Ηρακλής Αθ. Φίλιος
Βαλκανιολόγος, Θεολόγος
«Πήγα στην Αφρική, με ρώταγαν τι είναι τα υποστατικά ιδιώματα της Αγίας Τριάδας. Πήγα στην Ασία, με ρώταγαν αν μπορούμε όντως να μετέχουμε εμείς οι κοινοί θνητοί στις Άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος. Επέστρεψα και στην Ελλάδα και με ρώταγαν αν η γυναίκα στην Εκκλησία κάνει να φορά παντελόνι…» (Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ.κ. Αναστάσιος).
Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, διαπίστωσε κάτι τραγικό στην Ελλάδα. Την προσήλωση στους τύπους. Όχι, όμως, στην ουσία. Και είναι αλήθεια πως, ενίοτε, το βάθος και η ουσία αποτελούν ξένες λέξεις, για τα θεολογικά και εκκλησιαστικά γεγονότα στη χώρα μας. Ποιος περίμενε λοιπόν, ένας Αφρικανός να θέλει να μάθει για τα χαρακτηριστικά των προσώπων της Αγίας Τριάδος; Τί τον ενδιέφερε ένα θέμα δογματικής φύσεως; Εν τέλει, ποια απήχηση μπορούσε εκείνη τη στιγμή να έχει για τη ζωή του μία τέτοια απορία; Και οι άκτιστες ενέργειες; Γιατί να θέλουν άραγε οι Ασιάτες να μετέχουν σε αυτές; Μήπως αισθάνθηκαν πως η ζωή τους μπορεί να μεταμορφωθεί;
Στον ελλαδικό χώρο, οι μεταφυσικές ανησυχίες και αγωνίες ενός μέρους ορθοδόξων, έχω την πίστη πως απέχουν από την αλήθεια, που αναδεικνύει η ουσία των πραγμάτων. Συναντάται, πολλές φορές, μία εμμονή στους τύπους, στο εξωτερικό περίβλημα μιας θρησκευτικότητας που μυρίζει περισσότερο ψυχολογισμό παρά Χριστό. Αυτό, δεν εγγυάται, επουδενί, τον οντολογικό χαρακτήρα του ανθρωπίνου βιώματος και κατ’ επέκταση δεν αναδεικνύει την οντολογική λειτουργικότητα του ανθρώπινου «είναι», που έχει βάθος.
Η ελληνική θεολογική πραγματικότητα, θεωρώ πως κάποιες φορές απέχει από τον εγκεντρισμό της στο «είναι» των πραγμάτων. Το βάρος ρίχνεται, πολλές φορές, στις ανούσιες πτυχές των ζητημάτων. Δίνεται νόημα στην ηθική. Τί να την κάνεις την ηθική όταν απουσιάζει ο Χριστός; Απόντος Χριστού, η ηθική καταντά ηθικισμός και η ευσέβεια ευσεβισμός. Η παρουσία του Χριστού είναι εκείνη που διαφοροποιεί την ηθική, την ευσέβεια. Κι αυτό πραγματώνεται με τη συμβολή της αγάπης, της κένωσης, της διάκρισης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, «ο ευσεβισμός υπονομεύει, αν δεν αρνείται ολοκληρωτικά την οντολογική αλήθεια της εκκλησιαστικής ενότητας και προσωπικής κοινωνίας», καταπώς λέει ο Χρήστος Γιανναράς.
Ρωτάμε για το εάν επιτρέπεται το παντελόνι στην εκκλησία, ενώ την αγάπη, που είναι βασική υπόθεση στη ζωή της εκκλησίας, της γυρνάμε την πλάτη. Δεν είναι εύκολο να αγαπάς. Και περισσότερο, ν’ αγαπάς τους εχθρούς σου∙ Το απόλυτο άδειασμα του εαυτού, το έσχατο τσαλάκωμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αυτό είναι υπέρλογο. Είναι όμως το υπέρλογο παράλογο; Εντούτοις, η αγάπη απουσιάζει πολύ από τους ανθρώπους που εκκλησιάζονται. Αιωρείται μία καχυποψία απέναντι στον άλλον. Υπάρχει μνησικακία, εμπάθεια, ζήλεια, φθόνος, διαβολή, και πουθενά Χριστός. Κι ας είναι στολισμένοι οι ναοί, ας ακούγονται ιερά άσματα και θεία γράμματα, ας δημιουργείται η ανάλογη ιεροπρέπεια. Μερικές φορές, καλλιεργείται η αίσθηση πως η μισανθρωπία έχει θάψει τη φιλανθρωπία για τα καλά. Απουσιάζει κάποιες στιγμές και ο θεολογικός λόγος, ο υπεύθυνος, υποψιασμένος και μεταμορφωτικός θεολογικός λόγος. Έχει απλώς αντικατασταθεί από την απουσία του!
