Πηγή: Ὑδατική Λεξιγραφία (Ἐτυμολογικὴ ἀνάλυσις τῶν Ἑλληνικῶν Λέξεων ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ τὸ νερό) - Δρ. Στ. Δωρικού & Δρ. Κ. Χατζηγιαννάκη (ἐκδόσεις ἐλεύθερις σκέψις)
Ἡ ῥίζα ΜΑΡ-, ὡς καὶ ἡ ΜΕΝ-/ΜΑΝ- ἐμπεριέχουν καὶ τὶς ἔννοιες τῆς μανίας, ὀργῆς, ὁρμῆς ἀλλὰ καὶ τῆς ἀπληστίας, λαιμαργίας ἢ τῆς διαπράξεως ἀσελγείας, προσβολῆς ἢ τῆς ἐφορμήσεως ἢ ἐκθέσεως.
ΜΑΡ-/ ΜΕΡ-
μάρ-μαρος=πέτρα κρυσταλλώδους φύσεως, ἀκατέργαστη, λευκὸς λίθος, μάρμαρον, λατ. marmor=μάρμαρο (μαραίνω=φθείρομαι)
μάρ-ναμαι=χτυπιέμαι, συμπλέκομαι, ἀγωνίζομαι, μάχομαι, πολεμῶ, ἐξ οὗ καὶ λατ. Mars=Ἄρης
μαρμαρυγή=λάμψις, ἀκτινοβολία, ταχεῖα κίνησις
μαῖρα=σπινθηροβόλος Σείριος ἀστέρας, ἀστερισμὸς τοῦ Κυνός
ἀμαρυγή=σπινθηρισμός
ἀμαρύσσω=σπινθηροβολῶ, στίλβω, λάμπω, ἀρχ. ἰνδ. mar-icih=ἀκτῖνα φωτός, ἀντικατοπτρισμός, mer-us=καθαρός, ἀκήρατος, ἀνόθευτος, λευκός
μέρμερος=ὁ προξενῶν πολλὴν φροντίδα, ἀνησυχία καὶ μέριμνα, ὀλέθριος, φρικτός
μεριμνάω=φροντίζω, σκέφτομαι σοβαρά
μαρτύριον
μαρτυρία
μαρτυρέω
συγγενὲς τοῦ μάρναμαι εἶναι τὸ μάχ-ομαι, ἡ μάχη, ὁ μαχητής, ὁ μαχόμενος.
Συγγενὴς τῆς ῥίζας ΜΕΡ- εἶναι καὶ ἡ ῥίζα ΜΕ-/ΜΕΔ-=σκέπτομαι, μελετῶ, συλλογίζομαι, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι, ἐκτιμῶ, προνοῶ, κυβερνῶ:
μέδομαι, μήδομαι
μέδων=κυβερνῶν, ἄρχων
μέδιμνος
μέτρον
λατ. meditor=σκέπτομαι, modestus=μέτριος, σώφρων, ταπεινός, moderor=μετριάζω, συστέλλω, διευθύνω
Μήδεια
τὰ μήδεα=οἱ φροντίδες
Μίδας(=μέδων)
Κλυταιμνήστρα
μῆτις=συμβουλή, σύνεσις, σοφία
μήτρα=μήτηρ, λατ. matrix=ἡ μήτρα, ἡ μητέρα, ἡ ἐνέχουσα.
Ἡ ῥίζα ΜΑΜ-/ΜΑΝ- δηλοῖ ταραχή, σφοδρότητα, θύελλα, σφοδρὴ ἐπιθυμία.
