Δημήτρης Παπαδίτσας (1922-1987)
Του Νίκου Παλουμπιώτη
Υιός Οιάγρου
δίψα αύος εγώ και απόλλυμαι
«Στεγνός από τη δίψα σου
στο γυρισμό σου
πλάι στη λευκή κυπάρισσο
ρίψε την ονειρόπετρα στη λίμνη
Αριστερά σου, πιες απ’ την άλλη κρήνη
Τι με καλείς που καλείς
σε ποιο σημείο με σκάφτεις;
Μην πλησιάζεις.
Ούτε θα μάθεις
ούτε αν ρωτήσεις θ’ απαντήσεις
διότι διψοπρεπώς συγκατανεύεις,
δενδροπρεπώς φτάνεις στο σύννεφο
με τον καρπό και το λιβάδι αμφικαλύπτεσαι
Είσαι ή δεν είσαι ζωντανός
βροντάει το πέσιμο της γύρης
κι έχουν σωπάσει
του σκελετού σου οι ψίθυροι».
Πατέρα του Ορφέα ο Οίαγρος. Και σύζυγός του λέγεται ότι ήταν μια Μούσα. Η Πολύμνια ή η Καλλιόπη ή η Κλειώ. Ήταν μοναχικός κυνηγός, και διδάχτηκε τα μυστικά των ιερών τελετών του Διονύσου, και αυτός τα δίδαξε στον Ορφέα. Και ως υιός Οιάγρου ο ποιητής σαν αντίλαλος απ’ τις εσχατιές της μυθολογίας πάσχει επί σαράντα τέσσερα χρόνια με μια ποίηση μοναδική, υπαρξιακή, πολυσυλλεκτική. Αναζητά το υπέρτατο Ον. Τη μεταφυσική οδό που οδηγεί στο βίωμα του κάλλους. Το φως του κάλλους της τελειότητάς του.
«δίψα αύος κι εγώ απόλλυμαι» δηλαδή «Έχω στεγνώσει από τη δίψα και χάνομαι».
Το ανεκπλήρωτο στοιχείο και εμφατικό της ζωής η δίψα.
Αναζητά το όλον, την Αλήθεια. Έχοντας συνειδητοποιήσει το μεγάλο εμπόδιο προς τη γνώση, το θάνατο.
«Μαζί μου είπα να πάρω ένα δέντρο για σκιά» λέει ο ποιητής. Το δέντρο ως σύμβολο ζωής, ως σύμβολο αιωνιότητας, ως μεταμόρφωση της ίδιας της ζωής, ως σύμβολο ζωής και θανάτου.
Μεγάλη η ποιητική του διαδρομή από τη Δωδώνη ως την Πάτμο. Απ’ την ελληνική μυθολογία ως την άχρονη αιωνιότητα.
Στεγνός από δίψα ρίχνει την ονειρόπετρά του στη λίμνη. Στη λίμνη της Μνημοσύνης.
Σύμφωνα με τα ορφικά το έργο της Μνημοσύνης είναι να δίδονται οδηγίες στους νεκρούς που πάνε στον Άδη.
Υπάρχει στα δεξιά μια κρήνη, κοντά σ’ αυτή στέκει λευκό το κυπαρρίσι. Εδώ κατεβαίνοντας οι ψυχές των νεκρών δροσίζονται. Αυτές τις κρήνες να μην τις πλησιάσεις καθόλου. Πιο μπροστά θα βρεις δροσερό το νερό να ρέει από τις λίμνες της Μνημοσύνης. Εκεί στέκουν φύλακες. Μπες δεξιά, εκεί που πρέπει, προσέχοντας πολύ καλά τα πάντα. Θα σε ρωτήσουν ποιος είσαι και από πού. Α! Της γαίας είμαι εγώ και υιός του Ουρανού. Του αστροφώτιστου. Έρχομαι από τόπους καθαρούς και καυχιέμαι ότι είμαι από τη δική σας γενιά τη μακάρια. Πλήρωσα για τις πράξεις μου τις άδικες και έχω έρθει ικέτης.
Έχει στεγνώσει το στόμα μου από τη δίψα και χάνομαι. «Έλα πιες από την κρήνη την αστείρευτη δεξιά απ’ το κυπαρρίσι». Από την κρήνη της λίμνης της Μνημοσύνης, για να μπορείς να βαδίσεις στο δρόμο τον Ιερό τον οποίο βαδίζουν οι μύστες και άλλοι ένδοξοι.
