Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2025

Ξεφυλλίζοντας το '24

Ήταν μια καλή χρονιά το 2024. Υπάρχει μια στιγμή στο τέλος κάθε χρονιάς, είτε είναι Αύγουστος, είτε είναι Δεκέμβρης, όταν στο πλαίσιο της προσωπικής ανασκόπησης ρίχνω μια ματιά στο αναγνωστικό ημερολόγιο, άλλωστε, αυτό κύρια αφορά το ιστολόγιο αυτό. Το φρεσκάρισμα της μνήμης είναι μια πλευρά του ξεφυλλίσματος, το εμβαδό μέσα μου που εκ των υστέρων καταλαμβάνουν ή όχι τα βιβλία που διάβασα, μια ακόμη, ο τεμαχισμός του χρόνου που στο πέρασμά του μοιάζει με συμπυκνωμένο χυλό, μια τρίτη, το ποιος ήμουν σε κάθε ανάγνωση, μια ακόμα πιο προσωπική πλευρά, ο υποκειμενικός χαρακτήρας της ανάγνωσης ως μια άκρως ενεργητική πράξη, αλλά και η ποσότητα, μην την υποτιμάμε.

Η επαγγελματική επιστροφή μου στη λιανική πλευρά της αγοράς βιβλίου, η πρωινή δουλειά στο Literature House, η καθημερινή τριβή με το βιβλίο ως τιμολόγιο και κούτες, δεν επέφερε απομάγευση, το αντίθετο ίσως συνέβη· επαναπροσδιόρισε, για ακόμα μια φορά, τη σχέση μου με την ανάγνωση, μεγάλωσε την πείνα μου, προσέθεσε αρκετή ακόμα συζήτηση περί βιβλίου και ανάγνωσης σ' ένα περιβάλλον αναλογικό, με σάρκα, οστά και βλέμμα, κυρίως βλέμμα. Από χρόνια έχω αντιληφθεί πως όταν δεν διαβάζω δεν είμαι καλά, αλλά και πως όταν δεν είμαι καλά δεν διαβάζω, ένας φαύλος κύκλος που άμα εμφανιστεί δύσκολα σπάει. Και φέτος διάβασα αρκετά. Η συμπλήρωση της ανάγνωσης με την καταγραφή της εμπειρίας αποτελεί, εδώ και δεκαπέντε τουλάχιστον χρόνια, αναπόσπαστο μέρος της. Και φέτος έγραψα αρκετά, για το μπλογκ, για τα Χανιώτικα Νέα, για την Εφημερίδα των Συντακτών, για αρκετά αφιερώματα δεξιά και αριστερά.

Αρκετά με τα λόγια, ας κάνουμε λίστες!

Η πλέον συγκλονιστική εμπειρία της αναγνωστικής μου χρονιάς, η ανάγνωση των δύο βιβλίων του Ντ. Χάντερ, Chav και Αθλητικά ρούχα ψυχικά τραύματα προδότες της τάξης μας, ανάγνωση την οποία οφείλω στη Μ. Συγκλονιστική όχι για το περιεχόμενο του ζόφου της ενηλικίωσης του συγγραφέα στο κοντινό, αλλά τόσο άγνωστο τελικά, Νότινχαμ, αλλά για την σποραδική επανάληψη της αναφοράς από πλευράς Χάντερ στο προνόμιο του να είσαι λευκός άντρας, όπως εκείνος, προνόμιο που ακόμα και σε εκείνα τα βάθη της αβύσσου πάντοτε μετράει και διακρίνει τους προτελευταίους από τους πραγματικά τελευταίους. Περισσότερα για τα δύο αυτά βιβλία μπορείτε να βρείτε εδώ.

Το καλύτερο βιβλίο ξενόγλωσσης λογοτεχνίας που διάβασα ήταν ο Καιρός της Τζέννυ Έρπενμπεκ. Το έβδομο βιβλίο της Ανατολικογερμανίδας συγγραφέως που διαβάζω, όλα σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη, η συνέχεια της λογοτεχνικής παράδοσης της μη λήθης, αναχώματα απέναντι στη λεηλασία της ιστορίας από ισχυρούς και νικητές, μέσα από την αφήγηση μιας κακοποιητικής σχέσης τη στιγμή που το Τείχος ξέφτιζε μέχρι που τελικά έπεσε. Ένας από τους λόγους που μου άρεσε το βιβλίο αυτό ήταν ακριβώς αυτή η σχέση της ιδιωτικής και της δημόσιας ιστορίας, η απλή, μπορεί και χαζή, αν και κρίνοντας από την πρόσληψη του βιβλίου αναγκαίας, υπενθύμιση πως παράλληλα με τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας η ιδιωτική ζωή είναι παρούσα, επηρεάζεται μεν, δεν καθορίζεται εντελώς δε, από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι άνθρωποι συνεχίζουν να ζουν, η ζωή δεν μπαίνει σε παύση, δεν αναστέλλεται. Περισσότερα για το βιβλίο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Το καλύτερο βιβλίο ελληνικής λογοτεχνίας που διάβασα ήταν Η μοίρα των ζώων του Στέφανου Ρέγκα. Μετά την ανάγνωση έγραφα: Ανοίγεις ένα βιβλίο και δεν ξέρεις τι σε περιμένει και ας μίλησαν γι' αυτό και ας προειδοποίησαν για τον αέρα που ξάφνου σηκώνεται δίπλα στο κύμα παίρνει το βιβλίο από τα χέρια ζορίζει τις σελίδες ταλαιπωρεί αλλά γράφτηκε εκεί διαβάστηκε εκεί έφτασε εδώ μια Κυριακή πρωί στον ήσυχο κατηφορικό δρόμο βρήκε εμένα να μην ξέρω τι να περιμένω να μην ξέρω τι ελπίζω να περιμένω τι προσδοκώ, καλή λογοτεχνία, τι κλισέ και αυτό ε;, αυτό είναι το αίτημα, άψυχο και άχρηστο, παπαγάλος να το φώναζε πάλι χαζό θα ακουγόταν, άνοιξα το βιβλίο και δεν ήξερα τι με περίμενε, ούτε τώρα ξέρω περισσότερα ίσως το μούδιασμα το δάκρυ το κενό που η σκέψη αφήνει πίσω της ίσως μόνο την ευχή προτροπή παράκληση: πάμ' επιτέλους πάμε κάπου πιο πέρα απ' την εμπιστοσύνη. Περισσότερα για το βιβλίο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Συμμετείχα και φέτος στο αφιέρωμα της Εφημερίδας των Συντακτών για τα καλύτερα βιβλία που εκδόθηκαν το 2024. Πίστεψα πως θα μπορούσα να περιοριστώ σε δέκα, ύστερα σε δεκαπέντε, τελικώς η λίστα μου περιελάμβανε είκοσι ένα:

Η λογοτεχνία των πνευματικών παιδιών του σπουδαίου Μπολάνιο δεν θα μπορούσε να μη χαρακτηρίζεται πρώτα και κύρια από φιλοδοξία και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Κοσταρικανού Κάρλος Φονσέκα (μτφρ.Αγγελική Βασιλάκου, Καστανιώτης) είναι γεμάτο από αυτή. Ένα λογοτεχνικό επίτευγμα. Περισσότερα εδώ.

Το Στραβό αλέτρι του Βραζιλιάνου Ιταμάρ Βιέιρα Ζούνιορ (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, Αίολος), καλογραμμένο χωρίς να παραμορφώνει, ρεαλιστικό χωρίς να απολύει τη λογοτεχνική του αξία, ισόποσα σκληρό και ποιητικό, όπως το φυσικό περιβάλλον που το περιβάλλει, είναι ένα ωραίο βιβλίο που έχει την άκρη των ριζών του στον μαγικό ρεαλισμό. Περισσότερα εδώ.

Το Δεν είναι ποτάμι της Αργεντινής Σέλβα Αλμάδα (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, Κλειδάριθμος) θα μπορούσε να έχει γραφτεί από πάντοτε, αυτό είναι που το καθιστά κιόλας σύγχρονο κλασικό, αυτό είναι επίσης που καθησυχάζει και ταυτόχρονα ανησυχεί τον αναγνώστη, που νιώθει πως γνωρίζει καλά αυτή την ιστορία και τους ανθρώπους της. Περισσότερα εδώ.

Συμπυκνωμένο και άμεσης καύσης, το Σαράκι της Ισπανίδας Λάιλα Μαρτίνεθ (μτφρ. Ασπασία Καμπύλη, Carnívora) είναι ένα ακόμα δείγμα καλής φεμινιστικής, αλλά και ταξικής, γραφής, με δεδομένες λογοτεχνικές αρετές, που απευθύνεται σε ένα κοινό που γυρεύει λογοτεχνικές αντανακλάσεις του ζοφερού αυτού κόσμου, όπου το να είσαι γυναίκα και φτωχή μόνο σπάνιο και συνθήκη εξαίρεσης δεν αποτελεί. Περισσότερα εδώ.

Από τις εξωτικές Κανάριες Νήσους κατέφτασε φέτος η τρίτη περιπέτεια του γοητευτικού αντιήρωα Ελάδιο Μονρόι [Οι σκληροί δεν διαβάζουν ποίηση - Αλέξις Ραβάλιο (μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος, Τόπος)]». Ένα υπέροχο νουάρ μυθιστόρημα που διαφεύγει των όποιων ειδολογικών περιορισμών. Περισσότερα εδώ.

Η σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία δεν θα μπορούσε να λείπει από μια λίστα με τα καλύτερα της χρονιάς. Το Ιδιωτικές άβυσσοι του Τζανφράνκο Καλίγκαριτς (μτφρ. Δήμητρα Δότση, Ίκαρος) είναι ένα μυθιστόρημα στυλιζαρισμένο μα όχι βαρυφορτωμένο, εγκεφαλικό μα όχι αποστειρωμένο, γοητευτικό μα όχι λιγωτικό, ισορροπημένα συναισθηματικό και διόλου διδακτικό. Περισσότερα εδώ.

Η σεξουαλική ζωή του Γουλιέλμου Σπουτακιέρα του Αλμπέρτο Ραβάσιο (μτφρ. Κωνσταντίνα Ευαγγέλου, Οκτάνα) με τη βιτριολική και διόλου στρογγυλεμένη πρόζα ήταν ίσως το πιο απολαυστικά προκλητικό μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε φέτος. Περισσότερα εδώ.

Η ξένη της Κλαούντια Ντουραστάντι (μτφρ. Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, Gutenberg) αποτελεί ένα πολύ καλό δείγμα αυτομυθοπλαστικής λογοτεχνίας, υποείδος γραφής που ανθίζει στις μέρες μας, καταφέρνοντας να μη λιμνάσει στα βαλτώδη ύδατα της ιδιωτείας. Βιβλίο που κυκλοφόρησε στα τέλη της χρονιάς και θα διαβαστεί αρκετά. Περισσότερα εδώ.

Μιλώντας για σύγχρονη λογοτεχνία, από τη λίστα αυτή δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα Στον γιατρό ή το Εβραϊκό πουλί (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, Ποταμός) και Wonderfuck (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Στερέωμα) της Γερμανίδας Καταρίνα Φόλκμερ, μια ρεαλιστική, ανησυχαστική λογοτεχνία, μια συγγραφέας που αξίζει κανείς να προσμένει τα επόμενα βιβλία της. Περισσότερα εδώ.

