Δευτέρα, Ιουλίου 31, 2017

Ομίχλη



Θυμάσαι εκείνη την όμορφη εποχή;
Την εποχή της καθαρότητας; Της λιακάδας; Της ευδίας;
Θυμάσαι τον ήλιο της σχέσης μας;
Ήταν λαμπερός, θαλερός, παλλόμενος… σχεδόν θρασύς…
Εγώ θυμάμαι την ομίχλη…
Την ομίχλη που μας σκότωσε… την ομίχλη που μας τα πήρε όλα…
Αυτή θυμάμαι εγώ… και το ότι κάποια στιγμή… άγνωστο πως και γιατί, έπαψα να σε βλέπω…
Έπαψες κι εσύ να βλέπεις εμένα… αυτός που κοίταζες δεν ήμουν εγώ, αυτή που κοίταζα δεν ήσουν εσύ…
Προκειμένου να οικειωθούμε το μεταξύ μας, γίναμε ξένοι στον εαυτό μας…
Αναζητώντας προσκύρωση στο έμπεδο, χάσαμε το ροϊκό…
Ψηλαφώντας τις διαστάσεις του εαυτού, αρνηθήκαμε το εν τω αυτώ…
Δεν μας εκδικήθηκε το αύριο ούτε το χτες…
Μας αφάνισε το τώρα που πρώτοι εμείς περιφρονήσαμε…

Κι έπειτα
Κάποια μέρα
Δεν ξέρω το πώς και το γιατί…
Γεννήθηκε η ομίχλη…
Τα σκέπασε όλα, τα κατάπιε όλα…

Κι όταν την ανασάναμε τόσο ώστε να γίνουμε ένα μ’αυτήν…
Μας εγκατέλειψε…

Και πήρε μαζί της τα πρόσωπα
Τις ιαχές
Τις γεωμετρίες
Τα πιθανώς
Τα επιπλέον
Τα ενδεχομένως…
Ακόμα κι αυτά...

Στην ερημία που άφησε πίσω της
Ο χρόνος γενναιόδωρα
Και πάντα μοχθηρά
Σου προσφέρει την προίκα της επίγνωσης…

Κι έτσι προχωράς…



Ιουλ2017

Παρασκευή, Ιουλίου 28, 2017

Εντελέχεια



«…ὡς μὲν οὖν ἡ τμῆσις καὶ ἡ ὅρασις, οὕτω καὶ ἡ ἐγρήγορσις ἐντελέχεια, ὡς δ' ἡ ὄψις καὶ ἡ δύναμις τοῦ ὀργάνου, ἡ ψυχή· …»

«…όπως λοιπόν η τμήσις (το να κόπτη) είναι εντελέχεια του πελέκεως και η δράσις είναι η εντελέχεια του οφθαλμού, ούτω και η εγρήγορσις είναι η εντελέχεια του σώματος, η δε ψυχή είναι προς το σώμα, ως η όψις και η δύναμις προς το όργανον…»

Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
(μετ. Παύλου Γρατσιάτου)


Περπατούσαν και συζητούσαν. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα πια και οι περαστικοί είχαν λιγοστέψει. Αποφάσισαν να καθίσουν σε κείνο το παγκάκι που της είχε δείξει στην πρώτη τους συνάντηση. 
Έμειναν για λίγο σιωπηλοί απολαμβάνοντας τη βραδινή καλοκαιρινή δροσιά. Ξαφνικά τον ρώτησε κάτι παράξενο.

«Αν έπρεπε οπωσδήποτε να κάνεις τατουάζ μια λέξη πάνω στο σώμα σου, ποια θα ήταν; Και γιατί;»

Γύρισε και την κοίταξε χαμογελώντας.