Ο Παπαδίτσας διψοπρεπώς συγκατανεύει γιατί διψά για την Αλήθεια. Και δενδροπρεπώς φτάνει στο σύννεφο γιατί διαλέγει το σωστό δέντρο και πίνει από την άλλη κρήνη. Όπως δηλώνει ο ίδιος, «η ποίηση πρέπει να αποκαλύπτει υψηλά νοήματα, που να ανεβάζουν τον άνθρωπο από το χαμερπές αδιέξοδο, το άγχος και την απόγνωση του πνεύματος, στην ενόραση του Θείου, που είναι και το βαθύτερο αίτημα της ύπαρξης μα και η μεγάλη της έκπληξη».
Στο ποιητικό του έργο η απορία για το υπερβατικό και το αιώνιο πένθος. Στεγνός από δίψα μα παρ’ όλα αυτά προτείνει: «Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό».
Εν Πάτμω
Μάζετε από το έρεβος
Ο νους χόρτα μα ευθύς
Πέλματα αθώα περπάτησαν
Κι ανέβαζαν το ρίγος
Στα χείλη, κι απ’ τα χείλη
Στην οικουμένη.
Κι όταν αστραπές
Φύτευαν δάση στων ματιών
Τα στιγμιαία χαντάκια,
Θαύμα τα ευώδη χώματα
Κι ο ήχος ο μονάκριβος
Του «δόξα σοι το δείξαντι
Το φως».
«Δόξα σοι τω δείξαντι το φως». Ύμνος Αγγελικός προς τον Θεό.
«Και είδον και ήκουσα ως φωνή Αγγέλων πολλών κύκλω του θρόνου και ην ο αριθμός αυτών μυριάδες μυριάδων, και χιλιάδες χιλιάδων. Ο χορός των Αγγελικών όντων» (Αποκάλυψη 5,11). Μιλάμε για μια συνεχή δοξολογία.
«Πέλματα αθώα περπάτησαν κι ανέβαζαν το ρίγος». Το ρίγος δηλαδή που διαπερνά τον τόπο της ευαισθησίας μας, τον βομβαρδισμένο από μέριμνες της καθημερινότητας και περιορισμένης χρήσης λεξιλογίου. Μαζεύει από το έρεβος ο χαμερπής νους του ανθρώπου ελάχιστη γνώση, χορταριασμένη. Οι αστραπές στα μάτια του και τα μυρωμένα χώματα φτάνει στα χείλη και απ’ τα χείλη του σ’ όλον τον κόσμο μια άλλου είδους γνώση. Εκεί που τον οδηγούν τα αθώα του βήματα, δηλαδή τα ανυποψίαστα.
Το ποιήμα Εν Πάτμω, είναι εμβληματικό στην ποιητική πορεία του Δημήτρη Παπαδίτσα. Όχι μόνο γιατί το συνέθεσε μετά από μια συγκλονιστική εμπειρία που είχε στο σπήλαιο της Αποκάλυψης αλλά και γιατί συμπυκνώνει όλη τη μεταφυσική γνώση και πλούτο της γλώσσας μας από τα αρχαία κείμενα μέχρι την λόγια θρησκευτική παράδοση.