 
Το Κορίτσι της Καμίγ Λωράνς (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, Μεταίχμιο), μια αυτομυθοπλαστική αφήγηση που ξεκινά με τα λόγια της μαίας: είναι κορίτσι· την ώρα που ο πατέρας περίμενε την έλευση ενός αρσενικού διαδόχου. Περισσότερα εδώ.

Το Γουέιντζερ του Αμερικανού Ντέιβιντ Γκραν (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, Δώμα) μια ασύλληπτη θαλασσινή περιπέτεια που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, υπενθυμίζει πως η καλή μη μυθοπλαστική λογοτεχνία μπορεί να καθηλώσει τον αναγνώστη. Περισσότερα εδώ.

Κυκλοφόρησε φέτος ξανά στα ελληνικά ένα βιβλίο του σπουδαίου μάστορα της μεγάλης φόρμας Ρίτσαρντ Πάουερς (Αμηχανία, μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, Gutenberg). Ένας αστροβιολόγος και ο εννιάχρονος γιος του διασχίζουν έναν κόσμο που καταρρέει, τον κόσμο μας στο εδώ και το τώρα. Περισσότερα εδώ.

Η τετραλογία του Λαγού, το εμβληματικό έργο του Τζον Άπνταϊκ, οδεύει προς την ολοκλήρωση του. Φέτος κυκλοφόρησε το τρίτο μέρος, Ο λαγός έχει λεφτά (μτφρ. Πάνος Τομαράς, Οξύ). Στο κατώφλι της δεκαετίας του '80, ο συγγραφέας διέκρινε όσα η μέθη της ανάπτυξης δεν άφησε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να υποψιαστεί, δεν θέλησε να είναι προφήτης δεινών και όμως, δυστυχώς για όλους μας, υπήρξε. Περισσότερα εδώ.

Κάπου στις επικράτειες της αστυνομικής λογοτεχνίας, ο σημαντικός Πέρσιβαλ Έβερετ (Τα δέντρα, μτφρ. Πάνος Τομαράς, Gutenberg) στήνει, μαεστρικά όπως συνηθίζει, ένα κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα γύρω από τη μη δικαιοσύνη που κυριαρχεί στην καθημερινότητα (και) της αφροαμερικανικής κοινότητας. Περισσότερα εδώ.

Παραμένοντας στην αφροαμερικανική λογοτεχνία δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα βιβλία της Νέλλα Λάρσεν (Πέρασμα, μτφρ. Νίκος Κατσιαούνης, Έρμα), μια ανάσυρση από τη γεμάτη πλούτο Αναγέννηση του Χάρλεμ, αλλά και του Τζέημς Μπόλντουιν (Ανέβα στο βουνό να το φωνάξεις, μτφρ. Χρήστος Οικονόμου, Πόλις), μυθιστόρημα με το οποίο εμφανίστηκε στη σκηνή ο σπουδαίος αυτός πρόγονος σημαντικού μέρους της σύγχρονης λογοτεχνίας, όταν το κόστος της διαφορετικότητας ήταν τεράστιο. Περισσότερα εδώ και εδώ.

Η επανακυκλοφορία από τις εκδόσεις Κυψέλη, σε νέα μετάφραση της Ισμήνης Ραντούλοβιτς, της νουβέλας Στόμα γεμάτο χώμα του Μπράνιμιρ Στσεπάνοβιτς έδωσε την ευκαιρία σε ένα ευρύ κοινό να γνωρίσει αυτό το γεμάτο υπαρξιακή αγωνία έργο και να το καταστήσει, όχι άδικα, ένα από τα πλέον ευπώλητα βιβλία του '24. Περισσότερα εδώ.

Η Ασήμαντη λεπτομέρεια της Παλαιστίνιας Αντάνια Σίμπλι (μτφρ. Ελένη Καπετανάκη, Πλήθος) και η συλλογή διηγημάτων του Μεζίν Μααρούφ Ανέκδοτα για τους ενόπλους (μτφρ. Πέρσα Κουμούτση, Χαραμάδα) είναι δύο βιβλία που μας υπενθυμίζουν πως σε ταραγμένους καιρούς η λογοτεχνία δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική, η καλή λογοτεχνία, ωστόσο, διαφεύγει της στείρας στράτευσης και του άχρηστου δίπολου άσπρο-μαύρο. Περισσότερα εδώ και εδώ.

Στα χασομέρια της χρονιάς, ένας καινούργιος εκδοτικός οίκος εμφανίστηκε, ο λόγος για τις εκδόσεις Ωκυτόκια με το μυθιστόρημα Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως (μτφρ. Γιάννης Πεδιώτης). Περισσότερα εδώ.

 
Και για κλείσιμο, ένα μπιζουδάκι, Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία του Γκούραμ Ντοτσανασβίλι (μτφρ. Δημήτρης Τσεκούρας, Loggia), γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό τον ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στη ζωή και τη λογοτεχνία, εκεί που η συζήτηση για τη λογοτεχνία λειτουργεί ως γέφυρα όταν το μονοπάτι πλημμυρίζει. Σ' ένα ράφι έχω τα βιβλία αυτά, τις πρώτες βοήθειες για την ανασύσταση του πάθους, για τη σωτηρία της ευάλωτης μνήμης, κάποτε τα κατάφερα, τώρα γιατί φοβάμαι; Περισσότερα εδώ.

Διάβασα και αρκετή ελληνική λογοτεχνία φέτος, να μια πεντάδα ενδεικτική:


Η Νικήτρια σκόνη του Κώστα Καλτσά (μτφρ. Γιώργος Μαραγκός, Ψυχογιός) θα έμπαινε και στη λίστα με τη μεταφρασμένη λογοτεχνία, ωστόσο για διάφορους λόγους, μάλλον υποκειμενικούς και όχι αυστηρά φιλολογικούς, για μένα ανήκει στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ένα από τα πλέον φιλόδοξα εγχειρήματα της χρονιάς. Περισσότερα εδώ.

Μιλώντας για φιλοδοξία δεν θα μπορούσε να λείπει το μυθιστόρημα του Βλαχογιάννη, Επικράτειες (Περικείμενο). Δεν είναι λίγες οι φορές που σε αυτή τη γωνιά έχω εκφράσει την έλξη που μου γεννά η, έστω και, υποψία συγγραφικής φιλοδοξίας. Με άλλα λόγια θέλω να πω πως προτιμώ έναν συγγραφέα που θέτει ψηλά τον πήχη ακόμα και αν τελικά δεν καταφέρει εν τέλει να τον υπερπηδήσει χωρίς να τον ρίξει, από μία μέτριας ή χαμηλής φιλοδοξίας επιτυχημένη απόπειρα. Η έλξη εντείνεται περαιτέρω όταν έχω μπροστά μου ένα βιβλίο γραμμένο στην ελληνική, εκεί που η πεπατημένη είναι ακόμα πιο οικεία και με τα χρόνια ενοχλητική, εντούτοις, και παρά την περιρρέουσα γκρίνια, ολοένα και πιο φιλόδοξες συγγραφικές απόπειρες επιχειρούνται. Περισσότερα εδώ.


Με τον τρόπο της φιλόδοξη και επιτυχημένη ήταν η απόπειρα της Βασιλικής Πέτσα να παράξει λογοτεχνία αντλώντας από τη δεξαμενή ενός μη ελληνικού συλλογικού τραύματος, την τραγωδία του Χίλσμπορο. Το Δεν θ' αργήσω (Πόλις) είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, παρότι διαπραγματεύεται ένα δύσκολο στη συναισθηματική του διαχείριση θέμα. Άλλωστε, μία από τις εκφάνσεις της καλής λογοτεχνίας είναι αυτή η αντίθεση, η αντίστιξη αν προτιμάτε. Περισσότερα εδώ.

Το Χωλ (Κείμενα), ιδιότυπο θρίλερ δωματίου, συνεχίζει να πραγματεύεται το θέμα του οίκου που άνοιξε με το αφήγημα, Κόρκυρα. Η Χανδρινού, πάντοτε με την οξυδέρκεια και το ποιητικό ένστικτο παρά πόδας, "επιστρέφει" στο σπίτι που ζει, μοιάζει με αντίφαση αυτό, αλλά αυτό συμβαίνει, κάπου στην Καλλιθέα, με τις υποσχέσεις του εργολάβου πως τίποτα δεν θα κρύψει την πρόσβαση σε μια φλούδα θάλασσας από καιρό παραβιασμένες, επιστρέφει στην αδιέξοδη εκείνη πάροδο, κοιτάζει τα κουδούνια, ελπίζει να αποφύγει το βλέμμα του διαχειριστή, παρίσταται υποχρεωτικά στις συνελεύσεις για όσα πρέπει να γίνουν και για εκείνους που παρκάρουν όπως θέλουν, στέκεται στο χωλ, εκεί που κάποτε, σε ελάχιστο χώρο, τόσα πράγματα συνέβαιναν και χωρούσαν, ενώ από τον φωταγωγό φτάνουν φωνές και μουσικές, ρουτίνες επαναλαμβανόμενες και κραυγές που χαράσσουν ξάφνου τη νύχτα. Περισσότερα εδώ.

 

Ο Αρκτικός της Ιωάννας Ντούμπρου (Πατάκης) ήταν για μένα η μεγάλη έκπληξη της χρονιάς γιατί δεν περίμενα να μου αρέσει τόσο ένα βιβλίο στο οποίο προσήλθα χωρίς προσδοκίες, πράγμα σπάνιο στην ψηφιακή εποχή που η ψευδαίσθηση της δυνατότητας για εποπτεία και άποψη περί των πάντων κυριαρχεί. Περισσότερα εδώ.

Και κάπου εδώ αυτή η ανασκόπηση φτάνει στο τέλος της. Όμως, τι αρχή χρονιάς θα ήταν, αν δεν έβαζε κανείς στόχους; Φέτος σκοπεύω/ελπίζω/επιθυμώ να διαβάσω για πρώτη φορά δύο κυρίες που θεωρούνται σημαντικές και εγώ είμαι ακόμα αδιάβαστος, Λουσία Μπερλίν και Τόνι Μόρισον, λοιπόν! 

Και του χρόνου!

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024

Εγώ δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης

Ήθελα εδώ και καιρό να γράψω το κείμενο αυτό, το γυρνούσα στο μυαλό μου, σκάρωνα πιθανές σκαλέτες, θεωρία δάνειο αλλά και αυτοθεωρία, γύρευα τον ελεύθερο και κατάλληλο χρόνο. Μια μέρα μου κόλλησε το στιχάκι από το τραγούδι του Παπάζογλου· ο τίτλος είχε βρεθεί. Με προβλημάτισε το εγώ στην αρχή του, για λίγο, γρήγορα συνειδητοποίησα πως για αυτό το εγώ θα γραφόταν, αν γραφόταν τελικά, το κείμενο αυτό. Εγώ δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης, λοιπόν.

Στην εποχή μας γίνεται ολοένα και πιο έντονος ο ταυτοτικός προσδιορισμός, ποιος είμαι, τι κάνω, γιατί είμαι/κάνω αυτό και όχι κάτι άλλο. Από την αρχή του ψηφιακού αυτού ταξιδιού, δεκαπέντε χρόνια πριν, δυσκολευόμουν να νιώσω άνετα με το κριτικός και το κριτική, που εμφανιζόταν ως μια διευκρίνιση στα χείλη του άλλου όταν εξηγούσα με τι ασχολούμαι. Αυτή η κατηγορία, εκείνοι δηλαδή που επιχειρούσαν να διευκρινίσουν/κατανοήσουν με τι καταπιάνομαι με τόση εμμονή, είναι η πιο απλή περίπτωση, αρκετά κατανοητή από πλευράς μου, για τη συνεννόηση συχνά τον αποδέχομαι τον χαρακτηρισμό αυτό, δεν περισσεύει χρόνος και διάθεση για περαιτέρω εξηγήσεις και θεωρητικές αναλύσεις.

