Σάββατο, Δεκεμβρίου 22, 2007

Καλές Γιορτές

Τέτοιες γιορτινές μέρες, μόνο ευχές ταιριάζουν , ακόμα και στο blog.

Είναι λίγο πιο δύσκολες αυτές οι μέρες, για όσους έχουν διαβήτη ή έχουν έννοια το βάρος τους.
Όπου και να κοιτάξεις τα γλυκά υψώνονται σε πύργους και είναι όλα φίσκα σε θερμίδες.

Χωρίς αυτό να έχει θέση, διατροφικής παραίνεσης, να επισημάνω ότι δεν χρειάζεται να στερηθεί κανείς επειδή έχει διαβήτη, ούτε να ανέβει το ζάχαρο στα ύψη για να χαρεί έναν κουραμπιέ ή μια δίπλα.

Με μερικές μονάδες ινσουλίνης παραπάνω ή αν δεν είναι σε αγωγή με ινσουλίνη, με μείωση των άλλων υδατανθράκων , ψωμί ζυμαρικά , η ρύθμιση του ζαχάρου θα παραμείνει σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Είναι ευκαιρία αυτές τις ημέρες, στην Αθήνα ή ακόμα περισσότερο αν βρίσκεσθε εκτός, να κινηθείτε λίγο παραπάνω από ότι συνήθως.

Είναι εντυπωσιακό το πόσο βοηθάει στο να καταναλωθεί το ζάχαρο και έτσι να μην ανέβει στο αίμα.

Υπάρχει βέβαια πάντα και η τακτική του « ας φάω τώρα να χαρώ και αρχίζω σκληρή προσπάθεια μετά τις γιορτές».

Τουλάχιστον να χαρείτε και να μην έχετε ενοχές.

Δεν βοηθάνε σε τίποτα, για να μην πω ότι κάνουν τα πράγματα χειρότερα.

Εύχομαι σε όλους να περάσετε καλά και να έχετε ένα ευτυχισμένο νέο έτος , εσείς και τα αγαπημένα σας πρόσωπα.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007

Διακρίσεις και διακριτικότητα




Επιστροφή μετά από δίμηνη απουσία. Πολλά τα ταξίδια, οι ομιλίες , οι παρουσιάσεις για τη σαύρα που με τα σάλια της ρυθμίζει το ζάχαρο, όσων έχουν διαβήτη τύπου 2, δεν υπήρχε χρόνος για ποστ.

Τώρα επανέρχομαι γιατί , εκτός του ότι είναι κάπως πιο ήσυχα τα πράγματα, άκουσα σήμερα κάτι που με έκανε να νοιώσω αγανάκτηση και σκέφθηκα να το καταγράψω .

Ήρθε μια νέα κοπέλα που παρακολουθώ από τότε που εμφανίστηκε ο διαβήτης της, ήταν τότε 16 χρονών σήμερα πρέπει να είναι στα 25, να μου ζητήσει πιστοποιητικό ότι έχει διαβήτη γιατί πρόκειται να ταξιδέψει στις γιορτές.

Το ήθελε, για να μπορεί να έχει μαζί της στην τσάντα της τα στυλό με την ινσουλίνη , χωρίς να κινδυνεύει να της ζητήσουν να τα αφήσει στο τελωνείο, στα πλαίσια προστασίας από τρομοκρατικές ενέργειες.

Την ώρα που το δακτυλογραφούσα μου είπε, με έντονη πικρία:

«Ελπίζω να μην επαναληφθεί αυτό που έγινε πέρυσι.
Ταξίδευα και τότε με παρέα, οι περισσότεροι δεν ήξεραν ότι έχω διαβήτη.

Πλησίασα τον αστυνόμο που είναι στον έλεγχο των χειραποσκευών και διακριτικά του έδωσα την ιατρική βεβαίωση και του έδειξα τα δύο στυλό με την ινσουλίνη.

Ξαφνικά τον ακούω και φωνάζει στον συνάδελφο του στην άλλη άκρη του ιμάντα: “Η κοπέλα εδώ έχει διαβήτη και έχει ινσουλίνες μαζί της , αλλά έχει χαρτί γιατρού, εντάξει δεν είναι;”.

Κανείς από την παρέα μου δεν μου είπε τίποτα , αλλά ένοιωσα ότι οι διακοπές μου είχαν ήδη χαλάσει».

Πως μπορεί να εκπαιδευτεί αυτός ο λαός στο να καταλαβαίνει τι αποτελεί προσωπικό δεδομένο του καθενός και πώς να το σέβεται;

Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2007

Η ευθύνη των ασθενών




Πριν από μια εβδομάδα ανέβασα ένα post σχετικά με την αντιμετώπιση που είχε κάποιος συγγενής μου όταν χρειάσθηκε να χειρουργηθεί σε ιδιωτικό θεραπευτήριο. Παρά το ότι, όπως ήταν αυτονόητο, δεν έκανα προσωπική αναφορά, μόλις ο συγγενής διάβασε το post, μου ζήτησε να το κατεβάσω διότι: «φαντάζεσαι να το διαβάσει ο χειρουργός που με χειρούργησε;».

Κατάλαβα ότι η αγωνία του δεν προερχόταν από φόβο μήπως κατηγορηθεί για δυσφήμηση του γιατρού. Παρά το ότι είμαι σίγουρη ότι δεν θα απευθυνόταν στον ίδιο αν προέκυπτε ανάγκη, έστω και αν αυτή η επέμβαση πήγε πολύ καλά, ήθελε «να τα έχει καλά μαζί του».

Αυτή την ανάγκη είμαι ηθικά υποχρεωμένη να την σεβασθώ, θα έλεγα μάλιστα ότι θα έπρεπε να έχω πάρει την άδεια του πριν καν το δημοσιεύσω.

Πολλές φορές ακούω τους ασθενείς να τσακώνονται στο διπλανό γραφείο με την γραμματέα του τμήματος σχετικά με την σειρά εξέτασης ή για άλλα διοικητικά θέματα. Όταν αυτή τους πει, μην τα λέτε σε μένα, περάστε να τα πείτε στον γιατρό, μπαίνουν στο γραφείο, εντελώς αλλαγμένοι. Είναι ευγενείς, ζητάνε συγγνώμη για το ότι δημιούργησαν πρόβλημα κ.τ.λ.

Έχει διαμορφωθεί μια παράδοξη κατάσταση όπου από τη μια οι ασθενείς αποδέχονται παθητικά μια αυταρχική συμπεριφορά εκ μέρους των γιατρών και παράλληλα τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι δικαστικές προσφυγές εναντίον των γιατρών.

Σε πρόσφατη έρευνα που έγινε για την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών Υγείας, η χώρα μας είχε ιδιαίτερα χαμηλή θέση. Ανάμεσα στα κριτήρια κατάταξης ήταν και το κατά πόσο οι ασθενείς είναι ενήμεροι και διεκδικούν την ενημέρωση και την πληροφόρηση σχετικά με την πάθηση τους.

Στην Ελλάδα, η πλειοψηφία των ασθενών, αισθάνεται δέος απέναντι στην αυθεντία που του προβάλει ο γιατρός του, δεν τολμάει να επιμείνει στο να ενημερωθεί για την πάθηση του, έτσι ώστε να καταλάβει τι ακριβώς του συμβαίνει και ποια είναι η πιθανότερη εξέλιξη.

Δέχεται να του φέρονται σαν να είναι μικρό παιδί, να τον προσβάλουν με έμμεσο τρόπο όπως π.χ.: «μα πως έχεις γίνει έτσι, πήρες 5 κιλά από την προηγούμενη φορά». Η δε συμμετοχή του στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την υγεία του, κυρίως στα χρόνια νοσήματα, είναι ανύπαρκτη.

Από την άλλη, υποκινούμενοι πολλές φορές και από δικηγόρους, (φαίνεται ότι έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερος κλάδος), μηνύουν γιατρούς για οτιδήποτε φανταστούν ότι δεν έγινε σωστά, ακόμα και περιπτώσεις όπου είναι πασιφανές ότι δεν υπάρχει ιατρική παράλειψη.

Η εμπειρία από τις Η.Π.Α έδειξε ότι το σύστημα αυτό όχι μόνο δεν συνέβαλε στην βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας, αλλά αποτέλεσε τροχοπέδη .Σε πολλές περιπτώσεις γιατροί αρνήθηκαν να αναλάβουν περιστατικά επειδή προέβλεπαν κακή έκβαση. Οι κυρίως κερδισμένοι είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες που ασφαλίζουν για όλο και μεγαλύτερα ποσά τους γιατρούς. Ο φόβος του malpractice διέπει πλέον σε μεγάλο βαθμό τη σχέση γιατρού- αρρώστου.

Πιστεύω ότι έχουμε μεγάλα περιθώρια να βελτιώσουμε την σχέση μας με τους ασθενείς μας. Χρειάζεται όμως προσπάθεια και από τις δύο πλευρές.

Το ότι η σχέση θεραπευτή – θεραπευόμενου είναι άνιση από τη φύση της, είναι αυτονόητο. Ο ασθενής εμπιστεύεται και περιμένει από τον γιατρό να του αποκαταστήσει την υγεία του. Πολλές φορές εξαρτάται πραγματικά η ζωή του από αυτόν. Είναι φυσικό λοιπόν να έχει μια σχέση δέους και εξάρτησης, ή, όταν όλα πάνε καλά και η αρρώστια αποτελεί παρελθόν, να διακατέχεται από αίσθημα ευγνωμοσύνης.

Αναφέρομαι στις περιπτώσεις όπου η νόσος εισβάλλει βίαια και απειλεί την ζωή του ατόμου, όπως είναι το έμφραγμα, το ατύχημα, ή ορισμένες επιθετικές μορφές καρκίνου κ.τ.λ.

Όμως στη πλειονότητα των περιπτώσεων οι ασθενείς, όταν μάλιστα πάσχουν από χρόνιο νόσημα, θα έπρεπε να έχουν την δυνατότητα και το χρόνο να επιλέξουν τον γιατρό τους και να κρίνουν κατά πόσο μπορεί να δημιουργήσουν σχέση μαζί του.

Τι γίνεται όμως στην πράξη;

Ο ασθενής καλεί τη κεντρική γραμματεία του Νοσοκομείου, στην καλύτερη των περιπτώσεων μιλάει με κάποια γραμματέα, αλλιώς δίνει τα στοιχεία σε αυτόματο τηλεφωνητή, παίρνει ένα ραντεβού για μερικούς μήνες χωρίς τις περισσότερες φορές να έχει την δυνατότητα επιλογής του γιατρού του.

Μετά την μεγάλη αναμονή και μέσα στην πίεση χρόνου είναι δύσκολο να δημιουργηθεί μία σωστή σχέση. Συχνά αντί για ανταλλαγή πληροφοριών και συμβουλών έχουμε ένταση και ρήξεις.

Έτσι μπορεί να βρεθούμε, εμείς γιατροί και λοιπό προσωπικό, μπροστά σε ωρυόμενους ασθενείς που απειλούν ότι «θα φέρουν τα κανάλια», κάθε φορά που δεν γίνεται αυτό που οι ίδιοι θεωρούν ότι θα έπρεπε να γίνει.

Η άλλη όψη είναι άτομα που δέχονται αδιαμαρτύρητα την συμπεριφορά ορισμένων γιατρών, μόνο και μόνο επειδή πιστεύουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή.

Δεν είναι πια καιρός να μάθουμε τόσο οι γιατροί όσο και οι ασθενείς, ποιες είναι οι υποχρεώσεις μας αλλά και ποια τα δικαιώματα μας, καθώς και με ποιο τρόπο μπορούμε να τα διεκδικήσουμε;

Αν προκειμένου να παρακάμψουμε τη σειρά προτεραιότητας, είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε «φακελάκι» σε όποιον μπορεί να μας εξυπηρετήσει, δεν γίνεται να διαμαρτυρόμαστε γιατί σε άλλη περίπτωση κάποιος, που προφανώς έδωσε περισσότερα, μας έφαγε τη σειρά.

Με διαφορετικό τρόπο, η κατάσταση φαίνεται απογοητευτική είτε πρόκειται για ιδιωτικό ή για δημόσιο νοσοκομείο.

Η εγχείρηση του συγγενούς μου, απλή χολοκυστεκτομή, στοίχισε 9.000 ευρώ. Ο άνθρωπος βγήκε από το ιδιωτικό θεραπευτήριο και δεν είχε ούτε ένα χαρτί με οδηγίες διατροφής, δεν του δόθηκε τηλέφωνο επικοινωνίας σε περίπτωση ανάγκης και δεν είχε ενημερωθεί για την μετεγχειρητική πορεία .

Για να αναφερθώ και στον χώρο μου, στα περισσότερα νοσοκομεία οι ασθενείς ξεκινάνε θεραπεία με ινσουλίνη στην διάρκεια της νοσηλείας τους και την ημέρα που παίρνουν εξιτήριο, πληροφορούνται ότι πρέπει να την συνεχίσουν στο σπίτι.

Δεν ξέρουν πώς να κάνουν την ένεση, δεν τους έχουν δοθεί οδηγίες αντιμετώπισης υπογλυκαιμίας, διαιτολόγιο, αισθάνονται χαμένοι και κανείς δεν θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο γι αυτό.

Άλλο θέμα παρεξήγησης των δικαιωμάτων: Έχω προσωπική εμπειρία του πόσο φθοροποιό είναι να διαπληκτίζεσαι σχεδόν καθημερινά, με κάποιους οι οποίοι έρχονται στο Διαβητολογικό Κέντρο και ζητάνε να τους γράψουμε τα δισκία ή την ινσουλίνη, που αρχικά τους χορήγησε κάποιος άλλος γιατρός. Στο ερώτημα γιατί δεν πάτε εκεί που σας τα συνέστησαν, η απάντηση συνήθως είναι: «δεν με βολεύει, εσείς είσαστε πιο κοντά» ή «γιατί; εσείς δεν μπορείτε να μου τα γράψετε;».

Είναι αδύνατον να καταλάβουν, ή μάλλον αρνούνται να καταλάβουν, ότι το να συνταγογραφήσουμε κάποια φάρμακα αποτελεί ιατρική πράξη και δεν είναι δυνατόν να γράφουμε όποια συνταγή μας φέρνουν, χωρίς να έχουμε εικόνα σε ποιόν την δίνουμε και αν συμφωνούμε με την θεραπεία την οποία υπογράφουμε.

Αναφέρω αυτό το παράδειγμα γιατί πιστεύω ότι αποτελεί χαρακτηριστικό της νοοτροπίας που μας διέπει, δηλαδή του να κάνει «την δουλειά του τώρα» έστω κι αν αυτό είναι εις βάρους του (γιατί μπορεί να έχουν αλλάξει οι ανάγκες του). Αυτή η στάση δεν αφορά βεβαίως μόνο το χώρο της Υγείας.

Όμως όσο διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με όλα τα άλλα κακά (κατάσταση ασφαλιστικών ταμείων, έλλειψη πρωτοβάθμιας περίθαλψης, έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού, δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία) φοβάμαι ότι θα παραμείνουμε για πολλά χρόνια σε χαμηλή κατάταξη, μεταξύ των χωρών της Ευρώπης.

Η πρόσφατη εμπειρία μου, μου έδειξε ότι ούτε ο ιδιωτικός χώρος αποτελεί, τουλάχιστον σήμερα, ελκυστική εναλλακτική πρόταση.

Ο συγγενής μου, όπως και πολλοί άλλοι, δεν διαμαρτυρήθηκε, εκεί που έπρεπε, αλλά φοβήθηκε μήπως ενοχληθεί ο γιατρός του, αν διάβαζε το post που περιέγραφα την κατάσταση και μου ζήτησε να το κατεβάσω.

Μηπως λοιπόν πέρα από τά μύρια όσα κακά του συστήματος περίθαλψης στη χώρα μας, φταίμε και εμείς, ως ασθενείς, που δεν διεκδικούμε σωστά τα δικαιώματα μας, αλλά φροντίζουμε απλώς να βολευτούμε;

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 09, 2007

Να προχωρήσω;



Πριν από μερικές μέρες, ήρθε στο γραφείο μου μια νέα γυναίκα που εργάζεται στο λογιστήριο του νοσοκομείου. Είχε ζητήσει να με δει για «προσωπικό» θέμα και έδειχνε αμήχανη και σαν να είχε μετανιώσει που είχε έρθει.

Με αρκετή δυσκολία ξεκίνησε λέγοντας: «έχω γνωρίσει εδώ και μερικούς μήνες κάποιον νέο ο οποίος έχει από μικρό παιδί διαβήτη. Ήθελα να σας ρωτήσω να συνεχίσω μαζί του ή θα έχω προβλήματα στο μέλλον, τι πιθανότητες υπάρχουν, τώρα είναι 36 χρονών, σε δέκα χρόνια από τώρα να έχει σοβαρές επιπλοκές, μια και έχει ήδη 20 χρόνια διαβήτη;

Την στιγμή που ολοκλήρωνα την ερώτηση: εσύ τον αγαπάς; συνειδητοποίησα ότι αυτό που ρώταγα δεν είχε νόημα, γιατί αν ήταν ερωτευμένη, δεν θα έκανε αυτή τη συζήτηση μαζί μου. Η απάντηση της το επιβεβαίωσε, αλλά ταυτόχρονα μου έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα.

