Έλα
να σε συνοδέψω ως τη λίμνη
εμείς οι δυο
μονάχα
όπως ήμασταν πάντα
φίλε μου
εμείς
μόνο οι δυο μας…
Το σπίτι ζούσε
τρώγοντας τους ανθρώπους
αφήνοντας στοργικά
τη σκόνη να παχαίνει
στους διαδρόμους
χαμογελώντας πατρικά
στις πένθιμες κουρτίνες
στο σαλόνι
στο σαλόνι
και φονεύοντας τους απογόνους
όλων των μοιραίων πλασμάτων
που έκλαψαν
έστω και για ένα λεπτό
σ’αυτές τις άθλιες σκάλες
φονεύοντας…
Έλα
θέλω τούτο το πρωινό
να είμαστε μαζί
οι δυο μας
πάμε στη λίμνη
εκεί που πρωτοείδαμε το παράξενο φως
που χάνεται όταν γέρνεις το βλέμμα
που γεννιέται ξανά
όταν κλείνεις τα μάτια
εσύ μου το δίδαξες
κι αυτό
και τόσα άλλα
έλα φίλε μου
συνόδεψέ με
στην αρχαία λίμνη…
Το σπίτι ζούσε
μακελεύοντας όλα τα όνειρα
κι άφηνε ν’ανασαίνουν μόνο
οι μικρές ρωγμές
που γίνονταν μεγάλες
κι άφηνε να αργοσαλεύουν μόνο
οι αιώνιες σκιές
που έντυναν τους τοίχους
τους γυμνούς
τους πρόστυχους
τους πρόστυχους!
τους τρελούς τοίχους
μιας σιωπής
που δεν την νίκησε
ποτέ κανείς…
Λοιπόν σήμερα
σου λέω
αγαπημένε φίλε
θα σου μιλήσω για το όνειρο της λίμνης
καθώς θα μας δέχεται
στα θηλυκά νερά της
και θα μας ξελογιάζει
και θα μας λέει ψέματα
πως αθάνατοι είμαστε
εγώ
θα σου αποκαλύψω φίλε μου
όσα θα έπρεπε από χίλια χρόνια τώρα
να σου έχω πει
αλλά φοβόμουν
και είχα το πυρακτωμένο σίδερο
του χρόνου να με καίει
και ντρέπομαι
τώρα που θα ντυθούμε
με τον αρχαίο υδάτινο μανδύα
να σε κοιτάξω άλλο στα μάτια
χωρίς αυτό
το τελευταίο που πρέπει
να ειπωθεί
δεν ξέρω
αν τα χείλη ανοίξουν
για μια ανάσα οξυγόνου ακόμα
ή
θέλω να ουρλιάξω στο μεταίχμιο
της στιγμής
πως σε αγάπησα
με όση δύναμη άντεξε η ανώλεθρη ψυχή μου
με όση ψυχή χωρούσε
η θνητή δύναμή μου…
και έτσι ακροβατώ
στην επιφάνεια της λίμνης
και μαζί βυθίζομαι
όλος όνειρο
αγάπη όλος
δικός σου
κομματιασμένος
και ακέραιος
φωτεινός
και νύχτιος
όλος…