Υπάρχουν, ωστόσο, δύο ακόμα κατηγορίες στις οποίες οι λέξεις κριτικός ή κριτική χρησιμοποιούνται από τρίτους για να αναφερθούν στο πρόσωπό μου και στα ενδιαφέροντά μου. Εκείνη της άντλησης υπεραξίας και εκείνη της αρνητικής «κριτικής». Εξηγούμαι: Η υπεραξία ή, καλύτερα, η αναζήτηση υπεραξίας συμβαίνει όταν κάποιος συγγραφέας ή εκδότης αναφέρεται στο κείμενό μου σχετικά με το βιβλίο του για να προσδώσει κύρος, σύμφωνα με την κριτική του Καλογερόπουλου ή του No14Me μπλα μπλα μπλα. Η αρνητική «κριτική» σκοπό έχει να πλήξει την αντικειμενικότητα της άποψής μου, δεν είναι κριτική αυτό, λένε, είναι μια παρουσίαση, ένα διαφημιστικό κείμενο, ένα υπερβολικό κείμενο για ψεύτικα διαμαντάκια και ό,τι άλλο.

Και τι ασχολείσαι;

Υπάρχει αυτή η προσέγγιση. Να αδιαφορείς για τους άλλους, να συνεχίζεις τον δρόμο σου, να κάνεις αυτό που θέλεις να κάνεις. Δεν έχω ακόμα αφιχθεί στο ήσυχο εκείνο μέρος, δεν έχω, για την ακρίβεια, εγκατασταθεί εκεί οριστικά. Με απασχολεί το τι λένε για μένα οι άλλοι, καλό κακό δεν ξέρω, συμβαίνει. Και, ίσως για να τονώσω την τάση μου αυτή, για να την εξοπλίσω με αμυντικά συστήματα που ωστόσο μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως μια επίθεση περιορισμένου βεληνεκούς, σημειώνω στο άτυπο προσωπικό ημερολόγιο: είναι κάτι που το κάνω με πάθος και αγάπη, είναι κάτι, η ανάγνωση και το ακόλουθο γράψιμο, που έχει τεράστια σημασία για μένα. Δεν το χαρίζω εύκολα.

Είναι όμως ένα καπρίτσιο;

Ίσως και να είναι. Μια απλή δυσανεξία στον έξωθεν χαρακτηρισμό, μια ταμπέλα που δεν είναι του γούστου μου. Κάτι που ίσως δεν έχει και τόση σημασία, μια λεπτομέρεια ενώ ο κόσμος χάνεται. Κάποτε, αναρωτήθηκα αν αυτό που κάνω είναι κριτική. Σύντομα και εύκολα απάντησα πως όχι, δεν είναι. Ακολούθως αναρωτήθηκα αν θα ήθελα να βαδίσω τον δρόμο της κριτικής, έστω να το επιχειρήσω, απάντησα επίσης αρνητικά και αυτό το κείμενο εκείνο που περισσότερο ελπίζει να κάνει είναι να εγείρει κάποιες ενστάσεις.

Όπως το σκέφτομαι εγώ, η κριτική έχει μια σειρά από περιορισμούς τους οποίους δεν επιθυμώ. Σκέφτηκα, για παράδειγμα, πριν από δέκα χρόνια περίπου, να επικεντρώσω το διάβασμά μου και άρα και τα ακόλουθα κείμενα, στη σύγχρονη ισπανόφωνη λογοτεχνία. Η γνώση της ισπανικής γλώσσας θα βοηθούσε. Δύο ζητήματα προέκυψαν αίφνης. Από τη μια, η υπερβολικά εκτεταμένη και πολυδιάστατη επικράτεια του όρου σύγχρονη ισπανόφωνη λογοτεχνία, θα έπρεπε, ένιωθα, να στενέψω περαιτέρω τα όρια, μόνο ισπανική ή μόνο αργεντίνικη και ίσως μόνο μικρή ή μεγάλη φόρμα, αντρική ή γυναικεία ή κουήρ, πολιτική ή αναχωρητική, πρωτοπόρα ή πιο κλασικότροπη. Ταυτόχρονα, από την άλλη, και μόνο στην ιδέα αποκλειστικής ενασχόλησης με την ισπανόφωνη λογοτεχνία ένιωσα ασφυξία, υπήρχαν, ακόμα υπάρχουν, τόσα βιβλία και τόσοι συγγραφείς σε όλο το εύρος του χωροχρόνου που επιθυμώ να διαβάσω, δεν θα μπορούσα να περιοριστώ.

Η κριτική, για να το μαζέψω λίγο, στα μάτια μου είναι συγγενής με τις διδακτορικές διατριβές, ένας τομέας με σαφήνεια συγκεντρωμένος και ορισμένος, ένα ειδικό ενδιαφέρον το οποίο ο ερευνητής θα επιχειρήσει να πάει ως το τέλος, να λάβει όλο τον πιθανό χυμό και όχι απλώς κάποιες σταγόνες. Κι εγώ κάτι τέτοιο δεν έχω επιθυμήσει, όχι ακόμα τουλάχιστον, να κάνω. Να ένας πρώτος λόγος, λοιπόν.

Ακολουθεί η αντικειμενικότητα ή το κυνήγι της. Πριν ακόμα φτάσουμε στο σημείο να μιλήσουμε για κατάλληλη σκευή ή ταλέντο, ναι ταλέντο, θα επαναλάβω κάτι στο οποίο αναφέρομαι συχνά: τον υποκειμενικό χαρακτήρα στην πρόσληψη της τέχνης εν γένει· αναδιατυπώνω: τον σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικό χαρακτήρα στην πρόσληψη της τέχνης, εν προκειμένω της λογοτεχνίας. Προφανώς και υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, απλώς δεν είναι αρκετά, έτσι όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον. Αντιστρέφω το ερώτημα: έχουν υπάρξει φορές που δεν ξέρετε γιατί ένα βιβλίο σας άρεσε; Εμένα πολλές. Ακόμα και αν βάλω τικ σε όλα τα κουτάκια, απάντηση στο ερώτημα γιατί μου άρεσε, ή δεν μου άρεσε, δεν παίρνω. Μια κριτική, ωστόσο, πρέπει να δίνει αντικειμενικές απαντήσεις. Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με μια θετική επιστήμη, εκεί που συνήθως δύο και δύο κάνει τέσσερα. Ευτυχώς δεν έχουμε να κάνουμε με μια θετική επιστήμη. Δεν θα υπήρχαν τόσα καλογραμμένα αλλά τελικά αδιάφορα βιβλία, δεν θα υπήρχαν όμως και κάποια όχι τέλεια γραμμένα αλλά που μας πήραν και μας σήκωσαν.

Εκτός από τα αντικειμενικά εργαλεία, τα φιλολογικά κυρίως, για την κριτική προσέγγιση ενός έργου, ο (αυτο)αποκαλούμενος κριτικός θα χρειαστεί να απαντήσει στο ερώτημα, που μας πάει πίσω σε ένα κακότεχνο εκπαιδευτικό σύστημα, τι ήθελε να πει ο ποιητής; Να εντοπίσει με βεβαιότητα προθέσεις και να ελέγξει αν αυτές υλοποιήθηκαν επιτυχώς ή όχι. Ακόμα ακόμα να προτείνει, με αντικειμενικότητα πάντα, πώς θα μπορούσαν αυτές οι προθέσεις να πραγματοποιηθούν. Εγώ, πάλι εγώ, δεν νιώθω αυτή τη βεβαιότητα, όχι ως βεβαιότητα τουλάχιστον, όχι ως αντικειμενική και αποδείξιμη προσέγγιση, αλλά, που είναι και το πιο σημαντικό, δεν διαβάζω με αυτόν τον τρόπο, δεν μου αρέσει να διαβάζω με αυτό τον τρόπο, και στο μυαλό μου, το δεν μου αρέσει προηγείται από την πιθανή ικανότητα.

Προχωρώντας στο μονοπάτι του συλλογισμού αυτού, η επόμενη στάση είναι στον σταθμό που χαλασμένη και θαμπή η ταμπέλα αρνητική κριτική στέκει. Αν ένιωθα κριτικός, τότε θα έπρεπε να διαβάζω κάθε βιβλίο δύο ή τρεις φορές πριν το κρίνω. Δεν θα ήταν αρκετό, ωστόσο. Όπως είπα και παραπάνω, η προσέγγιση θα έπρεπε να φτάσει ως το απώτερο τέλος της, τα υπόλοιπα βιβλία του συγγραφέα, η λογοτεχνία της εποχής του, η ίδια η εποχή του. Δεν είναι κριτική να πει κάποιος πως το τάδε βιβλίο είναι κατώτερο από ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι για παράδειγμα, δεν είναι κριτική αυτό, είναι μια σοφιστεία που δεν επεκτείνει το πεδίο της πρόσληψης και της παραγωγής τέχνης. Παρατώ τα βιβλία που δεν μου αρέσουν, σίγουρα κάποια τα αδικώ, συνειδητά ή υποσυνείδητα επηρεασμένος από το ευρύτερο πλαίσιο των συνθηκών που επικρατούσαν τη στιγμή εκείνη στη ζωή μου. Και αφού τα παρατάω, είναι λογικό να μην ασχολούμαι περαιτέρω μαζί τους, να μην καταναλώνω χρόνο και σκέψη. Το γιατί δεν μου άρεσε ένα βιβλίο δεν είναι κριτική αλλά μια απόπειρα, όπως και το μου άρεσε (και ιδιαίτερα όταν δεν είμαι σίγουρος για το γιατί), για περαιτέρω κατανόηση του εαυτού.

Ωστόσο, όλα πηγάζουν από τους λόγους για τους οποίους ο καθένας μας διαβάζει. Εγώ έχω πολλάκις πει: ένα μπούνκερ είναι για μένα η λογοτεχνία, κρυψώνα από έναν κόσμο ζοφερό, από μια ζωή χωρίς απαντήσεις. Οι δικοί μου λόγοι δεν απορρίπτουν τους διαφορετικούς λόγους κάποιου άλλου. Σκέφτομαι: αν με ρωτήσει κανείς αν είμαι καλά, όσες παραμέτρους και αν λάβω υπόψη μου, πάντοτε κάτι σημαντικό και ταυτόχρονα αόριστο και φλου θα μου διαφεύγει, έτσι νιώθω συχνά και για την ανάγνωση. Υπάρχουν τριγύρω άνθρωποι με βεβαιότητες, η ζωή, για εκείνους, είναι ένα άθροισμα από επιλογές, τα πάντα ανήκουν στο βασίλειο της αιτιοκρατίας, το άλφα οδήγησε στο βήτα κτλ. Απορώ, ενίοτε ζηλεύω και λίγο, με το από πού αντλούν την τόση αυτοπεποίθηση, τι διάολο δεν κάνω καλά;

Λίγο πριν το τέλος επιστρέφω στο αρχικό επιχείρημα, στην παρομοίωση της κριτικής με μια διδακτορική διατριβή, αφού αναφέρθηκα στις βεβαιότητες. Για μένα οι βεβαιότητες είναι ελάχιστες, σίγουρα δεν περιλαμβάνονται σε αυτές τις λίγες η διάκριση σωστού και λάθους ως προς την ανάγνωση ή τη γενικότερη προσέγγιση της λογοτεχνίας. Δεν με νοιάζει κιόλας γιατί διαβάζει καθένας. Και αυτή η αδυναμία μου για βεβαιότητες καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την αναγνωστική μου συνήθεια. Η μη βεβαιότητα για το πού βρίσκομαι (έλα μου ντε) και πού θα με βγάλει (που δεν θα με βγάλει, αλλά έστω) η αναγνωστική διαδρομή, το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, από έναν ερευνητή, που θέλει/ελπίζει/εύχεται να καταφέρει να αποδείξει τον αρχικό του ισχυρισμό, αλλιώς θα έχει αποτύχει.

