Αυτός ο γέροντας που κουβάλαγε μέσα του όλη την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, που είδε πολέμους και γνώρισε τις μεγάλες πολιτικές αλλαγές στη χώρα, τώρα κείτονταν εκεί πεσμένος, ξεχασμένος απ’ όλους, δίχως να περιμένει κάτι και δίχως όρεξη για άλλα όνειρα.
Κρατούσε στην αγκαλιά του ένα τετράδιο (ή καλύτερα κάτι που έμοιαζε με τετράδιο) μ' ένα στιλό πιασμένο στα φύλλα του.
Εκεί θα έχει την ιστορία του γραμμένη, σκέφτηκα- κι ήθελα πολύ να διαβάσω, να μάθω... Πλησίασα τόσο που άκουγα την ανάσα του.
- Γέροντα! Είσαι καλά;
- ………
Προσπάθησα πάλι, επιστρατεύοντας όλη μου την ευγένεια για να μην τον προσβάλλουν τα λόγια μου:
- Θέλεις κάτι; Μπορώ να σε βοηθήσω;
Μισάνοιξε τα μάτια του. Αμφιβάλλω αν κατάφερε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά μου. Κούνησε αργά το κεφάλι του, λες κι ήταν φορτωμένο χιλιάδες κιλά. Το βλέμμα του, γεμάτο απορία και καχυποψία για τον ξένο που νοιάστηκε και του απηύθηνε το λόγο, περιπλανήθηκε στα βάθη της ψυχής μου αρκετή ώρα.
- Πες μου, τι χρειάζεσαι; Θα προσπαθήσω να κάνω ό,τι μου πεις!
Μαλλιά, μουστάκι και γένια με αγάπη αγκάλιαζαν και προστάτευαν το σκαμμένο πρόσωπό του από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Ξεκάθαρα, όμως, φαίνονταν οι ρυτίδες και τα σημάδια του χρόνου!
- Μίλα μου, γέροντα! Έφυγες απ' το σπίτι σου; Θέλεις ρούχα; Φαγητό; Φάρμακα; Τι ανάγκη έχεις; Πες μου...
Τίναξε πίσω το κεφάλι του, λες και τον έπεισαν τα λόγια μου να σπάσει τη σιωπή του. Σήκωσε το χέρι του με δυσκολία, έφερε τα δυο του δάχτυλα στο στόμα και τρίβοντάς τα μεταξύ τους ψέλλισε:
- Ένα τσιγάρο…(!)