μαιμάκτης=σφοδρός, θυελλώδης, βίαιος
μαιμάσσω=εἶμαι πολὺ ἐρεθισμένος, ὀργισμένος
μαῖμαξ=ταραχώδης
μαι-μᾶν=ἐκτοξεύομαι ὑψηλά, ἀναπτύσσομαι: μακ-ρός, μῆ-κος ΜΑΚ- ΜΕΓ- μέγας, Μακ-εδών, Μακ-εδονία, μακεδνός=μακρός
μαίομαι=ἐπιδιώκω, προσπαθῶ, ζητῶ
λατ. mos=ἔθος, συνήθεια, γερμ. mut, ἀγγλ. mood
ἐπίμαστος=ἐψαυσμένος, μεμολυσμένος
μαστήρ, μαστρός=ἐρευνητής
μαστροπός=προαγωγός
μάστιξ
μαστεύω=ζητῶ, ἐρευνῶ, ἀγωνίζομαι
μαντεύω=μαστεύω
μάτ-η=(ματαία) προσπάθεια, ἀποτυχία, σφάλμα
ματίη=πλάνη
ῥίζα ΜΑ-=νεύειν, ἐξαπατᾶν
σερβοκροατικό matam, matati
τσεχικό matoha=φάντασμα.
Ἡ σκέψις παράγεται ἀπὸ τὴν ἴδια ὀμάδα ῥιζῶν μὲ τὴν μανία, τὴν μέριμνα, τὸ μέτρον, τὴν μητέρα, τὴν μήτρα, τὴν τροφό, τὴν πανουργία, τὴν ἐπινόησι, τήν ”γέννα” τὴν φυσικὴ ἢ τὴν ἐν γένει δημιουργία ἢ ἔμπνευσι. Συγχρόνως στὴν ἴδια σειρὰ ῥιζῶν ἀνήκουν οἱ ἔννοιες καὶ τῆς δυνάμεως, ἐπιβουλῆς, καταστροφῆς, εὐπλαστότητος ἀλλὰ καὶ ἀδυναμίας, ἐξασθενήσεως, μαρασμοῦ. Καὶ ταυτοχρόνως τῶν ἀναλόγων ὑδρολέκτων, ὡς ἀντικειμένων μὲ εὐπλαστότητα, μαλακὴ σύστασι, ῥευστότητα.
Ἡ μαίνη ἢ μαινίς (λατ. maena), μικρὸ ψάρι τῆς θαλάσσης, εἶδος πέρκας, στὴν λιθουανικὴ menke, εἶναι εἶδος μπακαλιάρου ἐνῷ στὴν ῥωσικὴ menb τὸ θαλάσσιο χέλι, ἡ μύραινα, ἀγγλοσαξωνικὸ myne, νεογερμανικὸ munne. Μύραινα εἶναι ἡ γνωστή μας σμέρνα (σμύρνα). Τὸ μένος τῆς σμέρνας μεταφέρεται μὲ τὴν κοινὴ καταγωγὴ τῶν ῥιζῶν τῶν λέξεων στὸ μένος τῶν συναισθημάτων καὶ τὴν διαταραχή, τὴν ὀργή, τὴν παραφροσύνη. Ἡ μανία τῶν κυμάτων δείχνει τὴν φυσικὴ διαταραχὴ τῆς θαλάσσης, μπορεῖ ὅμως ν’ ἀποτελεῖ ψυχικὴ νόσο καὶ διαταραχή. Ἡ μάθησις (μαν-θάνω) ἀπαιτεῖ προσπάθεια, κόπο, ἐπιθυμία, ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ κατάστασι ἡρεμίας ἀποτελεῖ. Καὶ ἡ σοφία, ἡ σύνεσις, τὸ λογικὸ ἀποκτάται μὲ ἐμπειρία ζωῆς, μὲ πεῖρα συγκρίσεως μὲ ἀντίξοες καταστάσεις. Ἡ μεν-θήρη (φροντίς) καὶ ἡ Μοῦσα (μουσική) εἶναι ἀντίστοιχα συναισθήματα, καταστάσεις ἢ δημιουργίες. Ἀντίστοιχα εἶναι τὸ περιεχόμενο τῶν ματεύω, μάχομαι, μέμονα=διανοοῦμαι, προτίθεμαι, ἐπιθυμῶ, ἐφ’ ὅσον ἡ σκέψις, ἡ διανόησις, ἡ ἐπιθυμία εἶναι διεργασία ποὺ ἀπαιτεῖ συγκρούσεις γιὰ λῆψι τελικῆς ἀποφάσεως ἢ διαμορφώσεως ἀντίστοιχης θεωρήσεως τῶν πραγμάτων. Ἰδίως ἡ ἐπιθυμία ἢ ἡ ἐρωτικὴ διάθεσις, ὅπως π.