Εδώ, στη ρωγμή του χρόνου
απο:http://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/diabati-archontoula-nisides-skoulariki-sti-muti
Για τη συλλογή διηγημάτων της Αρχοντούλας Διαβάτη Σκουλαρίκι στη μύτη (εκδ. Νησίδες).
Του Πέτρου Θεοδωρίδη
Όλο και περισσότερο μου αρέσουν κείμενα
κοφτά, κείμενα που περιγράφουν αποχρώσεις συναισθημάτων, στιγμιότυπα,
τομές καταστάσεων - τομές από ξυράφι. Γιατί πώς αλλιώς να γράψεις
σήμερα, στην εποχή του Facebook και του Internet, όπου η ταχύτητα
γίνεται εθιστικό ναρκωτικό, εποχή αξιακού σχετικισμού, μεταιχμιακή
εποχή.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με γραφή κοφτή σαν λαχανισμένη ανάσα. Λέξεις και φράσεις σχηματίζουν ένα ημιτελές ψηφιδωτό συναισθημάτων και καταστάσεων.
Η κοινωνία μας βυθίζεται όλο και περισσότερο στη λατρεία του εφήμερου και το βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη Σκουλαρίκι στη μύτη,
αντιστέκεται θαρρείς σ’ αυτή τη λατρεία, ανιχνεύοντας και
αναδεικνύοντας -ειρωνικά τις περισσότερες φορές- το παρελθόν μέσα από το
παρόν. Το βιβλίο είναι γραμμένο με γραφή κοφτή σαν λαχανισμένη ανάσα.
Λέξεις και φράσεις σχηματίζουν ένα ημιτελές ψηφιδωτό συναισθημάτων και
καταστάσεων που αφορούν στον καιρό μας: η συγγραφέας αναπηδά, χορεύει,
περνώντας από το παρελθόν στο παρόν. Φανταστείτε ένα πρόσωπο από το
παρελθόν, ένα μικρό κορίτσι της δεκαετίας του ‘70 να κυκλοφορεί ανάμεσά
σας παρατηρώντας πρόσωπα, καταστάσεις, συναντήσεις, συναισθήματα και
πάθη, να τα αναμιγνύει φτιάχνοντας με τα υλικά του χρόνου μια λιτή
σύνθεση. Η αφηγήτρια-συγγραφέας παρατηρεί -με μάτια έκπληκτα- ένα
καλειδοσκόπιο εικόνων από το παρελθόν και το παρόν, ενώ αναδύονται μέσα
από το κείμενο μυρωδιές, γεύσεις και μνήμες, η διασταύρωση των γενεών,
όταν περπατώντας στο «Ανάχωμα» συναντά στο δρόμο «μαθητές βαριεστημένους
να πηγαίνουν στο σχολείο τους αγουροξυπνημένοι και σκυθρωποί» ή
φωτογραφίες της γυμνής ζωής μας στον «πλανήτη μελαγχολία» ή και πικρή
έκπληξη στο «Σκουλαρίκι στη μύτη» και στα ολόπικρα «Γενέθλια της
Μαρίας».
Ένα βιβλίο που προσεγγίζει με έναν
αιφνιδιαστικό τρόπο το πρόβλημα της εποχής μας, την έλλειψη
προετοιμασίας, την αγωνία απέναντι στο θάνατο. Εμείς φοβόμαστε τόσο το
θάνατο και δεν τολμάμε να αναφέρουμε το όνομά του. Ο θάνατος σήμερα έχει
εγκαταλείψει το σπίτι για το νοσοκομείο και ο ήρωας του αφηγήματος «Η
χαμένη Επανάσταση» δεν ξέρει πώς να χειριστεί την αμηχανία του στο
νοσοκομείο περιμένοντας. «Δεν ζητάει πολλά τώρα, μόνο να μην είναι αυτός
ο άνθρωπος χωρίς ελπίδα, αυτός που δεν θα επιδέχεται ούτε καν μια
απέλπιδα χημειοθεραπεία η περίπτωσή του. Δεν ζητάει πολλά, και όλο δίνει
υποσχέσεις μυστικά στον εαυτό του – αν. Αν τα αποτελέσματα ανοίξουν ένα
παράθυρο, αν –αυτό μονάχα– αν θα δικαιούται κι αυτός μια προοπτική, ε,
τότε θ’ αλλάξει ζωή. Θα παρατήσει το γραφείο και την άχαρη ζωή του και
θα κυνηγήσει τα όνειρά του. Πώς το ξεφουρνίζει έτσι ετοιμοπαράδοτο αυτό
το σχέδιο, κατ’ ευθείαν από τα άρθρα στο διαδίκτυο και τις αναρτήσεις με
τα πιο πολλά λάικ στο φέισμπουκ. [….] Αν, μόνο αν ζήσει, θα γίνει άλλος
άνθρωπος. Παρακαλάει, εύχεται, ονειρεύεται, σπρώχνει τον καιρό. Βγαίνει
κάθε τόσο στον ελεύθερο αέρα, κάνει τσιγάρο –ένας σωρός έγιναν γύρω του
τα αποτσίγαρα, μπαγιάτικη μυρωδιά που βαραίνει για λίγο τον αέρα– και
μπαίνει πάλι στην αίθουσα, στο μετερίζι του και χαζεύει. Τη Φάρμα των ζώων έχει στο σακίδιό του αλλά πού όρεξη να ανοίξει το βιβλίο…».