- Δεν πρόκειται για τρελό έρωτα, από τις δύο μεριές. Γνωριστήκαμε πριν από 6 μήνες, περνάμε πολύ καλά μαζί, ταιριάζουμε ερωτικά και ενδιαφέρεται πολύ ο ένας για τον άλλον. Μου είπε από την αρχή για το διαβήτη, πράγμα που εκτίμησα πάρα πολύ.

Δεν ζήταγε εγγύηση για το μέλλον, ήθελε να ξέρει τι πιθανότητες υπάρχουν όταν αυτή θα είναι 40 και ο άνδρας της 46 ετών και θα έχουν ένα ή δύο μικρά παιδιά, να αντιμετωπίζει μια δική του αρχόμενη νεφρική ανεπάρκεια ή την απειλή ενός καρδιαγγειακού επεισοδίου.

Την ρώτησα , αν σου έλεγα ότι έχει πολλές πιθανότητες να έχει κάποια επιπλοκή, θα διέκοπτες τώρα τη σχέση σου;

Η απάντηση της με ξαλάφρωσε «δεν νομίζω».

Η δική μου αίσθηση ήταν ότι τον αγαπούσε περισσότερο από ότι μου είχε δηλώσει, ότι είχε ήδη πάρει την απόφαση της αλλά, για να είναι εντάξει με τον εαυτό της, ήθελε να έχει και μια έγκυρη γνώμη.

Η παράθεση στατιστικών στοιχείων δεν βοηθάει καθόλου σε παρόμοιες περιπτώσεις, από την άλλη θεωρώ αντιδεοντολογικό να επηρεάσω κάποιον με προτροπές του τύπου «προχώρα όλα θα πάνε καλά» ή και το αντίθετο «καλύτερα μην μπλέξεις», άσε που δεν νομίζω ότι θα έχουν καθοριστική βαρύτητα, αλλά μπορεί να προκαλέσουν έντονη σύγχυση.

Πήρα πληροφορίες σχετικά με το πώς ο φίλος της, χειρίζεται το ζάχαρο του, με το αν έχει κάποιες επιπλοκές και τι έχουν συζητήσει γύρω από το θέμα. Μου είπε μάλιστα ότι θα ήθελαν να έρθουν και οι δύο να με δουν και να τον παρακολουθώ από και πέρα.

Της έδωσα μια ενθαρρυντική προοπτική, με δεδομένο ότι πρόκειται για κάποιον που έχει καλή ρύθμιση, άρα καταρχήν μπορεί κανείς να πιστεύει ότι , εφόσον δεν έχει κάνει σημαντικές επιπλοκές μέχρι τώρα, δεν θα έχει και στο μέλλον. Εστίασα περισσότερο σε αυτό που η ίδια φαίνεται να νοιώθει, ότι δηλαδή βρίσκεται με κάποιον που την καταλαβαίνει, νοιάζεται γι αυτήν (έχω την εντύπωση από τη σύντομη συζήτηση μας ότι αυτό είναι κάτι καινούργιο γι αυτήν) και που μέσα σε όλα τα άλλα έχει και διαβήτη. Της τόνισα ότι κανείς βεβαίως δεν μπορεί να πάρει απόφαση για λογαριασμό της και ότι όποια και να είναι η απόφαση της, να είναι δική της και όχι αποτέλεσμα πιέσεων από το περιβάλλον της.

Μέχρι πριν μερικά χρόνια, είχα «ξεκάθαρες αλήθειες» μέσα στο μυαλό μου, σχετικά με τους ασθενείς μου και την σχέση μου με αυτούς. Πίστευα ότι μπορούσα να σηκώνω μαζί τους το φορτίο του διαβήτη, ότι θα έπρεπε όλοι να μπορούν να κοινοποιούν το πρόβλημα της υγεία τους, άσχετα με το πόσο αποδεκτό θα γίνει αυτό από τους άλλους και πολλά άλλα παρόμοια.

Θέλω να πιστεύω ότι , μετά από δουλειά με τον εαυτό μου, έχω μια πιο ουσιαστική και ρεαλιστική εικόνα για το πόσο μπορώ να βοηθήσω.

Η επίσκεψη αυτής της γυναίκας, που ανήκει στην άλλη όχθη, όχι αυτή των ασθενών μου, μου έδειξε πόσο πολύπλοκη και πολυσήμαντη είναι η διαχείριση παρόμοιων καταστάσεων.

Γιατί πρέπει να πω ότι δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση στο τι θα της έλεγα αν επρόκειτο για τον ίδιο νέο άνδρα, με ήδη εγκαταστημένες επιπλοκές.

Γιατί το τι θα έλεγα σε αυτή τη γυναίκα , είναι απόλυτα συνδεδεμένο με το τι λέω στους νέους με διαβήτη τύπου1 που παρακολουθώ, και πόσο ειλικρινής και γνήσια είμαι μαζί τους. Όταν εκείνους τους ενθαρρύνω να προχωρούν, πώς θα μπορούσα να της πω το αντίθετο;


Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 03, 2007

Οι πληγωμένοι που πληγώνουν



Κάθε πρωί, για να πάω στο νοσοκομείο, περνάω με το αυτοκίνητο μου μπροστά από ένα οίκημα του ΟΚΑΝΑ στην Καποδιστρίου, λίγο πριν από την Σωκράτους. Βρίσκομαι εκεί γύρω στις 08.15. Κάθε μέρα βλέπω στην είσοδο του κτιρίου καμιά δεκαριά χρήστες. Άλλοι κάθονται στα σκαλιά, άλλοι γύρω από την είσοδο. Φαίνεται ότι δεν έχουν έρθει ακόμα οι υπεύθυνοι.

Δεν νομίζω ότι πρόκειται για μονάδα απεξάρτησης, γιατί είναι άτομα, άνδρες επί το πλείστον, σχετικά μεγάλης ηλικίας. Έχω σκεφθεί μήπως πρόκειται για κάποιον από τους σταθμούς χορήγησης μεθαδόνης, σε αυτούς που δεν υπάρχει ελπίς να απεξαρτηθούν. Τουλάχιστον να παίρνουν την υποκατάστατη ουσία νόμιμα.

Προχθές τους παρακολουθούσα όσην ώρα περίμενα μπροστά στο κόκκινο φανάρι. (Πάντα με σταματάει εκεί το κόκκινο). Ενώ συνήθως βλέπω αποστεωμένους μεσήλικες (μήπως φαίνονται πολύ μεγαλύτεροι λόγω της χρήσης;) με χαρακιές, πρησμένα χέρια, μακριά βρώμικα μαλλιά και ρούχα κουρέλια – χθες είδα και δύο πολύ νεότερα παιδιά.

Τράβηξαν την προσοχή μου όχι μόνο επειδή ήταν νεώτεροι από τους άλλους αλλά κυρίως γιατί ήταν όμορφα παιδιά.

Ένοιωσα μεγάλη θλίψη που τους είδα εκεί και μέχρι να φτάσω στο πάρκινγκ και μετά στο νοσοκομείο, σκεφτόμουνα αυτό που μου έρχεται πάντα στο νου σε ανάλογες περιπτώσεις : ότι αυτός ή αυτή, υπήρξε κάποτε παιδί για το οποίο κάποια μάνα έκανε όνειρα για το μέλλον του και τώρα είναι στην Ομόνοια με μισόκλειστα μάτια να ζητιανεύει για την επόμενη δόση.

Τι φταίει; Γιατί αυξήθηκε ο αριθμός των χρηστών τόσο πολύ; Τι θα μπορούσε να γίνει; Σίγουρα τα μέχρι τώρα προγράμματα ελάχιστα αποδίδουν… Μέχρι που έφτασα στο τμήμα μου.

Μετά από μερικές ώρες με φωνάξανε στο ΤΕΠ (Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών). Ήταν η ημέρα που ήμουν συντονίστρια εφημερίας και έπρεπε να ενημερωθώ σχετικά με την διάθεση των κρεβατιών του νοσοκομείου.

Στο ΤΕΠ γινότανε χαμός. Δύο ηλικιωμένοι με εγκεφαλικό, στο διπλανό κρεβάτι μια νέα γυναίκα με οξύ έμφραγμα (έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί κρεβάτι και να μεταφερθεί σε μονάδα) κάποιος άλλος με κωλικό βόγκαγε από τους πόνους και δεν ξέρω και τι άλλο υπήρχε.

Και μέσα σε όλα αυτά, ένας άνδρας γύρω στα 40 να φωνάζει και να βρίζει τους πάντες γιατί, όπως έλεγε: «τι μου κάνατε και ενώ περίμενα να την ‘ακούσω’ με καταστρέψατε!».

Τον είχανε βρει σωριασμένο αναίσθητο, λίγο παρακάτω, τον έφεραν στο Νοσοκομείο, του έγινε ένεση που μπλοκάρει τη δράση της ηρωίνης και τώρα έβριζε τους πάντες γιατί πήγε χαμένη η δόση του και δεν τον άφησαν στο χάσιμο του.

Δεν είναι μόνο που φώναζε και έβριζε, αλλά χτυπιόταν πάνω στο κρεβάτι και λόγω του ότι ήταν ακόμα υπό την επήρεια του ναρκωτικού, ή έπεφτε κάτω ή έπαιρνε φόρα και εκσφενδονιζόταν στον απέναντι τοίχο.

Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο αποσυντονίζονται όλοι όταν, από τη μια έχουν να αντιμετωπίσουν σοβαρά επείγοντα ιατρικά περιστατικά και από την άλλη πρέπει κάποιος να κρατάει τον άνθρωπο αυτόν για να μην χτυπήσει και ανοίξει το κεφάλι του.

Ας σημειωθεί ότι το νοσηλευτικό προσωπικό ούτε κατά διάνοια επαρκεί για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες του ΤΕΠ.

Όλη την ώρα που χρειάσθηκε να παραμείνω στα Επείγοντα, είχα αρχίσει να αγανακτώ με αυτόν τον άνθρωπο που δημιουργούσε πρόβλημα, δεν μας άφηνε να ασχοληθούμε με αυτούς που η αρρώστια τους βρήκε – δεν την έψαξαν!

Σκεπτόμουνα τι νόημα έχει να κάνουμε οτιδήποτε. Μόλις βγει, το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να κοιτάξει να εξασφαλίσει την επόμενη δόση του.

Πόσο εύκολο και ανώδυνο είναι να γίνονται τηλεοπτικές συζητήσεις με ευαισθησία κοινωνικού τύπου, για την «μάστιγα των ναρκωτικών» και το πρόβλημα όλων αυτών των «παιδιών».

Αισθανόμουνα ενοχές που έβλεπα τα πράγματα μέσα από αυτό το πρίσμα και ταυτόχρονα σκεπτόμουν: ας είχαμε την δυνατότητα να περιθάλψουμε και να φροντίσουμε τα περιστατικά που έχουμε τώρα εδώ μέσα… και θα βλέπαμε μετά πόση ευαισθησία απομένει για τον άλλον που φωνάζει στην νοσηλεύτρια: «μωρή σκρόφα τι μου έκανες»!

Ευτυχώς, δεν χρειάσθηκε να κάτσω για πολύ.

Το μεσημέρι, φεύγοντας πέρασα από τη Γερανίου. Ακουμπισμένο σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο ένα κορίτσι γύρω στα 20, με τρύπες και χαλκάδες στη μύτη, με σημάδια από παλιές κακοφορμισμένες ενέσεις στα χέρια, ντυμένο για να σηματοδοτήσει ανάλογα, κάνει πεζοδρόμιο, προφανώς για την εξασφάλιση της επόμενης δόσης.

Ένοιωσα πάλι μεγάλη λύπη. Θα ήθελα να μπορούσα κάτι να κάνω. Προσπέρασα ξέροντας πολύ καλά ότι το θέμα είναι τεράστιο και είναι αφελές να το βλέπει κανείς με κριτήρια καλού Σαμαρείτη.

Μου ήρθε βέβαια στο μυαλό ο τύπος του ΤΕΠ και κατέληξα με την σκέψη: «τι να πω; δεν ξέρω».

Τρίτη, Αυγούστου 21, 2007

'Οσα δεν λέγονται



Υπάρχουν μερικά πράγματα για τα οποία, στην σχέση γιατρού- ασθενούς, εμείς οι γιατροί ή μιλάμε πολύ δύσκολα, ή δεν τα λέμε με το όνομα τους. Παραδείγματα;

Η διερεύνηση της ύπαρξης στυτικής δυσλειτουργίας, επιπλοκή που μπορεί να εμφανισθεί μετά από μακροχρόνια ύπαρξη διαβήτη, συχνά παραμελείται, όχι λόγω άγνοιας αλλά από αμηχανία ή από φόβο μήπως υποβάλουμε στον ασθενή μας την ιδέα και του δημιουργήσουμε άγχος.
Πολλές φορές στην ερώτηση μας αν έχουν διαπιστώσει μείωση της στυτικής ικανότητας, δεχόμαστε σαν απάντηση την αγωνιώδη ερώτηση: « γιατί μπορεί να μου συμβεί; και αν ναι μετά από πόσα χρόνια διαβήτη;» Αυτό με τους νέους. Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας αισθάνονται αμήχανα ή και ότι θα έπρεπε να ντρέπονται που νοιώθουν σαν πρόβλημα την μειωμένη σεξουαλική δραστηριότητα τους.
Σπάνια θα αναφερθούν οι ίδιοι στο πρόβλημα αλλά νοιώθουν μεγάλη ανακούφιση αν το θίξει ο γιατρός και έτσι φανεί και κάποια προοπτική λύσης.
Μου φαίνεται παράξενο ότι σπάνια θίγεται το θέμα από την σύζυγο, σαν να θεωρεί ότι θα εκθέσει τον άντρα της. Μερικές φορές μοιάζει σαν να το έχει πάρει απόφαση, σκεπτόμενη ότι όταν οι άνθρωποι ζήσουν αρκετά χρόνια μαζί, δεν θα πρέπει να έχουν και απαιτήσεις για ερωτική ζωή.

Ένα άλλο θέμα είναι αυτό της παραπομπής του ασθενούς σε ψυχίατρο. Οι περισσότεροι γιατροί τον αναφέρουν σαν νευρολόγο ή ψυχολόγο, υιοθετώντας, με αυτό τον τρόπο, το στίγμα που υπάρχει σχετικά με το ψυχιατρικό νόσημα.
Σαν να επρόκειτο για την παραδοχή ότι, για να χρειάζεσαι ψυχιατρική βοήθεια, δεν σημαίνει ότι κάμφθηκαν οι προσαρμοστικοί μηχανισμοί σου, αλλά ότι έχεις χάσει την επαφή σου με την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια ψυχίατρο χρειάζονται όσοι δεν έχουν «σώας τας φρένας» άρα βγαίνουν εκτός κοινωνικής οργάνωσης.
Πολλοί είναι αυτοί που υποφέρουν και δεν αναζητούν βοήθεια λόγω αυτής της προκατάληψης. Πέρα όμως από τον οποιονδήποτε κοινωνικό στιγματισμό, πολλοί άνθρωποι θεωρούν την προσφυγή σε ψυχίατρο, προσωπική αποτυχία και ανικανότητα , η δε αναφορά σε ηρεμιστικό ή αντικαταθλιπτικό φάρμακο, συνοδεύεται με επιφώνημα του τύπου : «αποκλείεται, θα πάθω εξάρτηση».

Μακάρι να είχαν οι άνθρωποι παρόμοια αντίδραση σχετικά με το κάπνισμα , το φαγητό και το αλκοόλ.

Να άλλο ένα θέμα- ταμπού. Σπανιότατα θα σου πει με ειλικρίνεια κάποιος που πίνει συστηματικά, πόσο πίνει.
Αν μάλιστα επιμείνεις στο να καθορίσεις με ακρίβεια την ποσότητα, η απάντηση είναι : «μα προς Θεού δεν είμαι αλκοολικός, άμα βρεθούμε με την παρέα.» Συνήθως τη πληροφορία ότι βρίσκεται κάθε βράδυ με την παρέα και ότι γίνεται κατάχρηση σε κρασί, ούζα κ.τ.λ , την παίρνουμε από τη σύζυγο ή από κάποιο από τα παιδιά.
Σπάνια όμως αναφέρουμε και εμείς οι γιατροί τη λέξη αλκοολισμός , σαν να φοβόμαστε ότι θα προσβάλουμε τον ασθενή μας.

Τα παραδείγματα που ανέφερα μέχρι τώρα, αποτελούν μικρό δείγμα της αμήχανης και ανελεύθερης σχέσης που μπορεί να έχουμε με ορισμένους από τους ασθενείς μας.

