...σα ρόδι που έσπασε για γούρι, άνοιξε ο αρχαίος κουμπαράς...
Αθήναι, 1843
Στα χρόνια του Όθωνα, βαυαροί αρχιτέκτονες, τοπογράφοι και αρχαιολόγοι, πολεοδόμησαν, χαρτογράφησαν κι ανέσκαψαν τον τόπο των ονείρων κάθε ρομαντικού δυτικού της εποχής τους. Έψαξαν να βρουν σημαντικά κτίρια και θεμέλια – ότι είχε απομείνει από την αρχαιότητα. Ότι είχε σωθεί από τις καταστροφές των χριστιανών και των μουσουλμάνων τα τελευταία 1500 χρόνια.
Μέσα στη μεγάλη τους χαρά, πολλές φορές λάθεψαν. Αστόχησαν στα σπίτια μεγάλων στρατηγών, φιλόσοφων και ποιητών. Αστόχησαν και στο σπίτι του Ευριπίδη. Βρήκαν μια πλάκα – σφήνα καλύτερα, μια μονοκόματη ατόφια κοτρώνα από σιδερόπετρα που τριγύρω κανένα νταμάρι δε βγάζει, με διαστάσεις ικανές να ορίσουν κάλυψη 500 και τετραγωνικών μέτρων και επίπεδο που θα το ζήλευαν και οι δρόμοι της Αγίας Πετρούπολης, εκείνη την εποχή – 20 μέτρα κάτω από τη γή, αλλά στην ουσία μόνο 2 γιατί είχε καλυφθεί από ένα λοφίσκο (τούμπα το έλεγαν οι ντόπιοι), που αυτό άλλωστε τους έκανε να ξεκινήσουν και την ανασκαφή. Τι ήταν να βρουν σκαλισμένο εκεί το όνομα του μεγάλου τραγικού, τους έδωσε και τον τόπο της οικίας του. Εκεί κοντά στο σημερινό Μαρούσι.
Με ενθουσιασμό, εργοδότη έναν γερμανό φιλέλληνα και έμπνευση τη δουλειά του Schinkel, ο νέος και πολύ όμορφος Otto Hirschfeld, αρχιτέκτονας και φιλέλληνας και ο ίδιος, ανέλαβε να συνθέσει, απεικονίσει και κατασκευάσει ένα αρχοντικό – μια έπαυλη – πάνω σε αυτό που οι ειδικοί είχαν ορίσει ως την οικία του τελευταίου μεγάλου τραγικού...
Εκεί έστεκε μέχρι χθες ανάμεσα στο σημερινό Μαρούσι και το Χαλάνδρι. Στα όρια τους που μια από τη μια και μια από την άλλη της Κηφισίας έχει κατά καιρούς στηθεί κι ένα λούνα παρκ με όνομα πουλιών...
Αθήνα, 2004
Η γεωτεχνική μελέτη αποκάλυψε αργιλικό υπέδαφος.
Η άδεια κατεδάφισης βγήκε. Ακολούθησε και η οικοδομική άδεια.
Μετά άρχισε να βρέχει... Αναβολή στην αναβολή η κατεδάφιση δεν έγινε.
Έξι μήνες και δεν είχε γίνει.
Μονάχα έβρεχε.
Το νερό προχώρησε κάτω από το αργιλικό υπόστρωμα.
Φούσκωσε τη γη…
Το περήφανο αρχοντικό, σάλπαρε τρικάταρτος «Ολλανδός».
Σε μια μέρα σηκώθηκε 2 μέτρα και 20 πόντους ψηλά, μαζί με τα θεμέλια του.
Κορυφή ενός κύματος, ξεσήκωσε σε μια εβδομάδα την άσφαλτο που κάποτε ήταν δρόμος με όνομα μπροστά του και διένυσε 20 μέτρα!
Ούτε μια ρωγμή δεν είχε δημιουργηθεί στο παλαιό σπίτι.
