Το χιόνι έχει σκεπάσει το Χολαργό. Η εκχιονισμένη Μεσογείων
γυαλίζει μαύρη και παγωμένη και μέσα στις γειτονιές τα δέντρα είναι λευκά στις
πυλωτές των πολυκατοικιών. Λαμπάκια φωτίζουν και αναβοσβήνουν και Αϊ-Βασίληδες
διαρρήκτες κρέμονται από τα μπαλκόνια των διαμερισμάτων.
Μετά από λίγες ώρες, τα δύο δίδυμα, ο Γιάννης και ο Ιάνης,
έχουν ήδη πει τα κάλαντα στις περισσότερες πολυκατοικίες της γειτονιάς και να΄ τα
τώρα που πλησιάζουν την παλιά μονοκατοικία, τη μόνη που έχει απομείνει ανάμεσα στις πολυκατοικίες της οδού Παναγή Τσαλδάρη.
Η σιδερένια εξωτερική πόρτα ανοίγει τρίζοντας, παγωμένο
μέταλλο στα χεράκια τους. Προσπερνούν την κουκουλωμένη Alfa Romeo και το νάνο κήπου, και
χτυπούν το κουδούνι.
Μία γερασμένη κοπέλα ανοίγει την πόρτα, μοιάζει να την έχουν
βάψει για κάποια φτηνή κινηματογραφική παραγωγή ώστε να φαίνεται μεγαλύτερη.
«Να τα πούμε;»
«Γεια σας παιδάκια μου» απαντά θλιμμένα. «Παρακαλώ περάστε
μέσα να τα πείτε στον παππού».
Τα παίρνει απαλά από τα σβερκάκια τους και τα οδηγεί μέσα.
Το χωλ μυρίζει βαριά, ο αέρας και το φως έχουν καιρό να περάσουν από εδώ.
Μερικά έπιπλα είναι σκεπασμένα με λευκό σεντόνι, ενώ υπάρχουν κορνίζες με
παλιές φωτογραφίες που δείχνουν έναν νεαρό σε διαφορετικά μέρη και με
διαφορετικές παρέες.
«Ακολουθήστε με» λέει η ηλικιωμένη κοπελίτσα καθώς τα οδηγεί
σε ένα υποφωτισμένο σαλόνι όπου βιβλία καλύπτουν τους τοίχους ως το ταβάνι. Η
λάμψη από την τηλεόραση, συντονισμένη στο STAR, σβήνει καθώς πλησιάζουν, και μία φιγούρα πίσω από την πλάτη
της πολυθρόνας αφήνει το τηλεκοντρόλ να πέσει μαλακά πάνω στο πέρσικο χαλί.
Η φιγούρα είναι ένας τσακισμένος γεράκος, με υγρά και
ευσυγκίνητα μάτια σε ένα κάποτε όμορφο πρόσωπο, και μία καρό Burberry κουβερτούλα
σκεπάζει τα πόδια του.
Αμηχανία ανάμεικτη με μία ελαφριά αλλά αυξανόμενη ανησυχία
κυριεύει τον Γιάννη και τον Ιάνη. Η σιωπή αρχίζει και γίνεται ντροπιαστική
καθώς στέκουν αντίκρυ στον γεροντή.
«Πείτε τα παιδιά, πείτε τα κάλαντα στον παππού» λέει η
μαραμένη κοπέλα.
Δειλά-δειλά ξεκινούν να χτυπούν τα τρίγωνά τους και οι
παιδικές τους φωνούλες ξεκινούν: «Τρίγωνα-κάλαντα…»
Ο γέρος τα κοιτά στα μάτια και τα δίδυμα συνειδητοποιούν το
λάθος τους, και ξαναρχίζουν:
«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά…»
Όσο τραγουδούν ο γέρος τραγουδά κι αυτός βουβά μαζί τους,
συγκινείται, βήχει και δακρύζει μέχρι που τα διακόπτει απότομα:
«Φτάνει!»
Ο Γιάννης και ο Ιάνης σταματούν. Ο γέρος λέει:
«Έλεγα και εγώ τα κάλαντα στην ηλικία σας. Πολλά τραγούδια
έλεγα. Πολλά περισσότερα είχα μέσα μου, και φανταζόμουν μια ζωή όμορφη και
γεμάτη, με αναρίθμητες περιστάσεις για να τα τραγουδήσω. Δεν έγινε έτσι. Δεν
πειράζει. Η ζωή γλίστρησε μέρα με τη μέρα, τα περισσότερα τραγούδια δεν τα
τραγούδησα ποτέ, και ξέχασα και πως κάποτε υπήρξαν. Δεν πειράζει πια, τίποτα
πια δεν πειράζει».
Τα δίδυμα τον κοιτούν φοβισμένα.
«Συνεχίστε το γλυκό τραγούδι σας» προστάζει ο γέρος.
Τα τρίγωνα και οι ψιλές φωνούλες ξαναγεμίζουν την σκοτεινή
κάμαρα. Ο γέρος αναλύεται σε λυγμούς. Ο βήχας του δυναμώνει.
Η ηλικιωμένη κοπέλα σταματά τα παιδιά, τα παίρνει από το
χέρι και οδηγεί προς τα έξω. Πίσω τους ο γέρος φωνάζει: «Φύγετε! Φύγετε!»
Μόλις η πόρτα κλείσει πίσω τους, τα παιδιά διασχίζουν
τρέχοντας τον κήπο και βγαίνουν στο δρόμο. Δεν τους έδωσαν ούτε ένα ευρώ όμως
δεν πειράζει, αρκεί που αναπνέουν ανακουφισμένα τον καθαρό αέρα. Οι δρόμοι
είναι γεμάτοι κόσμο, όπως πάντα.