Υπάρχουν και χώροι, όπως αυτός των σεξουαλικών προτιμήσεων, που μοιάζει να είναι ερμητικά κλειστοί και απροσπέλαστοι.
Οι μη ειδικοί με το θέμα γιατροί, δυσκολευόμαστε πολύ να πούμε στον ασθενή μας, που παραπονείται για καταβολή και απώλεια βάρους, ότι θα πρέπει να κάνει έλεγχο για AIDS, αν πιστεύουμε ότι μπορεί να έχει ομοφυλοφιλικές σχέσεις.
Γιατί;

Γιατί δυσκολευόμαστε, ακόμα και όταν δεν υιοθετούμε καμία από τις υπάρχουσες απόψεις σχετικά με τις σεξουαλικές προτιμήσεις των ανθρώπων, να τις διερευνήσουμε στη συζήτηση που κάνουμε με τον ασθενή μας;

Φαίνεται πως, η αμηχανία που μπορεί να προέρχεται αρχικά από τον ασθενή, διαιωνίζεται από τον θεραπευτή, ο οποίος ασυνείδητα την υιοθετεί .

Το πρόβλημα μου δεν έχει ακαδημαϊκή αξία.

Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ξέρω ότι έχω προσωπικά εμπλακεί στα θέματα που ανέφερα, με τρόπο φοβισμένο και ανελεύθερο, έτσι ώστε να μην βοηθήσω τον ασθενή μου εκεί που χρειαζόταν, υπερβαίνοντας αυτά τα ταμπού.
Θέλω να ελπίζω ότι στο μέλλον θα μπορέσω, με απόλυτο σεβασμό στα τόσο ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, να «ανοίξω εγώ την πόρτα».





Κυριακή, Αυγούστου 12, 2007

Ο Τρόμος του Αυγούστου




Αύγουστος σημαίνει άδεια ή σχεδόν άδεια, για να μην υπερβάλλουμε, Αθήνα. Σημαίνει ότι, όπως και όλοι οι άλλοι, το μεγαλύτερο ποσοστό των γιατρών βρίσκεται σε διακοπές.

Έχω από καιρό διαγνώσει την έντονη αγωνία που προβάλει στην ερώτηση των ασθενών μου: «θα λείψετε πολύ για καλοκαίρι;» ή στο: «αν χρειασθούμε κάτι, που θα σας βρούμε;».

Όταν είσαι στο ΕΣΥ όχι μόνο δεν είσαι υποχρεωμένος να δώσεις προσωπικά τηλέφωνα, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ύποπτο για άγρα πελατείας το να μοιράζεις το κινητό σου ή τηλέφωνο σπιτιού.

Νομίζω ότι η αγωνία αυτή των ανθρώπων με χρόνιο πρόβλημα υγείας, εκφράζει την δυσπιστία που έχουν απέναντι στο σύστημα υγείας της χώρας μας.

Γιατί βέβαια δεν κλείνει το νοσοκομείο, υπάρχει κάποιος γιατρός, όσο λείπω εγώ.

Όμως αυτό ελάχιστα τους καθησυχάζει, όπως και όταν τους προτείνω να καλέσουν το ΕΚΑΒ για να τους μεταφέρει σε εφημερεύον νοσοκομείο, αν προκύψει κάτι βραδινή ώρα.

Όταν πήγα να κάνω Διαβητολογία, αρκετά χρόνια πριν στην Αγγλία, ο Διευθυντής της κλινικής, μου είπε ότι μετά από ένα μήνα παρακολούθησης του τρόπου εργασίας στο τμήμα, θα μπορούσα να εξετάζω και εγώ ασθενείς.

Την πρώτη ημέρα που ξεκίνησα φανταζόμουνα την δυσφορία των Άγγλων ασθενών, που συνήθως πήγαιναν σε κάποιον από τους Εγγλέζους γιατρούς – και τώρα τους έστελναν σε μένα.

Στο διάστημα που εργάστηκα στο King’s College Hospital, δεν εισέπραξα ποτέ παρόμοιο συναίσθημα.

Οι ασθενείς, προφανώς, πίστευαν ότι για να είμαι εκεί και να μου αναθέτουν να εξετάζω, σημαίνει ότι είμαι ικανή να το κάνω.

Διαβάζω, σχεδόν πια σε καθημερινή βάση, για την ταλαιπωρία του κόσμου στα νοσοκομεία, για την έλλειψη ιατρικής υποδομής στα νησιά, για τις καθυστερήσεις του ΕΚΑΒ, όταν καλείται για διακομιδή, κ.τ.λ.

Έτσι είναι τα πράγματα. Δεν γίνεται βέβαια αναφορά, στο ότι το ΕΣΥ στελεχώνεται πλέον με «κουρασμένους» γιατρούς, που καλούνται στα 60+ να κάνουν 24ωρη εφημερία, κάτω από τριτοκοσμικές συνθήκες. Η έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού, έχει φτάσει στα περισσότερα νοσοκομεία, σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να κλείνουν ολόκληρες πτέρυγες για να βγει το πρόγραμμα με τις βάρδιες.

Θα μπορούσα να γράφω σελίδες με ιστορίες, μερικές μοιάζουν με ανέκδοτα, για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούνται να εργασθούν οι γιατροί του ΕΣΥ.

Αυτό που θέλω να επισημάνω εδώ, είναι ότι η σχέση Γιατρού-Ασθενούς, που όπως έχω ήδη γράψει, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο, στην θεραπευτική αντιμετώπιση κάθε νοσήματος, είναι πάρα πολύ δύσκολο να διαμορφωθεί με αυτές τις αντικειμενικές συνθήκες.

Σκέφτομαι με δέος το Φθινόπωρο, που θα αρχίσει ο κόσμος να τηλεφωνεί για να κλείσει ραντεβού και θα πρέπει να απαντάμε: «δεν μπορούμε να δεχθούμε άλλους ασθενείς.»

- Εμείς τι θα κάνουμε; Έστω μετά από 2-3 μήνες δεν μπορείτε να μας δεχθείτε;

Εκνευρισμός, απειλές του τύπου «θα φέρουμε τα κανάλια!». Μακάρι να το έκαναν μήπως και μας διορίσουν και άλλους γιατρούς ή μας δώσουν και περισσότερο χώρο.

Όμως όλη αυτή η διαδικασία έχει ένα τεράστιο ψυχικό κόστος και δημιουργεί μια ατμόσφαιρα έντασης, που κάθε άλλο βοηθάει στην κατανόηση και επίλυση των προβλημάτων που έχουν οι ασθενείς μας.

Πώς μπορεί ο καθένας μας, να διατηρήσει την ευαισθησία του και μια ήρεμη προσέγγιση στον ασθενή ο οποίος έρχεται πνιγμένος από το άγχος που του προκαλεί το πρόβλημα της υγείας του, όταν έχει προηγηθεί καυγάς με κάποιους άλλους, λίγο πριν;

Συμμερίζομαι απόλυτα την αγωνία των ανθρώπων σχετικά με το πού να απευθυνθούν για την έκτακτη ανάγκη. Ο ιδιωτικός τομέας, δεν λειτουργεί σαν σύνολο, αλλά σαν μικρά «μαγαζάκια» με αποτέλεσμα πέρα από το μεγάλο οικονομικό κόστος, να μην προσφέρει ολοκληρωμένη θεραπευτική προσέγγιση.

Όμως όσο αυτή η αγωνία και η ανασφάλεια, στρέφεται εναντίον των γιατρών και μόνο, τα πράγματα όχι μόνο δεν θα βελτιωθούν αλλά θα γίνουν, πολύ χειρότερα για τους ασθενείς μας.









Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2007

Καταναλωτική Ιατρική



Τα τελευταία 3-4 χρόνια, μετά από μια περίοδο σχετικής αδράνειας, κυκλοφόρησαν , πρώτα στις ΗΠΑ και μετά στην Ευρώπη, νέα σκευάσματα και τεχνολογικά βοηθήματα για το διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2.

Τα περισσότερα κυκλοφορούν από μερικούς μήνες και στην Ελλάδα, άλλα πρόκειται να έρθουν στις αρχές φθινοπώρου.

Όπως είναι φυσικό, οι άνθρωποι που έχουν χρόνιο νόσημα, επενδύουν πολλές ελπίδες σε κάθε κυκλοφορία νέου σκευάσματος, αναζητώντας αν όχι απόλυτα τη λύση του προβλήματος, τουλάχιστον τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.

Αυτό ακούγεται αυτονόητο και δεν θα υπήρχε θέμα προς συζήτηση, αν τα πράγματα στην πράξη ήταν τόσο απλά.

Αν δηλαδή , ίσχυε στην Ιατρική η εξίσωση: καθετί το καινούργιο είναι αποτελεσματικότερο και καλύτερο, τότε πράγματι θα δικαιολογείτο η αγωνία για την απόκτηση του.

Όταν όμως ακούω τους ασθενείς μου να με ρωτάνε : «κάποιος γνωστός μου παίρνει κάτι καινούργια φάρμακα, που είναι και πολύ ακριβά, εγώ γιατί να μην αλλάξω;» σκέφτομαι ότι ένα από τα αποτελεσματικότερα ιατρικά σκευάσματα είναι η ασπιρίνη, φάρμακο εκατό ετών και πάμφθηνο.

Αυτό που συμβαίνει όμως, τουλάχιστον στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, αναφορικά με διάφορα φάρμακα είναι ότι αναγγέλλεται η κυκλοφορία τους από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, πολλές φορές πριν καν ενημερωθούν οι γιατροί.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη κυκλοφορία της εισπνεόμενης ινσουλίνης: άκουσα ότι θα κυκλοφορούσε στην Ελλάδα στις επόμενες ημέρες και αυτό ήταν στην αρχή σε κεντρικό δελτίο ειδήσεων!

Ο τρόπος που παρουσιάζονται τα νέα ιατρικά σκευάσματα, έχει τον χαρακτήρα καταναλωτικού προϊόντος. Σαν να πρόκειται για κάτι που έρχεται να λύσει το πρόβλημα διαβήτης, χωρίς αναφορά σε ενδεχόμενες παρενέργειες , δεν γίνεται διαχωρισμός σε ποιους έχει ένδειξη η χορήγηση του συγκεκριμένου σκευάσματος και τέλος δεν αναφέρεται το κόστος της θεραπείας σε σχέση με της ήδη υπάρχουσες.

Σε αυτή τη χώρα δεν νομίζω να απασχόλησε σοβαρά τον ιατρικό κόσμο η τιμή του φαρμάκου που επιλέγει ο γιατρός να συνταγογραφήσει, σε σχέση με αντίστοιχα εξίσου αποτελεσματικά, αλλά πολύ φθηνότερα.

Οι ασφαλισμένοι, αισθάνονται και δικαίως, ότι έχουν καταβάλει υψηλότατες εισφορές στο ταμείο τους και ως εκ τούτου δικαιούνται να έχουν την καλύτερη δυνατή περίθαλψη. Παραμένει βέβαια τεράστιο θέμα το ότι στο Νοσοκομείο συνταγογραφούμε καθημερινά σε βιβλιάρια ασφαλισμένων του ΟΓΑ που είναι χρόνια τώρα μόνιμοι κάτοικοι περιοχής Πατησίων ή Κυψέλης, καθώς και σε βιβλιάρια Κοινωνικής Πρόνοιας σε άτομα που εργάζονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Όμως δεν θα πρέπει κάποτε να μας απασχολήσει και το θέμα του κόστους για το κοινωνικό σύνολο;
Δεν έχει άραγε καμία σημασία το ότι η μια μονάδα εισπνεόμενης ινσουλίνης κοστίζει 0.18 λεπτά ενώ η ήδη υπάρχουσα 0.03 – χωρίς να υπερτερεί η εισπνεόμενη σε τίποτα σε σχέση με την υποδόρια.

Πόσο θα εμπιστευθεί ο ασθενής τον γιατρό του, αν αυτός αναφερθεί σε θέμα κόστους του φαρμάκου;

Στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης, έχουν τεράστιο μερίδιο αγοράς τα λεγόμενα ισοδύναμα φάρμακα (generics). Πρόκειται για σκευάσματα των οποίων έχει λήξει η πατέντα, και παρασκευάζονται ισοδύναμα αυτών από άλλες φαρμακευτικές εταιρείες.

Δεδομένου ότι αυτές δεν έχουν το αρχικό κόστος έρευνας και εξέλιξης του προϊόντος , (όπως η εταιρεία που το παρασκεύασε για πρώτη φορά) μπορούν να το διαθέτουν σε πολύ οικονομικότερη τιμή.

Στην Ελλάδα το κράτος δεν προωθεί αυτά τα προϊόντα – πράγμα που χωρίς ζημιά για τον ασθενή θα μείωνε το κόστος της περίθαλψης. Δεν αναφέρομαι βέβαια στα παλιότερα λεγόμενα «φασόν» (απομιμήσεις) που δεν έχουν περάσει από αυστηρό έλεγχο για επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας τους.

Όμως το θέμα μου δεν αφορά τα οικονομικά της Υγείας. Αυτό που με απασχολεί, σαν θεραπευτή, είναι το ότι σε μερικά από τα νέα σε κυκλοφορία σκευάσματα, μετά από χορήγηση σε μεγάλους πληθυσμούς ασθενών, παρατηρούνται παρενέργειες , πέραν από τις ήδη γνωστές και αναμενόμενες.

Και βρίσκεται κανείς να παρακολουθεί, αμήχανα, πολλές φορές πάλι μέσω τηλεοράσεως, την αναφορά σε σοβαρές παρενέργειες, για φάρμακα πολλά υποσχόμενα που αναγγέλθηκαν και διαφημίστηκαν με στόμφο.

Από την άλλη μεριά δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς μερικά χρόνια πριν συνταγογραφήσει κάποιο σκεύασμα που είναι προϊόν πολύ προχωρημένης έρευνας, με τη σκέψη του «άσε καλύτερα να δοκιμασθεί πρώτα». Κάτι τέτοιο μπορεί να στερήσει τους ασθενείς τη δυνατότητα έγκαιρης πρόσβασης σε αποτελεσματικές θεραπείες.

Η μόνη λύση, στο παραπάνω δίλημμα είναι η συνεχής και από πολλές διαφορετικές πηγές, επιστημονική ενημέρωση. Η παρακολούθηση της κριτικής που ασκείται από τους ερευνητές σε διάφορα έγκυρα ιατρικά περιοδικά, καθώς και ο διάλογος που υπάρχει σχετικά με τις κατηγορίες των υπό συζήτηση φαρμάκων.

Πάνω από όλα να μπορεί κανείς ο γιατρός να μην υποκύπτει στην πίεση που εξασκεί ο ασθενής για πρόσβαση στο οποιοδήποτε νέο σκεύασμα (ή τεχνολογικό μέσο) που άκουσε στην τηλεόραση.

Η ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη όλων μας για εξέλιξη και στην ευθύνη που έχουμε σαν γιατροί απέναντι στους ασθενείς μας, μοιάζει να γίνεται τα τελευταία χρόνια όλο και πιο δύσκολη.

Κυριακή, Ιουλίου 01, 2007

+ Κατερίνα Κουλουρίδου

Καλό μήνα σε όλους! Επανέρχομαι μετά από αρκετό καιρό. Οι λόγοι της απουσίας: πολλές επιστημονικές εκδηλώσεις αυτή την περίοδο, συνεπώς η προετοιμασία δεν αφήνει χρόνο για blogging.

Υπάρχει παράλληλα και η αίσθηση ότι δεν φύτρωσε, από αυτή την διαδικασία, γόνιμος διάλογος με αυτούς που τους αφορά άμεσα το θέμα διαβήτης.

Επαναλαμβανόμενοι μονόλογοι, κυρίως από ανθρώπους που «διδάσκουν» με πολύ καλή πρόθεση, αλλά έξω από τον χορό.

Διερωτώμαι αν, η μη κατάθεση οιασδήποτε προσωπικής εμπειρίας, σε αντιδιαστολή με την κατήχηση, δεν λειτουργεί ανασταλτικά γι αυτούς που ζουν με το πρόβλημα διαβήτης.

Μπορώ να φανταστώ κάποιον νέο να λέει, διαβάζοντας τα κείμενά μου και ορισμένα σχόλια: «καλά εντάξει, αυτά ακούμε τόσα χρόνια, πέστε τα για άλλη μια φορά μόνοι σας».

Τείνω να συμφωνήσω ότι θα έχει δίκιο.

Επανέρχομαι όμως, γιατί όπως έγραψα και στο πρώτο μου ποστ, θέλω να επικοινωνήσω με αυτό τον κόσμο και έξω από το χώρο του Νοσοκομείου και, κυρίως, (πράγμα που το βλέπω πολύ δύσκολο), να δημιουργήσω μια εστία όπου άτομα με χρόνιο νόσημα θα ανταλλάσσουν απόψεις και εμπειρίες.

Στο μήνα που πέρασε συνέβη κάτι τραγικό για το χώρο του διαβήτη στην Ελλάδα.

Έφυγε από την ζωή η Κατερίνα Κουλουρίδου, Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Ατόμων με Διαβήτη.

