Τρίτη, Ιουνίου 27, 2017

Ανακίμ




Στα γιγάντια μπράτσα σου
κράτησέ με
σήκωσέ με απ’το τώρα
που χωμάτινο φέρετρο γίνεται
κι ανύψωσέ με στο Αεί
που λαχταρά η ψυχή μου να εισέλθει
αιώνες τώρα
όχι μόνη
ούτε άφιλη
με τον Άνθρωπο του Κλεισμένου Χρόνου
συντροφιά
τον αδελφό του ληστή
τον πατέρα του προδότη
την οικογένεια του κρεμασμένου



έχουμε δώσει τα χέρια
όλοι εμείς
που στο αίμα μας σταλάζει σαν σκουριά
το μάταιο



και βαδίζουμε αντάμα…


Παρασκευή, Ιουνίου 23, 2017

Εκείνο που αναπτύσσεται ενώ όλα γύρω εξελίσσονται…



Κάθονταν στο αγαπημένο τους σημείο και άκουγαν τη νύχτα καθώς ανάσαινε γύρω τους. Τα φώτα της πόλης στην απέναντι ακτή έμοιαζαν με εκατομμύρια μάτια παράξενων όντων μέσα στην ομορφιά του σκοτεινού στερεώματος.
Μιλούσαν για πολλά, όπως πάντα. Χωρίς συγκεκριμένη θεματολογία, χωρίς πρωτόκολλα. Μονάχα όπως γεννιόνταν μέσα τους.
Κοιτούσαν την απέναντι ακτή και απολάμβαναν την ιερότητα της κάθε στιγμής.
Εκείνος πήρε στα χέρια του λίγη άμμο και την άφησε να χυθεί ανάμεσα στα δάχτυλά του.
«Η βαθιά εμπειρία της μοναχικότητας σε ενηλικιώνει. Όμως όχι μέσα στη ζωή. Αλλά στο θάνατο.
Ζούμε με το μύθο του ανθρώπου ως ‘κοινωνικού όντος’ και από τα μικράτα μας μαθαίνουμε να αλληλεπιδρούμε με τους άλλους όπως όλα τα δίποδα θηλαστικά στις αγέλες. Δεχόμαστε απριορικά την κυριαρχική ύπαρξη ενός Άλφα, ενός ηγέτη, και τη δική μας θέση μέσα στο σύνολο. Ανεξάρτητα με το αν η θέση αυτή που ετεροπροσδιορίζεται μας ταιριάζει ή μας αρμόζει, είμαστε υποχρεωμένοι να την αποδεχθούμε γιατί είμαστε τάχα ‘κοινωνικά’ όντα αλλιώς υποβαθμιζόμαστε στην κατηγορία των ‘θηρίων’ και των απόβλητων περιθωριακών.
Ο μύθος αυτός μας δηλητηριάζει τη σκέψη και το είναι μας κραυγάζει. Είμαστε προικισμένοι με το μεγαλείο της μοναχικής ανάπτυξης εντός ενός ευρύτερου συνόλου που ‘πάσχει’ από αδήριτη εξέλιξη αλλά καταντάμε κοινωνικοποιημένοι μεν –βίαια και τραυματικά- και απαθλιωμένοι… ‘μόνοι κι έρημοι’.
Αυτό συμβαίνει γιατί ζούμε μια εμπειρία αρνητικής ανάπτυξης ή στατικότητας ή έστω αργής και βασανιστικής ανάπτυξης ενώ όλα γύρω εξελίσσονται.
Την λεγόμενη ‘εξέλιξη’ αν και εφόσον συμβαίνει δεν μπορούμε ούτε να την αντιληφθούμε ούτε –αλίμονο – να την επηρεάσουμε.
Είναι περίπου σα να πιστεύεις πως με ένα κουπί θα αλλάξεις τους κυματισμούς σε έναν ωκεανό. Ένα κουπί διαθέτεις και τίποτε άλλο.
Λέμε συχνά την ανοησία ότι εκείνο το περιβάλλον βοήθησε στην εξέλιξή μου ή το άλλο την εμπόδισε, κλπ. Δεν αντιλαμβανόμαστε τα μεγέθη και ανοητολογούμε.
Την μόνη εμπειρία που δυνητικά έχουμε είναι αυτή της εσωτερικής ανάπτυξης και πιθανώς, οι ελάχιστοι εξ ημών, της πνευματικής ολοκλήρωσης. Καμιά εξέλιξη δεν εμποδίζει εμάς να αναπτυχθούμε. Αν περιμένουμε να συμβαδίσουμε την εξέλιξη είναι σα να περιμένουμε τα άστρα να γίνουν μαύρες τρύπες για να αναπτύξουμε διαστημική τεχνολογία. Όλα γύρω εξελίσσονται. Βουβά και αργά. Ας το δεχθούμε κι ας μην γνωρίζουμε την αιτία ή την Αρχή.
Τι γίνεται όμως με τη δική μας ανάπτυξη;»
Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Εκείνη κρατούσε στο χέρι της ένα μικρό βότσαλο και όταν έγινε η παύση το πέταξε στη μαύρη θάλασσα που γυάλιζε υπέροχα εμπρός τους.
«Μέσα στο θορυβώδη, πολύβουο κόσμο, εμείς οφείλουμε να αναπτυχθούμε σιωπηρά, σιγηλά και σχεδόν συνωμοτικά. Δηλαδή μοναχικά. Αν αρνηθούμε την πολυτέλεια της μοναχικότητας στον εαυτό μας –τη μοναδική που δεν πρέπει να του στερήσουμε ποτέ- είναι σαν να απαιτούμε χωρίς φιάλες οξυγόνου να τοπογραφήσουμε τους σκοτεινούς βυθούς των θαλασσών. Δεν πρόκειται να γίνει ποτέ κι άλλωστε δεν έχει συμβεί ακόμα.
Είμαστε στα σπάργανα.
Και προχωράμε βασανιστικά και εξοργιστικά αργά.
Στην ουσία φοβόμαστε τη μοναχικότητα γιατί φοβόμαστε την εσωτερική ανάπτυξη.
Όσο χανόμαστε μέσα στους άλλους όλα είναι πιο εύκολα. Ως και η λήθη.
Μέσα στον εαυτό μας δεν μπορούμε να χαθούμε.
Όπου κι αν πάμε θα είμαστε πάλι εμείς.
Η κοινωνικοποίηση σε βοηθά να αντιμετωπίσεις τη ζωή.
Η πνευματική ολοκλήρωση σε βοηθά να αντιμετωπίσεις το θάνατο…»
Δεν ήθελε να της μιλήσει άλλο… έμειναν σιωπηλοί να κοιτούν την ακίνητη θάλασσα.

