
-Μημήτη..πθιτ
-Μμμμ, τι; τι έγινε;
-Θήκω, κάτι άκουθα
-Μμμμ..
-Μήμητηηη;
-Ωχουυυ, εσύ και οι φαντασίες σου, στο είπα να μην φας πολλά γλυκά; να τώρα, δεν μπορείς να κοιμηθείς
-Μα κάτι άκουθα, αλήθεια
-Πήγαινε να κοιμηθείς και άσε με..
Μέρες τώρα περίμενε η Μαρία τον Άγιο Βασίλη, ήξερε τι θα του ζητήσει, είχε γράψει και γράμμα με την βοήθεια της μητέρας της μια και η ίδια είναι μικρή ακόμη και δεν έχει μάθει.
Του ζήτησε να της φέρει τα δύο δοντάκια της που πήρε η νεράιδα και μια καινούρια κούκλα, αλλά επειδή δεν ήξερε αν θα το είχε λάβει τα είχε μάθει απ’ έξω να του τα πει.
Ήθελε και να του εξηγήσει ότι ήταν καλό κορίτσι, ότι δεν έφταιγε εκείνη που έσπασε το αυτοκινητάκι του Δημήτρη,
«Εκείνος έφταιγε που με έσπρωξε και έπεσα πάνω του, δεν το ήθελα, αλήθεια», έτσι είχε πει στην μητέρα της να του γράψει...
Και να που έφτασε παραμονή Χριστουγέννων, της είπαν πως θα έρθει και χάρηκε πολύ.. Προσπάθησε σαν καλό κορίτσι, όπως της είπαν, να κοιμηθεί από νωρίς για να έρθει, αλλά δεν την πιάνει ύπνος, θέλει να τον δει και φοβάται να πάει μόνη της..
Στις μύτες των ποδιών της για να φτάσει, τραβά τα σκεπάσματα που με πείσμα προσπαθεί ο Δημήτρης να κρατήσει..θέλει να της κάνει παρέα, μα εκείνος δεν πιστεύει.
Της το είπε όταν του έσπασε το αυτοκινητάκι ότι δεν υπάρχει, και ότι τα δώρα τα φέρνει ο μπαμπάς με την μαμά.
Έκλαψε τότε, μα δεν τον πίστεψε..
Ήταν σίγουρη..
Θα έρθει..
-Θα ‘λθει, πλέπει, θήκω.. Όπου να ‘ναι θα ‘λθει!
-Μαρία στο ξαναείπα, δεν θα έρθει, ΔΕΝ υπάρχει
-Λεθ πθέμματα
-Ωχουυυυυυ, άσε με να κοιμηθώ επιτέλους
-Μα θα έλθει
-Όχι ΔΕΝ θα έρθει, κατάλαβε το, παραμύθια είναι
-Όχιιι, υπάλχει, του έγλαπθα γλάμμα, θα έλθει
-Εεε, κάτσε και περίμενε τον
-Καλά, και εγώ θα πάω μόνη μου..
Πήρε την κουβέρτα και τον αρκούδο της, και αφού ο Δημήτρης δεν ήθελε να πάει μαζί της, πήρε την απόφαση, και σιγά σιγά άνοιξε την πόρτα..
Με δειλά βήματα κατέβηκε σιγά σιγά τα σκαλιά και πήγε στο σαλόνι...
Είχε τόση λαχτάρα να τον δει..
Ξάπλωσε εκεί, κοίταζε το δέντρο, πόσο όμορφο είναι με τα στολίδια..
Χάζευε τα φώτα που αναβόσβηναν ρυθμικά, και η μελωδία τόσο όμορφη, την νανούριζε..
Το άλλο πρωϊ την βρήκαν να κοιμάται μπροστά στο τζάκι, πλάι στο δέντρο με τον αρκούδο της αγκαλιά, δίπλα στα δώρα..
-Λοιπόν; Τον είδες;
Την ρώτησε ο Δημήτρης και τα μάτια της άστραψαν από χαρά...