Ένα βιβλίο κριτική στην κοινοτοπία και τον κομφορμισμό, τα ζαχαρωμένα like στο fb, την εικονική λάμψη, την ασημόσκονη των ιντερνετικών γενεθλίων.
Ένα βιβλίο κριτική στην κοινοτοπία και
τον κομφορμισμό, τα ζαχαρωμένα like στο fb, την εικονική λάμψη, την
ασημόσκονη των ιντερνετικών γενεθλίων, το μιας μέρας δώρο, στο αφήγημα
«Το μέσο είναι το μήνυμα». Ένα βιβλίο καθώς «βραδιάζει», στην Αρετσού,
στο Δημοτικό Αναψυκτήριο και «ένα μικρό πλοίο με σβησμένα φώτα περνάει
και φεύγει μακριά» και «η θάλασσα πηγαινοέρχεται πάντοτε μπροστά σε
ζευγάρια ηλικιωμένα παιδιά, μοναχικές γυναίκες που καπνίζουν και παρέες
συνταξιούχων που πίνουν μπύρες ή τρώνε χοτ ντογκ». Ένα βιβλίο για τη
ζωή, μια ζωή «σαν μαύρο ποίημα της Γώγου, με γνώση και τρυφερότητα,
ελέγχοντας το φως και τις σκιές, μετρώντας τη ζωή με τα τσιγάρα και τα
κουταλάκια του καφέ», «όταν έχεις μια παιδική καρδιά». Ένα βιβλίο για
την ραστώνη, για το απομεσήμερο και τους ήχους του «Μπολερό» σε ένα
πάρκο στην πλατεία με «τον ήλιο να κρύβεται και να βγαίνει πάλι,
μονότονα και ξανά το Μπολερό του Ραβέλ στα αυτόματα παιχνίδια, στο
περίπτερο απέναντι: ένας ξεθωριασμένος Ντόναλντ Ντακ, μια αφηρημένη
καμηλοπάρδαλη και ένα άλογο ηρωικό ενορχηστρωμένοι, κάθε φορά που ένας
μικρός καβαλάρης πετυχαίνει να βάλει το κέρμα στη σχισμή».
Η γραφή της Αρχοντούλας Διαβάτη έχει
γεύση πικραμύγδαλου. «Στην Αγαπηνού 8, φίλησα πρώτη μου φορά ένα
κορίτσι...». Έτσι ξαφνικά αρχίζει ένα άλλο αφήγημά της. « Δημητρούλα τη
λέγανε. Ο δάσκαλος στο σχολείο που πήγαινα είχε την άτιμη συνήθεια να
στέλνει – άκουσον άκουσον ραβασάκια στους γονείς όταν σ’ έπιανε
αδιάβαστο άτακτο αργοπορημένο, κάτι με α-στερητικό τέλος πάντων. Κι ο
δάσκαλος ανάθεσε σ’ αυτήν να φέρει στο σπίτι μου το προδοτικό σημείωμα!»
Ένα βιβλίο που παίζει με τα ιριδίσματα, τα ραγίσματα και τις χαραμάδες του χρόνου, αλλά και με το φόβο του θανάτου.
Το βιβλίο εκπέμπει μια παράξενη
θερμότητα σαν αυτή που κάποτε βρίσκουμε στους πάγους. Η συγγραφέας δεν
προβάλλει δικά της συναισθήματα. Στα κείμενά της δεν υπάρχει «εγώ» αλλά
ούτε «εμείς». Υπάρχουν θρύμματα χρονικών στιγμών και έτσι το πραγματικό
αναδύεται σχεδόν αυτούσιο. Τί να 'ναι αυτό το πελώριο, άγνωστο
απειλητικό παρόν, από πού μας ήρθε;
Να λοιπόν ένα βιβλίο που θυμίζει
ιστορίες του Λούις Κάρολ, ένα βιβλίο που παίζει με τα ιριδίσματα, τα
ραγίσματα και τις χαραμάδες του χρόνου, αλλά και με το φόβο του θανάτου,
την κοινοτοπία των ανθρώπων, το δέος μπροστά στην ανθρώπινη κατάσταση. Σκουλαρίκι στη μύτη, ένα όμορφο βιβλίο, μια απροσδόκητη συνάντηση της συγγραφέως με τους αναγνώστες.