χ. νοεῖται στὴν γερμ. λέξι minne. Ἡ ἀγάπη εἶναι κατάστασις πολὺ δυνατὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ἔρωτας συνδέεται μὲ μνῆμες, ἀναμνήσεις, θύμισες, ὅπως καὶ ὅλα τὰ σημαντικὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ μέτρον, τὸ μέσ(σ)ον (ῥίζες ΜΕΤ-/ΜΕΣ-)=μέτριον, τὸ μῆλον=μικρὸ ζῶον, εἶναι συγγενὲς τῆς ῥίζης (Σ)Μ- (σμικρύνω) ἤ τοῦ γερμανικοῦ schmal=μικρός, λίγος. Ἡ μῆτις=σοφία, σύνεσις, ἀπαιτεῖ μέτρον, ἐκτίμησι τῶν πραγμάτων. Ἡ δύναμις, γερμανιστὶ macht, ἀπαιτεῖ ἐπινόησι, μέσα, τεχνάσματα, πόρους, ὅπως τὰ ἑλληνικὰ μῆχος, μῆχαρ, μηχανή. Τὸ μέτρον μπορεῖ νὰ εἶναι σὲ μικρή (ἑλληνικὰ μινύθω, μείων, μικρός), ἤ μεγάλη (ἑλληνικὸ μέγας, μακρύς, Μακεδνός, Μακεδών, Μακεδονία) κλίμακα.
Οἱ προαναφερθέντες ῥίζες δείχνουν πάλη μὲ τὰ πράγματα καὶ δυσκολίες, δείχνουν τὴν ἐπικράτησι τοῦ μέτρου, τῆς λογικῆς, τὴν ἀπόκτησι τῆς σοφίας ἢ τὸ δῶρο τῆς σκέψεως. Καὶ μεταξὺ αὐτῶν ἀναγνωρίζουμε ὑγρόλεκτα πολύτιμα ποὺ εἶναι καὶ στὴν ἀρχὴ τῶν ῥιζῶν αὐτῶν. Ὁ ἄνθρωπος πρῶτα ὀνομάζει τὰ γύρω του πράγματα καὶ φαινόμενα, ἀποκτὰ ἐμπειρίες ἀπ’ αὐτὰ καὶ ὅπως προοδεύει καὶ ἀποκτᾶ ἐμπειρίες καὶ δημιουργεῖ, χρησιμοποιεῖ τὶς ἀρχικὲς ῥίζες τῆς γλώσσης του γιὰ νὰ καλύψει τὶς ἀνώτερες πνευματικές του δημιουργίες. Καὶ ἦταν φυσικὸ ὁ Ἕλληνας, ποὺ τόσο εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὴν θάλασσα καὶ τοὺς πλόες, νὰ ἀνέδειξε τὰ ὑδρόλεκτα σὲ ἀφηρημένες ἔννοιες, νὰ μετασχημάτισε τὴν φουρτούνα τῆς θαλάσσης σὲ φουρτούνα τοῦ νοῦ ἢ τῆς ψυχῆς, σὲ θρησκευτικὲς ἐκστάσεις ἤ σὲ δυστυχὴ περιστατικὰ τῆς ζωῆς. Καὶ νὰ συνυπάρχουν ἔτσι πληθώρα ἐννοιῶν καὶ ἀποχρώσεών τους καὶ νὰ μᾶς ἔρχονται μέρχι σήμερα ἀπὸ τὴν γραφίδα τῶν δικῶν μας δημιουργῶν, ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, περιουσία καὶ κτῆμα ἀποκλειστικὰ δικά μας.