Βεβαίως και υπάρχει καλή κριτική, φοβερά μυαλά που σκύβουν πάνω από τα κείμενα και συνεισφέρουν στη ροή του λογοτεχνικού ποταμού με αναχώματα, γέφυρες, διαπλάτυνση. Υπάρχει και κακή κριτική, που ωστόσο δεν είναι κριτική, απλώς αυτοαποκαλείται έτσι. Και μη γελιέστε. Αυτό το κείμενο, τη στιγμή που κοινοποιείται, πατάει στο τι λένε οι άλλοι. Και όμως, πατάει επίσης και στο τι νιώθω εγώ. Και εγώ νιώθω πως δεν είμαι κριτικός, είμαι αναγνώστης, και είμαι καλά με αυτό και ας μη μπορώ με αντικειμενικότητα να το υποστηρίξω.

Του χρόνου τώρα πάλι.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως - Richard Wright

Και να που στο τέλος του '24, ανάμεσα σε δεκάδες τίτλους βιβλίων, εμφανίστηκαν και οι νεοσύστατες εκδόσεις Ωκυτόκια με βιβλίο άφιξης και γνωριμίας το μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Ράιτ, Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως.

Ο Ράιτ (1908-1960), Αφροαμερικανός συγγραφέας, δεν είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό, αφού τα δύο μέχρι πρότινος σημαντικότερα έργα του,  το Γέννημα θρέμμα (1940) και το Μαύρο αγόρι (1945), κυκλοφορούν. Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως, παρότι γράφτηκε κάπου ανάμεσα στα δύο παραπάνω δημοφιλή έργα του, δεν δημοσιεύτηκε παρά το 2021, εξήντα χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού, όταν η κληρονόμος του έργου του, Τζούλια Ράιτ, θα ανακαλύψει το χειρόγραφο, που ο εκδοτικός οίκος με τον οποίο ο Ράιτ διατηρούσε συνεργασία είχε απορρίψει την έκδοσή του και μόνο μια εκδοχή του αρχικού μυθιστορήματος, σε μορφή εκτεταμένου διηγήματος, κυκλοφόρησε λίγο αργότερα.

Ο Φρεντ Ντάνιελς, ο άνθρωπος που έζησε υπογείως, θα συλληφθεί φεύγοντας από το σπίτι των πλούσιων λευκών για τους οποίους δούλευε, στον δρόμο για το σπίτι του και την ετοιμόγεννη σύζυγό του. Μια διπλή δολοφονία θα του καταλογιστεί, παρότι εκείνος αρνείται πεισματικά την όποια εμπλοκή του, παρά τα βασανιστήρια και τις πολύωρες ανακρίσεις. Σε μια στιγμή αδράνειας θα κατορθώσει να δραπετεύσει και να κατέλθει στο σύστημα υπονόμων της πόλης.

Ο Ράιτ εμπνεύστηκε την ιστορία του από ένα αληθινό γεγονός που είχε διαβάσει στον τύπο της εποχής. Παρότι και το πρότερο έργο του είχε στο επίκεντρο τον ρατσισμό που αντιμετώπιζε η μαύρη κοινότητα, παρά την όποια πρόοδο είχε με τα χρόνια συντελεστεί, είναι εύκολο να πιθανολογήσει κανείς τους λόγους για τους οποίους ο εκδοτικός οίκος αρνήθηκε την κυκλοφορία του μυθιστορήματος.

Εξήντα χρόνια μετά, παρότι σίγουρα κάποιος δρόμος προς την ισότητα και την ισονομία έχει διανυθεί, το έργο του Ράιτ διόλου παρωχημένο δεν μοιάζει, δυστυχώς, όπως συχνά πυκνά το αστυνομικό ρεπορτάζ μας υπενθυμίζει, και η φράση «δεν μπορώ να αναπνεύσω» έχει χρησιμοποιηθεί από πάνω από εβδομήντα ανθρώπους που σκοτώθηκαν από την αστυνομία, στην πλειοψηφία τους μαύροι. Άλλωστε, το 2020, έναν χρόνο πριν τελικώς κυκλοφορήσει Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως, ο Τζορτζ Φλόιντ θα δολοφονηθεί από αστυνομική μπότα και το κίνημα Black Lives Matter θα δημιουργηθεί.

Προφητικό, πόσο σιχαίνομαι αυτόν τον χαρακτηρισμό, εδώ δεν είναι μια μελλούμενη απειλή για την ανθρωπότητα, αλλά η κραυγή πως χωρίς δικαιοσύνη δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη, η οξυδέρκεια πως θέλει μεγάλο αγώνα για να αλλάξουν τα πράγματα και όχι απλώς και θεωρητικά μόνο να βελτιωθούν.

Η κοινωνικοπολιτική διάσταση του μυθιστορήματος είναι έντονη, όμως το Ο άνθρωπος που έζησε υπογείως δεν εξαντλείται σε αυτή. Ο Ράιτ δεν αναλώνεται στην απλή καταγραφή της ανισότητας και του ρατσισμού που βιώνουν οι Αφροαμερικανοί, πρωτίστως επιθυμεί να γράψει λογοτεχνία, σίγουρα όχι αναχωρητική, σίγουρα πολιτική, αλλά όχι στρατευμένη και στεγνή, όχι ένα ρεπορτάζ εφημερίδας. Ο τρόπος με τον οποίο ο Ράιτ διαχειρίζεται το υλικό της έμπνευσης, ο τρόπος με τον οποίο κατασκευάζει εν τέλει το μυθιστόρημά του, εκτός από τη δεδομένη ικανότητα στην πρόζα και την εν γένει λογοτεχνική σκευή, αναδεικνύει, κατά τη γνώμη μου, και το (λευκό) προνόμιο (μας) όπως αυτό πυροδοτείται από την ανάγνωση μιας ιστορίας όπως αυτή, αυτή η πτώση από τα σύννεφα, η απόπειρα να στρέψουμε τη σκέψη μας προς μια εξαίρεση του κανόνα ισονομίας εξαιτίας του οποίου καταφέρνουμε και κοιμόμαστε το βράδυ και τελικά να σταθούμε σκεπτικοί απέναντι στην κάθε ανάφλεξη οργής λέγοντας: εντάξει, αυτό που έγινε ήταν λάθος, δεν πρέπει όμως να γίνονται επεισόδια, ο ένοχος θα τιμωρηθεί (ποτέ δεν τιμωρείται), η δικαιοσύνη (ποια δικαιοσύνη) θα επιληφθεί, όλα θα διορθωθούν, και πέφτουμε ξανά για ύπνο, σίγουροι για την φιλελευθερία μας και πεπεισμένοι πως εμείς ρατσιστές δεν είμαστε.

Ένας μαύρος, σκέφτομαι από την απόσταση της λευκότητάς μου, δεν νιώθει αυτή τη συνθήκη εξαίρεσης, αλλά αισθάνεται βαθιά στο πετσί του αναπόσπαστο μέρος του κανόνα που λέει πως ανά πάσα στιγμή για όποια αφορμή μπορεί να βρεθεί κάτω από την αστυνομική σόλα γυρίζοντας σπίτι στην ετοιμόγεννη γυναίκα του, όπως συνέβη στον Άνθρωπο που έζησε υπογείως. Ας μη γελιόμαστε. Το γεγονός πως το 2021 κυκλοφόρησε το βιβλίο αυτό δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς σημαίνει. Είναι όντως μια πρόοδος ή είναι μια ελάχιστη παραχώρηση απλά και μόνο για να στηριχτεί το επιχείρημα περί προόδου, ένα ιδιότυπο διαφημιστικό φυλλάδιο κοινωνικής ειρήνης;

Η ιστορία καθόδου στον υπόνομο μπορεί να διαβαστεί και ως αντιστροφή της πλατωνικής σπηλιάς. Η περιδιάβαση ανάμεσα στα λύματα και το σκοτάδι που κυριαρχεί κάτω από την επιφάνεια είναι ένα μέρος στο οποίο ο Φρεντ Ντάνιελς μπορεί να αναπνεύσει και να νιώσει την ελευθερία, κάτι αδύνατο στην οργανωμένη κοινωνία. Η ενσυναίσθηση εδώ δεν είναι, δεν πρέπει να είναι, προσωποκεντρική, αφού στο πρόσωπο του Ντάνιελς αντανακλάται το σύνολο του φυλετικού ρατσισμού, υπήρξαν πολλοί Φρέντ πριν και μετά, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί Φρεντ. Κάτι ακόμα: διαβάζοντας το βιβλίο αυτό δεν ένιωσα καμία έκπληξη, τίποτα δεν μου φάνηκε τραβηγμένο, τίποτα δεν θεώρησα λογοτεχνική υπερβολή για χάρη κάποιας σύμβασης. Ταυτόχρονα όμως ο ρεαλισμός δεν επικράτησε, η ιστορία δεν παρέμεινε στις επικράτειες του ντοκουμέντου. Και αυτό το αντιστικτικό συναίσθημα, να διαβάζεις αχόρταγα, εξαιτίας της λογοτεχνικής ομορφιάς, κάτι τόσο φρικιαστικά γνώριμο, είναι ένα συναίσθημα καθηλωτικό, αν και πάντοτε από την ασφάλεια και την απόσταση του προνομίου.

Η έκδοση είναι κάτι παραπάνω από πλήρης. Το σημείωμα του μεταφραστή Γιάννη Πεδιώτη, λειτουργεί εισαγωγικά, δίνοντας το πλαίσιο πίσω από τη (μη) έκδοση του βιβλίου. Η έκδοση περιλαμβάνει επίσης και ένα θεωρητικό κείμενο του ίδιου του Ράιτ σχετικά με το σύλληψη και την εκτέλεση της αρχικής ιδέας, κείμενο που παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον όχι μόνο σχετικά με το μυθιστόρημα καθαυτό αλλά και την εν γένει σχέση του Ράιτ με τη λογοτεχνία και έναν εμπνευσμένο συσχετισμό με το παράλογο και τη τζαζ μουσική. Σίγουρα το βασικότερο ζητούμενο για κάθε εκδοτικό οίκο είναι η επιλογή των βιβλίων, όμως επίσης σημαντική είναι και η ευρύτερη προσέγγιση, και εδώ οι εκδόσεις Ωκυτόκια κάνουν μια ξεκάθαρη δήλωση προθέσεων.