Την Κατερίνα την ήξερα καλά, με είχε χρήσει σύμβουλο επί ιατρικών θεμάτων της Ομοσπονδίας, έτσι ώστε να παρίσταμαι και να βοηθάω όταν χρειαζόταν να διεκδικήσει κάτι για τα συμφέροντα των ατόμων με διαβήτη.

Με διαβήτη τύπου 1 η ίδια, έδωσε με επιμονή και συνέπεια σημαντικούς αγώνες έτσι ώστε να ενημερωθεί η κοινωνία μας σχετικά με το τι σημαίνει διαβήτης, να αποκτήσουν τα άτομα με διαβήτη καλύτερες παροχές σε υλικά που συμβάλουν καθοριστικά στην ρύθμιση του ζαχάρου.

Ήταν η μόνη που ασκούσε έλεγχο στο που διατίθενται τα όποια κονδύλια για την αντιμετώπιση του διαβήτη. Ευνόητο είναι ότι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δεχθεί πόλεμο, πράγμα που δεν την πτοούσε καθόλου, αντιθέτως την ωθούσε στο να παλεύει για την συμμετοχή της στα όργανα λήψεως αποφάσεων τα σχετικά με τα άτομα με ειδικές ανάγκες και ειδικότερα με διαβήτη.

Δημιούργησε το περιοδικό Γλυκειά Ζωή, ένα πολύ ζωντανό και μαχητικό έντυπο, που διανέμεται δωρεάν σε χιλιάδες άτομα με διαβήτη. Τα τελευταία χρόνια το περιοδικό πήρε άλλη διάσταση, τόσο στη θεματολογία όσο και στην εμφάνιση, μετά από την ανάληψη της ευθύνης για την σύνταξη του, από τον Νίκο Φιλίππου.

Είχα συμμετάσχει μαζί της σε εκστρατείες ενημέρωσης και επιμόρφωσης, σε θέματα σχετικά με το διαβήτη, από το Διδυμότειχο μέχρι την Κρήτη.

Κάθε φορά με εντυπωσίαζε ο ενθουσιασμός της και η μαχητικότητα της προκειμένου να εξασφαλίσει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους, μέσω της υποστήριξης των φαρμακευτικών εταιριών.

Η Κατερίνα σε ηλικία 52 ετών πριν 10 μέρες «προσεκομίσθη νεκρή» στο ΚΑΤ – και αυτό που με τρελαίνει είναι ότι δεν ξέρουμε ακριβώς την αιτία θανάτου.

Το ιατροδικαστικό πιστοποιητικό έγραφε « πνευμονικό οίδημα» αλλά ξέρουμε ότι αυτό αποτελεί (εκτός αν κάνει κανείς χρήση ναρκωτικών ουσιών) διάγνωση αμηχανίας, όταν δεν υπάρχουν άλλα ευρήματα.

Τα πιο φοβερό όμως είναι ότι υπάρχει έντονα η υποψία, βλέποντας τις τιμές στον μετρητή ζαχάρου που είχε, ότι μπορεί να κατέληξε λόγω διαβητικής οξέωσης, με άλλα λόγια, από πολύ υψηλό ζάχαρο ή από κάποια επιπλοκή που προήλθε από το γεγονός ότι ήταν για δύο 24ωρα με ιδιαίτερα υψηλές τιμές ζαχάρου.

Η Πρόεδρος των ατόμων με διαβήτη!

Τι να σημαίνει αυτό; Ότι δεν φτάνει μόνο να έχει κανείς γνώσεις (η Κατερίνα ήξερε από διαβήτη) χρειάζεται και κάτι ακόμα ώστε να κινητοποιηθείς για να τις εφαρμόσεις ή να ζητήσεις βοήθεια.

Οι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος μπορεί να υπερεκτιμήσουν τις ικανότητες κάποιου και να μην δράσουν ανάλογα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχαν αρκετοί γύρω της που δεν αξιολόγησαν το ότι κοιμότανε μέχρι τις 11 το πρωί, πράγμα ασυνήθιστο γι αυτήν.

Οι άνθρωποι που έχουν σημαντική θέση σε κάποιο χώρο, τις περισσότερες φορές, δεν αναθέτουν το πρόβλημά τους σε κανένα – και κανείς δεν τολμά να επέμβει. Αποτέλεσμα να μην έχουν ούτε τη στοιχειώδη ιατρική φροντίδα, που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι, (κάτι παρόμοιο φαίνεται ότι συνέβη και με τον Αρχιεπίσκοπο).

Η απώλεια για τον χώρο των ατόμων με διαβήτη είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ μεγάλη. Δεν πρόκειται απλώς για κάποια πρόεδρο που έφυγε και στην θέση της θα εκλεγεί κάποιος άλλος για να συνεχίσει το έργο. (Αυτό ελπίζω και πιστεύω ότι θα γίνει). Πρόκειται για ένα άτομο που δημιούργησε και έστησε θεσμούς – από το μηδέν.

Η Κατερίνα Κουλουρίδου ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος, ο οποίος ήξερε να διεκδικεί αποτελεσματικά αυτό που η ίδια αποκαλούσε αυτονόητο, αλλά που στο τόπο μας κάθε άλλο παρά αυτονόητο είναι.

Δευτέρα, Ιουνίου 04, 2007

Γερνάμε με χάρη;


Πριν από μερικές ημέρες πρότεινα, σε κυρία ηλικίας 75 ετών, να αρχίσει ινσουλίνη, σαν μόνο τρόπο για να ρυθμίσει το ζάχαρο της.

Της εξήγησα ότι επειδή έχει διαβήτη πάνω από 10 χρόνια έχουν εξαντληθεί τα δικά της αποθέματα σε ινσουλίνη, το ζάχαρο της είναι σταθερά υψηλό εδώ και αρκετό καιρό και θα μπορούσε να βοηθηθεί κάνοντας μια ένεση την ημέρα, σε συνδυασμό με τα χάπια.

Η αντίδραση τόσο από την ίδια όσο και την κόρη που την συνόδευε, ήταν αστραπιαία: «Θα πρέπει να τρυπιέται για όλη της τη ζωή;»

Τους είπα ότι οι ενέσεις ινσουλίνης δεν έχουν σχέση με τις άλλες, δεν πονάνε καθόλου και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι πιθανότητες για ζωή σε καλή κατάσταση, αυξάνονται αν ρυθμιστεί ο διαβήτης.

Η απάντηση σε αυτό ήταν: «Δεν έχει βρει ακόμα τίποτα η Επιστήμη;»

Σκέφτηκα ότι η συνέχιση του διαλόγου σε αυτή τη βάση δεν θα οδηγούσε πουθενά.

Δεν θεωρούσαν την ανακάλυψη της ινσουλίνης επιστημονική πρόοδο, θεωρούσαν ότι στα 75 του κάποιος είναι κρίμα να ταλαιπωρείται, έστω και με ένα ανώδυνο τρύπημα την ημέρα και εξέπεμπαν δυσαρέσκεια προς εμένα, που τους πρότεινα την ινσουλίνη και δεν είχα καταφέρει, σαν εκπρόσωπος της Επιστήμης, να βρω κάτι καλύτερο.

Η κυρία που περιέγραψα δεν είναι μια γραφική εξαίρεση. Αν όχι ο κανόνας, πάντως οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται πάρα πολύ να αποδεχθούν ότι με την ηλικία έρχονται και τα νοσήματα φθοράς.

«Μα γιατί να με πονάνε τα γόνατα;» συχνά επαναλαμβανόμενο παράπονο. Το ότι αυτά τα γόνατα κουβαλάνε επί 40 χρόνια γύρω στα 80 κιλά βάρος, δεν μετράει.

Καθημερινή κατανάλωση βιταμινών και τονωτικών για να μην νοιώθουν κουρασμένοι έστω και μετά τα 80.

Μπορεί να μου πει κανείς: «Μα γιατί σε εκπλήσσει αυτό, δεν είναι ανθρώπινο και φυσικό να μην θέλει κανείς να συμφιλιωθεί με τα γηρατειά και την αρρώστια;
Δεν είναι μοιρολατρία να παραιτηθείς από το να διεκδικείς συνεχή βελτίωση της κατάστασης σου;»

Ε λοιπόν εγώ πιστεύω ότι ισχύει το αντίθετο! Αν δεν έχεις την «σοφία» να αποδεχθείς τους περιορισμούς που σου θέτει το σώμα σου, λόγω ηλικίας ή κάποιας άλλης κατάστασης, αν δεν μπορείς να «ακούς» τα μηνύματα που σου στέλνει κάθε μέλος του σώματος σου, τότε θα βρίσκεσαι σε συνεχή κατάσταση διαμαρτυρίας και γκρίνιας, αδύναμος να χαρείς αυτά που μπορείς να κάνεις.

Έχω την εντύπωση ότι η κατάσταση είναι χειρότερη στις γυναίκες από ότι στους άνδρες.

Οι περισσότερες, δύο τρία χρόνια αφότου μπουν στην εμμηνόπαυση, χάνουν το ανθρώπινο σχήμα. Αυτή καθεαυτή η εμμηνόπαυση συνεπάγεται μείωση του μεταβολισμού, αύξηση του σωματικού βάρους κατά 5-10 κιλά και ανακατανομή του λίπους (κοιλιακή παχυσαρκία, αύξηση στήθους μείωση της μάζας στα άκρα).

Πως αντιδρά η πλειοψηφία των Ελληνίδων σε αυτό;

Αντί να αρχίσει οποιαδήποτε μορφής άσκηση, να προσέξει ιδιαίτερα το διαιτολόγιο της, να φροντίσει το σώμα της πριν εμφανισθεί η υπέρταση, το ζάχαρο ή η οστεοπόρωση, δεν κάνει τίποτα για μια πενταετία και όταν αυτά προκύψουν, αρχίσει το αναθεμάτισμα.

Μου κάνει εντύπωση όταν ακούω στα συνέδρια στο εξωτερικό, τις Αγγλίδες ή Γερμανίδες συναδέλφους να συζητάνε μεταξύ τους για τις επιδόσεις που έχουν στα σπορ που κάνουν. Οι δικές μου συνήθως απαριθμούν τα προβλήματα υγείας, τα δικά τους ή της οικογένειάς τους.

Δεν θα πείραζε καθόλου να μπορούσαμε να γεράσουμε χωρίς καμία συνέπεια στις δυνάμεις μας, στο κορμί μας στο μυαλό μας, εξάλλου ο καθένας μας έχει διαφορετικές αντοχές.

Μακάρι στο μέλλον να μπορεί να αντικατασταθεί με τρόπο μηχανικό ή βιοτεχνολογικό, κάθε όργανο που παρουσιάζει φθορά.

Όμως έως ότου επιτευχθεί κάτι τέτοιο, μήπως θα είχε πιο θετική επίδραση η αποδοχή του γεγονότος ότι όσο γερνάμε αυξάνονται οι πιθανότητες να παρουσιάσουμε τα λεγόμενα νοσήματα φθοράς και το ενδεχόμενο να εμφανίσουμε κάποια σοβαρή πάθηση;

Αλλιώς εκτός από την φθορά της ηλικίας θα υποστούμε και την φθορά της μεμψιμοιρίας και δεν θα χαρούμε ακόμα και αυτά που θα μπορούσαμε

Έχω δε την εντύπωση ότι όσο λιγότερο ασχολούμεθα εμείς με τους γέροντες μας τόσο περισσότερο απαιτούμε από την Επιστήμη να τους απαλλάξει από τα προβλήματα υγείας που έχουν, έτσι ώστε να μην τα φορτωνόμαστε και εμείς.

Ανάμεσα στην παραίτηση του: «τι τα θέλεις πια, γεράσαμε» και την απαίτηση: «δεν υπάρχει τονωτικό για να μην νοιώθω κουρασμένος;» (έστω και στα 80+) υπάρχει μια τρίτη στάση ζωής. Αυτή που δίνει δύναμη να πάμε κόντρα στην φθορά ενσωματώνοντας τις απώλειες.



Σάββατο, Μαΐου 19, 2007

Οταν η σχέση βαλτώσει



Πριν από δύο ημέρες, στο ιατρείο που κάνω για παιδιά και νέους, ήρθε ο Νίκος.

Ο Νίκος είναι γύρω στα τριάντα, έχει διαβήτη από 14 ετών και εγώ τον βλέπω τα τελευταία 5 χρόνια.

Δεν έχω προσωπική εικόνα του πώς ήταν τα πράγματα πιο παλαιά, εκείνο που ξέρω είναι ότι τα τελευταία 2-3 χρόνια, όταν έρχεται στο Κέντρο (πάντα τυπικός στα ραντεβού του) γίνεται σχεδόν κάθε φορά ο ίδιος διάλογος:

- Τι κάνεις, πώς είσαι Νίκο;
- Καλά είμαι, όπως πάντα, δουλειά πολλή, ξέρετε πως είναι τα πράγματα (εργάζεται ως ταπετσιέρης).
- Μήπως αυτή τη φορά άρχισες να ελέγχεις το ζάχαρο σου;
- Σπάνια, μια φορά την εβδομάδα….. Δεν αρκεί ε; Τι ζάχαρο είχα σήμερα, πόσο βγήκε η γλυκοζυλιωμένη;
- Είναι και τα δύο ψηλά Νίκο, πώς να πέσει το ζάχαρο όταν δεν κάνεις δίαιτα και δεν έχεις και ιδέα του που κυμαίνονται οι τιμές σου.
- Δίκιο έχετε, τα έχουμε πει τόσες φορές άλλωστε! Θα προσπαθήσω πάντως να προσέχω περισσότερο.

Ο διάλογος δεν τελειώνει εδώ, αλλά δεν έχει νόημα μια εκτενέστερη περιγραφή. Ο λόγος που το αναφέρω είναι γιατί ο Νίκος είναι ιδιαίτερα φιλικός, δείχνει να αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο της συμπεριφοράς του ως προς τη ρύθμιση του διαβήτη του, είναι έτοιμος να προσπαθήσει, αλλά δύο χρόνια τώρα, ίσως και παραπάνω, έχουμε μια από τα ίδια.

Δεν έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν δυνατότητες για μια πιο εις βάθος συζήτηση. Η προσπάθεια διερεύνησης του γιατί δεν κάνει τίποτε περισσότερο από τα άκρως απαραίτητα, αρχίζει και τελειώνει με κάτι σαν «ναι μωρέ αλλά τελικά μπλέκω με τη δουλειά, ή με την παρέα και εντάξει δεν γίνεται τίποτα».

Όπως ήδη ανέφερα είναι τυπικότατος στα ραντεβού στο Ιατρείο, στο να κάνει τις γενικές εξετάσεις όταν αυτό του ζητηθεί ή έστω και με καθυστέρηση, στο να πάει στον οφθαλμίατρο για έλεγχο.

Προχθές, μου πέρασε η ιδέα ότι, με το να έρχεται σε μένα κάθε τρεις μήνες, μπορεί γι αυτόν να σημαίνει, ότι δεν θα πάθει τίποτε, μια και παρακολουθείται τακτικά από διαβητολόγο, έστω και αν αυτός δεν κάνει τίποτα.

Κάτι ανάλογο με αυτό που πιστεύουν ορισμένοι δήθεν θρησκευόμενοι, ότι δηλαδή αν εξομολογηθείς σε παπά την αμαρτία πού έκανες, αυτή παραγράφεται, είναι σαν να μην έγινε.

Μπορεί και εγώ να συντηρώ αυτή την πεποίθηση με την κατανόηση και την ανεκτικότητα μου.

Γιατί άσχετα αν κάθε φορά επαναλαμβάνω το ότι δεν θα έπρεπε να πίνει 4 μπύρες σχεδόν κάθε μέρα, το ότι δεν μπορεί να ρυθμισθεί το ζάχαρο αν το μετράει μια φορά την εβδομάδα και ότι είναι επικίνδυνο να περιφέρεται με το μηχανάκι του, χωρίς να έχει ιδέα αν έχει υπογλυκαιμία ή όχι, συνεχίζω και τον βλέπω κάθε τρεις μήνες.

Έτσι την τελευταία φορά , όταν φεύγοντας με χαιρέτησε με το συνηθισμένο άνετο, εγκάρδιο χαμόγελο, λέγοντας : «θα είσαστε εδώ τον Αύγουστο για να κλείσω ραντεβού;» επιστράτευσα τη δύναμη μου και με ήπιο αλλά σταθερό τόνο, του είπα: «δεν νομίζω ότι έχει νόημα να ξαναέρθεις, δεν βλέπω να μπορώ να σε βοηθήσω , θα ήταν καλύτερα να έβλεπες κάποιον άλλον που θα είχε καλύτερα αποτελέσματα».

Δεν το έκανα για να εκβιάσω την κατάσταση, δεν ένοιωθα ότι με κούρασε ούτε ότι με θύμωνε η στάση του. Πίστευα ότι έπρεπε , εγώ τουλάχιστον, να έχω το θάρρος να αναγνωρίσω την αποτυχία αυτής της θεραπευτικής σχέσης.

