ΤΟΝΟΙ
ὀξεία (ά)
βαρεία (ὰ)
περισπωμένη (ᾶ)
Κατὰ τὴ θέση ποὺ ἔχει ὁ τόνος σὲ μιὰ λέξη καὶ κατὰ τὸ εἶδος του ἡ λέξη αὐτὴ λέγεται:
1) Ὀξύτονος: ἄν ἔχει ὀξεία στὴ λήγουσα: πατήρ
2) Παροξύτονος: ἄν ἔχει ὀξεία στὴν παραλήγουσα: μήτηρ
3) Προπαροξύτονος: ἄν ἔχει ὀξεία στὴν προπαραλήγουσα: λέγομεν
4) Περισπωμένη: ἄν ἔχει περισπωμένη στὴ λήγουσα: τιμῶ
5) Προπερισπωμένη: ἄν ἔχει περισπωμένη στὴν παραλήγουσα: δῶρον
6) Βαρύτονος: ἄν δὲν τονίζεται στὴ λήγουσα: ἄνθρωπος
ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ
1) Καμία λέξη δὲν τονίζεται πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν προπαραλήγουσα
2) Ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι μακρόχρονη (α,ι,υ,- η,ω), ἡ προπαραλήγουσα δὲν τονίζεται (ἄμεσος - ἀμέσως)
3) Ἡ προπαραλήγουσα ὅταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε ὀξεία (πείθομαι)
4) Κάθε βραχύχρονη συλλαβή (α,ι,υ,- ε,ο), ὅταν τονίζεται, παίρνει πάντοτε ὀξεία (νέφος, τόπος, αγαθός)
5) Ἡ μακρόχρονη παραλήγουσα (α,ι,υ,- η,ω), ὅταν τονίζεται, παίρνει ὀξεία ἐμπρὸς ἀπὸ μακρόχρονη λήγουσα (θήκη, κώμη, κλαίω)
6) Ἡ μακρόχρονη παραλήγουσα (α,ι,υ,- η,ω), ὅταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη ἐμπρὸς ἀπὸ βραχύχρονη λήγουσα (α,ι,υ,- ε,ο) (κῆπος, χῶρος, φεῦγε)
7) Ἡ θέσει μακρόχρονη συλλαβὴ ὡς πρὸς τὸν τονισμὸ λογαριάζεται βραχύχρονη (αὖλαξ, τάξις)
8) Ἡ βαρεία σημειώνεται στὴ θέση τῆς ὀξείας μόνο στὴ λήγουσα, ὅταν δὲν ἀκολουθεῖ στίξη ἤ λέξη ἐγκλιτική (τό τε βαρβαρικὸν καὶ τὸ ἑλληνικόν)
ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ
1) Ἡ ἀσυναίρετη ὀνομαστική, αἰτιατική καὶ κλητικὴ τῶν πτωτικῶν, ὅταν τονίζεται στὴ λήγουσα, κανονικὰ παίρνει ὀξεία (ὁ ποιητής, τὸν ποιητήν, ὦ ποιητά΄ οἱ ποηταί, τοὺς ποιητάς, ὦ ποιηταί)
Ἐξαιρέσεις: Παίρνουν περισπωμένη ἀντίθετα μὲ τὸν κανόνα, ἄν καὶ δὲν προκύπτουν ἀπὸ συναίρεση:
α) οἱ μονοσύλλαβοι τύποι τῆς ὀνομαστικῆς, αἰτιατικῆς καὶ κλητικῆς ποὺ ἔχουν χαρακτήρα ι, υ (ου, αυ) (ὁ κῖς, τὸν κῖν, ὦ κῖ, τοὺς κῖς - ἡ δρῦς - ὁ βοῦς, ἡ γραῦς)
β) ἡ αἰτιατικὴ πληθυντικοῦ τῶν ὀνομάτων σὲ -ὺς (γεν. -ύος), ἄν τονίζεται στὴ λήγουσα (τοὺς ἰχθῦς)
γ) ἡ ὀνομαστική, αἰτιατικὴ καὶ κλητικὴ τοῦ ἐνικοῦ τῶν οὐδετέρων πῦρ και οὖς
δ) ἡ ὀνομαστικὴ καὶ κλητικὴ τοῦ ἐνικοῦ τοῦ θηλυκοῦ ἡ γλαῦξ (κουκουβάγια)
ε) ἡ κλητικὴ τοῦ ἐνικοῦ τῶν ὀνομάτων σὲ – εὺς (ὦ βασιλεῦ)
2) Ἡ μακροκατάληκτη γενικὴ καὶ δοτικὴ τῶν πτωτικῶν, ὅταν τονίζεται στὴ λήγουσα, παίρνει περισπωμένη ( τοῦ ποιητοῦ, τῷ ποιητῇ΄ τῶν ποιητῶν, τοῖς ποιηταῖς)
Ἐξαιρέσεις: τὰ ἀττικόκλιτα οὐσιαστικὰ φυλάττουν σὲ ὅλες τὶς πτώσεις τὸν ἴδιο τόνο ποὺ ἔχει ἡ ὀνομαστικὴ τοῦ ἐνικοῦ καὶ στὴν ἴδια συλλαβή (ὁ λεώς, τοῦ λεώ - ὁ ταῶς, τοῦ ταῶ)
3) Στὰ πτωτικά, ὅπου τονίζεται ἡ ὀνομαστικὴ τοῦ ἐνικοῦ ἐκεὶ τονίζονται καὶ οἱ ἄλλες πτώσεις τοῦ ἐνικοῦ καὶ τοῦ πληθυντικοῦ, ἐκτὸς ἄν ἐμποδίζει ἡ λήγουσα ( λέων, λέοντος, λέοντες, αλλά λεόντων)
Ἐξαιρέσεις:
Α) στὰ πρωτόκλιτα οὐσιαστικὰ ἡ γενικὴ τοῦ πληθυντικοῦ τονίζεται στὴ λήγουσα καὶ παίρνει περισπωμένη (τῶν νεανιῶν)
Β) τὰ μονοσύλλαβα ὀνόματα τῆς γ΄ κλίσης στὴ γενικὴ καὶ δοτικὴ ὅλων τῶν ἀριθμῶν τονίζονται στὴ λήγουσα ( ἡ φλόξ, τῆς φλογός, τῇ φλογί - τῶν φλογῶν, ταῖς φλοξί - τοῖν φλογοῖν)
(Ἐξαίρεση στὴν ἐξαίρεση!: Ἐξαιροῦνται τὰ μονοσύλλαβα: ἡ δᾲς, ὁ θὼς, τὸ οὖς, ὁ παῖς, ὁ Τρὼς καὶ τὸ φῶς, ποὺ τονίζονται στὴ γενικὴ πληθυντικοῦ στὴν παραλήγουσα: τῶν δᾴδων, τῶν θώων, τῶν ὤτων, τῶν παίδων, τῶν Τρώων, τῶν φώτων)
4) Ἡ λήγουσα ποὺ προέρχεται ἀπὸ συναίρεση, ὅταν τονίζεται κανονικὰ παίρνει περισπωμένη [(τιμάω) τιμῶ, (ἐπιμελέες) ἐπιμελεῖς]. Παίρνει ὅμως ὀξεία ἡ δεύτερη ἀπὸ τὶς συλλαβὲς ποὺ συναιροῦνται [(ἐσταώς) ἐστώς, (κλῃίς, κλῄς) κλείς]
5) Στὶς σύνθετες λέξεις ὁ τόνος κανονικὰ ἀνεβαίνει ὡς τὴν τελευταία συλλαβὴ τοῦ πρώτου συνθετικοῦ, ἄν ἐπιτρέπει ἡ λήγουσα [(σοφός) πάνσοφος, (πόλις) ἀκρόπολις, (ἐλθέ) ἄπελθε, (φρήν) ὁ μεγαλόφρων, το μεγαλόφρον
ΑΤΟΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Δὲν παίρνουν τόνο:
1) Τὰ ἄρθρα: ὁ, ἡ, οἱ, αἱ
2) Οἱ προθέσεις: εἰς, ἐν, ἐκ (ἠ ἐξ)
3) Τὰ μόρια: εἰ, ὡς, οὐ (ἠ οὐκ ή οὐχ)
ΕΓΚΛΙΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ. ΕΓΚΛΙΣΗ ΤΟΝΟΥ
Μερικὲς μονοσύλλαβες ἤ δισύλλαβες λέξεις συμπεριφέρονται τόσο στενὰ μὲ τὴν προηγούμενη, ὥστε ἀκούγονται σὰ ν’ ἀποτελοῦν μαζί της μία λέξη΄ γι’ αὐτὸ ὁ τόνος τους ἤ χάνεται ἤ ἀνεβαίνει στὴ λήγουσα τῆς προηγούμενης ὡς ὀξεία. Οἱ λέξεις αὐτὲς λέγονται ἐγκλιτικὲς ἤ ἁπλῶς ἐγκλιτικά:
1) Οἱ τύποι τῶν προσωπικῶν ἀντωνυμιῶν: μοῦ, μοί, μέ - σοῦ, σοί, σέ - οὗ, οἷ, ἓ
2) Ὅλες οἱ πτώσεις ἐνικοῦ καὶ πληθυντικοῦ τῆς ἀόριστης ἀντωνυμίας τίς – τί ἐκτὸς ἀπὸ τὸν τύπο τοῦ οὐδέτερου πληθυντικοῦ ἄττα (= τινά)
3) Ὅλοι οἱ δισύλλαβοι τύποι τῆς ὀριστικῆς τοῦ ἐνεστώτα τῶν ῥημάτων εἰμὶ καὶ φημί
4) Τὰ ἐπιρρήματα: πού, ποί, ποθὲν – πώς, πή (ή πῄ), ποτέ
5) Τὰ μόρια: γέ, τέ, τοί, πέρ, πώ, νύν καὶ τὸ πρόσφυμα δὲ (διαφορετικὸ ἀπ’ τὸ σύνδεσμο δὲ)
Ὁ τόνος τῶν ἐγκλιτικῶν χάνεται:
6) Σὲ ὅλα τὰ ἐγκλιτικά (μονοσύλλαβα ἤ δισύλλαβα), ὅταν ἡ προηγούμενη λέξη εἶναι ὀξύτονη ἤ περισπωμένη (ναός τις, καλόν ἐστι – τιμῶ σε, τιμῶ τινας)
7) Μόνο στὰ μονοσύλλαβα ἐγκλιτικά, ὅταν ἡ προηγούμενη λέξη εἶναι παροξύτονη (γέρων τις, παιδεύω σε)
Ὁ τόνος τῶν ἐγκλιτικῶν ἀνεβαίνει στὴ λήγουσα τῆς προηγούμενης λέξης (ὡς ὀξεία), ὅταν ἡ προηγούμενη λέξη εἶναι παροξύτονη ἤ προπερισπώμενη ἤ ἄτονη ἤ ἐγκλιτική (ἔλαφός τις, ἔλαφοί τινες - ἔν τινι τόπῳ - εἴ τις βούλεται – εἴ τίς ἐστί μοι φίλος)
Ὁ τόνος τῶν ἐγκλιτικῶν μένει στὴ θέση του:
8) Ὅταν ἡ προηγούμενη λέξη εἶναι παροξύτονη καὶ τὸ ἐγκλιτικὸ δισύλλαβο (λόγοι τινές, ἀνθρώπων τινῶν, φίλοι εἰσίν)
9) Ὅταν ἡ προηγούμενη λέξη ἔχει πάθει ἔκθλιψη ἤ ὅταν πρὶν ἀπὸ τὸ ἐγκλιτικὸ ὑπάρχει στίξη (καλόν δ’ έστίν - Ὅμηρος, φασί, τυφλὸς ἦν)
10) Ὅταν ὑπάρχει ἔμφαση ἤ ἀντιδιαστολή (παρὰ σοῦ, πρὸς σέ)