Μετάφραση Γιάννης Πεδιώτης
Εκδόσεις Ωκυτόκια

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

Η ξένη -Claudia Durastanti

Άνθρωποι που εκτιμώ μου είχαν μιλήσει για το βιβλίο αυτό πριν ακόμα κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Σκέφτομαι πως, έτσι ή αλλιώς, αργά ή γρήγορα, θα διάβαζα το βιβλίο της Ιταλίδας Κλαούντια Ντουραστάντι, εξαιτίας τριών βασικών παραμέτρων: πρώτον, γιατί η σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία είναι πολύ του γούστου μου, μια ιδιότυπη ανακάλυψη των τελευταίων λίγων χρόνων· δεύτερον, γιατί η αυτομυθοπλασία με ενδιαφέρει πολύ ως είδος, παρότι πια, μετά τη λάμψη των πρώτων επαφών, δύσκολα ενθουσιάζομαι· και τρίτον, γιατί ανήκει στη σειρά Αλντίνα των εκδόσεων Γκούτενμπεργκ. Τα ενθουσιαστικά λόγια των φίλων, που, εκτός από την εκτίμηση που τρέφω γι' αυτούς, γνωρίζουν τα γούστα μου, απογέμισαν με καύσιμο το ρεζερβουάρ.

Ένα αυτοβιογραφικό, ή που μοιάζει με τέτοιο, μυθιστόρημα ενηλικίωσης είναι αυτό. Και θα σκεφτείτε: τι το διαφορετικό έχει αυτό το βιβλίο σε σχέση με τόσα άλλα φαινομενικά αντίστοιχα που ήδη κυκλοφορούν εκεί έξω; Ή ακόμα: τι είναι εκείνο που σπάει μια ακόμα ιδιωτική εξιστόρηση, επιτρέποντας σε κάτι πιο συλλογικό ή έστω δικό μας να παρεισφρήσει από τις χαραμάδες; Αυτό θα επιχειρήσω να εξηγήσω και μέσω αυτού θα αναφερθώ πλαγίως και σε στοιχεία της πλοκής.

Όπως και στο συγγενές Ας πούμε πως είμαι εγώ της Βερόνικα Ράιμο (μτφρ. Δήμητρα Δότση, εκδόσεις Δώμα) η Ντουραστάντι επιχειρεί εξαρχής να επιφέρει ένα καίριο πλήγμα στην όποια αντικειμενικότητα της αυτομυθοπλασίας, να δείξει πως ακόμα και αν κάποιος δοκιμάσει να πει την ίδια του την ιστορία, αυτή η απόπειρα περισσότερο μυθοπλαστικό, παρά αξιόπιστα αντικειμενικό, χαρακτήρα θα διαθέτει. Έτσι, στις πρώτες κιόλας σελίδες αναφέρεται στο πώς γνωρίστηκαν οι κωφοί γονείς της, αφηγείται τις δύο εκδοχές οι οποίες διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό, έχοντας ως μόνη κοινή επιφάνεια το αποτέλεσμα, πως οι δυο τους, δηλαδή, γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν και έζησαν κάποια χρόνια μαζί. Εξαρχής η ανάσυρση από τη στέρνα του παρελθόντος δέχεται ένα καίριο πλήγμα, υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη κάτι που διαφεύγει από τη σφαίρα της στενής ιδιωτείας, πως η μνήμη, πρώτα αυτή, αλλά και συνολικά η κατασκευή του ποιοι είμαστε και του πώς φτάσαμε ως εδώ είναι υποκειμενική και ελάχιστα τελικά διαφέρει από τη μυθοπλασία.

Η Ντουραστάντι θέτει εξαρχής με ειλικρίνεια το ανειλικρινές της αφήγησής της, το αδύνατο μιας τέτοιας απόπειρας. Μοιάζει να λέει στον αναγνώστη που διψάει για πραγματικότητα: δεν είναι τέτοια η περίπτωση αυτή, μάλλον, η επιθυμία σου δεν θα ικανοποιηθεί. Και αναρωτιέται ίσως κανείς: γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί πλεονέκτημα ή δέλεαρ για ένα βιβλίο που οι αναγνωστικές μου προσδοκίες το περιέλαβαν στο σώμα της αυτομυθοπλασίας;

Η λογοτεχνία, η τέχνη εν γένει, ένα μέρος της τουλάχιστον, πατάει στη συγχρονία. Παιδί αυτής της σχέσης είναι η αυτομυθοπλασία. Η επικράτηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε όποια μορφή, έχει αναπόφευκτα καθορίσει τον —ψηφιακό— τρόπο με τον οποίο κατασκευάζουμε τις περσόνες μας. Καλό ή κακό, αυτό συμβαίνει, ακόμα και για εκείνους που αποφεύγουν τα ψηφιακά αυτά λημέρια, και αυτό κάτι για τις περσόνες τους λέει. Αυτή η διεργασία έχει έντονο το στοιχείο της αυτομυθοπλασίας, ούσα προέκταση της από αιώνων τριμερούς διάκρισης: ποιοι είμαστε, ποιοι νομίζουμε πως είμαστε, ποιοι δείχνουμε να είμαστε. Παρότι συνηθίζεται να ακούγεται ένα τι με νοιάζει εμένα, φαινομενικά, τουλάχιστον, μας νοιάζει, και αν όχι για τη ζωή των άλλων, τότε για τη δική μας εκδοχή.

Εκείνο, λοιπόν, που με γοητεύει στην αυτομυθοπλασία είναι η συνειδητή και συγκροτημένη απόπειρα κατασκευής του εαυτού. Η συγχρονία, σ' έναν κόσμο εν πολλοίς ομογενή, καθιστά τις συνθήκες γνώριμες και οικείες, κτήμα κοινό και όχι αμιγώς ιδιωτικό. Ιδιωτική είναι, σε ένα βαθμό, η περιπλάνηση σε αυτό το κτήμα, με την προσθήκη μικρότερων ή μεγαλύτερων ιδιοτήτων. Όπως παντού, έτσι και στην αυτομυθοπλασία, υπάρχει η καλή και η κακή, ή όχι και τόσο καλή, εκδοχή. Και ακριβώς επειδή απουσιάζει η πλήρης και καθαρή αντικειμενικότητα στην αφήγηση, είτε παρελθούσα είτε παροντική, η απόπειρα καταγραφής της περισσότερο με λογοτεχνία μοιάζει. Έτσι και αλλιώς, όλοι σχεδόν οι σπουδαίοι λογοτεχνικοί ήρωες και αντιήρωες της αφηγηματικής παράδοσης σε πραγματικά πρόσωπα πατάνε, παρθενογένεση δεν υπάρχει ούτε εδώ.

Εκείνο που ίσως περισσότερο να ενοχλεί μέρος του αναγνωστικού κοινού στην αυτομυθοπλασία μοιάζει να είναι εκείνο το γιατί όχι εγώ, ή κάποιος που εκτιμώ πως έζησε μια ζωή άξια αφήγησης να μην πάρει τον λόγο. Γιατί, σιγά την πρωτοτυπία, σημασία δεν έχει τόσο το τι, που και αυτό έχει, αλλά το πώς. Όταν η Ερνό πήρε το Νόμπελ, κάποιοι είπαν: η γιαγιά μου έζησε πιο ενδιαφέρουσα ζωή. Και όντως μπορεί να συνέβη αυτό. Επίσης, κάθε ζωή έχει το ενδιαφέρον της. Όμως σημασία έχει το πώς θα γίνει η αφήγηση αυτή. Το περιεχόμενο, το κοινό κομμάτι, θα τραβήξει το ενδιαφέρον, ο τρόπος θα το καταστήσει ή όχι λογοτεχνία.

Όλα τα παραπάνω υπάρχουν και σε άλλες απόπειρες, τι άλλο έχει να πει η Ντουραστάντι δηλαδή;

Θα πω, όμως πρώτα θα κάνω μια παράκαμψη. Η ανάγνωση προϋποθέτει μια σύμβαση. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι ιστορίες έχουν από αιώνες ειπωθεί. Αυτό το μας τα ξανάπαν όλα αυτά, περισσότερο έχει να κάνει με το πώς παρά με το περιεχόμενο. Οπότε, η ιστορία ενηλικίωσης της Ντουραστάντι διαθέτει πλήθος από γνώριμα στιγμιότυπα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η κατασκευή διαθέτει γοητεία, προσοχή, είπα γοητεία, όχι πρωτοτυπία. Δεν διαβάζουμε, όχι εγώ τουλάχιστον, λογοτεχνία για να μάθουμε κάτι καινούριο αλλά για το συναίσθημα. Άσχετα που πολλές φορές μαθαίνουμε ένα σωρό καινούργια πράγματα.

Περαιτέρω παράκαμψη. Συχνά αναφέρομαι στην ανάγκη του αφηγηματικού υποκειμένου να πει την ιστορία του ως ένα χαρακτηριστικό υψίστης σημασίας. Εδώ κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Και όμως αυτό είναι κομπλιμέντο και όχι έλλειψη. Γιατί παρά την απουσία αυτής της πυρετικής και επείγουσας ανάγκης, Η ξένη διαβάζεται με μανία, και αυτό γιατί η Ντουραστάντι έχει τον αφηγηματικό τρόπο.

Επιστρέφω στο τι άλλο έχει να πει η Ντουραστάντι, όσο και αν κάτι τέτοιο, όπως επιχείρησα να δείξω, δεν έχει και τόση σημασία.

Με δύο γονείς κωφούς, ποια είναι η μητρική γλώσσα της συγγραφέως;

Η μητρική γλώσσα, που μεταφέρει το συναίσθημα, που καθορίζει εν πολλοίς το νταραβέρι μας με τον γύρω κόσμο, το πώς υποδεχόμαστε και πώς παρουσιαζόμαστε σε αυτόν, εδώ αποτελεί ένα ερωτηματικό διαρκώς παρόν στο παρασκήνιο της αφήγησης. Θυμήθηκα τον Βουονγκ που έγραψε στα αγγλικά την ιστορία του απευθυνόμενος στη Βιετναμέζα αναλφάβητη μητέρα του. Η Ντουραστάντι το αφήνει στο παρασκήνιο, αποφεύγει να το τοποθετήσει διαρκώς στη μέση της σκηνής, ίσως γιατί για εκείνη το ερώτημα αυτό έχει με τα χρόνια απαντηθεί ή αποτελεί κάτι το φυσικό, έτσι είχαν τα πράγματα στην επικοινωνία της με τους γονείς της, στο παρασκήνιο βρισκόταν και συνεχίζει να βρίσκεται στη διαδρομή της, στην πρόσληψη του κόσμου, στη συναισθηματική και λογική καθημερινής της συνδιαλλαγής.

Οι κωφοί γονείς σίγουρα είναι μια συνθήκη εξαίρεσης, στοιχείο ιδιότυπα εξωτικό, να κάτι που κάνει ξεχωριστή την αφήγηση αυτής της ιστορίας ενηλικίωσης, να κάτι που ξάφνου μας γεννά το ενδιαφέρον για μια υποκειμενική μαρτυρία, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πώς είναι να μεγαλώνεις σε μια συνθήκη όπως αυτή, να κάτι που ίσως να κάμψει τις αντιρρήσεις των πολέμιων της αυτομυθοπλασίας. Θα ήταν άδικο ωστόσο και κάλπικο να καταστεί αυτή ως η κυρίως απάντηση στο γιατί να διαβάσω αυτό το βιβλίο.