Σε μια από τις επιστολές από τις πολλές που αλληλογραφούσε με το φίλο του Επαμεινώνδα Γονατά, καταγράφει με ακρίβεια εκείνες τις μέρες, όταν ξεκίνησε την επεξεργασία της εμβληματικής σύνθεσης Εν Πάτμω, η οποία αποτέλεσε αρχή μιας άλλης περιόδου. Γράφει:
«Αυτό το ποίημα δένεται μ’ ένα συγκλονιστικό γεγονός. Μετά το γράμμα που σου ‘γραψα, έφυγα τελείως νηστικός και μετά δεκαπεντάλεπτη πορεία βρέθηκα στο σπήλαιο της Αποκαλύψεως. Εις την αριστερά του πλευρά βρίσκεται θέσις όπου εκάθονταν ο Ευαγγελιστής. Εις το σημείον που ακουμπούσε το κεφάλι του, παραμένει αντύπωμα επί του σκληρού βράχου (εκ γρανίτου), όπου διακρίνονται τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, και εις απόστασιν 50 εκ. μικρό βαθούλωμα που εχρησιμοποίει ως χειρολαβήν. Εις την οροφήν διακρίνονται τρεις ρωγμαί αίτινες συναντώνται εις ένα σημείων. Εκ του σημείου αυτού βγήκε η φωνή του Θεού. Μόλις άγγιξα το σημείο αυτό (σχηματίζεται και σταυρός. Μυστήριο) ο καλόγερος μου είπε: Μπορώ να σας αφήσω μόνον γιατρέ, διότι πρέπει να υπάγω στο Μοναστήρι, που με ζήτησε ο ηγούμενος; Κάθισα επί τόπου, ακούμπησα στο περβάζι ενός μικρού παραθύρου κι έγραψα αυτό που μου υπαγορεύθη στην καθαρεύουσα. Στην αρχή ήμουν πολύ ήρεμος, σιγά σιγά όμως οι στίχοι άρχισαν να με κατακλύζουν, για να σταματήσω στο τέλος, πέφτοντας μέσα μου η πιο θορυβώδης σιωπή. Είχα να γράψω απ’ τον Απρίλιο».
«Η Πάτμος, εκτός από τόπος έγινε τρόμος» λέει ο ποιητής. Διαμόρφωσε τις φιλοσοφικές και μεταφυσικές αναζητήσεις του. Το βίωμα της Πάτμου έγινε αφορμή να λάβει τις πρώτες απαντήσεις στις αναζητήσεις του για το Ον.
«Μέσα σ’ ένα όνειρο μπόρεσα κι έγινα γίγαντας μιας ενάρετης Θεάς. – Το χέρι μου έμαθε τη σαγήνη του βάρους και το ξάγναντο της ελαφράδας. – Ήρθαν μυστικά όλων των χρωμάτων κι όλων των φωνών που μετά βίας τα συγκράτησα, διότι γύρευαν να με θανατώσουν σε στάση παρηγοριάς, και διότι ακόμη τα δοξαστικά τους αρώματα με ήθελαν γύρη τους κι εγώ δεν ξέρω πότε και από ποιον άνεμο σκορπισμένη πάνω στις άλλες γύρινες προετοιμασίες. Ήμουν συντετριμμένος και σκουλήκι μπρος στην αγάπη που σε στιγμές ηρεμίας προφήτευε βίους ενάρετους και νύχτες έναστρες εντός μου να με απολυτρώνουν από το βάρος της ταπεινής πράξεως που σφραγίζει το στόμα κάθε μεγαλείου.
Πολλές φορές χωρίς να το περιμένω η ματιά του Ιωάννη σαν αξίνα μ’ έσκαβε, «Καγώ Ιωάννης ο ακούων και βλέπω ταύτα. Και ότε ήκουσα και έβλεψα, έπεσα προσκυνήσαι έμπροσθεν των ποδών του αγγέλου του δεικνύοντος μοι ταύτα». (Αποκάλυψη 22,8). Κι ύστερα το αδύνατο χέρι που θέριζε αστραπές. «Και εκ του θρόνου εκπορεύονται αστραπαί και φωναί και βρονταί» (Αποκάλυψη 4, 5).
«Μου ‘ριχνε μερικούς ταπεινούς σπόρους. Έτσι από μέσα μου ξεπετάχτηκαν τόσα δάση και τόσα θηρία που ταιριάζουν στα δάση. Κι όλα τα μυστικά του Θεού που γέννησαν δάση. Τώρα μπορώ να σας ρίξω μια ματιά σαν κεραυνός που καίει έναν βοσκό. Και να δείτε μια στιγμή την όψη μου. Να με δείτε στον ύπνο σας, εαυτό σας, γεμάτο συντριβή, για το κακό που έκαμε στον πλησίον και σήμερα απελπιστικά μετανιώνει. Τώρα μπορώ να σας προσκαλέσω γιατί κι εγώ όσο ήμουν τιποτένιος έκρυβα το πρόσωπό μου».
