(Με όλο το σεβασμό προς αυτούς που έχουν επιλέξει μια θεώρηση των πραγμάτων διαφορετική από τη δική μου)
Αν θεωρήσουμε
την ηλικιακή ενηλικίωση ως μια κάποια
αφετηρία στην πορεία ενός ανθρώπου, έχω
υιοθετήσει την αισιοδοξία ως στάση ζωής
επίσημα τα τελευταία πέντε χρόνια.
Ως αισιοδοξία,
ορίζω την πίστη οτι κάτι μπορεί να
ανορθωθεί ακόμα και αν όλα τα σημεία
δείχνουν πως πλησιάζει το έδαφος κατά
99%.
Η αισιοδοξία
λοιπόν δεν περιγράφεται ως ο εφησυχασμός
οτι όλα είναι καλά όλη την ώρα ούτε ως
αφέλεια περί την αντικειμενική υπόσταση
των πραγμάτων. Εγκαθιδρύεται ως επιθυμία
να συγκεντρωθεί ό,τι καλό υπάρχει
προκειμένου να σωθεί ό,τι καταρρέει,
πάντα με την πρωτοβουλία του ανθρωπίνου
είδους και όχι από μία νομοτελειακή
πεποίθηση οτι όλα θα βρουν το δρόμο τους
ακόμα κι αν κανείς δεν προσπαθήσει.
Η αισιοδοξία
αυτή ως μορφή προσωπικού κινήματος,
είναι επίσης αυτή που μου υπαγόρευσε
καθώς ολοκληρώνω τις σπουδές μου σε
οποιονδήποτε τομέα, να παραμείνω στη
χώρα και να μην αναζητήσω τη συνέχεια
μου στο εξωτερικό. Δεν είναι ο υπάρχων
φόβος του αγνώστου για το τι θα συμβεί
εκεί έξω ούτε ο αποχωρισμός των εδώ.
Είναι η ισχυρή άποψη ότι ο κάθε άνθρωπος
έχει ένα προσωπικό χάρισμα το οποίο
οφείλει να αξιοποιήσει στο έπακρο
προκειμένου να συντελέσει όπως αυτός
ξέρει καλύτερα στην ανόρθωση ενός
επιπέδου, είτε βιοτικού, είτε πολιτιστικού,
είτε στον τομέα των υποδομών, είτε στον
τομέα της κοινωνίας, πάντα στα πλαίσια
του τόπου και τον ανθρώπου. Η ίδια λοιπόν,
ως Νεφέλη Λιούτα, εφοδιασμένη με σπουδές
σε παραπάνω από ένα αντικείμενα και
ενδιαφέροντα, θεωρώ οτι έχω ένα χάρισμα,
όχι καλύτερο ούτε χειρότερο από κάποιου
άλλου, το οποίο έχω χρέος να επιστρατεύσω,
σε καιρούς καλούς και σε καιρούς κακούς,
προκειμένου να δω τον τόπο που με γέννησε
και που βαθύτερα με ξέρει, να γίνεται
καλύτερος, έτσι γενικά κι αόριστα
ειπωμένο.
Να τοποθετηθώ
ως προς το χρέος, καθότι από μόνο του
είναι έννοια αυστηρή. Δεν αναφέρομαι
σε κάποιο τυφλό χρέος, το οποίο να βρει
ρίζα στο οποιοδήποτε εθνικιστικό
ένστικτο της οποιαδήποτε κατηγορίας.
Ο εθνικισμός καλλιεργεί την άποψη οτι
ένας άνθρωπος κι ένας λαός, είναι ανώτερα
των άλλων. Με αυτή την άποψη δεν μπορώ
να συμφωνήσω ούτε τώρα, εν καιρώ ειρήνης,
ούτε αν υποβάλλω τον εαυτό μου στη σκέψη
αντίθετων συνθηκών. Κάθε λαός έχει μια
ιδιαίτερη ταυτότητα η οποία είναι
σημαντική για τον ίδιο και σημαντική
για το σύνολο κι εκεί έγκειται η υγιής
αγάπη προς αυτό από το οποίο προέρχεσαι.
