«…Οι Ες-Ες κρατούσαν τις γυναίκες χώρια, μακριά απ' τους άντρες.
Οι πιο πολλές μένανε τότε σ' αντίσκηνα κοντά στο δάσος. Ανάμεσα σ' αυτές και σε μας ήταν ο ηλεκτροφόρος φράχτης που έβλεπα τώρα απ' τον πύργο. Και πιο πέρα ήταν το άλλο συρματόπλεγμα, εκείνο που κάθε εξήντα μέτρα είχε σκοπιά.
Τον καιρό εκείνο, κάθε Κυριακή που δε δουλεύαμε στέκαμε ώρες ολόκληρες και κοιτάζαμε τις γυναίκες που και κείνες βγαίναν απ' τ' αντίσκηνα και μας κοιτάζανε. Η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη. Είναι ζήτημα αν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε κι αν ακόμη φωνάζαμε. Κάτι τέτοιο φυσικά κανείς δεν ξεθάρρευε να το δοκιμάσει. Ούτε χρειαζόταν. Αυτό το σιωπηλό αλληλοκοίταγμα που περνούσε δυο φράχτες από συρματόπλεγμα δεν είχε ανάγκη από μιλιά. Ήταν οι ώρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν.
Όμως σκέψου... Αυτές οι γυναίκες κι αυτοί οι άντρες που αλληλοκοιτάζονταν σιωπηλά επί ώρες ατελείωτες ήταν ντυμένοι με τα ίδια ριγωτά, ξεθωριασμένα, χιλιοφορεμένα ρούχα του κάτεργου. Τα σώματά τους ήταν πετσί και κόκαλο, τα μαγουλά τους ρουφηγμένα και μαλλιαρά απ' την αβιταμίνωση. Τα μαλλιά κουρεμένα με μια λουρίδα ξυρισμένη στη μέση, απ' το κούτελο ως το σβέρκο. Μόνο τα μάτια ήταν πιο μεγάλα και πιο βαθιά από άλλοτε για να χωράει ο φόβος.
Το ηλεκτροφόρο με το ρεύμα υψηλής τάσης και το συρματόπλεγμα με τις σκοπιές δεν ήταν μια απλή τεχνική εγκατάσταση, ένας αδιάβατος φράχτης. Εδώ μια διαταγή όριζε να χωριστεί τελεσίδικα τ' αρσενικό απ' το θηλυκό. Μια διαταγή σε μέγεθος μοίρας. Μια διάσπαση του αιωνίου ζεύγους. Ένα παραφύση κόψιμο των από ουρανό και γη ταγμένων να «έσονται εις σάρκαν μίαν».
Η ζωή έσπασε, η φύση είχε δολοφονηθεί. Μέσα στο φαΐ ρίχνανε φάρμακα. Οι γυναίκες δε νιώθανε πια γυναίκες. Τα σημάδια του μήνα είχανε χαθεί. Οι άντρες είχαν σακατευτεί, ούτε στήσεις, ούτε ονειρώξεις, τα σώματα δείχνανε νεκρωμένα.
Κι όμως, αυτές οι Κυριακές ήταν οι μέρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν.
Το αλληλοκοίταγμα επί ώρες ατέλειωτες ανέβαζε στα μεγάλα και βαθιά μάτια την επιθυμία σ' όλη της την ιερότητα και το σπαραγμό.
Κι ένιωθες ένα τράνταγμα στα πόδια, έτσι σαν κάποιος χωμένος βαθιά μέσα στη γη να βροντούσε ένα θεόρατο ταμπούρλο.
Αν οι φράχτες ξαφνικά φεύγανε... Άντρες και γυναίκες θα χιμούσαν για μια λυσσασμένη αλληλαρπαγή.
Τα μισοπεθαμένα κοκαλιάρικα σώματα θα κυλιούνταν αγκαλιασμένα πάνω στα χόρτα και στα χώματα, θα πονούσανε, θα σκούζανε, θα πεθαίνανε, όπως... ‘Μια χιονισμένη μέρα ο κρατούμενος που όρμησε μέσα στην κουζίνα των Ες-Ες. Αγκάλιασε ένα βρασμένο βωδινό μερί κι έτρωγε, έτρωγε. Τον χτυπούσαν κι εκείνος έτρωγε, τον πληγώσανε θανάσιμα κι εκείνος συνέχιζε να τρώει, τον σκοτώσανε κι εκείνος ακόμη έτρωγε’…»
Ιάκωβος Καμπανέλης Μαουτχάουζεν