9.9.05

Ενθύμιο ...ονείρου

Είναι που είδα αυτό το παράξενο όνειρο και είναι τα λόγια μου έτσι μπερδεμένα και το πρόσωπό μου χλωμό. Είδα ότι οδηγούσα μηχανή, μέσα σε λασπωμένους δρόμους επαρχιακούς, μιας περιοχής τρομακτικής και σκοτεινής. Εγώ έτρεχα και δεν φοβόμουν, έκανα επικίνδυνα σάλτα και συνέχιζα, μέχρι που σκέφτηκα ότι δεν θέλω να οδηγώ μηχανές, δεν ξέρω και με τρομάζουν. Τότε η μηχανή εξαφανίστηκε, βρέθηκα σε ένα παλιό αρχοντικό στη κορυφή μιας σκάλας που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα. Φορούσα ένα όμορφο μεταξωτό μπλουζάκι ανοιχτό στη πλάτη, με ράντες κι ήταν τόσο όμορφη η αίσθηση του μεταξιού και των μαλλιών μου που χάιδευαν την γυμνή μου πλάτη που χαμογελούσα με ευχαρίστηση.

Στο τέλος της σκάλας εμφανίστηκε μια παράξενη μορφή, άντρας μελαχρινός, γεροδεμένος σαν να βγήκε από παραμύθι με σαμουράι, είχε στη ζώνη του περασμένο ένα σπαθί. Σταμάτησε και με κοίταξε με τα μάτια του να λάμπουν από τη σκοτεινιά. Στα χέρια του κρατούσε μια τράπουλα και με επιδέξιες κινήσεις στον αέρα σχεδόν, μοίρασε τα χαρτιά σε διάφορα σκαλοπάτια. Μερικά έπεσαν στα πόδια μου, ανάποδα όμως, δεν έβλεπα τι ήταν. Μερικά έπεσαν στα δικά του πόδια. Τα πήρε, τα κοίταξε με προσοχή, τα έκρυψε στη ζώνη του και μαζεύοντας τα υπόλοιπα χαρτιά από τα άλλα σκαλοπάτια έκανε να φύγει. "Εγώ?" του φώναξα "Τι να κάνω?" Με κοίταξε σαν να λυπόταν την άγνοιά μου και μου φώναξε να τα κρατήσω για ενθύμιο. Ενθύμιο από τι?

Ξύπνησα, έτσι ξαφνικά σαν να μην κοιμόμουν. Και νιώθω αυτό το βλέμμα της σκοτεινιάς να με κοιτά ακόμα.