Η σχέση γιατρού-ασθενούς δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε μπορεί να θεωρηθεί επιτυχής με κριτήριο το αν και οι δύο νοιώθουν άνετα μέσα σε αυτήν. Όλα αυτά είναι επιθυμητά , αλλά αν η κατάσταση υγείας του ασθενούς δεν βελτιώνεται ή, όπως στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει ρύθμιση του σακχάρου, η σχέση είναι αναποτελεσματική .

Η έκπληξη του Νίκου ήταν αναμενόμενη. Άσχετα με το τι θα έλεγα ή θα εξηγούσα εγώ, αυτός εισέπραττε απόρριψη.

«Έχετε δίκιο δεν κάνω τίποτα…..» δεν τον άφησα να ολοκληρώσει γιατί δεν ήθελα να κάτσει πάνω στην ερμηνεία, του «με βαρέθηκε γιατί δεν είμαι σωστός».

Άλλωστε δεν πρόκειται για αυτό, νομίζω ότι και εγώ με την ανεκτικότητα μου και την οποιαδήποτε κατανόηση του έχω δείξει, δεν τον βοηθάω στο να μπει σε ένα πρόγραμμα πειθαρχίας, ανάλογο με αυτό που έχει στην δουλειά του.

Παρά το ότι λογικά είμαι πεπεισμένη ότι έκανα τη σωστή κίνηση, αισθάνομαι σαν «να του την έφερα» και να τον άφησα ξεκρέμαστο.

Του είπα ότι θα του συστήσω σε ποιον συνάδελφο να πάει, ότι μπορεί να έρχεται να μας βλέπει όποτε θέλει κ.τ.λ.

Ο Νίκος δεν είναι μέσα στους νέους με τους οποίους έχω εγκαταστήσει κάποια πιο ουσιαστική σχέση. Η κατάλυση της θεραπευτικής μας επικοινωνίας, από αυτή την πρωτοβουλία μου, ήταν για μένα η αρχή ενός δύσκολου προβληματισμού, σχετικά με το αν, πότε και πως πρέπει να αφήνεις τον άλλον, (όταν αυτός είναι ο ασθενής σου).

Το ότι διαπιστώνεις ή υποθέτεις, ότι η πολύ καλή επικοινωνία σας αποτελεί καταφύγιο για τον ασθενή, τον ηρεμεί από το άγχος τού «δεν προσπαθώ», αντί να τον κινητοποιεί, είναι επαρκής λόγος για να κόψεις τις γέφυρες;

Δεν θα έκανα κάτι παρόμοιο με ένα έφηβο. Ξέρω ότι χρειάζεται να κρατήσω ανοικτό το κανάλι της επικοινωνίας μας, έτσι ώστε όταν περάσει η ηλικία της αντίδρασης, να ξαναδούμε τα πράγματα με άλλο μάτι.

Όταν όμως έχεις να κάνεις με κάποιον που έχει ήδη 15 χρόνια το νόσημα, είναι επαγγελματίας έχει οικογένεια, έχεις αφιερώσει 2-3 χρόνια για προσαρμογή και δεν αλλάζει τίποτα, παρά το γεγονός ότι του είχα επισημάνει την ματαιότητα μιας τέτοιας μη-συνεργασίας – τι νόημα έχει η διατήρηση αυτής της επικοινωνίας;

Ενώ τα σκέπτομαι όλα αυτά και λέω «δεν γινόταν αλλιώς», έχω μια πολύ πικρή αίσθηση προσωπικής αποτυχίας. Ναρκισσιστική αντίδραση που ίσως να δικαιολογείται από το ότι μου παρέπεμψαν τον Νίκο λέγοντας μου: «δες τον, αν και δεν νομίζω ότι θα έρχεται στα ραντεβού του».

Έχω ήδη πει ότι ερχόταν ανελλιπώς και στο τέλος εγώ τον έδιωξα. Διερωτώμαι τώρα: αυτό το σοκ θα λειτουργήσει θετικά;

Κυριακή, Μαΐου 06, 2007

Στην θέση του Άλλου



Διαβάζω τα αποτελέσματα μίας έρευνας που κάναμε, σαν Ομάδα Θεραπευτικής Εκπαίδευσης, μεταξύ Ελλήνων γιατρών και νοσηλευτών.

Η πλειονότητα συμφωνεί απόλυτα με το ότι:

· Οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να ενημερώνουν αναλυτικά τους ασθενείς, και να τους βοηθούν να κάνουν οι ίδιοι επιλογές σχετικά με την φροντίδα του διαβήτη τους.
· Οι γιατροί θα πρέπει να μάθουν να αναγνωρίζουν τις ψυχολογικές επιπτώσεις που έχει η ύπαρξη του διαβήτη
· Οι επαγγελματίες υγείας που ασχολούνται με διαβήτη, θα πρέπει να εκπαιδεύονται σε μεθόδους επικοινωνίας με τον ασθενή.

Ακούω συνάδελφό μου να λέει στον ασθενή που έχει μπροστά του : «μα δεν μπορείτε επιτέλους να συνηθίσετε να βάζετε μόνο ένα κουτάλι λάδι στην σαλάτα σας , ώστε να χάσετε βάρος!»

Σε διάλειμμα τον βρίσκω να τρώει μια τυρόπιτα μεγέθους παντόφλας, λέγοντας μου ότι είναι η δεύτερη από το πρωί, αλλά «τι να κάνω μου είναι αδύνατον να αντισταθώ».

Η κόρη του ασθενούς μου, με παροτρύνει να τον νουθετήσω στο να χάσει βάρος.

Η ίδια είναι πολύ πιο παχύσαρκη και ξέρει ότι, αν παραμείνει σε αυτά τα κιλά, έχει λόγω κληρονομικότητας αυξημένη πιθανότητα να παρουσιάσει διαβήτη.

Όμως ανάλογα παραδείγματα βλέπουμε και εκτός του χώρου της Ιατρικής.

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας παρουσιάζει τα αποτελέσματα έρευνας που δείχνει το πόσο δυσαρεστημένοι είναι οι Έλληνες με την ποιότητα των ειδήσεων των διαφόρων καναλιών. Κι όμως παρακολουθούν ακριβώς αυτά τα κανάλια τα οποία απορρίπτουν.

Έχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι, κρίνουν κατακρίνουν, νουθετούν «βάζουν τα πράγματα στη θέση τους», εξανίστανται με αυτά που βλέπουν στους άλλους, με απίστευτη ευκολία – χωρίς ποτέ να κάνουν οι ίδιοι οιαδήποτε αυτοκριτική σχετικά με την συμπεριφορά τους.

Μοιάζει να λειτουργούν σαν ο εγκέφαλος τους να ήταν δύο σκληροί δίσκοι, που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.

Οι συνάδελφοι απάντησαν με ειλικρίνεια στο ερωτηματολόγιο. Αν όμως o ασθενής τους ζητήσει να κάνει αυτός τις επιλογές του σχετικά με την θεραπευτική προσέγγιση του, οι περισσότεροι από αυτούς θα έβγαιναν από τα ρούχα τους. Θα το θεωρούσαν αδιανόητο και παράτολμο.

Δεν ισχυρίζομαι ότι είτε ο συγγενής είτε ο γιατρός πρέπει κατ’ανάγκη να ακολουθήσει ο ίδιος το διαιτολόγιο που προτείνει στον άλλον, αλλιώς δεν έχει δικαίωμα να μιλάει.

Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι το πόσο δεν αντιλαμβάνονται την δυσκολία του εγχειρήματος, όταν οι ίδιοι είναι ανίκανοι να το ακολουθήσουν.

Καταλαβαίνω, στην προκειμένη περίπτωση, δεν σημαίνει απλώς αντιλαμβάνομαι γνωστικά το τι γίνεται. Σημαίνει: μπορώ να νοιώσω την δυσκολία, να βιώσω όπως ο άλλος την αδυναμία και την απογοήτευση που προκύπτει από αυτήν.

Σε τελευταία ανάλυση, έχοντας κατανοήσει, δεν θα αλλάξουμε κάτι στην ουσία των πραγμάτων που πρέπει να γίνουν (αναφέρομαι στις ιατρικές οδηγίες). Θα τις δώσουμε όμως με ένα τρόπο που να περιέχει την κατανόηση της δυσκολίας, χωρίς κριτική και απόρριψη και κυρίως χωρίς την απαξίωση προς τον άλλον επειδή δεν τα κατάφερε.

Έτσι μπορεί να καταφέρουμε να επικοινωνήσουμε, είτε σαν γιατροί, αν πρόκειται για ιατρική σχέση, είτε σαν φίλοι, σύντροφοι ή απλώς συνομιλητές.

Ο καθένας μας κουβαλάει μερικές θεωρίες και ξεκαθαρισμένες θέσεις σχετικά με τα θέματα που απασχολούν την ζωή μας. Ακούω ανθρώπους που γνωρίζω καλά, να αναπτύσσουν την επιχειρηματολογία τους σχετικά με κάποιο θέμα και πολύ συχνά σκέφτομαι : «Μα σε ποιόν τα λέει αυτά, αυτός δεν είναι που στην ανάλογη περίπτωση συμπεριφέρθηκε ακριβώς με τον τρόπο που τώρα κατακρίνει;».

Είναι δύσκολο να βλέπουμε τα πράγματα και από την θέση του Άλλου. (Παρ’ όλο που αυτή είναι η βάση κάθε ηθικής σκέψης). Όταν μάλιστα η θέση του Άλλου είναι δύσκολη, δυσάρεστη, βεβαρημένη, τότε επιπλέον το φοβόμαστε.

Δεν θέλουμε να φανταστούμε ότι μπορεί να βρεθούμε σε μια ανάλογη δύσκολη θέση, είτε αυτό λέγεται αρρώστια, είτε διαζύγιο, είτε επαγγελματική αποτυχία.

ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ!

Λέμε λοιπόν στον άλλον τι πρέπει να κάνει και θέλουμε να το κάνει γρήγορα και αποτελεσματικά, γιατί έτσι το ξορκίζουμε και από πάνω μας.

Έτσι, όταν αυτό που ξορκίζαμε μας συμβεί, είμαστε εντελώς ανυπεράσπιστοι και ευάλωτοι.

Διερωτώμαι αν, συμμεριζόμενοι την δυσκολία και την ενδεχόμενη αποτυχία ανθρώπων γύρω μας, θα μπορούσαμε να έχουμε καλλιεργήσει και κάποιες δικές μας άμυνες. Με αυτόν τον τρόπο και θα τους είχαμε προσφέρει πιο αποτελεσματική βοήθεια – ενώ παράλληλα θα είχαμε βοηθήσει και τον εαυτό μας.

Κυριακή, Απριλίου 15, 2007

Μαντζούνια



Το Νοσοκομείο που εργάζομαι, βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, Πειραιώς και Σωκράτους γωνία. Αν κατηφορίσει κανείς την Σωκράτους προς το Μοναστηράκι, βρίσκεται μετά από λίγα μέτρα, σε περιβάλλον που θυμίζει Μαρόκο ή Τυνησία.

Υπάρχουν τρία τέσσερα παλαιότατα καταστήματα με «εδώδιμα και αποικιακά» όπου μπορεί να βρει κανείς, μέσα σε τεράστια τσουβάλια, ή κρεμασμένα από το ταβάνι, ό,τι μπορεί να φανταστεί σε μπαχαρικά, τσάγια, βότανα, μυρωδικά και άλλα πολλά.

Πριν μερικές μέρες βρέθηκα εκεί, λίγο για να χαζέψω αλλά και για να ψάξω σπάνια αφεψήματα. Παρατήρησα ότι σε κάθε τσουβάλι, εκτός από την ονομασία του φυτού, υπήρχε και η ένδειξη του σε ποια νόσο ενδείκνυται.

Υπήρχαν όλες οι ειδικότητες, αρχής γενομένης της δικιάς μου : για ζάχαρο, για χοληστερίνη, για τον προστάτη, για πέτρες (άλλο για της χολής και άλλο για αυτές των νεφρών). Υπήρχαν και ειδικότητες που δεν έχουμε στο νοσοκομείο μας : για δυσμηνόρροια, ή για αλλεργίες.

Την ώρα που χάζευα, μπήκε κάποιος κύριος και ζήτησε να του συστήσουν κάτι για το ζάχαρο. Η έκπληξη μου ήταν απίστευτη όταν άκουσα την ερώτηση του υπεύθυνου του καταστήματος : «έχετε ζάχαρο πάνω ή κάτω από 200;» «Τις περισσότερες φορές πάνω από 200» ήταν η απάντηση. Τότε ο άλλος, με απόλυτη αυτοπεποίθηση, του είπε: «αυτό θα πάρετε».

Δεν ξέρω πως κρατήθηκα να μην επέμβω και να πω: πάρε άνθρωπε μου κανένα αντιδιαβητικό χάπι, να το ρυθμίσεις το ζάχαρο σου!

Υποθέτω ότι στο χώρο εκείνο, δεν είχα καμία ελπίδα να εισακουσθώ. Το πιο πιθανό θα ήταν να δεχθώ φραστική επίθεση του τύπου: « ό,τι κάνει η φύση, δεν το φτάνει κανένα φάρμακο!».

Τι μας κάνει, άλλους περισσότερο άλλους λιγότερο να εμπιστευόμαστε απόλυτα τα διάφορα «μαντζούνια» ενώ παράλληλα παρατηρείται τεράστιο πρόβλημα στην συμμόρφωση των ασθενών για την τακτική λήψη των φαρμάκων τους;

Δεν αναφέρομαι σε καταστάσεις όπου η ιατρική αδυνατεί να προσφέρει οιαδήποτε βοήθεια. Τότε είναι αυτονόητο ότι ο απελπισμένος άνθρωπος θα δοκιμάσει το οτιδήποτε, προκειμένου να διατηρήσει την ελπίδα μιας βελτίωσης.

Αναφέρομαι σε αυτούς που τους φέρνουν σε διαβητικό κώμα, γιατί αντί για δισκία ή ινσουλίνη, πίνουν το ζουμί από βρασμένα νεράντζια (υποθέτω ότι έχει να κάνει με το ότι το πικρό θα νικήσει το γλυκό).

Αυτούς που καταλήγουν με επίσχεση ούρων γιατί προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την υπερτροφία του προστάτη τους, όχι χειρουργικά, αλλά με βότανα.

Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά , πολλές φορές με τραγικές συνέπειες, εκεί όπου οι ασθενείς διακόπτουν την χημειοθεραπεία προς χάριν κάποιου περίεργου σκευάσματος, που μόνο αυτός που το πουλάει ξέρει πως δρα.

Όμως δεν υπάρχει και κάποια δόση αλήθειας σχετικά με την ευεργετική δράση που έχουν αυτές οι ουσίες;

Σίγουρα, ναι.

Πρόσφατα δημοσιεύτηκε εργασία, σε πολύ έγκριτο Αμερικανικό περιοδικό , σχετικά με την ευεργετική δράση της κανέλλας στον διαβήτη τύπου 2.

Πριν από μερικά χρόνια το Lancet, από τα σοβαρότερα ιατρικά περιοδικά, δημοσίευσε μελέτη που έδειχνε μείωση των επιπέδων χοληστερίνης, μετά από κατανάλωση φασκόμηλου.

Το σκόρδο χρησιμοποιείται από ετών για την αντιμετώπιση της υπέρτασης. Τελευταία κυκλοφορούν σκευάσματα που περιέχουν τις ευεργετικές ουσίες του σκόρδου, χωρίς την δυσάρεστη οσμή του.

Όλα αυτά και αρκετά άλλα παραδείγματα, αφορούν κατά κανόνα, ήπιες καταστάσεις, όπου το πρόβλημα βρίσκεται σε αρχικά στάδια με μικρή απόκλιση των τιμών από το φυσιολογικό και βέβαια όχι για κάθε πάθηση.

Η πιο αυτονόητη απάντηση, είναι ίσως, το ότι θεωρούμε ότι τα προϊόντα της φύσης είναι αγνά «φυσικά» και ως εκ τούτου αθώα, σε σχέση με τις χημικές ουσίες των φαρμάκων.

Αυτό δεν είναι καθόλου έτσι! Το διαβολόχορτο που έφαγαν πριν από μερικούς μήνες κάποιοι, τους έστειλε στην εντατική και φαίνεται ότι γλίτωσαν από το θάνατο , στο παραπέντε, λόγω της έγκαιρης και αποτελεσματικής Ιατρικής φροντίδας.

Η κανέλλα που ανέφερα παραπάνω είναι τοξική, αν καταναλωθεί σε μεγαλύτερες από την συνιστώμενη δόση.

Πολλοί είναι αυτοί που εμφανίζουν έντονη αλλεργία σε αθώα βότανα, όπως το τσάι του βουνού και το φασκόμηλο.

