Από: ‘Ημερολόγιο Ανάγνωσης’ Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
«Όλα είναι τραγικά πλην του τράγου»
(το χιούμορ στην ποίηση του Νίκου Καρούζου)
«Τι χιούμορ σ’ όλους τους μεγάλους ποιητές!»
Λουί Αραγκόν, Περί ύφους
Με τη λιτή και καίρια διατύπωση που βρίσκουμε σ’ ένα από τα πρώτα ποιήματά του, «Η αγωνία μου υψώνεται / ως τα εδελβάις άνθη», θα συνοψίσει εξαίσια ο Νίκος Καρούζος και θα προαναγγείλει με σαφήνεια την ποιητική και υπαρξιακή πορεία μιας ολόκληρης ζωής, που επρόκειτο να τον φέρει με όχημα την πιο βαθιά πάντα αγωνία σε μια διαρκή ανάβαση ως τα απώτατα ύψη όπου φύονται τα θεία εκείνα άνθη. Γιατί αυτού του ποιητή η αγωνία δεν ήταν δυνατόν ούτε στιγμή να καταλαγιάσει· κι όταν κάποτε νόμισε πως βρήκε παρηγοριά και, ίσως, νόημα στον χριστιανισμό ή στο όραμα της αταξικής κοινωνίας, ακόμη και τότε η αμηχανία της ύπαρξης και η οντολογική απόγνωση δεν εγκατέλειψαν τον Καρούζο. Πώς να γινόταν εξάλλου αφού ύπαρξη και αγωνία μοιάζει να είναι ταυτόσημες έννοιες σε αυτόν τον ποιητή.
Αδυνατώντας, λοιπόν, να αποκόψει τις πηγές που αρδεύουν την αγωνία του βάλθηκε ο Νίκος Καρούζος, επίμονα και αποφασιστικά, να στερέψει τις πηγές της ύπαρξης· κι επειδή για τον ίδιο η ύπαρξη δεν μπορεί να νοηθεί ξεχωριστά από την ποίηση, καταπιάστηκε με τη συνειδητή και οδυνηρή υπονόμευση της ίδιας της ποιητικής πράξης, μέσω της εξάρθρωσης της γλώσσας και της δυνατότητας για έκφραση, μέσω της απογύμνωσης της σκέψης και της άρνησης της νοημοσύνης του, για να φτάσει τελικά ως την πλήρη εκμηδένιση του εαυτού του. «Φεύγω απ’ το στόμα μου φεύγω απ’ το μυαλό μου / δεν έχει όρια η κωμωδία της γλώσσας», θα γράψει και θα χαθεί, καθώς επισημαίνει εύστοχα ο Ευγένιος Αρανίτσης, «σε γλωσσικές ακροβασίες και ακρότητες, σε παράδοξα λογοπαίγνια, σε παρηχήσεις και ψίθυρους, σε αντίλαλους μιας γλωσσικής αβύσσου δίχως πυθμένα». Το χιούμορ, σε όλες τις διαβαθμίσεις και τις ποικιλίες του, είναι ένα ακόμη όπλο που θα χρησιμοποιήσει ο Νίκος Καρούζος στον διαρκή αγώνα του εναντίον της υπαρξιακής απόγνωσης αλλά συχνά και εναντίον της απαράδεκτης πολιτικής και πνευματικής οργάνωσης της κοινωνίας μας.
Μία εξάλλου από τις κύριες και ουσιαστικές λειτουργίες του χιούμορ, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στην τέχνη, είναι η επίθεση κατά της συμβατικής τάξης και της άκαμπτης λογικής, κατά του οργανωμένου ελέγχου και του συστηματικού εκφοβισμού. Η θεωρία του Μπαχτίν για το λαϊκό καρναβάλι και το γέλιο ως αντίδοτο και αντίδραση στον αγέλαστο μεσαιωνικό πολιτισμό της Εκκλησίας είναι διαφωτιστική και για τις σύγχρονες χρήσεις του χιούμορ. Ως δύναμη ανατροπής, ακριβώς, το ορίζει σε συνέντευξή του το 1988 και ο ίδιος ο Καρούζος, ενώ ο αμερικανός συγγραφέας Κερτ Βόνεγκατ θεωρεί ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να επιτίθεσαι στο Σύστημα είναι να αποκαλύπτεις το καταγέλαστο του πράγματος. Είναι διπλή, ωστόσο, η λειτουργία του χιούμορ: άλλοτε ανατρεπτική και άλλοτε, ή και ταυτόχρονα, λυτρωτική και παρηγορητική. Μπορεί να είναι δηλαδή μια δύναμη αμφισβήτησης και διασάλευσης της τάξης αλλά συχνά μετατρέπεται σε καταφύγιο από την αγωνία της ύπαρξης και την οδύνη της πραγματικότητας.