Ως και ο άνεμος είχε σιγήσει…


On the edge of the empty bookshelf

Τετάρτη, Ιουνίου 21, 2017

Εξορία...

  
Υ
πάρχει ένας τόπος εξορίας που δεν είναι κάποιο ανεμόδαρτο πετρονήσι. Και δεν είναι κάποιος καταραμένος ερημόκοσμος με τους κροταλίες χωμένους στην άμμο και τους σκορπιούς να βολτάρουν ανέμελοι στους πυρωμένους βράχους.
Υπάρχει ένας τόπος εξορίας, άνυδρος και αφιλόξενος κι επικίνδυνος όπως το δάγκωμα της οχιάς και σιωπηλός όπως η ασημένια ράχη της σελήνης. Κι όμως, σ’αυτό τον τόπο δεν είσαι μόνος.
Ολόγυρά σου πλάνητες όπως εσύ. Χιλιάδες κι αμέτρητοι. Κανείς δεν σε βλέπει κι όλοι σε κοιτούν. Κι εσύ όλους τους παρακολουθείς αλλά δεν μπορείς να τους μιλήσεις.
Φαντάσματα
Από μέσα τους περνάς κι εκείνοι μέσα από σένα.
Φάσματα
Κι αυτή είναι η εσχάτη φρίκη. Πως μέσα στους μυριάδες είσαι ολομόναχος κι εντός του ενός μυριάδες.
Όλοι αδελφοί σου. Κι όλοι ξένοι.
Όλοι όπως εσύ και όλοι άγνωστοι.
Σε αυτό τον φασματικό εφιαλτόκοσμο δεν σ’έστειλε ο φυσικός σου δικαστής, οι αρχές, οι νόμοι και το μίσος των ανθρώπων.
Σε τούτη την κόλαση δεν σε εξόρισε ο θεός ή ο διάβολος, η μοίρα, η ειμαρμένη, το ποινολόγιο της φθοράς ή το Μεγάλο Δικαστήριο του Όσιρη με τους 42 δικαστές. Δεν ζύγισε την καρδιά σου ο Άννουβις στη ζυγαριά και βρέθηκε βαρύτερη, αλίμονο, από ένα φτερό!
Τίποτε απ’αυτά και από χιλιάδες άλλα που η ζωηρή κι ανάγλυφη φαντασία των προγόνων φιλοτέχνησε για να εικονίσει τις διαστάσεις του εδώ και του επέκεινα και καθαρτήρια και καταβάσια και πύλες του Άδη και γέενες του πυρός και σπηλιές ανήλιαγες, Καιάδες και μαρτυρικοί αποθέτες του Αχανούς
Σ’αυτό το φοβερό τόπο εξορίας σ’έστειλε, ξεκάθαρα κι απλά ο ίδιος ο εαυτός σου.
Δεν σέρνεις αλυσίδες, δεν είσαι ο Σίσυφος να σπρώχνεις ξανά και ξανά τη θεόρατη κοτρώνα ως το φρύδι του πρανούς κι ύστερα να τη βλέπεις να ξανακυλάει χάμω ξανά και ξανά στη μαύρη αιωνιότητα
Άλλα φορτία δεν έχεις περιττά και ξένες έννοιες αρκεί που σέρνεσαι και περπατάς και τριγυρνάς ολόμονος.
Εσύ κι ο εαυτός σου.
Εσύ και ο άλλος μέσα σου κι εντός σου.