Η θυσία στην οποίαν υποβάλλονται οι άνθρωποι προκειμένου να πάρουν κάποια ουσία που θεωρούν ευεργετική, είναι πολλαπλάσια αυτής του να πάρουν ένα σκεύασμα από το φαρμακείο. Ξοδεύουν χρήματα για να αγοράσουν βασιλικό πολτό, καταπίνουν καθημερινά πρωί νηστικοί, κοκτέιλ από βρασμένα νεράντζια και γρεϊπφρούτ, βράζουν χαρούπια και πίνουν το ζουμί, καθώς και ένα σωρό άλλα πράγματα, προκειμένου να μην πάρουν κάποιο χάπι.

Διερωτώμαι τι μας κάνει το 2007, και ενώ απολαμβάνουμε και καταναλώνουμε τόσα τεχνολογικά επιτεύγματα κάθε στιγμή της ζωής μας, να αναζητάμε στα μπακάλικα της Σωκράτους λύσεις στα προβλήματα της υγείας μας.

Τετάρτη, Απριλίου 11, 2007

Active Listening



Έχω αναφερθεί, σε προηγούμενο post, στο πόσο σημαντικό είναι να «ακούμε» τους ασθενείς μας, εμείς σαν θεραπευτές, (και γενικά να ακούμε ουσιαστικά αυτό που έχουν να μας πουν οι άνθρωποι γύρω μας).

Σε συνέχεια του προηγούμενου post, θα ήθελα να αναφερθώ σε μια πιο ειδική διαδικασία, που ονομάζεται ενεργός ακρόαση (active listening).

Η διαδικασία αυτή, μπορεί να αποτελέσει τον τρόπο για να ξεπεράσει κανείς το αδιέξοδο που προκύπτει στην επικοινωνία, όταν ένας από τους δύο μεταθέτει στον συνομιλητή του την δυσκολία που νιώθει για να πάρει αυτός απόφαση για κάποιο πρόβλημα του.

Η ενεργός ακρόαση δεν είναι μια παθητική αλλά μια δυναμική διαδικασία κατά την οποίαν αναλύουμε αμέσως όσα μας λέει ο συνομιλητής μας, προσπαθούμε να αντιληφθούμε την συναισθηματική φόρτιση που φέρουν, επαναδιατυπώνουμε αυτό που καταλάβαμε και το θέτουμε στην κρίση του συνομιλητή μας.

Η ενεργός ακρόαση συνεπάγεται την ικανότητα να ακούς με κατανόηση τόσο νοητική όσο και θυμική.

Βασικά χαρακτηριστικά της είναι:


• Αναγνώριση
• Αξιολόγηση
• Διερεύνηση
• Ερμηνεία- αποκωδικοποίηση
• Υποστήριξη

Νομίζω ότι η έννοια κλειδί είναι το να αντιληφθούμε την συναισθηματική φόρτιση που έχουν αυτά που μας λέει ο συνομιλητής μας. Με την επαναδιατύπωση, που εμπεριέχει και τον παράγοντα θυμικό, μπαίνουμε σε επίπεδο μετα-επικοινωνίας. Αυτό δίνει και στους δύο συνομιλητές την δυνατότητα να επικοινωνήσουν πάνω στον τρόπο που επικοινωνούν – και, σε δεύτερο χρόνο, να ασχοληθούν με αυτό καθαυτό το περιεχόμενο.

Έτσι στο παράδειγμα που είχα αναφέρει, με τον νέο που εκνευρίζεται μαζί μου επειδή πρέπει να προσθέσει άλλη μια ένεση ινσουλίνης για να καταφέρει να έχει καλή ρύθμιση χωρίς υπογλυκαιμίες, έχω τη δυνατότητα να του πω: «Αυτά είναι τα σύγχρονα συστήματα και μπορείς να το επιλέξεις ή να συνεχίσεις με αυτό που ήδη κάνεις, έχοντας όμως τα προβλήματα που ήδη ξέρεις» ή να επαναδιατυπώσω αυτό που μου είπε, ενσωματώνοντας, αποκωδικοποιώντας τον συναισθηματικό παράγοντα, θέτοντας το στην κρίση του για την ορθότητα της ερμηνείας μου.

Π.χ.: «Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι έχεις κουραστεί να ασχολείσαι τόσα χρόνια με το ζάχαρο σου, η προσθήκη μιας ακόμα ένεσης σου υπενθυμίζει την ατέρμονη φροντίδα που χρειάζεται το νόσημα σου. Θα ήθελες να μπορώ να σου προτείνω μια λύση που να απλοποιεί τα πράγματα για σένα ενώ εγώ σου προσθέτω κάτι, αντί να αφαιρέσω. Έχεις δίκιο να διαμαρτύρεσαι, δεν σου δίνεται η δυνατότητα να μπορείς να ‘ξεχάσεις’ ότι έχεις διαβήτη».

Χωρίς να παραιτηθώ από το εντατικοποιημένο σχήμα που έχω προτείνει (δεν είναι στο χέρι μου άλλωστε) αποφεύγω να αντιδικήσω με τον ασθενή μου, ο οποίος τα βάζει μαζί μου, ενώ στην πραγματικότητα αγανακτεί με το ότι έχει ένα χρόνιο νόσημα.

Στην καθημερινή μας ζωή συχνά βιώνουμε αυτή την «σύγχυση» ανάμεσα σε αυτό που λέγεται και στον τρόπο με τον οποίον λέγεται, από τον συνομιλητή μας.


Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω δεν μπορούν πάντα να εφαρμοσθούν, λόγω αντικειμενικών συνθηκών (το είδος σχέσης που έχουν οι συνομιλούντες) ή και λόγω της δικής μας συναισθηματικής φόρτισης που κάνει την μετα- επικοινωνία πολύ δύσκολη.

Τουλάχιστον όμως, εκεί που οι ρόλοι είναι πιο διακριτοί, μια παρόμοια προσέγγιση μπορεί να συμβάλει στην βελτίωση της συνεργασίας για όφελος και των δύο.


Σάββατο, Μαρτίου 31, 2007

Μεταθέτοντας το πρόβλημα




Η ιδέα γι’αυτό το post προέκυψε μέσα από συζήτηση, που είχα πριν μερικές ημέρες με δύο ανθρώπους, μια φίλη και έναν ασθενή μου.

Η φίλη μου με πήρε να μου πει ότι επισκέφθηκε διαιτολόγο (πρέπει να χάσει περί τα 15 κιλά λόγω προβλημάτων υγείας) ο οποίος της είπε να συνοδεύει κάθε γεύμα με άφθονη σαλάτα για να έχει το αίσθημα του κορεσμού.

Ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος:

Εγώ:
- Έτσι δίνουμε πάντα γιατί αλλιώς νοιώθει πείνα κανείς και δεν τηρεί το διαιτολόγιο.
- Ναι αλλά εγώ δεν μπορώ να φάω σαλάτα, μου πέφτει βαριά, δεν έχω φάει σχεδόν ποτέ στη ζωή μου (αυτό ειπωμένο με ύφος εκνευρισμένο σαν να την είχαν προσβάλει).
- Δοκίμασε να φας βραστή σαλάτα, είναι πιο εύπεπτη .
- Α πα, πα δεν μου αρέσει καθόλου.
- Εντάξει τότε δεν θα έχει σαλάτα το γεύμα σου
- Μα δεν μπορεί να χορτάσω μόνο με την ποσότητα που έχω για κυρίως γεύμα!
- Αν αυξήσεις την ποσότητα αυτή, δεν θα καταφέρεις να χάσεις ούτε τα μισά από τα κιλά που πρέπει να χάσεις.
- Ε ναι, αλλά πως θα γίνει!

Στη δεύτερη περίπτωση, μιλάω με έναν νέο που έχει 20 χρόνια διαβήτη, κάνει τρεις ενέσεις την ημέρα και τώρα παρουσιάζει περίεργες διακυμάνσεις στις τιμές του ζαχάρου, που οφείλονται στο ότι έχει, όπως οι περισσότεροι νέοι, ακατάστατο ωράριο γευμάτων. Πριν από μερικές ημέρες έπαθε μια βαριά υπογλυκαιμία στον ύπνο του, τραυματίστηκε δαγκώνοντας τη γλώσσα του και τρόμαξε πολύ από το όλο συμβάν.

Έχω ήδη αναφερθεί σε αυτό, αλλά για όσους δεν ξέρουν από διαβήτη, πρέπει να πω ότι οι ενέσεις ινσουλίνης γίνονται με λεπτότατες κοντές βελόνες, δεν έχουν σχέση με αυτές που κάνουμε σαν ενδομυϊκές ή ενδοφλέβιες και ως εκ τούτου δεν πονάνε σχεδόν καθόλου.

Προκειμένου να μπορεί να έχει το πρόγραμμα ζωής που θέλει αλλά και καλή ρύθμιση του ζαχάρου του προτείνω να κάνει το πιο σύγχρονο σχήμα ινσουλινοθεραπείας που δίνει ελευθερία κινήσεων, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη τεσσάρων ενέσεων την ημέρα και περισσότερες μετρήσεις ζαχάρου, από τις δύο που κάνει ο ασθενής μου τώρα.

Η αντίδραση του ήταν:
- Μα τι μου λέτε τώρα; Να κάνω και άλλη ένεση;
- Αυτό που λέω είναι ότι υπάρχει σχήμα που μπορεί να σου δώσει την δυνατότητα να τρως όποτε θέλεις, να μειώσεις τον κίνδυνο εμφάνισης υπογλυκαιμιών, να έχεις καλή ρύθμιση του ζαχάρου σου. Για να γίνει αυτό χρειάζεται να κάνεις 4 αντί για 3 ενέσεις και να μετράς το ζάχαρο σου, πιο συχνά σε σχέση με τώρα.

Ακολουθεί έκφραση εκνευρισμού και αγανάκτησης και το «μα ποιος τα κάνει αυτά;»
- Όλοι οι νέοι που έχουν όπως εσύ το ίδιο πρόβλημα.
- Πολύ ωραία! τέλος πάντων δεν βλέπω να ακολουθώ αυτό το σχήμα
- Τότε ας μείνουμε σε αυτό που κάνεις αλλά να κοιμάσαι με πιο υψηλές τιμές ζαχάρου ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος υπογλυκαιμίας στον ύπνο.
- Ναι αλλά έτσι μπορεί να πάθουν τα μάτια μου….

Θεωρώ χαρακτηριστικό των δυο παραπάνω τύπων συμπεριφοράς, το ότι τα άτομα χρεώνουν τον άλλον ή τους άλλους με το πρόβλημα που καλούνται οι ίδιοι να αντιμετωπίσουν, ενώ οι ίδιοι είναι απρόθυμοι να κάνουν οιαδήποτε παραχώρηση.

Δεν λένε δηλαδή: «Μου συνέβη κάτι, πρέπει να το αντιμετωπίσω, δεν μπορώ να υιοθετήσω αυτό που μου συστήνουν, άρα παραμένουν τα πράγματα ως έχουν, μέχρι να βρεθεί μια πιο εφικτή για μένα λύση» αλλά: «αυτό που μου προτείνεται δεν το μπορώ, δεν δέχομαι να παραμείνουν τα πράγματα όπως έχουν, δες εσύ τι θα κάνεις για να λύσεις το πρόβλημά μου».

Είναι δε χαρακτηριστικό το ότι με σου μεταφέρουν την ευθύνη των τυχόν προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν, από το γεγονός ότι δεν βρήκες ΤΗ λύση.


Όπως: «και τι θα γίνει που εγώ με αυτά τα κιλά δυσπνοώ;» ή: «αν ξαναπάθω υπογλυκαιμία στον ύπνο μου και δεν συνέρχομαι;».

Ίσως να παίζει ρόλο και το πόσο επιρρεπής είναι ο συνομιλητής στο «να φορτωθεί» την απροθυμία ή αδυναμία του άμεσα ενδιαφερόμενου, για αλλαγή στάσης.


Ενδεχομένως κάποιος αδιάφορος θεραπευτής να μην άφηνε περιθώρια για διαπραγμάτευση, να έδινε την συνταγή με το νέο σχήμα και να τέλειωνε η συζήτηση εκεί.

Τι γίνεται όμως όταν από την μια δεν θέλεις να υιοθετείς παρόμοιο τρόπο συμπεριφοράς με τους ασθενείς σου, αλλά από την άλλη οι ίδιοι δεν έχουν μάθει να παίρνουν το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί, πράγμα που μπορεί να συμβαίνει και σε άλλους τομείς της ζωής τους.

Υπάρχει βέβαια ολόκληρη θεωρία, το health locus of control και το health belief model, που αναφέρονται στους τύπους των ανθρώπων ανάλογα με το ποιος πιστεύουν ότι είναι υπεύθυνος για την έκβαση της υγείας τους.

Σύμφωνα με αυτές λοιπόν υπάρχουν εκείνοι που θεωρούν ότι υπεύθυνοι για την υγεία τους είναι μόνο οι ίδιοι. Άλλοι αναθέτουν τα πάντα στον θεραπευτή και άλλοι στην τύχη ή τον Θεό.

Μένει τώρα να εξετασθεί το πώς αντιδρά συνήθως ο θεραπευτής και πώς θα έπρεπε να αντιδράσει προκειμένου να ξεπεραστεί το πρόβλημα.

Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2007

Ιδεολογία του σώματος


Το προηγούμενο post έδινε μερικές γενικές πληροφορίες σχετικά με την «σωστή» διατροφή. Όμως τις περισσότερες φορές, στην συζήτηση με τους ασθενείς μου, όταν αναφέρομαι στο ότι έχουν περισσότερα κιλά από το φυσιολογικό, για το ύψος τους, βάρος, μου λένε: «μήπως έχετε να μου δώσετε κάποιο διαιτολόγιο;».

Ξέρω ότι έχουν πάρει και έχουν κρεμάσει σε κάποιο ντουλάπι της κουζίνας τους καμιά δεκαριά μέχρι τώρα, γι αυτό και τους ρωτάω: «τι είναι αυτό που δεν ξέρετε και θέλετε να σας πούμε, σχετικά με το θέμα φαγητό;».

Η συνηθισμένη απάντηση είναι: «ναι, ξέρω τι πρέπει να κάνω αλλά δεν το κάνω τελικά».

Θα παραθέσω μερικές σκέψεις, για την σχέση που έχουμε, εμείς σαν άτομα, η κοινωνία αλλά και η Ιατρική, με την έννοια «Σώμα».

Τις τελευταίες δεκαετίες έχει δημιουργηθεί μία μυθολογία του υγιούς και εύρωστου σώματος που επηρεάζει τα πάντα: την κοινωνική μας αποδοχή, την σχέση μας με τον εαυτό μας, τις προσδοκίες για το μέλλον μας. Είναι κάτι παραπάνω από μία εικόνα – είναι μία πίστη.

Η βιομηχανία της μόδας και της ομορφιάς, η εξάπλωση των ρεκόρ και του ντοπαρίσματος στον αθλητισμό καθώς και η έκρηξη στην προώθηση της σωματικής ευρωστίας (physical fitness) σαν πρότυπο επιτυχίας, έδωσαν μια σημαντική κοινωνική διάσταση στην έννοια Σώμα.

Οι κοινωνιολόγοι δεν έδειχναν μέχρι πριν μερικά χρόνια να ενδιαφέρονται για τις συμβολικές σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στα «σώματα» και τις κοινωνικές δομές.

Σε αντίθεση, οι ανθρωπολόγοι, εκ παραδόσεως μελετούσαν το πώς μέσα από το συμβολισμό του σώματος καθορίζονται μικρής κλίμακας κοινωνίες.

Στα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύχθηκε ένα νέο σκεπτικό για την ιατρική παρατήρηση, με στόχο την συλλογή πληροφοριών ώστε να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικότερα τα προβλήματα υγείας του πληθυσμού. Αναφέρομαι στην επιστήμη της επιδημιολογίας.

Χάρη σε αυτήν, η ιατρική του 20ου αιώνα εστιάζεται ιδιαίτερα στην πρόληψη, δημιουργώντας την έννοια του υγιούς αλλά «υψηλού κινδύνου» ατόμου.

Η ανάπτυξη της επιδημιολογίας βασίζεται πάνω στην τεκμηρίωση τύπων ασθενειών και παραγόντων κινδύνου, δια μέσου της μελέτης μεγάλων πληθυσμών.

Αυτή με την συνεχή καταγραφή κοινών χαρακτηριστικών, αναγνωρίζει τάσεις και ομάδες υψηλού κινδύνου.

Στο χώρο αυτόν της Ιατρικής το σώμα, αποκτά καθοριστική σημασία. Το άτομο γίνεται υπεύθυνο για την σωστή διαχείριση του σώματός του και σαν αποτέλεσμα, την πρόληψη της νόσησης.

Η σύγχρονη κοινωνική ιατρική, που στοχεύει στην προαγωγή της υγείας, εστιάζει στο άτομο, συσχετίζοντας τα «νοσήματα τρόπου ζωής» με ατομικές συμπεριφορές.

Συχνά, όμως, η εκπαίδευση σε θέματα υγείας μετατρέπεται σε ιδεολογικό κίνημα που καθορίζει κοινωνικές πρακτικές και νουθεσίες για το πώς θα πρέπει τα άτομα να συμπεριφέρονται στο σώμα τους, τι να τρώνε, πόσο να ασκούνται, ποια να είναι η σεξουαλική τους συμπεριφορά.