Ο καιρός της Αποκάλυψης δεν είναι του παρελθόντος, του παρόντος ούτε του μέλλοντος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει ένας καιρός των εσχάτων, αυτό που συνηθίζουμε να λέμε Δευτέρα Παρουσία. «Πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν» (Ιωάνν. 14,1). Η Αποκάλυψη βιώνεται κάθε μέρα, είναι ο καιρός του εδώ και τώρα και του όχι ακόμα. Οι σιωπές που βιώνει ο Ποιητής από την Πάτμειο εμπειρία τον μεταβιβάζουν από επίπεδο σε επίπεδο, και από βάθος σε βάθος. Απόλυτου λόγου και σιωπής, ύπαρξης και ανυπαρξίας. Ο άπειρος τόπος και ο αιώνιος χρόνος, δύο έννοιες που είναι τόσο μακριά μας και τόσο κοντά μας. Συντρίβεται και νιώθει σαν σκουλήκι μπρος στο μεγαλείο της αγάπης. «Αχρόνως και αγαπητικώς προέρχεται εις διάκρισιν υποστάσεων» (Μάξιμος Ομολογητής). Παραιτείται από την αυθεντία της ορθότητας, παραιτείται από τον ηδονισμό των συναισθημάτων, παίρνει τους ταπεινούς σπόρους που του ‘ριξε ο Ιωάννης και από μέσα του ξεπετάχτηκε μια ποίηση που εντάσσεται στην εν έκσταση δημιουργία, δηλαδή αποδεχόμενος ότι από αλλού δέχεται την ύλη που καλείται να μορφοποιήσει.
«Μου υπαγορεύθηκε στην καθαρεύουσα» θα πει για την Πάτμο. Ελληνοκεντρικός, λόγω της αρχαιολατρίας του επηρεάζεται από τον Πλώτινο, τον Ηράκλειτο. Η φαινομενολογία του κόσμου που περικλείει το σύμπαν. Τα όρια της γλώσσας μας, των ανθρώπων, είναι τα όρια του κόσμου μας, και κόσμος είναι ότι μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει, τα προσιτά δεδομένα της πραγματικότητας. «Το επιστητόν, μαθητόν» όπως όρισε ο Αριστοτέλης.
Θα ήταν λάθος όμως να υποτεθεί ότι η σύγχρονη Ελλάδα δεν τον ενδιέφερε. Η Ελλάδα και ο πολυαίματος και καθημαγμένος λαός της, βρίσκονται σχεδόν παντού στην ποίησή του. «Λαέ της πείνας, λαέ του μισού φράγκου, δυνατέ λαέ Κουρελή, που γύριζες από μάχη, τρελαίνομαι να βλέπω τα γυμνά μπράτσα σου τα κοκκαλιάρικα, τα δίκαια, τα νικηφόρα. Ερημώνεται ο τόπος, ακόμα κυβερνούν οι δοσίλογοι.» ή «αγνώριστη η Πατρίδα, μισή αποσκευές, και μισή επαγγέλματα του ποδαριού, εισπνέει το θλιμμένο της θυμάρι».
Το ιερό, ως υπερβατική προϋπόθεση, η έμμεση επίκληση του Θείου, ή του Θεού, ειδικότερα, δεν λείπει σε καμία σχεδόν από τις συλλογές του. Π.χ. «Θεέ και Κύριέ μου με ζέσταινε ο μαγνήτης σου και το μυαλό μου, μέσα στη μοναξιά σου, γλυστράει σαν ψάρι» ή «Προσπαθώ Κύριε να σε συνηθίσω, να σου λέω κάθε πρωί τα μυστικά μου, να μην σου ζητάω τίποτα, και να μου δίνεις τα πάντα».
Όταν σταματά η έμπνευσή του, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τη φθορά και το θάνατο, εγκαταλείπει τα νέα σχήματα και τους αρχαίους Θεούς, επικαλείται τον Κύριο και προσβλέπει στον Άγιό του. Δείγματα τέτοια υπάρχουν σε επιστολές προς το φίλο του, Επαμεινώνδα Γονατά. Του γράφει: «Ο Θεός να μας δίνει δύναμη, διότι διακονούμε το καλό» ή «Ο Θεός να μας αγαπάει και δια του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου (πολύ σωστά το αναφέρεις κι εσύ) μας οδηγεί προς τον απόλυτο λόγο» ή «Ο Ναζωραίος καθημερινώς κερδίζει το μέσα μου και αγωνίζεται να με μεταβάλει σε άγγελο».