Εσύ και όλα είσαι εσύ και όσα δεν πρόλαβες να γίνεις.
Εσύ και όλα όσα ευχήθηκες να είσαι και όσα σε καταράστηκαν να μην είσαι.
Εσύ και το παραταϊσμένο εγώ σου.
Εσύ και το κενό σου.
Εσύ και το απέραντο αύριο σαν ωκεάνιο τώρα και σαν στόμα που ανοίγει το πρωί και σε τρώει και το βράδυ σε ξερνάει λουσμένο με ένα παράξενο στομαχικό υγρό οξέα ενοχών και χολή αρνητικότητας
Όλο το βράδυ θα το καθαρίζεις, θα το πλένεις, θα το διώχνεις από πάνω σου και το πρωί τα ίδια πάλι μέσα στο Στόμα
Μα και το Στόμα είσαι εσύ
Και οι πλάνητες ολόγυρά σου Αν πλησιάσεις έναν, όλους τους ξέρειςΦτάνει έναν να ζυγώσεις άφοβα και να τον δεις καλύτερα Τόλμησέ το!
Ως και τα άψυχα, ως και οι πέτρες, η σκόνη, το στερέωμα που σε αγκαλιάζει
Όλα σ’αυτό τον τόπο είσαι εσύ. Με έναν τρόπο θαυμαστό και θαυμάσιο καθόλου
Και ό,τι το βλέμμα σου σαρώνει
Όλα στον τόπο αυτό της Μεγάλης Μοναξιάς εσύ είσαι!
Πώς βρέθηκα εδώ;
Ουρλιάζεις και δεν ακούει κανείς
Πώς θα γλιτώσω από δω; Πώς θα γυρίσω πίσω;
Τραντάζει το μελαγχολικό στερέωμα η άηχη κραυγή σου και σου επιστρέφονται στάλες από μέλαινα βροχή Το αίμα σου!
Τα δάκρυά σου τρέχουν ρυάκια στο χώμα και όσο απομακρύνονται φουσκώνουν, γίνονται ποταμός και χείμαρρος και κάποτε χύνονται σε μια μυστική θάλασσα που αόρατη σού είναι στο βάθος του ορίζοντα.
Πώς βρέθηκα εδώ;
Ρωτάς και απάντηση γυρεύεις.

Και την απάντηση την ξέρεις

Τετάρτη, Ιουνίου 14, 2017



Ήταν λοιπόν η ώρα

που άστραφτε στο χώμα
η αντανάκλαση του απείρου
μπορούσες αν ήθελες
να δεις
να σχηματίζονται
γλώσσες φωτιές
απ’τις σπονδές της σάρκας
εξαλλαγμένοι όγκοι
απ’το συκώτι τ’ουρανού
και φλύκταινες
απ’το αρχαίο δέρμα της καρδιάς

που δεν χτυπούσε πια
τόσο δυνατά
μα ούτε κι έπαυε
δεν σώπαινε
και δεν τολμούσες
το αόριστο να βάλεις στη θέση
της σκιάς σου…

αλλά περίμενες
όλο τούτο που αγρίευε από ζωή
πάνω στο ξερό χώμα
να ποτιστεί με κάποια δάκρυα αίματος
να γίνει σώμα ακέραιο
σωστό

ανθρώπινο

να ξεκινήσει κάτι
που να σε θηλάσει όνειρο
να σε αναστήσει

για να ακουστεί ξανά
η κραυγή σου στο στερέωμα
το απέραντο


που περιέχεις…


 Fiery