Στην ποίηση το χιούμορ είναι σταθερά παρόν, από την Ιλιάδα του Ομήρου ήδη και τον Αρχίλοχο έως και σήμερα, και επενεργεί και με τις δυο αυτές λειτουργίες του – είτε ως αμυντικό καταφύγιο είτε ως επιθετικό όπλο – παίρνοντας ποικίλες μορφές: αστεϊσμός, σάτιρα, ειρωνεία, πλάκα, καυστικό χιούμορ, ανέκδοτο, παρωδία, μαύρο χιούμορ. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό θεωρείται συχνά απαραίτητο στοιχείο κάθε τέχνης, ώστε απόλυτες διατυπώσεις σαν αυτή του Αντρέ Μπρετόν (για το μαύρο χιούμορ, εν προκειμένω) να μη θεωρούνται ολότελα άστοχες: «Βλέποντας τις ειδικές ανάγκες της μοντέρνας ευαισθησίας διαπιστώνουμε ότι τα ποιητικά, καλλιτεχνικά και επιστημονικά έργα, τα φιλοσοφικά και κοινωνικά συστήματα που στερούνται αυτό το είδος του χιούμορ, που δεν δημιουργούν απολαύσεις, είναι καταδικασμένα, αργά ή γρήγορα, να σβήσουν».
Έτσι λοιπόν θα συναντήσουμε εκφάνσεις του χιούμορ σε κάθε περίοδο και ρεύμα της νεοελληνικής ποίησης και σε κάθε σχεδόν ποιητή. Κι αν στην παραδοσιακή ποίηση ήταν η σάτιρα και η παρωδία που είχαν τα πρωτεία (είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις του Σολωμού, του Παλαμά και του Βάρναλη), στη μοντέρνα ποίηση το χιούμορ δεν διαχωρίζεται υποχρεωτικά από τα άλλα συστατικά της γραφής αλλά συνυφαίνεται και λειτουργεί παράλληλα με αυτά ή και εναντίον τους. Έτσι συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, στον Καρυωτάκη: «θα ιδούμε, / Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου / όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου» ή «θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται / καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια». Παρομοίως και στην Κική Δημουλά: «Καλού κακού φοράει πάντα τις παντόφλες της / η απόλυτη ησυχία εντός μου», αλλά και στον Νίκο Εγγονόπουλο, στον Νικόλαο Κάλας, στον Ε.Χ. Γονατά, στον Γιάννη Κοντό, στον Ηλία Λάγιο, στον Σάκη Σερέφα και, κατ’ εξοχήν, στον Νίκο Καρούζο.
Γιατί ο Καρούζος διαφέρει από τους υπόλοιπους σύγχρονους ποιητές συν τοις άλλοις και λόγω του πλήθους των αναφορών στην έννοια και τη λειτουργία του χιούμορ που βρίσκει κανείς στην ποίησή του. Χρησιμοποιεί, με άλλα λόγια, συχνά ένα είδος μετα-χιούμορ, θα μπορούσαμε να πούμε, ανάλογο της μετα-ποίησης που επισημαίνει η Ελισάβετ Λαλουδάκη: «Η μετα-ποίηση, η ποίηση που μένει μετά την άρνηση της ποίησης, λειτουργεί κυρίως σαν ένα σχόλιο πάνω στην ποιητική διαδικασία εν τω γίγνεσθαι». Ένα χιουμοριστικό σχόλιο, θα λέγαμε ακριβέστερα: «Όταν οι πηδηχτοί νάνοι – ποιοι νάνοι;», διαβάζουμε σε κάποιο ποίημα και σε άλλο σημείο σχολιάζει ο ίδιος εν παρενθέσει τον αμέσως προηγούμενο στίχο του: «ε, δεν τη φανταζόμουνα μια τέτοια φράση». Είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν ο ποιητής να είναι και να μην είναι παρών μέσα στο ποίημα, μειώνοντας με αυτή τη μέθοδο την ένταση της αγωνίας που βιώνει και επιχειρεί να μεταδώσει.