«Εντελέχεια», της είπε σχεδόν αμέσως και η απόκρισή του την εξέπληξε.
«Και γιατί;», τον ρώτησε αφού πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής.
«Εγώ πρώτα θα βεβαιωνόμουν ότι ξέρω τι σημαίνει η λέξη», της είπε περιπαικτικά.
«Ξέρω τι σημαίνει…», του αντιγύρισε όταν συνειδητοποίησε πως στην πραγματικότητα δεν ήξερε.
«Λοιπόν, μετά θα ρωτούσα που θα την ‘χτυπούσα’ τη λέξη. Κι από αυτή την πληροφορία μονάχα θα είχες την απάντηση στο ερώτημά σου. Το γιατί εννοώ»
«Μα, δεν ήταν ερώτηση περιέργειας ‘δάσκαλε’…», συνέχισε να τον πειράζει. «Λοιπόν… που θα τη χτυπούσες τη λέξη;»
«Δεν θα μου πεις πρώτα τι σημαίνει;»
«Δεν τον συμπάθησα ποτέ τον Αριστοτέλη… δεν θυμάμαι τώρα… οι ουσίες, οι ενέργειες, τα σώματα… δεν θυμάμαι… με μπέρδευε πάντα…»
«Ε, μπορείς να ‘γκουγκλάρεις’ στο κινητό σου… σου δίνω πέντε λεπτά…»
«Με κοροϊδεύεις;»
«Όχι, γι αυτό βγήκαν τα ‘έξυπνα’ τηλέφωνα… για χαζούς χρήστες», της είπε και προκάλεσε την παιχνιδιάρικη ‘πάλη’ που ακολούθησε.
«Δεν έχεις σκοπό να μου πεις λοιπόν…», του είπε ξανά αφού σταμάτησαν να παίζουν.
«Τι πράγμα;»
«Σε ποιο σημείο του σώματος θα έκανες το τατουάζ…»
«Στην πραγματικότητα δεν θα έκανα ποτέ τατουάζ… δεν μου αρέσει καθόλου ένα μουτζουρωμένο σώμα… εξαιρείται ο Ποπάυ ίσως…»
«Ούτε εμένα μου αρέσει ιδιαίτερα αλλά… κάτι σημαίνει για να το κάνει κάποιος…»
«Μονάχα υπό έναν όρο… μια μυητική σήμανση… ίσως μονάχα τότε… αλλά αναρωτιέμαι και πάλι, χρειάζεσαι μια στάμπα στο δέρμα για να… ‘θυμάσαι’;»
«Μπήκαμε σε άλλη συζήτηση…», ξεφύσησε εκείνη.
«Ξέχασες το ‘δάσκαλε’…»
«Δεν έχεις σκοπό να σοβαρευτείς απόψε. Εντάξει, τα παρατάω», του είπε κι έμεινε σιωπηλή δίπλα του.

Για λίγο μόνο.