Και δεν είναι μόνο τα παραπάνω. Ο ψυχολογισμός που προκύπτει από τα τελούμενα δεν συσχετίζει βαθύτερα την ανθρώπινη ύπαρξη στο πρόσωπο του Χριστού παρά λειτουργεί ως φολκλορικό απωθημένο ή συνήθεια. Ο ηθικισμός μετρά τους ανθρώπους σε ποιότητες και ποσότητες. Εμείς είμαστε οι καθαροί, οι σεσωσμένοι, ενώ οι άλλοι οι χειρότεροι όλων, ενώ την ίδια στιγμή τα χέρια κρατάνε πέτρες έτοιμες να ριχτούν σε πονεμένα πρόσωπα. Κρατάμε τον παράδεισο για εμάς και κερνάμε κόλαση στους άλλους.
Ο γεροντισμός είναι ένα ακόμη πλήγμα. Όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κ.κ. Ιωάννης, «πλήθος ιερέων που εξομολογούν πιστούς, ενεργούν ως Γέροντες, κατευθύνοντας τα Πνευματικά τους παιδιά, εισδύοντας στην προσωπική και οικογενειακή τους ζωή και δημιουργώντας πνευματικά εξαρτημένους ανθρώπους». Σχετικά με το θέμα της ελευθερίας, θέλω να σημειώσω οπωσδήποτε κάτι που οι άνθρωποι της εκκλησίας (απ’ όπου κι αν προέρχονται), ή αγνοούν ή καταστρατηγούν. Απολύτως κανείς δεν έχει το δικαίωμα να εξουσιάζει το φυσικό θέλημα (Μάξιμος Ομολογητής) του ανθρώπου, αλλά να το παιδαγωγεί στο γνωμικό θέλημα (Μάξιμος Ομολογητής). Η ελευθερία καταστρατηγείται, αρκετές φορές, μέσα στην εκκλησία για χάρη της υπακοής. Ορισμένοι, με το πρόσχημα της υπακοής θέλουν να ελέγχουν την ελευθερία των ανθρώπων. Επιτέλους, ας το φωνάξουμε δυνατά. Δεν καταπατάται το φυσικό θέλημα.
Συν τοις άλλοις, το ενδιαφέρον έχει φύγει από τους Πατέρες και έχει επικεντρωθεί στα έσχατα. Αναπτύσσεται, λοιπόν, μία εσχατολογία, ενώ την ίδια στιγμή η ύπαρξη του ανθρώπου δεν θωρακίζεται με τον πατερικό λόγο και τα ιερά μυστήρια της εκκλησίας που χαριτώνουν τον άνθρωπο. Οι Πατέρες απουσιάζουν. Η Δύση διψάει για Μάξιμο Ομολογητή, ενώ την ίδια στιγμή ελάχιστοι γνωρίζουν το πνευματικό βάθος και την καταπληκτικότητα των λόγων του. Φυσικά, όσον αφορά το πρόσωπο του Χριστού; Αυτό έχει αντικατασταθεί από ιδεολογήματα, φετιχισμούς, απωθημένα. Και ο κλήρος έχει ένα μερίδιο ευθύνης σ’ όλα τα παραπάνω. Όπως είπε αυτές τις μέρες ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, σε μερικές περιπτώσεις «υπάρχει μία ‘’εικονική ιερωσύνη’’, η οποία επιθυμεί περισσότερον να φαίνεται παρά να είναι, να επιδεικνύεται παρά να θυσιάζεται, να παίρνει παρά να προσφέρει».
Ο π. John Meyendorff, κάποτε επέστρεφε από ένα συνέδριο στην Αμερική μαζί με άλλους. Σε κάποια στιγμή, στο δρόμο, δίπλα από το φανάρι σταμάτησε ένα φορτηγό με κάποιους νεαρούς που πήγαινε σ’ ένα rock festival. Ένας απ’ αυτούς, έβγαλε από την τσέπη του ένα μήλο, το έδωσε σ’ έναν ρωμαιοκαθολικό ιερέα που ήταν μαζί με τον Meyendorff, και του είπε: «Πάτερ, εγώ σου δίνω ένα μήλο. Εσύ τί έχεις να μου δώσεις;». Η εκκλησία, τί έχει να δώσει σήμερα στον άνθρωπο; Τύπους ή ουσία; Προσωπεία ή πρόσωπο; Εν τέλει, έχει τη μαγκιά να έρθει σε ρήξη με το ανέραστο και να υποψιάσει για το πρόσωπο του Χριστού; Ή θα εξακολουθεί, όταν αυτό γίνεται, να μετρά το μήκος και το είδος; Σε κάποιους αρέσουν τα tattoo και το piercing. Θα τους κρίνετε;