Εν Πάτμω
Ήταν η οργή που κραύγαζε
Κι ανέβαινε η πραότης
Απέραντη απ’ το στήθος
Μέσα της ο μεγάλος
Μίσχος μονήρης έτρεμε
Κι ανύπαρχτος ευωδίαζε
Τα ουράνια.
Τ’ ανύπαρχτα, που θεία
Και βροντερά σκοτείνιαζαν
Χρώματα αιθρίας.
Ποιος ανακράζει μόνος
Χωρίς ο ουρανός
Να περάσει το σώμα του
Άγνωστος.
Και ποιος δεν έγινε άνεμος
Στον άνεμο,
Ποιος δέντρο
Στο δάσος;
Ως δι’ εσόπτρου
Βλέπουμε να διαβαίνει
Ο τρέμων μίσχος.
Αποκολλούνται τα πέταλα του άνθους από το μίσχο, αφήνοντάς τον μοναχό, να διασπείρουν την ευωδία στα ουράνια, στον άνεμο. Παρ’ όλα αυτά ευωδιάζει ακόμα ο τρέμων μίσχος, ανύπαρχτος, αλλά παρών.
Το ίδιο και με το Λόγο, που το άνθος του, απογυμνώνεται σε μίσχο, στη διάρκειά του, που τρέμει μέσα στο αχανές, και νοσταλγεί την αφετηρία του, το δημιουργό του, τον Ποιητή.
«Ουχί και το λέγει έργον εστί και το ποιείν εκ του λόγου γίγνεται; Εμοί δε εικότως πρόκειται βιούν μεν κατά τον λόγον και νοείν τα σημαινόμενα», δηλαδή: «Ούτε και το λέγειν αποτελεί έργο, και ούτε η ποίηση γίνεται εκ του λόγου; Εγώ πάντως πρόκειται να ζήσω με σύμφωνα με το λόγο και να σκέφτομαι τα σημαινόμενα» (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς).
Ως δι’ εσόπτρου βλέπουμε να διαβαίνει ο τρέμων μίσχος, ο τρέμων λόγος.
Γνωρίζουμε σπαράγματα μόνο της Αλήθειας.
«Εκ μέρους, γιγνώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν. Όταν δε θα έλθει το τέλειον το εκ μέρους καταργηθήσεται» (Α’ Κορ. 13. 9-10).
Η αποκάλυψη των κρυπτών μπαίνει σε άλλο επίπεδο. Η σχέση φανερώνει το κρυπτό. Η σχέση όχι η αφηρημένη αλλά η σχέση η προσωπική. Αυτός ο καιρός δεν μετράει με τους χρονικούς προσδιορισμούς, που μετράμε εμείς της φθορά μας και το θάνατό μας. Δεν είναι ο καιρός του κόσμου τούτου.
«Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» (Α. Κορ. 13,12), δηλαδή «Τώρα βλέπουμε αμυδρά σαν μέσα σε θολό καθρέπτη. Τότε όμως θα βλέπουμε πρόσωπο προς πρόσωπο.
Μέσω των αισθήσεων έχουμε αντίληψη του τρισδιάστατου Χώρου. Η κίνηση στις τρεις διαστάσεις του χώρου δημιουργεί το Χρόνο. Αλλά η τέταρτη διάσταση του Χρόνου είναι αντιληπτή μόνο έμμεσα, μέσω της τέχνης ή της πίστης. Επειδή ζούμε στις τρεις διαστάσεις όπου υπάρχουν, ζουν, και κινούνται τα πνευματικά όντα. Αυτή η συνειδητοποίηση της τέταρτης διάστασης μέσα στον τρισδιάστατο χώρο που ζούμε, είναι σαν να βλέπει κάποιος από μία χαραμάδα ή σ’ ένα κάτοπτρο θαμπό (δι’ εσόπτρου) και πάντα μέσω συμβόλων (εν αινίγματι). «Η αθέατη ρωγμή» σύμφωνα με τον Ελύτη. Τα όντα που βρίσκονται στην τέταρτη διάσταση έχουν άμεση αντίληψη (πρόσωπο προς πρόσωπο) του Θεού. Μόνο δι’ εσόπτρου εν αινίγματι εδώ, ενώ εκεί όλα ανοιχτά είναι, μένοντας ανεξήγητα αινίγματα.