«Είσαι κακός!», του πέταξε ξαφνικά.
«Έτσι πρέπει. Ο δάσκαλος στην ατραπό είναι κακός. Όπως ο αληθινός φίλος είναι σαν το σκληρό στρώμα και όχι το πουπουλένιο»
«Το’χεις κλέψει αυτό»
«Σωστά, από το Νίτσε», της είπε με θαυμασμό.
«Έχουμε διαβάσει κι εμείς πέντε πράγματα φίλε», του είπε δήθεν πληγωμένη.
«Ναι, πέντε πράγματα έχεις διαβάσει, δεν αμφιβάλλω», της απάντησε αμέσως αλλά είχε αποφασίσει να της μιλήσει αγνοώντας τις μπουνιές που δεχόταν στο μπράτσο του από τη μικρή γροθιά της.
«Λοιπόν θα σου πω… αν έπρεπε οπωσδήποτε να κάνω αυτό το τατουάζ… κι αν έπρεπε να είναι μονάχα μια λέξη, θα ήταν η εντελέχεια… και θα την έκανα στα νεφρά…»
Η σιωπή είχε διαφορετική υφή αυτή τη φορά.
«Στα νεφρά; Χαμηλά εδώ δηλαδή;», έκανε εκείνη και τον χάιδεψε απαλά στη μέση.
«Ναι αλλά χωρίς χάδια σεξουαλικού περιεχομένου», την σταμάτησε.
«Γιατί;»
«Γιατί είμαι καζαντζακικός, δεν το έχουμε πει; Η μεγάλη αλήθεια δεν είναι του κεφαλιού ή της καρδιάς… είναι νεφρική και… όταν μια τέτοια αλήθεια σε πλημμυρίσει ολοκληρωτικά, δεν έχεις πονοκέφαλο, ζαλάδα ούτε χτυπάει η καρδιά σου αλλόκοτα πρώτα… νιώθεις τα νεφρά σου να πονάνε και τη μέση σου να κόβεται στα δυο… Κάτι που αιώνες αναρίθμητους κοιμάται εκεί και που σηκώνεται μονάχα από τη σεξουαλική διέγερση, για λίγο όμως, αυτό θα σου πει αν αυτό που ζεις είναι αληθινό ή όχι…»
«Μα… ο νους;»
«Ο νους κατασκευάζει αλήθειες ανά πάσα στιγμή και τις καταβροχθίζει την επομένη. Εντελώς αναξιόπιστος όπως κάθε έξυπνος απατεώνας που μπορεί να σε γελάσει στο δρόμο»
«Και η καρδιά;»

Γύρισε και την κοίταξε κάπως μελαγχολικά. Κάπως σκοτεινά.

«Η καρδιά έχει την αλήθεια που σε πλημμυρίζει σαν άκτιστο φως αλλά δεν μπορεί να σε πάει ούτε βήμα παρά πέρα αν δεν έχει σηκωθεί το αρχαίο φίδι και δεν της έχει δώσει τις ποιότητες της ενέργειας που εκείνη δεν ορίζει. Όπως και μια μεγάλη και απόλυτη και αληθινή αγάπη… ακόμα κι αυτή από μόνη της δεν το μπορεί να σε μεταμορφώσει… γιατί η μεταμόρφωση είναι επικίνδυνη… είναι αλλοίωση… και αυτό σημαίνει ότι θα ξυπνήσεις σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο απ’αυτόν που κοιμήθηκες…»
«Δεν… δεν ξέρω αν καταλαβαίνω…»
«Είναι τόσο σπάνιο να μας συμβεί αυτό που χάνεται στις αφηγήσεις των παλαιών αδελφών, μέσα στους αιώνες, ως την αρχή του κόσμου…»
«Και η εντελέχεια;», επέμεινε εκείνη.
«Θυμάσαι την ιστορία με την κιβωτό του Νώε;»
«Ναι!», είπε εκείνη κι έλαμψαν τα μάτια της. Επιτέλους, ένα γνωστό πεδίο.
«Αν σε ρωτούσε κάποιος, τι απ’όλα αυτά που ξέρουμε στην ιστορία είναι η εντελέχεια, τι θα του έλεγες; Ο Νώε; Τα ζώα; Ο κατακλυσμός;»

Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα που η σιωπή σα να είχε γίνει ξαφνικά πυκνή και ηλεκτρισμένη.

«Δεν… δεν ξέρω…», του είπε τελικά.
«Η κιβωτός», της απάντησε. «αυτό είναι η εντελέχεια» και δεν θέλησε να πει τίποτα άλλο…

Σηκώθηκαν και σιωπηλοί περπάτησαν πάλι στη νύχτα…



Soulmade

Πέμπτη, Ιουλίου 27, 2017

Τόποι δύναμης


Persepolis, Iran
Photograph by James Blair



Ancient Troy
Photograph by James Stanfield



Angkor Wat (Cambodia)
Photograph by Robert Clark



Gothic gargoyles
Notre Dame Cathedral's North Tower
Photograph by Catherine Karnow



Stonehenge dusk
Photograph by Richard Nowitz



Valley of the Kings, Egypt
Photograph by Kenneth Garrett



Τετάρτη, Ιουλίου 26, 2017

Υπάρχουν κάποιες νάρκες που επιλέγεις να μην δεις...