Η υποψία ότι δεν πρόκειται για ανεπίγνωστο αυτοματισμό αλλά για συνειδητή προσπάθεια εκ μέρους του ποιητή να αποφορτίσει με αυτόν τον τρόπο την ποίησή του από την απόγνωση που γεννάει η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τον ίδιο στις συχνές αναφορές του στην έννοια του χιούμορ. Διαβάζουμε, φερ’ ειπείν, στο ποίημα «Κοντά στον κάθε ήλιο», ένα ποίημα συγκλονιστικής ποιητικής αυτογνωσίας: «Είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ», γιατί, όπως θα γράψει αλλού, «Το χιούμορ είναι βραδύτητα· δεν είναι για βιαστικούς». Εξάλλου, ακόμη και τα πιο αγωνιώδη ερωτήματα της ύπαρξης μπορούν να αντιμετωπιστούν με το χιούμορ, ένα είδος μεταφυσικού ή και γνωσιολογικού χιούμορ, όπως διαβάζουμε στον τίτλο ενός ποιήματος: «Το σύμπαν έμοιαζε καμωμένο για να διασκεδάσω μαζί με την αιωνιότητα μόνος», «ερεβώδη αστειάκια στο στίβο της νόησης», «καταλήγω πως η μια αλήθεια είναι το χιούμορ της άλλης».
Ο ποιητής σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται στην ανατρεπτική μόνο και εμπρηστική λειτουργία του χιούμορ αλλά καταφάσκει και την ελαφριά του όψη, σε αντίθεση με τον ποιηματογράφο, όπως διευκρινίζει σε κάποιο πεζό κείμενό του, ο οποίος «έχει στα μάτια του το εγώ του και παίρνει στα σοβαρά τα δάκρυά του». Ενώ ο ίδιος ομολογεί: «Εγώ, κύριοι, τη διασκεδάζω την αποτυχία μου στην ύπαρξη», «Θα συνεχίσω την ποίηση μονάχα για πλάκα», «Η ζωή μάς προτρέπει σταθερά ναν το ρίξουμε στα ανέκδοτα», «Δεν παίζω σοβαρότητα», «Η μια μου λέξη ας κοροϊδεύει πάντα την άλλη». Δεν διστάζει εξάλλου να δηλώσει «Γελοίος όσο και το γέλιο». Αν και πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας τη διευκρίνιση των ανθρωπολόγων ότι «Το χιούμορ και το γέλιο, αν και στενά συνδεδεμένα, δεν πρέπει να θεωρούνται αδιαχώριστα, θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι το κριτήριο για το αστείο είναι το κατά πόσον προκαλεί γέλιο ή όχι. Δεν είναι απαραίτητο να μπούμε στη φυσιολογία και την ψυχολογία του γέλιου, αφού είναι γενικά αποδεκτό ότι μπορεί κανείς να εκτιμήσει ένα αστείο χωρίς να γελάσει, καθώς και ότι μπορεί να γελάει για λόγους πέραν του ότι έχει αντιληφθεί ένα αστείο».
Ο Νίκος Καρούζος διέθετε στη ζωή του, σύμφωνα με τη διατύπωση του Ματθαίου Μουντέ αλλά και όποιου άλλου τον γνώρισε, «ένα δαιμονικό χιούμορ για πρόσωπα και πράγματα. Κορόιδευε το λογής κατεστημένο με καυτηριαστικά σχόλια αλλά και μια βαθύτερη χριστιανική επιείκεια». Τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά διατηρούνται και στην ποίησή του:
Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!
Μου το ‘παν οι τσιγγάνες ένα βράδυ.
Μου το ‘χε πει κι η μάνα μου παλιότερα:
«Πρόσεξε, πρόσεξε σ’ αυτό τον κόσμο που σ’ έφερα.
Στο λέω για το καλό σου, παιδάκι μου,
CINTURATO υπάρχει μόνο PIRELLI».
Μα εγώ δεν την άκουσα.»