Η δική μου η σειρά στο ταμείο, περνούν τα ψώνια, τα βιαστικά
γρήγορα αδειάζει το καρότσι, η ταμίας μου χαμογελά στα κρυφά
δυο χεράκια τα ψωμιά αρπάζουν, άλλα δύο τα κρατάνε δυνατά
μια φωνούλα πίσω από το αυτί, μόνο μια φράση «Άντε πάμε πια»
Γριά κυρά, απλανές βλέμμα, τρεμάμενα σκελετωμένα δάχτυλα
μπαστούνι στο δεξί, φτωχικό φόρεμα, φορεμένο σαν σακί
δίπλα της κηδεμόνας θαρρείς, αδύναμο ανθρωπάκι αγκομαχεί
να την προλάβει, να μην εκτεθεί, τώρα που έχει παιδιού ψυχή
Ήσουν κάποτε εσύ ενός Αρκούδου, το πρώτο του φιλί
ήσουν ποτέ για αυτόν όλη του η ζωή, η Αλεπού του η μικρή
πλέον από τα χείλη σου ακούγεται ξανά, και ξανά, και ξανά
άψυχα, μονότονα, επίπονα, μονάχα η φράση « Άντε πάμε πια»
Τα ψώνια, τα βιαστικά, νιώθουν την πίεση στης γριάς την καρδιά
αδειάζω το καρότσι γοργά, χωρίς δεύτερη σκέψη να φύγω μακριά
το ανθρωπάκι βοηθά και αυτό στου καροτσιού το ξεφόρτωμα
τον κοιτάζω πλάγια, χέρια πρόθημα, αλλά με άδεια χωρίς ερώτημα
Για νοικοκύρη σε κόβω, το έχεις βαρυφορτώσει το καρότσι, λέει δειλά
γνωρίζοντας ότι ήδη έχει μπει, χωρίς κανενός την έγκριση, στον βάλτο βαθιά
νοιώθω την δική του την ντροπή, να βιαστεί, να προφυλάξει την μικρή του ψυχή
μπα, ψώνια άσκοπα, άσκεφτα, άτακτα, του λέω, τα ψώνια ενός εργένη με σκυλί
Για μια στιγμή η προσοχή του αδρανεί, μέσα της σαλεύει το μικρό παιδί
ένα τσουρέκι αρπάζει με το χέρι το δεξί, αυτό η ψυχή της λαχταρεί
χαμένη και μόνη της σε ένα λαβύρινθο που ποτέ την έξοδο δεν θα βρει
όλη της η ζωή μέσα στην μνήμη ενός γέρου, που σε λίγο και αυτός θα χαθεί
Ήσουν κάποτε εσύ ενός Αρκούδου, το πρώτο του φιλί
ήσουν ποτέ για αυτόν όλη του η ζωή, η Αλεπού του η μικρή
πλέον από τα χείλη σου ακούγεται ξανά, και ξανά, και ξανά
άψυχα, μονότονα, επίπονα, μονάχα η φράση « Άντε πάμε πια»
In memorandum
Adios Amigos Locos
Λάζαρος Μότσανος
Λαγκαδάς 24/9/2024