«Στους κινδύνους των βράχων με την χτενισιά της θύελλας θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου» (Οδ. Ελύτης, Η Μαρίνα των Βράχων).
«Άπασα η επίγειος ζωή ημών, από της γεννήσεως μέχρι τελευταίας αναπνοής, θα φανεί εν τη υστάτη αυτής τελειώσει ως ενιαία τις άχρονος πράξις. Θα είναι δυνατόν να ίδωμεν το περιεχόμενον και την ποιότητα αυτής εν ριπή οφθαλμού
(Άγιος Σωφρόνιος Ζαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί).
«Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου». Από αυτή τη φράση από την 1η προς Κορινθίους του Παύλου, προέρχεται ο τίτλος της ταινίας του Μπέργκμαν «Μέσα απ’ το σπασμένο καθρέπτη και μάλιστα θαμπά».
Αυτή η φράση αφορά την κατανόηση του Θεού, που έχουμε όταν είμαστε ζωντανοί, εννοώντας ότι θα ξεκαθαρίσει μόνο μετά το θάνατο. «Η Αλήθεια δια του Θανάτου μόνον δίδεται» (Οδ. Ελύτης, τα Ελεγεία της Οξόπετρας). Είναι η πρώτη ταινία της τριλογίας της πίστης. Θα ακολουθήσουν το χειμωνιάτικο φως και η Σιωπή. «Το μέσα απ’ τον σπασμένο καθρέπτη ήταν μια απελπισμένη προσπάθεια να παρουσιαστεί μια απλή φιλοσοφία. Ο Θεός είναι αγάπη και αγάπη είναι Θεός. Ένα άτομο που περιτριγυρίζεται από αγάπη, περιτριγυρίζεται και απ’ το Θεό. Αυτή είναι που ονόμασα κατακτηθείσα βεβαιότητα» θα πει ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. «Ο Θεός να μου απλώσει το χέρι του, να μου αποκαλυφθεί, να μου μιλήσει. Αλλά εκείνος σωπαίνει. Τον φωνάζω στο σκοτάδι, μα κανείς δεν φαίνεται να υπάρχει εκεί. Ίσως δεν υπάρχει. Τότε η ζωή θα είναι μια εξωφρενική φρίκη. Θεέ μου εσύ που είσαι κάπου, που πρέπει να είσαι κάπου» κραυγάζει ο μεγάλος σκηνοθέτης.
Στο χάος αυτό μοναδική λύση μπορεί να αποτελέσει μόνο η αγάπη. Αυτό είναι ένα ακόμα μεγαλύτερο μυστικό που μας αποκαλύπτει ο Απόστολος Παύλος.
Οι Δελφοί για την κάθαρση, η Πάτμος για τον προσωπικό του φιλοσοικό και υπαρξιακό στοχασμό. Τόπος εμβληματικός στην ποίηση του Δημήτρη Παπαδίτσα.
Στις 22 Απριλίου του 1987 έφυγε, παίρνοντας μαζί του ένα δέντρο να ‘χει για σκιά, νερό της μνημοσύνης να ‘χει να πίνει, και τους σπόρους του Ιωάννη για να φυτεύει.
______________
Δείτε
ΕΔΩ από το Αρχείο της ΕΡΤ ένα
κινηματογραφικό δοκίμιο ποίησης του Δ. Παπαδίτσα με εικόνες από το νησί της Πάτμου και το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου. Οι ηθοποιοί ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ και ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ διαβάζουν αποσπάσματα από την «ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ», ενώ ο φακός του σκηνοθέτη ΓΙΑΝΝΗ ΣΜΑΡΑΓΔΗ κινείται στην Ιερά Μονή του ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ του ΘΕΟΛΟΓΟΥ και στο Ιερό Σπήλαιο της Αποκάλυψης. Η απαγγελία από τον καθηγητή Δ. ΜΑΡΩΝΙΤΗ του ποιήματος «ΕΝ ΠΑΤΜΩ» του Δ. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ και το πράσινο τοπίο της Πάτμου ολοκληρώνουν την εικόνα για το ιερό νησί.