Ο τίτλος, που καλό είναι να δικαιολογείται και όχι να είναι ένα απλό στολίδι ευκταία θελκτικό στο μάτι του υποψήφιου αναγνώστη, Η ξένη, που στρέφει τον προβολέα στο έργο του Καμί και σχηματίζει έναν ορίζοντα προσδοκιών πριν από την ανάγνωση, λειτουργεί αυτόνομα και όχι στη σκιά κάποιας θολής διακειμενικότητας, όχι μόνο εξαιτίας της κώφωσης τον γονιών, αλλά και λόγω της οικογενειακής μετανάστευσης στην Αμερική, ένα ακόμα βασικό, και κυρίως διακριτό, συστατικό της ιστορίας αυτής.

Διαβάζω το κείμενο αυτό ξανά και σκέφτομαι πως η αυτομυθοπλασία, η καλή εκδοχή της όπως αυτή δια χειρός Ντουραστάντι, φωτίζει και φέρνει στην επιφάνεια διάφορες αναγνωστικές υποκειμενικότητες, ίσως εξαιτίας της διάχυτης συγχρονίας της, ίσως λόγω του χαρακτήρα ανασκόπησης του παρελθόντος. Ίσως εκεί, στον τρόπο με τον οποίο στρέφουμε το βλέμμα προς τα πίσω, να βρίσκεται το κοινό εμβαδό, εκείνο που πυροδοτεί το συναίσθημα, όχι την ενσυναίσθηση, όπως είναι επίκαιρο να λέμε, αλλά το ατομικό συναίσθημα, το προσωπικό και συχνά μύχιο συναίσθημα. Και όταν κάτι μας αγγίζει συναισθηματικά, όταν κάτι ενεργοποιεί κάποιο εσωτερικό συναγερμό, χωρίς να υπάρχει μια ξεκάθαρη συσχέτιση, μια προφανής σύνδεση, τότε, ίσως, η ανάγκη για θεωρία, για αυτοθεωρία, να προκύπτει ως μια παράλληλη της ανάγνωσης διαδρομή. Και ίσως, σκέφτομαι, την ιστορία της Ντουραστάντι να την ξεχάσω σε μεγάλο βαθμό, ίσως να θυμάμαι μόνο τους κωφούς γονείς και τη διαφορετική αφήγηση της γνωριμίας τους, αλλά την παράλληλη διαδρομή δύσκολα να την αποβάλω ακόμα και όταν θα απομακρυνθεί από το συνειδητό, θα συνεχίσει να βρίσκεται εκεί, ανάμεσα στους λοιπούς μηχανισμούς, ένα ακόμα γρανάζι. Και εδώ, στο απώτερο σημείο του υποκειμενισμού, είναι σχεδόν αδύνατο να εξηγήσεις το γιατί αυτό το βιβλίο υπήρξε σημαντικό για σένα. Αδύνατο γιατί τα λόγια δεν είναι ικανά να μετατρέψουν το αόριστο σε συγκεκριμένο, αλλά αδύνατο και από πρόθεση να μην αποκαλύψεις τις συντεταγμένες του προσωπικού εδάφους.

υγ. Για το μυθιστόρημα του Βουόνγκ Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Ας πούμε πως είμαι εγώ της Βερόνικα Ράιμο αλλά και για άλλα βιβλία σύγχρονης ιταλικής λογοτεχνίας εδώ.

Μετάφραση Ζωή Μπέλλα-Αρμάου
Εκδόσεις Gutenberg

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία - Γκούραμ Ντοτσανασβίλι

Κάποτε, τέτοια μπιζουδάκια, ήταν πολύ του γούστου μου, η δική μου ζώνη ασφάλειας όταν τα πράγματα ζόριζαν, η βιβλιοφιλική λογοτεχνία μου παρείχε το απαραίτητο καύσιμο για να συνεχίσω το ταξίδι, το απαραίτητο καρύκευμα ώστε να ανανεωθεί η αναγνωστική μου σχέση. Στην κορυφή αυτής της λογοτεχνίας θα τοποθετούσα τον απερίγραπτα βαρεμένο αναγνώστη Ενρίκε Βίλα-Μάτας με το πάθος για τη λογοτεχνία να ξεχειλίζει από παντού. Ακόμα, από καιρό σε καιρό, στο ιερό του καταφεύγω για προσκύνημα, μετάληψη και εξομολόγηση της αδυναμίας. Τι άλλο, σκέφτομαι, παρά μια μεταφυσική εμπειρία είναι η ανάγνωση, εκεί όπου άνθρωποι που δεν σε γνωρίζουν σου χαρίζουν τα απαραίτητα μπούνκερ ενάντια στον ζόφο; Ευαγγελιστές της είναι τύποι όπως ο Βίλα-Μάτας, το έργο τους είναι ένα απάγκιο από τη φορτούνα της ζωής, όταν η πίστη κλονίζεται.

Γιατί, όμως, κάποτε;

Η βιβλιοφιλική λογοτεχνία έχει πια γίνει ένα ευπώλητο είδος, μια συνισταμένη της λαίλαπας της αυτοβοήθειας που κατακλύζει τα ράφια. Υποείδος στο οποίο καταφεύγουν ευκαιριακοί γραφιάδες, επιχειρώντας να εκμεταλλευτούν την προαιώνια ανάγκη του ανθρώπου για αφηγήσεις και να τη συνδυάσουν με τον καταναλωτισμό, ενσωματώνοντάς την στο ευρύτερο πλαίσιο της ατομικής ευθύνης, δίπλα από συνταγές μαγειρικής, ασκήσεις γυμναστικής και παραψυχολογικές συμβουλές του τύπου πίστεψε σε σένα. Μου χάλασαν το απάγκιό μου και τους μισώ.

Και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό τον ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στη ζωή και τη λογοτεχνία, εκεί που η συζήτηση για τη λογοτεχνία λειτουργεί ως γέφυρα όταν το μονοπάτι πλημμυρίζει. Σ' ένα ράφι έχω τα βιβλία αυτά, τις πρώτες βοήθειες για την ανασύσταση του πάθους, για τη σωτηρία της ευάλωτης μνήμης, κάποτε τα κατάφερα, τώρα γιατί φοβάμαι;

Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γεωργιανού Γκούραμ Ντοτσανασβίλι στην, ανανεωμένη αλλά όχι προδοτική της αρχικής αισθητικής, κίτρινη σειρά των εκδόσεων Loggia δύο φωνές ακούστηκαν ταυτόχρονα από το βάθος. Ένα λες και ένα όχι. Ένα λες να είναι αυτό ένα συμπλήρωμα για το ράφι των πρώτων βοηθειών και ένα όχι, δεν θα τσιμπήσω, δεν θα επιτρέψω σε έναν ακόμα δούρειο ίππο να διασχίσει τα τείχη. Ένα πρώτο θετικό σημάδι, μόλις έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου, ήταν το έτος έκδοσής του, 1973, μακριά από την πρόσφατη μόδα, η εμπιστοσύνη στον εκδοτικό οίκο, ακόμα ένα. Ήταν αρκετά. Είχα ανάγκη ένα βιβλίο για έναν άνθρωπο που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία. Σπάνια, ας είμαι ειλικρινής, δεν έχω μια τέτοια ανάγκη.

Το πάθος, σίγα την πρωτοτυπία, είναι απαραίτητο σε κάθε τι. Το πάθος είναι το πρώτο θύμα της απομάγευσης του κόσμου. Η διεκπεραίωση των πραγμάτων είναι η μάστιγα. Αυτό το πολύ στον τίτλο υποσχόταν πολλά, κυρίως πάθος.

Υποψιάζομαι μια παρανόηση. Η λογοτεχνία, η συζήτηση για τη λογοτεχνία, το πάθος για τη λογοτεχνία δεν είναι μια συνθήκη αναχώρησης από τον κόσμο αλλά ένας τρόπος διάσχισης του κόσμου αυτού. Δεν είναι ένα μπούνκερ απομόνωσης, προστασίας ναι, αλλά απομόνωσης όχι, η λογοτεχνία είναι όλα εκείνα τα συστήματα παρακολούθησης του έξω κόσμου, τα ραντάρ και οι κάμερες υψηλής ευκρίνειας με την οποία το μπούνκερ μέσα στα χρόνια εξοπλίζεται, ο κώδικας συνδιαλλαγής και επιβίωσης μέσα στον κόσμο αυτό. Δεν είναι ένα μπούνκερ μισανθρωπίας, αλλά το αντίθετό του, ένα καταφύγιο αγάπης και ελπίδας για τον κόσμο, μια αναγκαία περιχάραξη επιβίωσης και μάχης για κάτι καλύτερο. Ας γυρίσουμε το ρολόι κάποιους αιώνες πίσω όταν ο Πλάτωνας, μεταφέροντας τα λόγια του δασκάλου του, εξέφραζε τη βαθιά του εκτίμηση για τους ποιητές, αλλά, ταυτόχρονα, δήλωνε πως δεν θα γινόντουσαν δεκτοί στην πολιτεία, εκεί όπου η αρχή θα είχε, για το καλό και την ευδαιμονία του συνόλου, την αποκλειστική αφηγηματική εξουσία. Η λογοτεχνία, η καλή λογοτεχνία, και η συζήτηση γύρω από τη λογοτεχνία, η παθιασμένη συζήτηση γύρω από τη λογοτεχνία, αποτελούν σαφέστατα επαναστατικές πράξεις, απαραίτητες στον αγώνα ενάντια στη μονοσημία.

Η καλή λογοτεχνία, ισχυρίζομαι, ακολουθώντας ένα κιόλας χαραγμένο μονοπάτι, είναι πάντοτε, ακόμα και όταν φαινομενικά δεν είναι, βαθιά πολιτική, σε καμία των περιπτώσεων αναχωρητική.

Όλα τα παραπάνω μοιάζουν κάπως άσχετα με την ανάγνωση της νουβέλας Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία και όμως δεν είναι, είναι παρελκόμενά της.

Όλα ξεκίνησαν τη μέρα που με φώναξε ο προϊστάμενος και μου είπε: «Η επικείμενη εκ μέρους σας έρευνα θα πρέπει να φωτίσει όλες τις πτυχές της καθημερινής συμπεριφοράς των εργαζομένων, των κατοίκων του οικισμού μας, ενός οικισμού τύπου πόλης, και θα πρέπει επίσης να αναδείξει όλες εκείνες τις σταθερές που καθορίζουν τελικά τελικά τη συμπεριφορά και τη στάση των εργαζομένων σε σχέση με τις συνθήκες διαβίωσής τους».

Μια έρευνα, μια καταγραφή των ενδιαφερόντων των εργαζομένων/κατοίκων, κυρίως σε ό,τι είχε να κάνει με τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου τους, αλλά και του χαμένου, ανάμεσα σε αναμονές και μετακινήσεις. Μια έρευνα που θα επέτρεπε στη γραφειοκρατική αλυσίδα να ανιχνεύσει πιθανές ανωμαλίες, μια πλάγια δίοδος πρόσβασης σε πιθανή όχληση των υποκειμένων ενάντια στην ορισμένη ρουτίνα, μια αναζήτηση αντιφρονούντων στο καθεστώς, μαύρων προβάτων, εχθρών του συστήματος, μια φιλική και φαινομενικά αφελής προσέγγιση κατ' ιδίαν. Σήμερα μια αντίστοιχη έρευνα θα είχε στόχους οικονομικούς, διεύρυνση της αγοράς, εκμετάλλευση των αναγκών, μεγιστοποίηση του κέρδους. Τότε, εκεί, τα πράγματα ήταν διαφορετικά, παρότι η μέθοδος κοινή.

Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ένας απλός υπάλληλος, θα ακολουθήσει την εντολή του ανωτέρου του. Και όλα μοιάζουν απλά και αναμενόμενα μέχρι που θα συναντήσει τον άνθρωπο που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία. Εκεί θα τα βρει σκούρα. Καμία όχληση, κανένα παράπονο για τον χαμένο χρόνο, καμία κατήφεια, αλλά, αντίθετα, πάθος και αίσθηση πλήρους ελευθερίας, μια παλέτα φωτός σε ένα γκρίζο περιβάλλον.

Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία δεν αναλώνεται στη δήλωση του τίτλου, δεν είναι απλώς μια σειρά από μεζεδάκια λογοτεχνικής αγάπης, λίγο, ελάχιστα, αν σκάψει κανείς το έδαφος θα διακρίνει ρίζες που εκτείνονται βαθιά στο υπέδαφος. Ακολουθώντας μια παράδοση πολιτικής λογοτεχνίας που έπρεπε να μακιγιαριστεί συχνά με το παράλογο ώστε να διαφύγει του κινδύνου της λογοκρισίας, ο Ντοτσανσβίλι κατεβαίνει να παίξει στο γήπεδο του αντίπαλου, της εξουσίας και της γραφειοκρατίας, εκεί στήνει το σκηνικό του γλεντιού, στη γκρίζα ζώνη που η λογοκρισία αδυνατεί να κατανοήσει, στο λιβάδι ελευθερίας που η λογοτεχνία, μεταξύ άλλων, εφοδιάζει με το απαραίτητο νερό, εκεί που το μακρύ χέρι της εξουσίας αδυνατεί να φτάσει, ναι, στη φαντασία αναφέρομαι, και σε εκείνη την ακατανόητη για τον υπάλληλο, αλλά και τον προϊστάμενο, επικράτεια στην οποία ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία περνούσε τις μέρες του, ακριβώς κάτω από τη μύτη του συστήματος, σε έναν μη τόπο, τουλάχιστον σύμφωνα με τους κρατικούς γεωγράφους και τοπολόγους.

Πάντοτε στις ράγες της λογοτεχνικής παράδοσης στην οποία ανήκει η νουβέλα αυτή, το κωμικοτραγικό δεν απουσιάζει, ούτε το παιγνιώδες, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύεται γκροτέσκο ή αφελές, αλλά με επίγνωση της σημασίας του, για την επιβίωση και την ελπίδα. Αλλά, και επειδή η καλή λογοτεχνία είναι ατρόμητη, δεν μπορεί να μου φύγει από τον νου μια προκλητική αυτοϋπονόμευση του συγγραφέα προς τον ίδιο του τον εαυτό, τη νουβέλα του, αλλά και εν γένει προς τη λογοτεχνία στο σύνολό της, γιατί οι άνθρωποι που αγαπάμε τη λογοτεχνία πολύ, και παρ' όλες τις μαγικές ιδιότητες που της αποδίδουμε, απαραίτητες και σωτήριες για τη ζωή μας ολάκερη, δεν μας διαφεύγει πως η πολυσημία, που γυρεύουμε και η λογοτεχνία μας προσφέρει απλόχερα, δεν την καθιστά κολυμβήθρα του Σιλωάμ, που εξαγνίζει ή θεραπεύει το κακό σε όποιον βουτά σε αυτή. Άλλωστε, όλοι γνωρίζουμε έναν Γεωργιανό που πολύ αγαπούσε τη λογοτεχνία, όχι;

Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία θα πάρει επάξια θέση στο ράφι με τις πρώτες βοήθειες.

Μετάφραση Δημήτρης Τσεκούρας
Εκδόσεις Loggia

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

Αχ, Ουίλλιαμ - Elizabeth Strout

Οι εκδόσεις Άγρα, με την αγαστή μεταφραστική φροντίδα της πολύπειρης Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, έχουν αναλάβει την επανασύσταση της Ελίζαμπεθ Στράουτ με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, καθώς οι παλιότερες εκδοτικές απόπειρες δεν είχαν στεφθεί με την πρέπουσα επιτυχία. Το Αχ, Ουίλλιαμ είναι το πέμπτο βιβλίο της που κυκλοφορεί και το τρίτο μέρος της σειράς με πρωταγωνίστρια τη συγγραφέα Λούσυ Μπάρτον. Είχαν προηγηθεί: Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον και Όλα γίνονται.

Η Λούσυ Μπάρτον είναι μια πετυχημένη συγγραφέας που ζει στη Νέα Υόρκη, μητέρα δύο ενήλικων πια κοριτσιών, πρόσφατα χήρα μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της. Από την πρώτη κιόλας αράδα του βιβλίου, χωρίς προλόγους και εισαγωγές, η Στράουτ, δια της αφηγήτριας της, ορίζει με σαφήνεια το θέμα του: «Θέλω να πω μερικά πράγματα για τον πρώτο μου σύζυγο, τον Ουίλλιαμ». Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και με χαρακτηριστικά αυτομυθοπλασίας, το Αχ, Ουίλλιαμ είναι η ιστορία του Ουίλλιαμ, που, όντας σύζυγος της Λούσυ για πολλά χρόνια και έχοντας μαζί της δύο παιδιά, αναπόφευκτα περιλαμβάνει και τη δική της, στενά συνυφασμένη, ιστορία. Σε προχωρημένη ηλικία, ο Ουίλλιαμ θα έρθει αντιμέτωπος με τη γνώση πως έχει μια ετεροθαλή αδερφή, που ζει στην επαρχία του Μέιν, κάτι το οποίο αγνοούσε. Η αποκάλυψη αυτή θα τον αναστατώσει. Καλεί τη Λούσυ, με την οποία διατηρούν μια ήσυχη και στενή, δεδομένων των συνθηκών, σχέση, να τον συνοδεύσει στην αναζήτηση αυτή. Το παρελθόν, παρά την παγιωμένη σύστασή του, δεν παύει ποτέ να εκπλήσσει, έτσι όπως αναδύονται στην επιφάνεια μυστικά και κρυμμένα γεγονότα και καταστάσεις, «αλλά έτσι πάει η ζωή: Είναι τόσα και τόσα που δεν ξέρουμε ώσπου είναι πια πολύ αργά».

Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί εξ αρχής πως, όπως και τα προηγούμενα, αλλά και τα επόμενα φαντάζομαι, μέρη τής ιστορίας αυτής, το Αχ, Ουίλλιαμ μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα. Η Στράουτ έχει την εμπειρία να επαναλάβει, χωρίς να κουράζει και να απολύει τον βηματισμό της, όσα στοιχεία κρίνει απαραίτητα να τεθούν στη γνώση του αναγνώστη, ώστε να δικαιολογηθούν διάφορες σκέψεις και πράξεις της Λούσυ, αλλά και να συντελέσουν στην πληρότητα του χαρακτήρα της. Ωστόσο, η πρότερη επαφή με τα προηγηθέντα μέρη, επιτρέπει στον αναγνώστη να νιώσει την οικειότητα και τη συνέχεια του χαρακτήρα της Λούσυ, να βρει ξανά αυτή τη γνώριμη και καθησυχαστική αφήγηση. Το αναγνωστικό δέσιμο με τον αγαπημένο αυτόν λογοτεχνικό χαρακτήρα ικανοποιείται στον μέγιστο βαθμό.

Ο αυτομυθοπλαστικός χαρακτήρας του Αχ, Ουίλλιαμ, το παιχνίδι με τα όρια και τις προϋποθέσεις του υποείδους, είναι ένα εύρημα που η Στράουτ το χειρίζεται άκρως λειτουργικά και καθοριστικά για τη συνολική κατασκευή. Τοποθετώντας την ίδια τη συγγραφή του βιβλίου στον πυρήνα της αφήγησης και αποκαλύπτοντας εξ αρχής τις συγγραφικές προθέσεις τής Λούσυ, καθιστά σαφή και κυρίως λογοτεχνικά τα όρια του ρεαλισμού και της αληθοφάνειας, εγείροντας στον αναγνώστη βάσιμες υποψίες περί μη ταύτισης αφήγησης και πραγματικότητας. Επιπρόσθετα, επιλέγοντας μια συγγραφέα για αφηγήτρια, παρά την αναγνωστική αναρώτηση σχετικά με το αν πρόκειται για ένα άλτερ έγκο της Στράουτ, η συγγραφέας καταφέρνει να κρυφτεί ακόμα περισσότερο, να βγει εντελώς από τη σκηνή, να πάρει περαιτέρω αποστάσεις από το αφηγηματικό υποκείμενο, και αυτό σε μια αφήγηση με χαρακτήρα μύχιο και έντονα προσωπικό.

Αφηγήσεις όπως αυτή, περισσότερο ή λιγότερο αυτοβιογραφικές, δημιουργούν συχνά, τουλάχιστον, δύο ενστάσεις: πρώτη είναι η σχετική με τη φαινομενική ευκολία, δεύτερη η απουσία λογοτεχνικότητας. Παρότι, μάλλον, παρωχημένο, αξίζει να επαναληφθεί πως η αναγνωστική ευκολία και η απρόσκοπτη ροή της αφήγησης προϋποθέτουν τόσο ταλέντο όσο και μαστοριά. Είναι απίστευτο το πώς ο όρος pageturner έχει μετατραπεί, όπως άλλωστε και η γυναικεία γραφή, σε σχόλιο αρνητικό. Όσον αφορά τη λογοτεχνικότητα, παρά τον υποκειμενικό χαρακτήρα των κριτηρίων, η συγγραφέας πετυχαίνει με μαεστρία να προσδώσει μυθοπλαστικές αρετές σε μια ιστορία, παρά τα όποια μικροευρήματα, κοινή και πιθανώς γνώριμη, η οποία διακρίνεται από διάχυτο ρεαλισμό και ισχυρή αίσθηση αληθοφάνειας. Η Στράουτ κατασκευάζει έναν κόσμο εντός του περιβάλλοντος σύμπαντος, στον οποίο κινούνται και δρουν οι χαρακτήρες της, χωρίς να έχει ανάγκη το ανοίκειο και η απουσία του να στερεί από την αναγνωστική απόλαυση.

Η ενδελεχής παρατήρηση της Λούσυ στα πράγματα, αναπόσπαστο κομμάτι της συγγραφικής φύσης, ενσωματώνεται στην πλοκή χωρίς να ενοχλεί, παρότι δεν κυνηγάει απεγνωσμένα την πρωτοτυπία και την έκπληξη. Αυτό είναι που προσδίδει έναν χαρακτηριστικά καθησυχαστικό τόνο στην αφήγηση, γνώριμο από βιβλίο σε βιβλίο της Στράουτ, ο αποκλεισμός της ολοένα και αυξανόμενης ταχύτητας με την οποία έξω από τις σελίδες τρέχει η ζωή και πολλές φορές, κυνηγώντας την κακώς, και η λογοτεχνία.

υγ. Το Αχ, Ουίλλιαμ ήταν αναπόφευκτα μέρος της λίστας με Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23, την οποία βρίσκεται εδώ. Για τα άλλα βιβλία της καθησυχαστικά καλής συγγραφέως: Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον (εδώ), Όλα γίνονται (εδώ), Όλιβ Κίττριτζ (εδώ) και Όλιβ, ξανά (εδώ).
 