Σε πολλές χώρες (στην Ελλάδα δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο) οι κυβερνήσεις χρηματοδοτούν εκστρατείες ενημέρωσης σε θέματα υγείας για να προειδοποιήσουν το κοινό σχετικά με διάφορους κινδύνους που τους απειλούν. Αυτό γίνεται με βάση την υπόθεση ότι η γνώση και η συνεχής ενημέρωση των κινδύνων για την υγεία, που ενέχουν ορισμένες δραστηριότητες, θα οδηγήσει στην αποφυγή τους.

Ωστόσο η πίεση που ασκούν τόσο οι παραινέσεις την ιατρικής κοινότητας, όσο και οι προβολή ανάλογων θεμάτων από τα ΜΜΕ και οι κρατικές ή άλλες εκστρατείες είναι φυσικό να δημιουργεί αντιδράσεις. Έτσι αναπτύσσεται μια «διελκυστίνδα» ανάμεσα, στην επιθυμία των ατόμων να συμπεριφέρονται όπως αυτά θέλουν και στο δικαίωμα της κοινωνίας να ελέγχει το σώμα τους, στο όνομα της υγείας.

Το παράδειγμα που ακολουθεί δίνει ίσως μια παραστατική απεικόνιση των παραπάνω:

Παρακολουθώ μια έφηβη με διαβήτη. Παρά τις πολλές μονάδες ινσουλίνης οι τιμές του ζαχάρου παραμένουν υψηλές και το τελευταίο εξάμηνο έχει πάρει πολύ βάρος.

Η αίσθηση μου είναι ότι έχουμε μια καλή και ειλικρινή επικοινωνία. Της προτείνω να ξεκινήσει πρόγραμμα διατροφής και μετά από συνεννόηση, την παραπέμπω στην ψυχολόγο του τμήματος (ελλείψει διαιτολόγου η εκπαιδεύτρια που είναι ψυχολόγος ασχολείται και με τα διαιτολόγια των ασθενών του Κέντρου).

Μετά από πέντε επισκέψεις μαθαίνω ότι όταν οι φίλοι της είπαν: «εσύ δεν έχεις πρόβλημα, λόγω του διαβήτη σου έτσι και αλλιώς προσέχεις», έβαλε στοίχημα να φάει περισσότερα γλυκά από όλη την τάξη!

Ερμηνεύω την πράξη της σαν κίνηση αντίδρασης και «κόντρας» με το περιβάλλον της και τους συνομήλικους της.

Φοβάμαι ότι υπάρχει ένας υποβόσκων σύγχρονος πουριτανισμός, που πρεσβεύει ότι τα άτομα έχουν τα ίδια την ευθύνη να είναι fit and healthy μέσα από συγκεκριμένες δίαιτες άσκηση, και υγιεινό τρόπο ζωής.

Η βιομηχανία γύρω από τα καλλυντικά, την μόδα, τα spa και τα κέντρα ανανέωσης , τα ινστιτούτα αδυνατίσματος και βεβαίως οι κλινικές πλαστικής χειρουργικής, μεταφέρουν μετ’επιτάσεως το μήνυμα ότι: η νεότητα και η ομορφιά είναι προϋποθέσεις του φυσιολογικού και του κοινωνικά αποδεκτού.

Το σώμα που γερνάει, το σώμα που γίνεται ανίκανο, αποτελεί για τον δυτικό πολιτισμό, πηγή μεγάλου άγχους.

Δεν πιστεύω ότι θα πείσουμε τους ασθενείς μας να φροντίσουν την υγεία τους, μέσα από τέτοια μοντέλα.

Έτσι, ενώ ξέρω πολύ καλά ότι για να ρυθμιστεί το ζάχαρο πρέπει να ακολουθήσει κανείς μια προσεγμένη διατροφή. Ότι όταν γυμνάζεσαι ή κάνεις κάποιο άθλημα, βοηθάς το σώμα σου και τις αρθρώσεις σου να αντιμετωπίσουν την φθορά του χρόνου…

…και ενώ θεωρώ την παχυσαρκία απειλή όχι μόνο για βιολογικές παραμέτρους (πίεση, ζάχαρο, χοληστερίνη) αλλά και για την ψυχολογική μας ευεξία, ασχέτως κοινωνικών προτύπων...

…αρνούμαι να προσκολληθώ στη λογική επιβολής ενός ιδανικού προτύπου για το σώμα την ευεξία και την υγεία.

Προσπαθώ να περάσω τις αξίες μέσα από την ίδια την συνείδηση του ασθενούς, ώστε να θελήσει ο ίδιος να αλλάξει τον τρόπο της ζωής του.

Όσο πιο ισορροπημένος νοιώθει, τόσο περισσότερο θα ασχοληθεί και θα φροντίσει το σώμα του, χωρίς υπερβολή και περιττή καταπόνηση.

Θα πρέπει όμως να μπορεί να αφήσει χώρο και να δεχθεί την φθορά και την μείωση της ικανότητας που αυτή συνεπάγεται.

Νομίζω ότι μπορούμε, σαν θεραπευτές, να παίξουμε σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση.

Δευτέρα, Μαρτίου 19, 2007

Περι διατροφής πόνημα



Θα ασχοληθώ σε αυτό το post με το θέμα διατροφή: αφενός επειδή μου ζητήθηκε αφετέρου επειδή η σωστή διατροφή και ειδικότερα ο τρόπος ζωής (life style) είναι οι σημαντικότερες παράμετροι, τόσο για την πρόληψη όσο και την αντιμετώπιση του διαβήτη.

Με τον όρο life style εννοούμε τόσο την ισορροπημένη διατροφή όσο και την σωματική δραστηριότητα στην καθημερινή μας ζωή.

Δεν χρησιμοποιώ τους όρους άσκηση και δίαιτα, ακριβώς γιατί δεν πρόκειται κατ΄ανάγκη για στέρηση και καταπόνηση.

Ο χώρος της διατροφολογίας αποτελεί πεδίο όπου ακούγονται και γράφονται διάφορες δοξασίες και προτείνονται μαγικές λύσεις υποσχόμενες απώλεια βάρους δεκάδων κιλών σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.

Είναι δε γεγονός ότι τα επιστημονικά δεδομένα αλλάζουν κάθε τόσο, πράγμα που δίνει χώρο στο να αναπτύσσονται νέες θεωρίες οι περισσότερες από αυτές δεν έχουν καμία επιστημονική τεκμηρίωση.

Δηλώνω από την αρχή, ότι λόγω Διαβητολογίας έχω ιδιαίτερη σχέση με θέματα που αφορούν την διατροφή, αλλά δεν είμαι ειδικός (διαιτολόγος ή διατροφολόγος).

Το αν είναι κάποιος υπέρβαρος ή παχύσαρκος ορίζεται από την τιμή του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). Αυτός προσδιορίζεται από τον τύπο : βάρος / ύψος 2 σε εκ. Αν ο ΔΜΣ είναι πάνω από 25 έως 30 το άτομο είναι υπέρβαρο, από 30 έως 40 παχύσαρκο και πάνω από 40 πρόκειται για νοσηρή παχυσαρκία.

Η παχυσαρκία αποτελεί την κύρια αιτία εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 και όπως έχει ήδη καταδειχθεί, από μελέτες, η απώλεια του 5-7% του βάρους, μπορεί να αναστρέψει υπάρχουσα προδιάθεση για εμφάνιση της νόσου.

Για να χάσει κανείς βάρος πρέπει να μειώσει το προσλαμβανόμενο ποσό θερμίδων ή να αυξήσει σημαντικά την κατανάλωση θερμίδων.

Κάθε διαιτολόγιο πρέπει να είναι ισορροπημένο ως προς το ποσοστό πρωτεϊνών, υδατανθράκων και λιπών. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε γεύμα πρέπει να υπάρχουν υδατάνθρακες, γιατί αυτοί αποτελούν πηγή ενέργειας τόσο για το σώμα όσο και για τον εγκέφαλο.

Οι πρωτεΐνες είναι απαραίτητες γιατί «χτίζουν» το μυϊκό μας σύστημα, τέλος τα λίπη πρέπει να είναι περιορισμένα σε ποσότητα μια και δίνουν πολλές θερμίδες (9 ανά γραμμάριο – οι πρωτεΐνες και οι υδατάνθρακες 4/γρ) αλλά είναι απαραίτητα για να μπορέσουμε να απορροφήσουμε τις λιποδιαλυτές βιταμίνες όπως τη βιταμίνη D.

Το πόσο θα παχύνουμε εξαρτάται από τον βασικό μεταβολισμό που έχουμε, την ποσότητα των θερμίδων που παίρνουμε και την ποσότητα των θερμίδων που καταναλώνουμε με την σωματική άσκηση.

Ο βασικός μεταβολισμός είναι γενετικά καθορισμένος, μειώνεται όσο μεγαλώνουμε. Στις γυναίκες η εμμηνόπαυση μας τον μειώνει κατά 350 θερμίδες ημερησίως.

Μπορούμε να τον αυξήσουμε όμως σε κάποιο ποσοστό αν κάνουμε αερόβια άσκηση, όπως γρήγορο περπάτημα, χορό, κολύμπι, ποδήλατο, κ.τ.λ.

Για να χάσουμε 1 κιλό χρειάζεται να είμαστε μείον 7000 θερμίδες. Από αυτό καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι δυνατόν να χαθεί 1 χιλιόγραμμο λιπώδους ιστού, σε λιγότερο από 10-15 ημέρες, αναλόγως βέβαια του πόσο τρώγαμε πριν. Κάποιος που καταναλώνει 3000 θερμίδες ημερησίως μπορεί πιο εύκολα να χάσει ένα κιλό από αυτόν που καταναλώνει 1700, γιατί για να πέσει στις 1000 θερμίδες πρέπει κυριολεκτικά να πεινάει όλη την ημέρα.

Έχει σημασία όταν κάνουμε προσπάθεια απώλειας βάρους, αυτή να συνοδεύεται με άσκηση, αλλιώς χάνουμε μυϊκή μάζα.

Σε τι πειράζει αυτό; Ο μυϊκός ιστός είναι μεταβολικά ενεργός, που σημαίνει ότι μειώνεται η μάζα του μειώνεται και ο μεταβολισμός. Άρα αδυνατίζουμε δυσκολότερα.

Ο λιπώδης ιστός είναι όργανο παραγωγής ορμονών όπως η λεπτίνη και η ρεσιστίνη, καθώς και άλλων παραγόντων που έχουν αθηρωματογόνο δράση. Άρα σε καμία περίπτωση δεν θέλουμε να χάνουμε μυϊκή μάζα και να μένει το λίπος.

Δεν υπάρχουν επιστημονικά τεκμηριωμένες μελέτες που να υποστηρίζουν ότι έχει σημασία ο συνδυασμός των τροφών για την γρηγορότερη απώλεια βάρους. Η κατανάλωση υδατανθράκων είναι απαραίτητη είτε έχει κανείς διαβήτη είτε όχι. Δίαιτες όπως η Atkins προκαλούν έντονο αίσθημα κόπωσης, αδυναμία συγκέντρωσης και γρήγορα ξαναπαίρνει κανείς τα κιλά που έχασε μόλις σταματήσει την συγκεκριμένη δίαιτα.

Το να λαμβάνει κανείς υπόψη του τον γλυκαιμικό δείκτη βοηθάει στην ομαλότερη αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα μεταγευματικά, κάτι που έχει σημασία όταν υπάρχει διαβήτης.

Οι πλειονότητα των ασθενών που είναι παχύσαρκοι (και είναι μεγάλος ο αριθμός) δηλώνουν: «τρώω μια φορά την ημέρα». Αυτό δεν σημαίνει πως τρώνε λιγότερο.

Δεν υπάρχουν, όπως έγραψα παραπάνω, μαγικές λύσεις. Για να αδυνατίσουμε χρειάζεται να περιορίσουμε το φαγητό! Το πώς θα γίνει αυτό, σταδιακά και με παρακολούθηση, είναι πράγματι θέμα ειδικών ιδίως όταν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα.

Το ζητούμενο δεν είναι μόνο να χαθούν τα παραπάνω κιλά αλλά να μην τα ξαναπάρουμε μετά από κάποιους μήνες.

Μερικά tips:
• Ας συνηθίσουμε να διαβάζουμε τις ετικέτες των προϊόντων που καταναλώνουμε. Εκεί θα δείτε πόσες θερμίδες …φορτώνεστε.
• Μην μας ξεγελάει κάτι, επειδή αναφέρεται ως light. Σε μεγάλη ποσότητα προσφέρει πολλές θερμίδες.
• Γλυκά χωρίς ζάχαρη είναι συνήθως πιο παχυντικά γιατί περιέχουν πολύ σαντιγί, αλλά μοιάζουν ελαφριά.
• Τα αναψυκτικά έχουν πολύ ζάχαρη, (εκτός από τα light) και καταναλώνονται εύκολα σε μεγάλη ποσότητα.
• Το λάδι είναι μεν υγιεινό, αλλά μια κουταλιά έχει 100 θερμίδες, ας μην ξεχνάμε ότι σε μια σαλάτα βάζουμε τουλάχιστον 400.
• Μια μακαρονάδα με πολύ ντομάτα και λίγο λάδι έχει τις μισές θερμίδες από την ίδια ποσότητα αν είναι καρμπονάρα (με κρέμα γάλακτος και τυριά).
• Η ύπαρξη σαλάτας (χωρίς dressing) σε κάθε γεύμα βοηθάει στο να έχουμε αίσθημα κορεσμού.
• Οι ξηροί καρποί, όπως τα φιστίκια, έχουν 600 θερμίδες τα 100 γρ (άνετα τρώει κανείς σε ένα βράδυ με παρέα 200 ή 300 γρ).
• Το αλκοόλ έχει θερμίδες – και παχαίνει!

Αυτές είναι οι βασικές πληροφορίες σχετικά με την διατροφή. Δυστυχώς οι οδηγίες αυτές είναι τόσο βαρετές όσο και η δίαιτα. Σε επόμενο post θα ήθελα να κουβεντιάσουμε το γιατί συνήθως δεν εφαρμόζονται.


Κυριακή, Μαρτίου 11, 2007

Τα άσχημα νέα




Στην ειδικότητα μου, σε δύο περιπτώσεις ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ανακοίνωση κακών νέων. Η μια είναι όταν πρέπει να πεις σε έφηβο ή νέο ότι του εμφανίστηκε διαβήτης, ότι δεν υπάρχει με τα σημερινά δεδομένα, αποτελεσματική θεραπεία και ότι χρειάζεται να κάνει από εδώ και πέρα, καθημερινά, μια σειρά ενεργειών όπως 3-4 ενέσεις ινσουλίνης και ανάλογες μετρήσεις σακχάρου από το δάκτυλο, να προσέχει την διατροφή του, κτλ.

Η δεύτερη είναι όταν πρέπει να ενημερώσεις κάποιον για την εμφάνιση επιπλοκής, λόγω της μακροχρόνιας ύπαρξης του διαβήτη, όπως π. χ. αρχόμενη νεφρική ανεπάρκεια.

Δεν έχω απόλυτα καταλάβει γιατί, ενώ την ανακοίνωση της εμφάνισης του διαβήτη μπορώ να την διαχειριστώ με τρόπο που να στηρίξει αυτόν που το πληροφορείται (είναι κάτι που το έχω δει και στην πράξη), η προοπτική ανακοίνωσης επιπλοκών με δυσκολεύει πολύ.

Ας μιλήσουμε για την αρχική ανακοίνωση. Είτε πρόκειται για διαβήτη είτε για άλλο νόσημα, συμπεριλαμβανομένου και του καρκίνου, θεωρώ ότι ο τρόπος που θα το πληροφορηθεί ο ασθενής είναι σημαντικός. Μπορεί να καθορίσει, σε μεγάλο βαθμό, την στάση του στο μέλλον.

Πέρα από τον προσωπικό τρόπο του καθενός, πιστεύω ότι υπάρχουν ορισμένες βασικές αρχές για τους θεραπευτές:

α) Να είναι ο θεραπευτής απόλυτα ειλικρινής με τον ασθενή του. Εδώ κατά τη γνώμη μου υπάρχει σωρεία αυθαίρετων ερμηνειών της έννοιας «ειλικρίνεια». Δεν σημαίνει ότι πετάς τη διάγνωση, σαν κοτρόνα στο κεφάλι του άλλου και αν αυτός επιζήσει, σημαίνει ότι το άντεξε. Φράσεις του τύπου: «έχετε καρκίνο και εκτιμώ ότι το προσδόκιμο επιβίωσης σας είναι περίπου 2-3 χρόνια» είναι πέρα από κάθε ηθική δεοντολογία και ίσως και ανόητες μια και κανείς δεν μπορεί να κάνει τέτοιες προβλέψεις.

