελειωμό κι οι αρχόντοι φυσικά να τους ανακουφίσουν δεν το 'χανε σκοπό. Σύντομα το κυτίο παραπόνων γέμισε και πήρε να φουσκώνει, να διογκώνεται, να μεγαλώνει. Επαψε να είν' κυτίο παραπόνων,  απ' το μέγεθος και μόνο έμοιαζε περισσότερο με κήτος παραπόνων, έτοιμο να εκραγεί σαν βόμβα μεγατόνων.

Κάτι που ίσως συνέβη χτες

Οι παλιοί εργάτες, αυτοί που σήμερα είναι πια συνταξιούχοι, αξιολογούσαν -σε αντίθεση με το πάθος για την τεμπελιά της δικής μας γενιάς, μερίδα της οποίας αποκηρύσσει τον σταχανοφισμό προβάλλοντας, καλώς ή κακώς, την τεμπελιά ως υψηλό ιδανικό- πολυ θετικά την εργατικότητα κάποιου. Καλό παιδί ο τάδε, δουλευταράς, λέγαν. Αντίθετα, ο κακός εργάτης ή -ακόμη χειρότερα- ο τεμπέλης,  ήταν σχεδόν παλιάνθρωπος.
Κάποιοι απ' αυτούς τους γέροντες, μην έχοντας κάτι άλλο να κάνουν, περνούν από το εργοστάσιο στο οποίο -ορισμένοι εξ αυτών- δούλεψαν σκληρα επί 25 και 30 χρόνια, έτσι, για να πουν μια καλημέρα. Κι ας εχουν συνταξιοδοτηθεί ή απολυθεί οι περισσότεροι παλαιοί συνάδελφοι. Κι ας παρακμάζει το εργοστάσιο, το πάλαι ποτέ κραταιό, με σχεδόν μηδενική παραγωγή σήμερα. Και μπορεί, ένας απ' αυτους να συνάντησε χτές παρασκευή έναν άντρα που κάτι του θύμιζε  αλλά που αν δεν του μιλούσε ο κατά πολύ νεότερός του άντρας, ο γέροντας δεν θα είχε αναγνωρίσει τον Αντώνη, που πριν από 20 χρόνια, 15 χρονών τότε, ορφανός από πατέρα, είχε παρατήσει το σχολείο για να δουλέψει στο εργοστάσιο, για να μεγαλώσουν και να σπουδάσουν οι δυο αδερφές του.
Και μην εξανίστασαι και μη λες ότι αυτά δεν συνέβαιναν στην ευημερεύουσα ελλάδα των 90ς. Συνέβαιναν. Συμβαίνουν. Θα συμβαίνουν.
Χάρηκε ο γέροντας που είδε τον παλιό νεαρό συνάδελφό του. Καλό παιδί δουλευταράς. Θα πρόκοβε σίγουρα.
Τι κάνεις σήμερα; τον ρώτησε.
Άνεργος ο Αντώνης. Κι αυτός και οι δυο αδελφές του που από τα 15 του δούλευε για να τις σπουδάσει.

15 Ιαν 2014

Τι θες;

"Θες φτηνες τιμες" έγραφε στη βιτρίνα. Τρεις λέξεις, δυο αράδες. Στην πάνω αράδα μία λέξη, δύο στην από κάτω. Στην αρχή διάβασα "θεές φθηνές τιμές", η πλήρης αποθέωση της καλής, προσιτής τιμής, στη συνέχεια διάβασα "θεές σε φθηνές τιμές", δελεαστικο πλην όμως σεξιστικόν - εντέλει δεν ήθελα τίποτα, μόνο να δείρω τον οδηγό του λεωφορείου, που είχε ακουμπισμένη δίπλα του τη φυλλάδα της χρυσής αυγής.

14 Ιαν 2014

Πράγματα που σκέφτομαι εκτελώντας μηχανικά επαναλαμβανόμενη εργασία

Ο κόσμος σε χάρτες
Κύλινδρος-θάνατος
Για μοιρολάτρες εργάτες
Ερπετά σε αριθμούς
Αρχείο εξέλ
Που καιν στη φωτιά μισθοφόροι αντάρτες

