Ψηλὰ περνοῦσαν τῶν ἀγγέλων οἱ οὐλαμοὶ
κι ἦταν τὰ πάντα ἀπὸ ἥλιο καμωμένα,
μ’ ὅλο τὸν χρόνο σ’ἕνα βλέμμα νὰ ἐκκρεμῇ
ἡ μέρα ἐκείνη ἀποφθεγγόταν πεπρωμένα∙
ῥομφαῖες χάρασσαν ἀκτῖνες, μιὰ τομὴ
εἶχε ἀνατρέψει τὰ ὡς τοῦδε ἐγνωσμένα,
ὡς κι ὁμίχλη σου λαμπρύνοταν στιλπνὴ
λὲς κι ἀναδεύονταν ἀρχαῖα εἰωθότα
—ἀρχαιρεσίες θὰ τελοῦσαν οἱ οὐρανοί—
ὅμως ἐμένα μ’ἀποκήρυξαν τὰ φῶτα
κι ἔμεινα ἐγκάθειρκτος νὰ θέλω τὴν ἁγνὴ
μορφή σου ποὺ ἕνωνε τυχαῖα γεγονότα
μέσα σὲ σήραγγες κι ὑπόγεια ἀχανῆ,
ἐκεῖ ποὺ μύριζαν τοῦ θάνατου τὰ χνῶτα.
ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