β) Να του δώσει, πάντα με ειλικρίνεια, όλες τις δυνατότητες που έχει στη διάθεση του για να παλέψει, τονίζοντας τα θετικά σημεία, έτσι ώστε να μπορέσει ο ασθενής να πιαστεί από κάπου. Στον διαβήτη π. χ. μπορούμε να πούμε ότι δεν θεραπεύεται αλλά αντιμετωπίζεται, ότι δεν έχει κληρονομικότητα (ο νεανικός), ότι οι ενέσεις δεν πονάνε καθόλου, ότι γίνεται συνεχώς έρευνα για την οριστική λύση του προβλήματος. Όπως συνηθίζω να λέω: «πιστεύω ότι δεν θα γεράσεις έχοντας διαβήτη, γιατί πολύ νωρίτερα θα υπάρχει οριστική θεραπεία».

γ) Να κάνει τον ασθενή του να νοιώσει ότι δεν είναι μόνος του και ότι αυτός, σαν θεραπευτής, θα είναι μαζί του και θα τον βοηθήσει σε ό,τι χρειασθεί.

δ) Να απαντήσει σε κάθε ερώτηση, όσο ανόητη και αν του φαίνεται, όσες φορές και αν χρειασθεί να επαναλάβει το ίδιο πράγμα. Οι περισσότεροι ασθενείς μετά από μερικές ημέρες έχουν διατυπωμένες πολλές ερωτήσεις, κυρίως γύρω από τις επιπλοκές. Αν φοβόνται να τις θέσουν, μπορούμε να περιμένουμε, θα γίνει όταν οι ίδιοι είναι έτοιμοι.

Δεν βλέπω κανένα λόγο να απαριθμήσω όλες τις πιθανές επιπλοκές που ενδέχεται να παρουσιασθούν μετά από χρόνια, με μόνο γνώμονα το να είμαι σωστή στην ενημέρωση μου προς τον ασθενή.

ε) Να δώσει στον ασθενή του όσο χρόνο του χρειάζεται για να πενθήσει ή να επαναστατήσει, επειδή έχασε αμετάκλητα την υγεία του.

Φράσεις του τύπου: «έλα, όλα καλά θα πάνε, υπάρχουν πολύ χειρότερα», ή: «μην κάνεις έτσι, δεν βοηθάς τα πράγματα», «δεν είναι τίποτα σοβαρό, ένας άλλος τρόπος ζωής είναι και αυτός», ακούγονται συχνά από γιατρούς, που με όλη την καλή τους θέληση, πιστεύουν ότι έτσι μειώνουν τη βαρύτητα του προβλήματος.

Πολλές φορές βλέπουμε τον ασθενή μας να διατηρεί μια παράξενη ψυχραιμία, προκειμένου να μην επιβαρύνει τους δικούς του, οι οποίοι δείχνουν καταρρακωμένοι.


Η ενημέρωση και υποστήριξη των συγγενών, είναι εξίσου σημαντική με αυτή του ίδιου του ασθενούς. Συχνά, αυτοί χρειάζονται μεγαλύτερη στήριξη για να δοθεί ο απαιτούμενος χώρος σε αυτόν που έχει το πρόβλημα, να εκδηλώσει το φόβο του ή τη θλίψη του.

Πρέπει να μπορούμε, σαν θεραπευτές να δεχθούμε ότι, όσο και να θέλουμε να πλησιάσουμε, την ώρα εκείνη ο άνθρωπος που έχουμε απέναντι μας έχει το πρόβλημα και νοιώθει, ως προς αυτό, μόνος του.

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2007

Παραμορφωμένες Αφροδίτες



Παίρνοντας αφορμή από τα τόσο ενδιαφέροντα σχόλια, σχετικά με την εκπαίδευση σε θέματα επικοινωνίας θεραπευτή-ασθενούς, σκέφτηκα να περιγράψω, σε αυτό το post, ένα workshop στο οποίο συμμετείχα πριν από δύο χρόνια.

Το σεμινάριο οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης, από την έδρα Εκπαίδευσης και Έρευνας στην Εκπαίδευση ασθενών με χρόνιο νόσημα.

Έχω παρακολουθήσει τα τελευταία 12 χρόνια γύρω στα 5 τέτοια εργαστήρια. Το πιο πρόσφατο ήταν φέτος – για το οποίο έγραψα πριν από 3 posts.

Το μέρος που γίνονται είναι πάντα το ίδιο, ένα γαλλόφωνο Ελβετικό χωριό, δύο ώρες από την Γενεύη.

Το θέμα ήταν οι Θρυμματισμένες Αφροδίτες (Vénus brisées).

Ήμασταν περίπου 30 συμμετέχοντες, 20 επαγγελματίες υγείας και 10 ασθενείς (2 με διαβήτη, 2 με σκλήρυνση κατά πλάκας και 4 με καρκίνο).


Σαν πρώτο βήμα χωριστήκαμε σε ζευγάρια. Μας έδωσαν σε κάθε ζευγάρι από μια γύψινη κεφαλή, αντίγραφο της αρχαιοελληνικής Αφροδίτης των Μεδίκων και μας ζήτησαν να πούμε τι σκέψεις μας προκαλεί συνειρμικά η παρατήρηση αυτού του προσώπου σε σχέση με την έννοια Υγεία.

Ακούστηκαν πολλά, με κυριότερη ιδέα αυτή της τελειότητας, του άψογου και το πόσο μας ηρεμούσε η θέα αυτού του τόσο ωραίου προσώπου.

Στη συνέχεια μας μοίρασαν μπογιές, μαρκαδόρους, καρφιά, λίμες, τρυπάνια ή άλλα αιχμηρά αντικείμενα και μας είπαν: «Σας ζητάμε να παραμορφώσετε, να επέμβετε με τα εργαλεία που σας δώσαμε, σε αυτό το πρόσωπο». Η ακριβής φράση στα Γαλλικά ήταν porter atteinte.

Εγώ, που ήμουνα μαζί με ένα Γάλλο γιατρό, ένοιωσα ότι μου ήταν αδύνατον να παραμορφώσω αυτό το όμορφο κεφάλι. Δεδομένου όμως ότι δεν γινόταν αλλιώς, αποφασίσαμε να ζωγραφίσουμε μόνο τρία δάκρυα, που θα κυλάγανε από το ένα μάτι. Πίστευα ότι έτσι δεν ήταν και μεγάλο το κακό που προξένησα. Επειδή επρόκειτο για κούφιο εκμαγείο, βάλαμε και στη μέσα μεριά, ώστε να μην φαίνεται, ένα κομμάτι κόκκινη πλαστελίνη, ορίζοντας ότι αυτό ήταν ένας όγκος στον εγκέφαλο.


Η συνολική διαδικασία κράτησε γύρω στη μισή ώρα. Μετά μαζευτήκαμε γύρω από κάτι δένδρα (ήταν καλοκαίρι και ήμασταν στο βουνό) και το κάθε ζευγάρι παρουσίασε αυτό που είχε κάνει.

Ήταν απίθανο να δει κανείς πως είχαν επιτεθεί και καταστρέψει οι περισσότεροι αυτό το τόσο ωραίο πρόσωπο, αλλά και να ακούσει τι είχαν να πουν γι αυτή τους την επέμβαση.

Μερικά αποσπάσματα από όσα ειπώθηκαν: «Δεν είναι πια άψογη αλλά είναι πιο κοντά μας και πιο ενδιαφέρουσα». « Είναι μια άλλη ομορφιά και αυτή» « Έτσι ήμουνα μετά την χημειοθεραπεία, αλλοιωμένη, αλλά με έβλεπα όμορφη».

Μετά μας είπαν: «Τώρα έχετε στη διάθεση σας νερό, σαπούνι, μπογιά άσπρη, γυαλόχαρτο, προσπαθήστε να την επισκευάσετε, να την αποκαταστήσετε και να την κάνετε όπως ήταν πριν.

Αρχίσαμε όλοι να πλένουμε να ξύνουμε για να φύγει το χρώμα να ξαναβάφουμε πάνω από τις μπογιές.

Ένοιωσα τεράστια απογοήτευση γιατί όταν πήγα να ξεπλύνω τα δάκρυα, έγινε μια μουτζούρα στο πρόσωπο της Αφροδίτης των Μεδίκων. Το αν ήταν μεγάλη η ζημιά ή όχι δεν είχε καμία σημασία. Δεν ήταν πια το άψογο εκείνο πρόσωπο που θαύμαζες και δεν χόρταινες να κοιτάζεις.

Οι ασθενείς δεν είχαν τόση βία να αποκαταστήσουν, μάλιστα κάποια είπε : «Αφού δεν γίνεται όπως πριν, δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσω».

Μας πρότειναν ένας από τους δύο μας να πάρει μαζί του την κεφαλή. Την έδωσα πολύ πρόθυμα στον Γάλλο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν ήθελα να την έχω εγώ.


Έχουν κάνει το ίδιο workshop άλλες 5 φορές μα διαφορετικές ομάδες.

Δύο φορές αντί για γιατρούς και νοσηλευτές, είχαν διοικητικούς υπαλλήλους νοσοκομείων και ανθρώπους από το χώρο των οικονομικών της Υγείας.

Στην προτροπή να επέμβουν αλλοιώνοντας την κεφαλή της Αφροδίτης, η πλειονότητα, έδωσε μία, την πέταξε κάτω και, μια και ήταν γύψινη, την θρυμμάτισε.

Ούτε μια φορά δεν συνέβη αυτό στις άλλες ομάδες.

Περιέγραψα αυτή την εμπειρία για να δώσω το στίγμα του πως αντιλαμβάνομαι την εκπαίδευση σε θέματα που έχουν να κάνουν όχι τόσο με γνώσεις αλλά με συμπεριφορά.

Αντιλαμβάνεται δε κανείς πόσο δύσκολο είναι να κάνεις τέτοια ή έστω και λιγότερο σύνθετα εργαστήρια.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ένοιωσα πράγματα, αντιπαρατέθηκα συναισθηματικά με την αδυναμία μου να αποκαταστήσω (έστω και αν ήξερα βεβαίως ότι δεν είμαι Θεός) και προβληματίστηκα για το πώς διαχειρίζεται ο καθένας μας αυτή την αίσθηση.

Θα μπορούσα να είχα παρακολουθήσει μια καθ’ όλα τεκμηριωμένη διάλεξη με θέμα: «Τα όρια του γιατρού στην θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών του». Νομίζω ότι δύο χρόνια ή και μερικές μέρες μετά, δεν θα θυμόμουνα τίποτα. Το workshop που περιέγραψα με προβληματίζει ακόμα.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 21, 2007

Ακροαζόμαστε - αλλά ξέρουμε να ακούμε;



Ένα πολύ συχνό παράπονο είναι το: «μα δεν με ακούς όταν σου μιλάω». Στη σχέση θεραπευτή-ασθενούς, με εξαίρεση τους ψυχιάτρους, ψυχολόγους κλπ., οι ασθενείς στην πλειοψηφία τους αισθάνονται ότι ο γιατρός δεν τους έδωσε τη δυνατότητα και το χρόνο να μιλήσουν.

Αυτό έχει πιστοποιηθεί και από μελέτη που έγινε σε Νοσοκομείο Ευρωπαϊκής χώρας, όπου η ανάλυση βιντεοσκοπημένης ιατρικής εξέτασης, έδειξε ότι οι γιατροί συνήθως διέκοπταν τον ασθενή στα 20-30 δευτερόλεπτα από την στιγμή που αυτός άρχιζε να μιλάει.

Βέβαια αυτό δεν αφορά μόνο την επικοινωνία γιατρού-ασθενούς. Πολύ συχνά παρατηρούμε αυτή την συμπεριφορά και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις.

Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό;

Ίσως να έχει να κάνει με τους επιταχυνόμενους ρυθμούς της ζωής μας.

Κυρίως όμως αισθανόμαστε την επιτακτική ανάγκη να ακουστεί και να γίνει αποδεκτή η δική μας άποψη, όχι μόνο για να επιβληθούμε, αλλά γιατί θέλουμε να μας ακούσουν, άσχετα από το ότι εμείς δεν ξέρουμε να ακούμε τον άλλον.

Πολλές φορές την ώρα που ο συνομιλητής μας αναπτύσσει τις ιδέες του εμείς προετοιμάζουμε την δική μας απάντηση. Έτσι μπορεί να μην τον διακόπτουμε μεν, αλλά δεν τον προσέχουμε.

Οι παράλληλοι μονόλογοι, όπου ο καθένας προσπαθεί να περάσει την άποψη του, όπου η θέση του ενός δεν αποτελεί αφετηρία για προβληματισμό των άλλων, (έτσι σπάνια οδηγεί στην τροποποίηση μιας ήδη διατυπωμένης θέσης), είναι κάτι που διδάσκεται κάθε βράδυ στα τηλεοπτικά παράθυρα.

Αυτό βέβαια οδηγεί πολλούς από μας να αποφεύγουμε τις συζητήσεις μια και στο τέλος μας μένει μία μάλλον δυσάρεστη αίσθηση και απογοήτευση από το ότι δεν ενδιέφερε κανέναν να επικοινωνήσει.

Οι γιατροί διακόπτουν τον ασθενή τους γιατί ξέρουν λίγο ως πολύ τι πρόκειται να τους πει.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της αφήγησης από ασθενή, μιας υπογλυκαιμίας που του συνέβη. Περιγράφει συνήθως το επεισόδιο επαναλαμβάνοντας πολλές φορές το πόσο πολύ ίδρωσε, το πόσο έτρεμαν τα χέρια του, την έντονη πείνα που ένιωσε, κ.τ.λ. Ο γιατρός, που έχει καταλάβει από τις πρώτες φράσεις, ότι πρόκειται για υπογλυκαιμία, αντιδρά, ως επί το πλείστον με ένα «εντάξει, εντάξει, κατάλαβα – πέστε μου πόσες μονάδες ινσουλίνης είχατε κάνει πριν».

Όμως για τον ασθενή, η εμπειρία αυτή ήταν απειλή ζωής! Αισθάνεται την ανάγκη να την περιγράψει, να μεταφέρει το φόβο που ένοιωσε και να παρηγορηθεί για την ταλαιπωρία που πέρασε.
Αν δεν «ακουστεί», αν νοιώσει ότι δεν μας ενδιαφέρει να μάθουμε πως ένοιωσε από αυτή την εμπειρία, θα πάψει να παρακολουθεί. Δεν θα το κάνει εκδικητικά, αλλά επειδή θα συνεχίζει να σκέπτεται πώς να μας μεταφέρει το βίωμα που είχε.

Πολλές φορές οι ασθενείς έχουν χαρακτηριστική στάση που υποδηλώνει το πώς νοιώθουν την ώρα που τους μιλάμε.

Π. χ.: Σταυρωμένα χέρια / πόδια, κλειστή στάση του σώματος, μακρινό βλέμμα, δάγκωμα των χειλιών. Αυτά τα σημάδια μπορεί να δείχνουν ότι μιλάμε για ένα θέμα που ανησυχεί τον ασθενή ή για το οποίο δεν αισθάνεται άνετα. Αυτή η ανησυχία θα πρέπει να διερευνηθεί πριν συνεχίσουμε την ανάπτυξη του θέματος, καθώς το αίσθημα ανησυχίας μπορεί να κυριαρχήσει μειώνοντας την προσοχή του ασθενούς μας και την δυνατότητα συγκράτησης των πληροφοριών.

Άλλοτε πάλι ο ασθενής μας κοιτάει αδιάφορα, η προσοχή του αποσπάται και εστιάζεται κάπου αλλού. Αυτές είναι ισχυρές ενδείξεις ότι δεν ασχολούμαστε με το πρόβλημα του, ή ότι έχουμε καταφύγει στο να του λέμε τι πρέπει να κάνει χωρίς να δουλεύουμε μαζί πάνω στα προβλήματα.

Σημάδια βαρεμάρας δείχνουν ότι πρέπει να ελέγξουμε σε ποιο σημείο βρισκόμαστε και να ξεκαθαρίσουμε τι προσδοκά από την επίσκεψη.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να του δώσουμε τη δυνατότητα να μας μιλήσει και τον χρόνο για να τον ακούσουμε.

Μπορεί κάποιος να διερωτηθεί : «Μα υπάρχει αυτός ο χρόνος έτσι όπως είναι οι συνθήκες εργασίας στα νοσοκομεία ή στα εξωτερικά ιατρεία;»

Σίγουρα η πίεση από την πληθώρα των περιστατικών είναι μεγάλη, όμως η εμπειρία μου είναι ότι, όταν ο άλλος καταλάβει ότι έχουμε την διάθεση και το ενδιαφέρον να τον ακούσουμε, θα κάνει σωστή διαχείριση του διαθέσιμου χρόνου.

Οι περισσότεροι γιατροί (αλλά όχι μόνον) νομίζουμε ότι τα πράγματα που έχουμε να πούμε είναι σημαντικά και θα βοηθήσουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τους ασθενείς μας.

Στην πραγματικότητα μπορούμε να προσφέρουμε πολύ περισσότερο και στον εαυτό μας, αν μάθουμε να ακούμε τον άλλον.

Πράγμα που μοιάζει να μην είναι ιδιαίτερα εύκολο.