Άκουσα εκείνον που έλεγε
Με νάρκωσε αυτή η αγάπη…
Άκουσα εκείνην
Με εκδικήθηκες με το επίμονο βλέμμα σου… ήμουν γυμνή πάντοτε μπροστά σου…
Άκουσα κάποιον ακόμα
Αυτό που λατρέψαμε στους Ήρωες ήταν ότι κατέκτησαν το δικαίωμα να πεθάνουν… δεν σύρθηκαν ως το κατώφλι του τέλους… ζηλέψαμε ότι εφέλκυσαν το κινδυνώδες του βίου αλλά περισσότερο το ιερό τους διάσημο… αυτό του θανάτου μετά από μια πλήρη ζωή…
Κι ακόμα έναν
Ο χριστιανισμός δεν θα παρακμάσει ποτέ… θα τελειώσει μαζί με τον άνθρωπο… ούτε στιγμή πριν… γιατί ταιριάζει απόλυτα με το ψυχισμό του ανθρώπου… το νοσηρό του ψυχισμού του… το σαδομαζοχιστικό ανάγλυφο και τα έγκατα του απείρου του… ο χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία, πίστη ή φιλοσοφική οδός… είναι Το Υπόγειο… ο Ποταμός... η Ιαχή… το Παραλήρημα του Ερπετού…
Κάποιος είπε
Λιμνάζω μαζί σου…
Ήταν η φωνή της
Με λήστεψες…
Διέκρινα στα λόγια της
Συνεχίζω να ζω από περιέργεια…
Κι εκείνος
Τα ιστορικά δρώμενα δεν έχουν καμιά ουσιαστική αξία. Πριν από μένα δεν υπάρχει τίποτα. Ένα φαντασιακό κράμα, ένα αμάλγαμα από αλήθειες και ψεύδη… ανοησίες που κάποιοι έγραψαν κάποτε… δεν με ενδιαφέρει, δεν πρέπει να χάνεις χρόνο μ’ αυτά… κάνε ιστορία αυτό που ζεις… για σένα… το αύριο, μόνο αυτό να σε νοιάζει…
Μίλησε κάπως έτσι
Η μοναξιά χειροτερεύει κάθε φορά που φεύγεις… κάθε φορά είναι βαρύτερη από την προηγούμενη… όταν δεν σε είχα δεν το ένιωθα αυτό… τώρα πονάω… ίσως η συντροφικότητα να είναι κατάρα…
Τα λόγια του ήταν
Είδα ένα παράξενο όνειρο… βρισκόμουν σε ένα παλιό, άδειο, βρώμικο σπίτι… μου ήταν οικείο… και δεν ήταν… κανείς μέσα… κανείς έξω… περιπλανιόμουν στα άδεια δωμάτια, δεν ξέρω γιατί… κάποια στιγμή γύρισα και είδα τον πατέρα μου… δεν ένιωσα καμιά ζεστασιά… μονάχα φρίκη… ήταν γεμάτος αίματα… από το χτύπημα καθώς έπεσε στο πάτωμα… το δεξί μισό του πρόσωπο ήταν κατάμαυρο… ‘την επόμενη φορά’… αυτό ψέλλισε κι εγώ τον προσπέρασα ουρλιάζοντας άηχα και συνέχισα να περιπλανιέμαι στο αχανές σπίτι με τα άπειρα δωμάτια… και δεν έβρισκα την έξοδο…
Του είπε
Το Ερπετό σε γέννησε… μην το περιφρονείς… μην το αρνείσαι…
Κάποιος άλλος είπε
Απ’ όλα φοβάμαι πιο πολύ την άνοια… το ότι θα αρχίσω κάποια στιγμή να ξεχνώ… να μην αναγνωρίζω, να μη θυμάμαι… την απώλεια του εαυτού… τρέμω σε τούτη τη σκέψη…
Ήταν δικά της λόγια
Υπάρχουν νάρκες που δεν σκάνε όταν τις πατάς. Ναι… τώρα το ξέρω… είναι άηχες, αόρατες και θανατηφόρες… μονάχα που δεν βλέπεις το πόδι σου κομμένο, το αίμα να τρέχει, ο πόνος να σε μουδιάζει… δεν βλέπεις τίποτα, δεν νιώθεις τίποτα… τρέχει το δηλητήριο μέσα στις φλέβες σου αργά αργά… είναι σχεδόν ευχάριστο, υπνωτιστικό… μαυλιστικό… ξεχνιέσαι στη ζωή αυτή που είναι θάνατος… ξεχνιέσαι… είναι νάρκες που φέρνουν τη λήθη της ζωής, που σε πλημμυρίζουν με όλες εκείνες τις άθλιες βεβαιότητες για τη ζωή… πόσα ψέματα… πόσα ψέματα…
Τον άκουσα να λέει τα εξής
Για να πετάξει από πάνω του τη θεότητα… γι αυτό σταυρώθηκε ο Ναζωραίος… όπως ένα ρούχο που μισείς… έτσι το πέταξε… δεν έγινε Χριστός ο Ιησούς όταν βαφτίστηκε… έγινε όταν σταυρώθηκε… και απαλλάχθηκε από το φορτίο…
Μιλούσε
Όταν σε πρωτόδα μου κόπηκε η ανάσα… θυμάμαι πως είπα μέσα μου: ‘Τι θα κάνεις τώρα; Σκέψου τι θα κάνεις τώρα!' Τρομοκρατήθηκα… τι δουλειά είχα εγώ με σένα; Ερχόσουν από απέναντι… περνούσες το δρόμο και χαμογελούσες… είχα τρελαθεί από αγωνία… ‘είμαι ζωντανός’… αυτό είπα ένα δευτερόλεπτο πριν σου δώσω για πρώτη φορά το χέρι μου και το βλέμμα σου χωθεί στη ψυχή μου… από τότε σε φιλοξενώ…
Κάποιος ακόμη είπε
Οι εμφύλιοι πόλεμοι οι μόνοι τραγικά ‘αληθινοί’… ως πότε θα επαναλαμβάνουμε το φόνο του Άβελ από τον Κάιν;… ως τη στιγμή που το Εν θα εναρμονίσει τον εαυτό Του με το Όλο και θα αρνηθεί την ίδια του την υπόσταση… από τη στιγμή που το οτιδήποτε αποκτά υπόσταση και συνείδησή της, αρχίζει ο πόλεμος… κάποιος πόλεμος… όπως μέσα έτσι και έξω… ακόμη και ο καρκίνος είναι κάτι τέτοιο… κύτταρα εναντίον κυττάρων… εμείς εναντίον ημών… στο διηνεκές… ακόμα κι αν έμενε ένας πάνω στη Γη, δεν θα πέθαινε από γηρατειά… θα αυτοκτονούσε… κι όχι από θλίψη…
Του είπε
Με χαράζει το βλέμμα σου… μείνε μακριά μου…
Της είπε
Αν πρέπει για να σε νιώσω να μείνω τυφλός, θα το κάνω…
Κάποιος που άκουσα
Η γιαγιά πάνω απ’ το νεκροκρέβατο του άντρα της ήταν θλιμμένη και μαζί χαμογελαστή… έκλαιγε και μειδιούσε… ‘τα’χει χάσει’, είπε κάποιος δίπλα της, ‘ο αφόρητος πόνος’, δογμάτισε κάποιος άλλος… η γιαγιά κάτι ψέλλισε… μια γυναίκα έσκυψε κοντά της να ακούσει… ‘Ελευθερία’, ανακοίνωσε μετά και τα δόντια της προεξείχαν σαν σάπια έμβολα από τα χείλια της. ‘Αυτό λέει η γιαγιά. Ναι γιαγιά, ελευθερώθηκε ο άντρας σου’, είπε η γυναίκα με εκείνο το ελεεινό χαμόγελο της συγκατάβασης. Δεν μιλούσε βέβαια για κείνον η γριά χήρα.
Κάποια που ήθελε να ακουστεί
Αυτά τα ευγενικά σου μάτια… αυτά αγάπησα κι αυτά μίσησα περισσότερο… πώς τολμάς να κοιτάζεις γύρω σου με αυτό το βλέμμα; Πώς να σου αρνηθεί οποιοσδήποτε οτιδήποτε όταν τον ληστεύεις με αυτό το βλέμμα; Πώς να σε μαχηθεί ο άλλος όταν είναι ήδη νικημένος; Πώς περιμένεις αυτό που γοήτευσες να μην διεκδικήσει κάποτε τον εαυτό του, το χώρο του, το οξυγόνο που του στέρησες; Μίσος είναι η αναζήτηση οξυγόνου… με κάθε τρόπο… έστω κι αν αυτό σημαίνει να το στερηθείς εσύ…
Είπε στοχαζόμενος


