πάρχει ένας τόπος εξορίας που δεν είναι
κάποιο ανεμόδαρτο πετρονήσι. Και δεν είναι κάποιος καταραμένος ερημόκοσμος με
τους κροταλίες χωμένους στην άμμο και τους σκορπιούς να βολτάρουν ανέμελοι
στους πυρωμένους βράχους.
Υπάρχει ένας τόπος εξορίας,
άνυδρος και αφιλόξενος κι επικίνδυνος όπως το δάγκωμα της οχιάς και σιωπηλός
όπως η ασημένια ράχη της σελήνης. Κι όμως, σ’αυτό τον τόπο δεν είσαι μόνος.
Ολόγυρά σου πλάνητες όπως
εσύ. Χιλιάδες κι αμέτρητοι. Κανείς δεν σε βλέπει κι όλοι σε κοιτούν. Κι εσύ
όλους τους παρακολουθείς αλλά δεν μπορείς να τους μιλήσεις.
Φαντάσματα…
Από μέσα τους περνάς κι
εκείνοι μέσα από σένα.
Φάσματα…
Κι αυτή είναι η εσχάτη
φρίκη. Πως μέσα στους μυριάδες είσαι ολομόναχος κι εντός του ενός μυριάδες.
Όλοι αδελφοί σου. Κι όλοι
ξένοι.
Όλοι όπως εσύ και όλοι
άγνωστοι.
Σε αυτό τον φασματικό
εφιαλτόκοσμο δεν σ’έστειλε ο φυσικός σου δικαστής, οι αρχές, οι νόμοι και το μίσος
των ανθρώπων.
Σε τούτη την κόλαση δεν σε
εξόρισε ο θεός ή ο διάβολος, η μοίρα, η ειμαρμένη, το ποινολόγιο της φθοράς ή
το Μεγάλο Δικαστήριο του Όσιρη με τους 42 δικαστές. Δεν ζύγισε την καρδιά σου ο
Άννουβις στη ζυγαριά και βρέθηκε βαρύτερη, αλίμονο, από ένα φτερό!
Τίποτε απ’αυτά και από
χιλιάδες άλλα που η ζωηρή κι ανάγλυφη φαντασία των προγόνων φιλοτέχνησε για να
εικονίσει τις διαστάσεις του εδώ και του επέκεινα και καθαρτήρια και καταβάσια
και πύλες του Άδη και γέενες του πυρός και σπηλιές ανήλιαγες, Καιάδες και
μαρτυρικοί αποθέτες του Αχανούς…
Σ’αυτό το φοβερό τόπο
εξορίας σ’έστειλε, ξεκάθαρα κι απλά ο ίδιος ο
εαυτός σου.
Δεν σέρνεις αλυσίδες, δεν
είσαι ο Σίσυφος να σπρώχνεις ξανά και ξανά τη θεόρατη κοτρώνα ως το φρύδι του
πρανούς κι ύστερα να τη βλέπεις να ξανακυλάει χάμω… ξανά και ξανά… στη μαύρη αιωνιότητα…
Άλλα φορτία δεν έχεις
περιττά και ξένες έννοιες… αρκεί που σέρνεσαι και περπατάς και τριγυρνάς ολόμονος.
Εσύ κι ο εαυτός σου.
Εσύ και ο άλλος μέσα σου
κι εντός σου.
Εσύ και όλα είσαι εσύ και
όσα δεν πρόλαβες να γίνεις.
Εσύ και όλα όσα ευχήθηκες
να είσαι και όσα σε καταράστηκαν να μην είσαι.
Εσύ και το παραταϊσμένο
εγώ σου.
Εσύ και το κενό σου.
Εσύ… και το απέραντο αύριο… σαν ωκεάνιο τώρα
και σαν στόμα που ανοίγει το πρωί και σε τρώει… και το
βράδυ σε ξερνάει λουσμένο με ένα παράξενο στομαχικό υγρό… οξέα ενοχών και χολή αρνητικότητας…
Όλο το βράδυ θα το
καθαρίζεις, θα το πλένεις, θα το διώχνεις από πάνω σου… και το πρωί τα ίδια πάλι… μέσα
στο Στόμα…
Μα και το Στόμα είσαι εσύ…
Και οι πλάνητες ολόγυρά
σου… Αν πλησιάσεις έναν, όλους τους ξέρεις… Φτάνει έναν να ζυγώσεις άφοβα και να τον δεις καλύτερα… Τόλμησέ το!
Ως και τα άψυχα, ως και οι
πέτρες, η σκόνη, το στερέωμα που σε αγκαλιάζει…
Όλα σ’αυτό τον τόπο είσαι
εσύ. Με έναν τρόπο θαυμαστό και θαυμάσιο καθόλου…
Και ό,τι το βλέμμα σου
σαρώνει…
Όλα στον τόπο αυτό της
Μεγάλης Μοναξιάς… εσύ είσαι!
Πώς βρέθηκα εδώ;
Ουρλιάζεις και δεν ακούει
κανείς…
Πώς θα γλιτώσω από δω; Πώς θα γυρίσω πίσω;
Τραντάζει το μελαγχολικό
στερέωμα η άηχη κραυγή σου και σου επιστρέφονται στάλες από μέλαινα βροχή… Το αίμα σου!
Τα δάκρυά σου τρέχουν
ρυάκια στο χώμα και όσο απομακρύνονται φουσκώνουν, γίνονται ποταμός και
χείμαρρος και κάποτε χύνονται σε μια μυστική θάλασσα που αόρατη σού είναι στο
βάθος του ορίζοντα.
Πώς βρέθηκα εδώ;
Ρωτάς και απάντηση
γυρεύεις.
Και την απάντηση την
ξέρεις…