Στερεωμένο πάνω σε αρχαία πλάκα μεγαλιθική, χτισμένο με θυσία κι ευλογημένο μέχρι κι από παπά, δεν είχε ερινύες να το κυνηγούν, μήτε και τύψεις γι’αυτά που σάρωνε στο διάβα του...
Σα να είχε σχέδιο εκπονημένο για πολλά χρόνια σοβαρό, έστριψε κι άρχισε ένα slalom ζικ ζακ με την Κηφισίας σις στο κεμπάπ του...
Έψαχνε κάτι σημαντικό...
Μέχρι τον ερυθρό σταυρό του πήρε επτάμισυ μήνες να φτάσει, αλλά στη τροχιά του παρέσυρε τ’ακόλουθα:
Τα village center και τα βωβοκτίρια μπροστά τους. Τσαλαπάτησε μαζί και τους θεατές μεσημεριανής προβολής ιστορικής ταινίας αμερικανικής παραγωγής καθώς και τον εγωϊσμό μηχανικών πολιτικών οδήγησης ολκής...
Το κέντρο τύπου των ολυμπιακών αγώνων κι όλο το καλατραβαλίκι του σταδίου. Εκτός από την αλάνα με το χωματάκι.
Τη φάτσα του Υγεία και τους 14 αγιοστρατίτες χαλανδρίου και νέου ψυχικού.
Τους ψηλούς φράκτες της φιλοθέης και του παλαιού ψυχικού μαζί με κάτι ψιλομύτικες επώνυμες αρχιτεκτονιές, καθώς κι όλη τη μάντρα του κολλεγίου, και το νέο τους κλειστό γυμναστήριο.
Το φάρο όλο, συμβολικά...
Ότι corporate image κτίρια άλλων εκτός των προαναφερθέντων – αυτά με τα γυαλιά που αντανακλούν τον ήλιο και το καλοκαίρι από 45ο ανεβαίνει η θερμοκρασία στους 57ο βαθμούς κελσίου - τα πήρε και τα έκανε μπάζα μεμιάς.
Το γηροκομείο τη γλύτωσε, κι ο Δαναός, αλλά όλα τα απέναντι τα λιάνισε κανονικά...
Έστριψε κι άρχισε να ανηφορίζει ξανά προς τα βόρεια – δεν είχε βρει αυτό που έψαχνε κι είχε μπει και για τα καλά στο δήμο αθηναίων...
Του σφύριξαν κιόλας πως η οικία Αισχύλου στο μεταξουργείο είχε ήδη ακολουθήσει το παράδειγμα της και εμβόλιζε εκείνη ακριβώς τη στιγμή τη μητρόπολη αθηνών, αφού σε όλη την ερμού και την μητροπόλεως είχε αφήσει μόνο το μαγαζάκι του κυρ χαράλαμπου, το θανάση με τα κεμπάπ, την πλατεία αβυσσηνίας κι έναν χαλεπατζή από τα παλιά, όρθια...
Στην ανηφόρα για τον στόχο της η έπαυλη που έκτισε ο νέος γερμανός, φιλλέλην κι όμορφος Otto Hirschfeld, διέλυσε την ισραηλίτικη πρεσβεία, κατέριψε 3 μαχητικά του πολέμου των 6 ημερών – κρυμένα για παν ενδεχόμενο, ισοπέδωσε μαγαζιά με πλακίδια τοίχου και δαπέδου, μια πράσινη τράπεζα παπάδων την έκανε χαλί, κι έστριψε εκεί δεξιά σαν ακριβό λαγωνικό που ξετρυπώνει πέρδικα στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως.
Διόλου συνεπαρμένη (η έπαυλη) από τη συγκίνηση που πλησίαζε στο τέλος, αφάνισε όλη τη vodafone, πρεσβείες ιαπωνίας και κάτι άλλων ψιλών, κατοικία γερμανού πρέσβη, κτίρια γραφείων ενός ολλανδού και κάτι άλλων ψιλών, την αντιπροσωπεία της Porsche και μια ψαροταβέρνα που χρεώνει 400 ευρώ για δείπνο 5 με 2 ψάρια, σαλάτες και κρασιά...