υγ2. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 9 Μαρτίου 2024, πρόσφατα κυκλοφόρησε το Η Λούσυ δίπλα στη θάλασσα (μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, εκδόσεις Άγρα), πραγματικό βάλσαμο, σε λίγο καιρό θα ανεβάσω το σχετικό με αυτό κείμενο.
 
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Άγρα


Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024

Δωδεκάτη Φεβρουρίου - Δημήτρης Χριστόπουλος

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι ένας από τους εγχώριους συγγραφείς την πορεία των οποίων παρακολουθώ με αρκετό ενδιαφέρον, το τέλος της εκάστοτε ανάγνωσης σηματοδοτεί την εκκίνηση της αναμονής για το επόμενο βιβλίο. Το Τζίντιλι (εκδόσεις Το Ροδακιό, 2020) μου άρεσε εξωφρενικά πολύ. Το θεωρώ ένα από τα βιβλία που κατά κάποιον τρόπο και για διάφορους λόγους αδικήθηκαν. Μυθιστόρημα που ανήκει στο ολοένα και μεγαλύτερου ενδιαφέροντος υποείδος της οικολογοτεχνίας, καθώς η κλιματική αλλαγή όλο και πιο άγρια μας δείχνει τα δόντια της, μια φιλόδοξη απόπειρα που δικαιώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Το Έλα να παίξουμε (εκδόσεις Το Ροδακιό, 2023) ήταν μια καλογραμμένη νουβέλα, ενδεικτικό δείγμα της πρόζας του Χριστόπουλου, μια διπλή γλυκόπικρη αφήγηση σε παρελθοντικό και παροντικό χρόνο. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το Δωδεκάτη Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Ποταμός.

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012. Ημέρα ψήφισης του δεύτερου μνημονίου, μια ογκώδης διαδήλωση εναντίωσης, χημικά και καταστολή, εκτεταμένες φθορές και συγκρούσεις, μεταξύ των υλικών θυμάτων και οι δίδυμοι κινηματογράφοι της οδού Σταδίου, Αττικόν και Απόλλων, που έκτοτε χάσκουν εγκαταλελειμμένοι μια ανάσα από το σημείο μηδέν της Αθήνας, της δικής μας μητροπολιτικής εκδοχής.

Πολλές φορές έχω εκφράσει τον σκεπτικισμό μου σχετικά με τις συλλογές διηγημάτων. Πέρα από το γεγονός πως η μικρή φόρμα δεν είναι του γούστου μου, προφανώς με αρκετές εξαιρέσεις, μέσα στα χρόνια ολοένα και περισσότερες, αναφέρομαι συχνά, σχεδόν εμμονικά, και στην απουσία της απαραίτητης συνοχής, που θα δικαιολογεί τη συνύπαρξη των μερών ως ενιαίο σύνολο. Εκείνο που ευδιάκριτα και εν πρώτοις συνέχει τη συγκεκριμένη συλλογή είναι εκείνη η νύχτα, εκείνη η καταστροφική πυρκαγιά, μια σειρά από στιγμιότυπα από τη ζωή ανθρώπων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέονται με τους δύο κατεστραμμένους κινηματογράφους. Ίσως σκεφτείτε: με το ζόρι συσχετισμοί. Όχι, δεν είναι αυτή η περίπτωση τέτοια. Οι κινηματογράφοι, ανάμεσα σε πλήθος από άλλα τοπόσημα, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της αστικής ζωής, πέρα από τους ιδιοκτήτες και τους τακτικούς θαμώνες, είναι μέρος της γενικότερης κουλτούρας, η ζωή μας στην πόλη συνδέεται με τα μέρη αυτά, έμμεσα ή άμεσα, μικρή σημασία έχει.

Αρκεί κάτι τέτοιο για να δικαιολογήσει την κοινή παρουσία των διηγημάτων σε μία συλλογή; Σίγουρα όχι, παρά τα φαινόμενα. Τότε; Ο Χριστόπουλος μοιάζει να γνωρίζει καλά πως η αρχική έμπνευση και η ακόλουθη κατασκευή θα απαιτούσε περαιτέρω αρμούς. Το ύφος, η πρόζα αν προτιμάτε, είναι ένας από αυτούς τους αρμούς. Η πολυπρισματική γωνία θέασης της αστικής αυτής γωνιάς επίσης. Μοιάζει αντιστικτικό, και όμως αποδεικνύεται συνεκτικό, το σκύψιμο του συγγραφέα πάνω από την κάθε ιστορία ξεχωριστά, η απόπειρα να αποβληθεί ό,τι το περιττό, η κάθε ιστορία να μπορέσει πρώτα, πριν δοκιμαστεί στο σύνολο, να λειτουργήσει αυτόνομα, ο υποθαλάσσιος όγκος όσων δεν λέγονται να σχηματιστεί και να αποτελέσει στήριγμα, τα πρόσωπα να περισσεύουν δεξιά και αριστερά από κάθε ιστορία, να διαθέτουν μεγαλύτερο διαμέτρημα από τα όρια του κειμένου, να αναπνέουν, να μην είναι χάρτινα και προσχηματικά και έτσι οι ιστορίες τους να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως στιγμιότυπα.

Αυτή η συγγραφική επιμονή, μεταξύ του συνόλου των αρμών, καθιστά τη συλλογή μια καλοδουλεμένη χορωδία, προσδίδοντας μια πολυφωνική χροιά που διαπνέει και συνέχει τα διηγήματα, σε τέτοιο βαθμό που θα   τολμούσα να ισχυριστώ πως, ως αίσθηση περισσότερο, το Δωδεκάτη Φεβρουαρίου είναι ένα ιδιότυπα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, όχι με τρόπο βιασμένο, ίσως όχι καταστατικά ζητούμενο, αλλά ως αποτέλεσμα της προαναφερθείσας επιμονής και υπομονής.

Γιατί, σκέφτομαι, μια αρχική ιδέα, όπως για παράδειγμα αυτή για τη συγγραφή κάποιων διηγημάτων πέριξ της νύχτας εκείνης, θα μπορούσε να αποπροσανατολίσει με τη λάμψη της, μια ωραία ιδέα σχεδόν ποτέ δεν είναι άλλωστε αρκετή. Μια αρχική ιδέα, με τη λάμψη της να έλκει τον συγγραφέα όπως τα έντομα, με τον κίνδυνο να εγκλωβιστεί σ' αυτήν κάνοντας τρελούς κύκλους γύρω της, χωρίς χάρτη και συγκεκριμένη πορεία, κάτι άλλο παρά ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα θα είχε. Περί προθέσεων και πεπραγμένων ο λόγος. Κλισέ, όπως το τι που δεν έχει και τόση σημασία χωρίς ένα ευδιάκριτο πώς, θα χωρούσαν εδώ.

Όμως το τι έχει σημασία, ειδικά όταν το σημείο περιστροφής αποτελεί ένα ιστορικό στιγμιότυπο και δη σε μια χώρα που συνηθίζει να χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα με κάθε αφορμή. Εδώ παραμονεύει η απλοϊκότητα: κακώς κάηκαν οι κινηματογράφοι, αυτό σε τίποτα δεν θα απέτρεπε την ψήφιση μιας σειράς από αιμοσταγή, για άλλους απαραίτητα και καλοδεχούμενα, μέτρα οικονομικής προσαρμογής κατά τις επιθυμίες και τις απαιτήσεις των δανειστών. Ταυτόχρονα, εξίσου απλοϊκά: τι σημασία έχουν δύο κατεστραμμένα κτίρια απέναντι στην οικονομική και κοινωνική καταδίκη μεγάλου μέρους του πληθυσμού; Να τα δύο στρατόπεδα. Ο Χριστόπουλος διαφεύγει του απλοϊκού αυτού δίπολου.

Η λογοτεχνία, ευτυχώς, αιωρείται, ή αναμένεται να αιωρείται, ψηλότερα από την δικαίωση ή την κατάρριψη των βεβαιοτήτων και των αρχών μας, αν όχι, τότε απομένει διδακτική και κενή ενδιαφέροντος, ένα ποστ σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο θα αρκούσε πιθανότατα. Ο Χριστόπουλος επιθυμεί και καταφέρνει να γράψει λογοτεχνία με αφορμή ή εμπνεόμενος από την πραγματικότητα, όχι για να την ξεπεράσει, όχι για να την παραμορφώσει, όχι για να κουνήσει το δάκτυλο, αλλά για να παράξει λογοτεχνία χωρίς κραυγές, συχνά άναρθρες. Και πετυχαίνοντας να μην εγκλωβιστεί στη νύχτα εκείνη πετυχαίνει να σχολιάσει και να αναφερθεί στα πεπραγμένα των τελευταίων ετών, να μιλήσει για τις κινηματογραφικές αίθουσες που κλείνουν, για το κέντρο που, αφού εγκαταλείφθηκε, τώρα αποτελεί την υπεραιχμή της τουριστικής βαρβαρότητας, χωρίς να τα κατανομάζει αυτά, χωρίς να στρατεύεται σε βάρος της λογοτεχνίας, χωρίς όμως ταυτόχρονα να παράγει λογοτεχνία αναχωρητική εκτός κοινωνικοπολιτικού πλαισίου αναφοράς, πέρα και έξω από τον χωροχρόνο.

Επιστρέφω στην αίσθηση περί ενός ιδιότυπα σπονδυλωτού μυθιστορήματος. Τα κομμάτια της αφήγησης είναι τοποθετημένα με φροντίδα, σκόπιμα αλλά όχι βεβιασμένα, οι αρμοί είναι ορατοί αλλά όχι ενοχλητικοί, η κεντρική ιδέα παρούσα αλλά όχι εγκλωβιστική. Το έργο του Χριστόπουλου, και εδώ, στη Δωδεκάτη Φεβρουαρίου, είναι ακόμα πιο ενδεικτικό, πατάει με θαυμαστή ισορροπία στο χτες και το σήμερα, στην παράδοση και το σύγχρονο. Οι επιρροές του είναι διακριτές, με ασφάλεια ο αναγνώστης θα ανακαλούσε ονόματα της εγχώριας και της διεθνούς σκηνής της μικρής φόρμας του ρεαλισμού. Ωστόσο, η παράδοση, ας μην πω πάλι για την απουσία της όποιας παρθενογένεσης, στο έργο του αποτελεί έναν βατήρα και όχι ένα βάρος από το οποίο αδυνατεί να απαλλαγεί. Ταυτόχρονα, ωστόσο, δεν παραμυθιάζεται από τις σειρήνες του νέου, δεν παραστρατεί ζαλισμένος από την ηδύτητα των μεταμοντέρνων φωνών, του μεταμοντέρνου για το μεταμοντέρνο, του καινού για το κενό. Πατώντας έτσι σε δύο βάρκες ισορροπεί και η ισορροπία αυτή, η σιγή, απαλλαγμένη από τριγμούς και τσαλαβούτημα, επιτρέπει στη φωνή του να ακουστεί, να καταστεί διακριτή, προσερχόμενος κρατώντας ανά χείρας τη δική του συνεισφορά στον λογοτεχνικό βωμό. Άλλο η παρθενογένεση και άλλο η βαρετή επανάληψη, η αναμασημένη, άνοστη πια, τροφή, άλλωστε.

υγ. Για το Τζίντιλι έγραφα αυτό, για το Έλα να παίξουμε αυτό.

Εκδόσεις Ποταμός