Υπάρχουν κάποιες νάρκες που δεν μπορείς να τις δεις… όμως υπάρχουν κι αυτές που επιλέγεις να μην δεις και να περπατήσεις πάνω τους… είσαι περίεργος… θέλεις να δοκιμάσεις την τύχη σου… θέλεις να γευτείς την αδρεναλίνη στο στόμα σου… θέλεις να ζήσεις εκείνη την αιώνια στιγμή που χωρίζει τη ζωή από το θάνατο… θέλεις να ζείς όταν θα πεθαίνεις… να αισθανθείς αυτό που θα είναι πια για σένα το αιώνιο… δεν ξέρεις αν η νάρκη θα σε τινάξει στον αέρα ή θα είναι κι αυτή μια υπόσχεση που θα μείνει υπόσχεση… όπως εσύ… μια υπόσχεση ότι θα γίνεις κάτι που δεν έγινες… ότι θα ζήσεις αυτά που δεν έζησες… ότι θα γνωρίσεις αυτούς που δεν γνώρισες, θα ταξιδέψεις εκεί που δεν ταξίδεψες… αν η νάρκη δεν είναι κι αυτή μια υπόσχεση κι αν εκραγεί, τουλάχιστον κάτι στη ζωή σου θα είναι επιτέλους αληθινό… κι ας σε σκοτώσει… αν δεν είναι αληθινή τότε… μπορείς να ελπίζεις πως μπροστά σου απλώνεται ένα απέραντο ναρκοπέδιο…