Διέσχισε τα σίδερα απαλά, σα νάτανε χορεύτρια ιδανικιά
κι ήρθε και στρώθηκε γλυκά μπροστά απ΄την οικία καλουτά...
Εξαιτίας της ρίμας πισογύρισε, οπότε ας τα πω σωστά...
Μπήκε στο δρόμο για την πλατεία
Πάτησε εκεί που άλλοτε rollroyούσαν βασιλιάδες σε ανοιχτό chinnoise, τραβώντας με ηθοποιούς για το μέγαρο της δούκισσας να παίξουν κινηματογράφο. Πορνό μαλακό με δόση foot fetish εξαδακτύλου κληρονομικό.
Χαιρέτησε φαντάσματα - 2 βίλλες φίλες της παλιές - πολυκατοικίες πια,
διάβηκε αέρινα την Καραολή & Δημητρίου σιγανά
κι άναψε στη μνήμη τους κερί, στον αη νικόλα νά’χουν συντροφιά...
19 μήνες μετά
απ’την ανάσταση της για να ξαποστάσει
στάθηκε σε μιαν οδό, εμπορική, στην Χαϊμαντά
βιτρίνες να απολαύσει...
Την περίμενε εκεί πλήθος κόσμου με χαρά.
Την περίμενε ο Le Corbusier, ο Ξενάκης και ο Τεν τεν.
Επίσης ο Ταρζάν, ο Τατί κι ο Παπέν (πάει με τον Τεν τεν).
Ήτο ο Δήμαρχος εκεί καθώς και άλλοι πολιτικοί.
Νηπιαγωγεία και σχολειά, σύλλογοι, σωματεία κι αδέσποτα σκυλιά.
Έμποροι, αθλητές και αδερφές
Καθώς κι ένας γέρος, ίδιος με δέντρο αϊθαλές...
Επίσης η Mairilyn Monroe και η Oum Koulsoum,
η Κατίνα Παξινού κι όλοι απ’το ΠΟΥΜ...
Η οικία προχώρησε αργά.
Απομακρύνθηκε από τις φανφάρες και τα λόγια τα πολλά.
Αποσύρθηκε στον τόπο του σημαντικού της ιδιοκτήτη, απ’όπου κράταγε και η φήμη της.
Είχε κουραστεί.
Περίμενε μιαν άλλη Αττική... Είχε συγκρατήσει στους τοίχους της που έστηναν αυτί στους ιδιοκτήτες και ενοίκους της κατά καιρούς, διάφορες περιγραφές για την Αθήνα και τις πολεοδομικές της επεκτάσεις από διάσημους αρχιτέκτονες – έλληνες στο εξωτερικό μα και μέσα στη χώρα που διέπρεπαν και είχαν κτίσει μπραζίλιες και ισλαμαμπάντ, αμβούργα και βερολίνα αλλά και νέα κτίρια που ακολουθούσαν τον δρόμο μπροστά της μέχρι το κέντρο της Αθήνας και κοσμούσαν την πόλη και το λεκανοπέδιο του τέλειου κλίματος.
Ήταν άνθρωποι βαθιά νυχτωμένοι κι ονειρεύονταν εκείνοι που μιλούσαν φωναχτά και κρυφάκουγαν οι τοίχοι της, που δεν ήθελαν να ξέρουν την αλήθεια των έργων των πολιτικών της μίζας, της συμφοράς και του ρουσφετιού και των πράξεων των εργολάβων του φθηνορού (φθηνό και γρήγορο μαζί), της ιδεολογικής κατατονίας, και της αισθητικής και ηθικής ανυπαρξίας....
Έκατσε στη μέση 2 δρόμων ακριβώς. Εκεί ήταν του ποιητή της η θέση της γέννησης του, η ακριβής. Αριστοφάνους και Χαϊμαντά to be exact…
Χαμογέλασε. Σκέφθηκε είχαν χιούμορ οι αρχές να δώσουν το όνομα εκείνου που σάρκασε πιότερο απ’όλους τον ποιητή της στο δρόμο πάνω από το ίχνος της οικίας του...
(συνεχίζεται)