13 Ιαν 2014

Η ζωή είναι κάπου αλλού

Την ημέρα που αφενός εντυπωσιασμένος από το εναρκτήριο εύρημα του Ενρίκε Βίλα Μάτας, στο «Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ», όπου ο συγγραφέας επιμένει αδικαιολόγητα ότι μοιάζει φυσιογνωμικά με το λογοτεχνικό του είδωλο, τον Ερνεστ Χέμινγουέη, συμμετέχοντας μάλιστα και αποτυγχάνοντας παταγωδώς σε διαγωνισμό για σωσίες του, αφετέρου απογοητευμένος από την προηγούμενη ανάρτηση, η οποία ήταν κάπως βεβιασμένη συναισθηματικά, και με την ελπίδα ότι η ζωή η ίδια μπορεί εντέλει να είναι κάπως πιο συναρπαστική, βγήκα στο δρόμο να γίνω καλλιτέχνης, μόνο που η ΔΕΗ είχε διαφορετική γνώμη, και βρέθηκα να σουλατσάρω μαζί με άλλους αργόσχολους, άνεργους και εισοδηματίες, τεμπέληδες και συνταξιούχους στην παραλία θεσσαλονίκης αναλογιζόμενος αν όντως η παραλία θεσσαλονίκης αποτελεί αυτή στιγμή την πιο γνήσια λαϊκή, διαταξική δωρεάν διασκέδαση για τους πολίτες, στη δε συνέχεια κατέληξα πως οι εις μάτην ερωτευμένοι θα έπρεπε να αποκαλούνται φευρωτευμένοι και βρέθηκα έξω από κείνο το δισκοπωλείο όπου πριν από κάνα μήνα μου ΄χε πει ο κολλητός «Να μπούμε να χαζέψουμε ρε Ιμάντα;», να μπούμε, συμφώνησα, ο υπάλληλος, λίγο μυστήριος, γεμάτος ο χώρος με βινύλια, «γεια, να χαζέψουμε λίγο θέλουμε», είπε ο κολλητός και ο μυστήριος στραβωμένος μας την είπε «καλά, προσέξτε μόνο μη χαζέψετε παντελώς» και είπαμε μέσα μας «ψυχάκι ο τύπος», όμως είχε απ’ όλα τα καλά τα βινύλια και αυθεντικές αντάρτικές ηχογραφήσεις, μόνο το ντεμπούτο των χειμερινών κολυμβητών δεν είχε πρόχειρο σε βινύλιο, «έλα την ερχόμενη εβδόμαδα», είχε πει του κολλητού, κι έχει περάσει ένας μήνας και δεν περάσαμε ούτε ο κολλητός ούτε κι εγώ, μόνον σήμερα κατά λάθος τα βήματά μου με φέραν εκεί, και δίπλα ακριβώς απ’ αυτό το δισκοπωλείο πετάχτηκε ξάφνου ένας φίλος παιδικός, που ΄χει γίνει μπάτσος, όπα ρε φίλε, λες να τον έχει βάλει ο ψυχάκιας να μας κυνηγάει επειδή δεν ξαναπήγαμε να πάρουμε τους χειμερινούς κολυμβητές; και αφού με αγκάλιασε και τον ρώτησα για την υγεία του, δόξα τω θεω, παναγιώτη, αυτός ούτε ιμάντα, όπως με φωνάζουν οι παλιοί οι φίλοι, ούτε και κρατήρα, που με φωνάζουν κάποιοι καινούργιοι, «καλά, παρότι είμαστε σε κατοχή, το ξέρω, θα διαφωνείς», μου είπε απολύτως σοβαρά, «κατοχή; οικονομική ναι», αντέτεινα, «κατοχή, κατοχή σου λέω, έρχεται η μέρα που θα είναι και στρατιωτική» επέμεινε ο παλιόφιλος ο πολισμάνος, δεν επέμεινα, τον αποχαιρέτισα εγκαρδίως και τότε αυτός υψώνοντας τη γροθιά στον αέρα μού φώναξε «αντίσταση στο μνημόνιο, αντίσταση!».

Τελικά η ζωή η ίδια μού έδωσε την απάντηση. 

Οι άνθρωποι μετατρέπονται στις ιστορίες που λένε για τον εαυτό τους (Ενρίκε Βίλα Ματας)