Παρασκευή, Ιουλίου 21, 2017

Η ζωή είναι για τους ανυπάκουους τολμητίες...



Πράγματι λοιπόν η διαφορά μεταξύ συγκέντρωσης και προσοχής είναι ανάλογη με αυτήν μεταξύ δραστηριότητας και δράσης… Και η σημασία στο περιεχόμενο των λέξεων δεν προκύπτει από απλή ιδιοτροπία – αν και αυτή μάλλον έχει το ρόλο της επίσης – αλλά από το γεγονός της ίδιας της αυτοπαρατήρησης και της διαρκούς ενδοσκόπησης… τα αποτελέσματα είναι πάντοτε θεαματικά και ενίοτε σοκαριστικά… διότι όπου υπάρχει η δράση και η προσοχή είσαι παρών… όπου υπάρχει η δραστηριότητα και η συγκέντρωση, ένα μέρος από σένα είναι παρόν και όλος ο υπόλοιπος δραματικά απών… 

Και μετά τρέχεις να συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα…

Διότι συγκέντρωση, για να δοθεί ένα παράδειγμα, είναι να κρατάς ένα μικρό φακό στο χέρι και να εστιάζεις στη μικρή γωνιά του πίνακα που θέλεις να σου αποκαλυφθεί… προσοχή είναι να έχει φωτιστεί όλος ο χώρος και να απολαμβάνεις το κάθε τι με απόλυτη διαύγεια… τέτοια και τόση που να σε πιάνει… πονοκέφαλος…