Χρέος λοιπόν, στο δικό μου μυαλό, είναι
να υποστηρίξεις την ταυτότητά σου σε
καιρό που οι αξίες και η μοναδικότητα
περνούν από ισχυρή κρίση και να φροντίσεις
για το ισορροπημένο της ταυτόχρονης
υπάρξής της με άλλες, εξίσου άξιες και
μοναδικές, να φροντίσεις για την
αλληλεπίδρασή τους, τα δάνεια και τα
αντιδάνεια, τη διεύρυνση των οριζόντων
με παράλληλη διατήρηση των πρωταρχικών
ερεθισμάτων. Το οποίο σημαίνει, ταξίδεψε,
δες, άκου, γεύσου, μύρισε, αλλά επέστρεψε
τον αναβαθμισμένο εαυτό σου πίσω και
βούτα τον σε ό,τι συμβαίνει εδώ για να
το φτιάξεις και να το κάνεις άξια
συγκρίσιμο με κάποιο καλύτερο ή φάρο
για κάποιο που το βήμα του είναι πιο
αργό ή γιατί όχι, φάρο και για κάποιο
που μέχρι πρότινος σε ξεπερνούσε. Το
χρέος μου λοιπόν συνίσταται στο οτι, αν
θέλω το εδώ να έχει κάποια συνέχεια, εδώ
είμαι απαραίτητη.
Κι έτσι με αυτή
την παρένθεση ως προς το χρέος και την
εισαγωγή περί αισιοδοξίας, φτάνω στον
λόγο που γράφεται αυτό το κείμενο.
Και ο λόγος
είναι οτι, μετά τα πέντε χρόνια παγιωμένης
αισιοδοξίας και με μια βαθιά πίστη στο
δικό μου προσωπικό χρέος, σήμερα είμαι
αμήχανη και νιώθω ένοχη.
Νιώθω ένοχη
ως άνθρωπος, που πληροφορούμαι περιστατικά
κατάφορης καταπάτησης ανθρώπινων
δικαιωμάτων κατοχυρωμένων πολύ προ του
Συντάγματος του '75 και η αντίδρασή μου
δεν είναι απευθείας κι άμεσα να σηκωθώ
από το σπίτι και να βουτήξω εκείνη τη
στιγμή στο χαμό και τη φωτιά, αδιαφορώντας
για το ποιός υπερτερεί σωματικά, ταξικά
ή ως προς τα μέσα, αγνοώντας το αν όλοι
έχουν βγει στο δρόμο πια εκατοντάδες
φορές και παρακάμπτοντας την τακτοποιημένη
λογική μου που μουρμουρίζει οτι είμαστε
τόσο συνηθισμένοι στις ομαδικές εξόδους
που πια τίποτα δεν θα ταράξει.
Νιώθω ένοχη
ως φοιτήτρια νομικής και αναγνώστρια
πληθώρας λογοτεχνικών ή επιστημονικών
συγγραμάτων, που ενώ γνωρίζω τα λόγια
μεγάλων ανδρών του παρελθόντος και το
πώς η ιστορία κάνει κύκλους, αρκούμαι
στο να περνάω μαθήματα και να γράφω
κείμενα από καιρό σε καιρό στο blog,
αντί η ίδια να πρωτοστατήσω
ενεργά στο πώς θα διαμορφωθεί το παρόν
και το μέλλον μου, παραβλέποντας τη
σκέψη πως όλα έχουν γραφτεί και υποθεί
ακόμη μια φορά, όπως και τώρα.
Νιώθω
ένοχη ως καλλιτέχνης, που αντί να
χρησιμοποιήσω τα τραγούδια μου για να
αφυπνίσω συνειδήσεις, τα κρατάω στα
συρτάρια και τα φυλάω για μια κάποτε
εκλεπτυσμένη έξοδο αντί να τα τραβήξω
απ' τα μαλλιά και να τα βγάλω στο δρόμο,
αγνοώντας πια το οτιδήποτε.
Και
νιώθω αμήχανη, γιατί ενώ τίποτε καλό
δεν είδα τις τελευταίες μέρες, εξακολουθώ
να έχω πίστη στον άνθρωπο και να νιώθω
το χρέος πιο πολύ από ποτέ τώρα να
σιγοβράζει και να καίει βαθιά, μόνο που
πια δεν είναι ήσυχο, δεν είναι διακριτικό,
δεν είναι μία εξευγενισμένη υπόσχεση
για συνδρομή στην διαμόρφωση των
πραγμάτων, είναι το οργισμένο πάθος
κανείς άλλος να μην προηγηθεί πριν από
μένα, κανείς να μη βρει τη λύση νωρίτερα,
κανείς να μη με προλάβει στην προσπάθεια
αυτόν τον κόσμο που τόσο έχω αγαπήσει
και ζήσει σε αυτόν, να τον παραδώσω στα
παιδιά μου και στα παιδιά σου και στα
παιδιά όλων, εγώ η ίδια προσωπικά και
υπεύθυνα, έτσι όπως του αξίζει να
παραδοθεί, μία συνέχεια στην οποία
πιστεύω, πάλι εγώ, προσωπικά και υπεύθυνα,
και την οποία δεν θέλω να απορρίψω
υιοθετώντας την άποψη οτι αυτού του
είδους δεν του αξίζει συνέχεια. Εγώ. Και
ποτέ ξανά αυτό το εγώ δεν είχε τόσο μέσα
του το εμείς.