Πάντα του άρεζε η αρχή, ποτέ το τέλος. Κάθε αρχή και κάθε τέλος, καλό ή κακό. Προτιμούσε την ανατολή από τη δύση του ηλίου, το ξεκίνημα της μέρας από το τέλος της. Του άρεζαν οι πρώτες γραμμές ενός βιβλίου, αγκομαχούσε μέχρι να φτάσει στο τέλος. Άρχισε ν' αγοράζει βιβλία με σκοπό να μην τα διαβάσει ποτέ, ή να περιοριστεί στις δυο τρεις πρώτες σελίδες, να φτιάξει μια ατελείωτη συλλογή ατελείωτων βιβλίων, έτσι θεωρούσε πως θα τα διατηρούσε ζωντανά, ενώ τα τελειωμένα ήσαν νεκρά, κουφάρια που ό,τι είχαν να του πουν το είπαν. 
Την άρχισε τη συλλογή, ναι. Φυσικά, εξ ορισμού, δεν την τελείωσε ποτέ. 
Απολάμβανε τις πρώτες γουλιές μιας μπίρας, στραβομουτσούνιαζε, κάτουρο ξεθυμασμένο του φαίνονταν οι τελευταίες. 
Και με τους ανθρώπους το ίδιο. Ενθουσιαζόταν, χαιρόταν στην αρχή, βαριόταν όμως γρήγορα, δεν έμενε να δει την κατάληξη της σχέσης τους, τι θ’ απογίνουν, έφευγε να κάνει αλλού με άλλους νέα αρχή.
(Και, ναι, μπορεί οι συνειρμοί να είναι εύλογοι, αλλά ας μην ασχοληθούμε με το σεξ και αν προτιμούσε τα προκαταρκτικά από το τελείωμα, δεν του άρεζε καθόλου να μιλά για σεξ, ούτε να βάζει αυτήν την εικόνα στη συζήτηση, του είχαν πει ότι δεν είναι ωραία ως εικόνα, αυτός δηλαδή και το σεξ).
Το ίδιο και με το φαγητό. Ξεκινούσε ενθουσιασμένος, απολαμβάνοντας κάθε μπουκιά και όσο έτρωγε μπούκωνε από ενοχές για την κατάστασή του, τα κιλά του, την ακμάζουσα κοιλιά του, και μην αντέχοντας άλλο, κάθιδρος υποφέροντας από τύψεις, που την βαφτίζουν βαρυστομαχιά, έσπευδε με αστραπιαία ταχύτητα ν’ αδειάσει το πιάτο του (και των υπολοίπων, για να τους απαλλάξει από τις τύψεις).
Δεν του άρεζε κανένα τέλος. Ευτυχισμένο, κυκλοφορίας, επιτηδεύματος. Δεν έφερνε τίποτε εις πέρας. Δεν τερμάτιζε ούτε στο μαραθώνιο, ούτε στα χίλια, μήτε καν στα εκατό μέτρα κι ας ξεχυνόταν πρώτος, σκέτη βολίδα, πριν καν την εκκίνηση του αφέτη. Εγχειρήματα, προσπάθειες, χόμπι, ασχολίες, όλα μισά μισώντας το τέλος. Δεν ολοκλήρωνε τις σκέψεις, τις ιδέες, τις προτάσεις και ό,τι άλλο τού
Κι αν το τέλος είν’ ο σκοπός, τότε αυτό σήμαινε πως τα έβρισκε όλα άσκοπα.
Το τέλος ήταν ο θάνατος, γέννα η αρχή. Ευτυχισμένος ήταν στην αρχή, στα παιδικά χρόνια που κάποιοι τα είπανε πατρίδα, όσο μεγάλωνε ένιωθε δυστυχής, μόνος και ξένος. Και το μόνο τέλος που δεν θα μπορούσε ν’ αποφύγει, αυτό της ζωής του, το ήξερε καλά, θα τον έβρισκε δυστυχή και πεισματάρη να προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή. 

6 Ιαν 2014

νεοπώζ


5 Ιαν 2014

Παραϊστολόγος

Ηταν κάποιος που δεν είχε φαντασία, μα όλο έλεγε πως της ζωής του η ιστορία είναι για να γραφτούν ολόκληρα βιβλία, μα ντρεπόταν να γράψει την αλήθεια, από φόβο μη γίνει αντιληπτό ό,τι έκρυβε επιμελώς, αναγκαζόταν συνεπώς να κλέβει τις ζωές των άλλων, που κι αυτές όμως δεν τις έγραφε επακριβώς, άλλωστε δεν είχε δικαίωμα να το κάνει αυτό, μήτε πνευματικό μήτε ήθικό, λάθρα άρθρα έγραφε λοιπόν, κι ομοίως σκεφτόταν, ζούσε και ποθούσε, το έπαιζε μα δεν ήταν πραγματικά καλλιτέχνης, συγγραφέας, λογοτέχνης, αλλά κάλπικος, ψεύτικος, πλαστός: έγραφε τις ιστορίες του κάπως διαφορετικά, τις παραποιούσε, ήταν αυτό που λέμε παραποιητής.

4 Ιαν 2014

Βουκωλικό δράμα

Χρόνια χέρσο εκείνο το σώμα, ακαλλιέργητο, στην ανομβρία κατάξερο και στη βροχή βούρκος και λάσπη. Μολυσμένο, μέσα του ζούσαν ζιζάνια κάθε λογής, της αμφιβολίας, της ενοχής,  της ματαιοδοξίας. Αλλαξοκωλιές ο φόβος, η δειλία, ο πόθος, η λαγνεία. Για την αντιμετώπισή τους, ο ειδικός ο εγωπόνος συνέστησε ψεκασμούς καθημερινούς με αλκοόλ, για να επιτευχθεί η ζιζανοκτονία. Ειδικοί της λογοτεχνίας ξεσπάθωσαν, το ξερίζωμα των ζιζανίων, είπαν, συνιστα λογοκτονία. Άλλοι ειδικοί επί της υγείας διαφωνούσαν, μιλούσαν για αργή του χέρσου σώματος αυτοκτονία. Άλλοι επί της ηθικής εξανέστησαν κι είπαν πως συνιστούν πρόκληση τέτοιοιες μεγαλοστομίες, χάριν ωροκτονίας, μετακινούμενος με λεωφορεία.