Και δραστηριότητα είναι να έχεις προπονηθεί αρκετά και επίπονα για να καταφέρεις να ολοκληρώσεις μια μηχανιστικά επαναλαμβανόμενη δουλειά την οποία τελικά κάποτε, θα κάνεις στην εντέλεια… έτσι ώστε όλοι θα σε θαυμάζουν για την αρτιότητα της εργασίας σου… κι όμως, στον παραμικρό αιφνιδιασμό βρίσκεσαι ξανά στο μηδέν σαν πρωτάρης ανόητος και πασχίζεις να καταλάβεις τι πήγε στραβά… δεν πήγε κάτι στραβά, απλά πήγε κάτι αλλού, πήγε αλλιώς κι εσύ δεν είσαι έτοιμος για το αλλιώς… αυτό βρίσκεται στην περιοχή της δράσης… 

Όμως, για να λέμε και την αλήθεια, το να βρίσκεσαι συνεχώς σε κατάσταση πλήρους προσοχής είναι εξαιρετικά ενεργοβόρο και τρομακτικά κοπιαστικό… έτσι προπαγανδίζει ο νους τουλάχιστον που είναι μεν εργατικός και φιλόπονος αλλά μονάχα στις περιοχές όπου αναγνωρίζει και αποδέχεται… διαφορετικά αρνείται να συνεργαστεί και επιστρατεύει το μεγαλύτερο όπλο του για να σε σταματήσει από το άλμα… το φόβο

Το να είσαι διαρκώς σε κατάσταση προσοχής σημαίνει ότι είσαι διαρκώς ερωτικός… σε ερωτική σχέση με κάθε τι, με όλα, κάθε στιγμή… πάλλεσαι και ακτινοβολείς καθώς είσαι πλήρης ενέργειας και η επίγνωσή σου ‘χτυπάει κόκκινο’… ο μέσος ‘καθημερινός’ άνθρωπος μπορεί να το αντέξει για λίγες ώρες ή λίγες μέρες… μερικοί για λίγους μήνες… ποιος μπορεί να το αντέξει για πάντα;

Αυτός άλλωστε θα ήταν ο ορισμός της αθανασίας σε ποιοτικό επίπεδο… μια ημέρα σε κατάσταση απόλυτης προσοχής ισοδυναμεί με μερικά χρόνια συμβατικής και ‘νορμάλ’ κατάστασης σαν αυτή που ζούμε… όταν έχεις εισέλθει στην διάσταση αυτή, ο χρόνος παύει, η σκέψη παύει, όλα ακυρώνονται και συνεπώς δεν είσαι νέος ή γέρος, παιδί ή ενήλικας, σοφός ή ανόητος, γνώστης ή βλαξ… είσαι και αυτό αρκεί… ως και η γλώσσα ακυρώνεται και κανείς δεν μπορεί να σου ‘μεταφράσει’ το βίωμα… ένα υπέροχο δράμα!

Κάποιες ελάχιστες φορές όλο τούτο το επισκεπτόμαστε… ή μάλλον μας επισκέπτεται… και όπως έναν συναρπαστικό επισκέπτη ο νους κάποιες φορές φροντίζει να τον κακολογήσει όταν αυτός φύγει από το σπίτι και να μας επαναφέρει ‘στην τάξη’, έτσι συμβαίνει και με ό,τι μας έδωσε ή μας έδειξε το αληθινό περιεχόμενο της ζωής… θα συκοφαντηθεί τόσο πολύ μετά από τον εισαγγελέα δίωξης βιωμάτων αλήθειας ώστε θα βρεθούμε… απολογούμενοι… γιατί ανοίξαμε στον αντιπαθητικό επισκέπτη την πόρτα; Γιατί αφεθήκαμε να μας ταξιδέψει σε άλλες πραγματικότητες; Δεν καταλάβαμε ότι ήταν ένας μεταμφιεσμένος τρομοκράτης; Γιατί δεν ακούμε το νου που πάντα μας προστατεύει και μας προφυλάσσει από τους παρείσακτους με τα αγγελικά πρόσωπα αλλά τις βόμβες κάτω απ’τη μασχάλη;

Για τους... νομιμόφρονες είναι ο βίος το λοιπόν…

Η ζωή είναι για τους ‘ανυπάκουους’ τολμητίες… επαναστάτες, ανατροπείς, 'τρομοκράτες'… δεν θα τα χαλάσουμε εκεί… από λέξεις είμεθα εν αφθονία…

Altamash Urooj

Δευτέρα, Ιουλίου 03, 2017

Ζητητής του όντος...



Εάν ήταν δυνατό να ευρεθεί ένας τρίτος ανθρώπινος τύπος – ως ζητητής του όντος – επάνω από τους φιλοσόφους και τους ποιητές, που να μεταχειρισθεί το διαυγές μόνο της φιλοσοφίας και το Είναι μόνο της ποίησης, ο ζητητής αυτός θα μας οδηγούσε ασφαλώς στην απόλυτη γνώση. Διότι θα εκινιόταν στη διάσταση της πληρότητας.
Δημήτρης Λιαντίνης



Εκείνο που πραγματώνεται μες στο παράδοξό του… η απουσία και περισσότερο ο πόνος από την απουσία… κρίνεις λογικά μα σε προδίδει το θυμικό. Έχεις βασίλεια απέραντα μέσα σου… έχεις ανθρώπους, φωνές, βλέμματα… έχεις χρόνο…

Παραδίδεις στην πυρά του χθες όσα σε πλήγωσαν όμως δεν σου αρμόζει… κρίνεις με τη διάνοια πράγματα που ανήκουν σε άλλες περιοχές… στριμώχνεις μέσα σε λέξεις όσα είναι αρχαιότερα απ’τις λέξεις… έργο Σισύφειο, αδιέξοδο, μάταιο… και σε όλη σου τη ζωή… αν αξιώθηκες από το βίο να σηκωθείς λιγάκι στη ζωή… αν…

Παραδίδεις στη λήθη των ερχόμενων εκείνα που ούτε ο ίδιος εσύ δεν αγάπησες… άξια η μεταχείρισή τους από τους αποθέτες του αύριο… κανένα χτες δεν πρόγνωσε ποτέ κανένα αύριο… μάντης κακός σε αρχαίο ναό που εγκατέλειψε ως και η σκόνη… τι αναζητάς κοιτώντας ολόγυρα τους λερούς κίονες; Τι αδειάζει από σένα για να γεμίσει το έξω από σένα; Ξέχασες; Ποτέ το έξω δεν σε κάνει ευτυχισμένο… απλά γεμίζει το κενό… και πάλι στο επόμενο βήμα αδειάζει και μένεις ασυγχώρητος…

Παραδίδεις στο σήμερα το φιλοσοφείν που μακέλεψε ο ποιητής και το ποιείν που φαλκίδευσε ο φιλόσοφος… κρίνεις το σύμπαν μέσα από το φακό του Γαλιλαίου αλλά ο ποιητής ανασαίνει με πρωινά φωτός και δειλινά ομίχλης… παρθένα και τα δυο… όσα αναγνωρίζεις στο διαμέτρημα του στερεώματος είναι το χτες που σε εξαπατά… άσε την παρθενία για τον ικέτη του ίμερου, για τον προσκυνητή του ωραίου…

Ο φιλόσοφος σε εξαπάτησε γιατί σε γέμισε με ωραία λόγια…

Ο ποιητής σε μαύλισε γιατί στα χάραξε στο είναι…

Fly away with me
Yvette Depaepe