Πριν από μια εβδομάδα ανέβασα ένα post σχετικά με την αντιμετώπιση που είχε κάποιος συγγενής μου όταν χρειάσθηκε να χειρουργηθεί σε ιδιωτικό θεραπευτήριο. Παρά το ότι, όπως ήταν αυτονόητο, δεν έκανα προσωπική αναφορά, μόλις ο συγγενής διάβασε το post, μου ζήτησε να το κατεβάσω διότι: «φαντάζεσαι να το διαβάσει ο χειρουργός που με χειρούργησε;».
Κατάλαβα ότι η αγωνία του δεν προερχόταν από φόβο μήπως κατηγορηθεί για δυσφήμηση του γιατρού. Παρά το ότι είμαι σίγουρη ότι δεν θα απευθυνόταν στον ίδιο αν προέκυπτε ανάγκη, έστω και αν αυτή η επέμβαση πήγε πολύ καλά, ήθελε «να τα έχει καλά μαζί του».
Αυτή την ανάγκη είμαι ηθικά υποχρεωμένη να την σεβασθώ, θα έλεγα μάλιστα ότι θα έπρεπε να έχω πάρει την άδεια του πριν καν το δημοσιεύσω.
Πολλές φορές ακούω τους ασθενείς να τσακώνονται στο διπλανό γραφείο με την γραμματέα του τμήματος σχετικά με την σειρά εξέτασης ή για άλλα διοικητικά θέματα. Όταν αυτή τους πει, μην τα λέτε σε μένα, περάστε να τα πείτε στον γιατρό, μπαίνουν στο γραφείο, εντελώς αλλαγμένοι. Είναι ευγενείς, ζητάνε συγγνώμη για το ότι δημιούργησαν πρόβλημα κ.τ.λ.
Έχει διαμορφωθεί μια παράδοξη κατάσταση όπου από τη μια οι ασθενείς αποδέχονται παθητικά μια αυταρχική συμπεριφορά εκ μέρους των γιατρών και παράλληλα τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι δικαστικές προσφυγές εναντίον των γιατρών.
Σε πρόσφατη έρευνα που έγινε για την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών Υγείας, η χώρα μας είχε ιδιαίτερα χαμηλή θέση. Ανάμεσα στα κριτήρια κατάταξης ήταν και το κατά πόσο οι ασθενείς είναι ενήμεροι και διεκδικούν την ενημέρωση και την πληροφόρηση σχετικά με την πάθηση τους.
Στην Ελλάδα, η πλειοψηφία των ασθενών, αισθάνεται δέος απέναντι στην αυθεντία που του προβάλει ο γιατρός του, δεν τολμάει να επιμείνει στο να ενημερωθεί για την πάθηση του, έτσι ώστε να καταλάβει τι ακριβώς του συμβαίνει και ποια είναι η πιθανότερη εξέλιξη.
Δέχεται να του φέρονται σαν να είναι μικρό παιδί, να τον προσβάλουν με έμμεσο τρόπο όπως π.χ.: «μα πως έχεις γίνει έτσι, πήρες 5 κιλά από την προηγούμενη φορά». Η δε συμμετοχή του στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την υγεία του, κυρίως στα χρόνια νοσήματα, είναι ανύπαρκτη.
Από την άλλη, υποκινούμενοι πολλές φορές και από δικηγόρους, (φαίνεται ότι έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερος κλάδος), μηνύουν γιατρούς για οτιδήποτε φανταστούν ότι δεν έγινε σωστά, ακόμα και περιπτώσεις όπου είναι πασιφανές ότι δεν υπάρχει ιατρική παράλειψη.
Η εμπειρία από τις Η.Π.Α έδειξε ότι το σύστημα αυτό όχι μόνο δεν συνέβαλε στην βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας, αλλά αποτέλεσε τροχοπέδη .Σε πολλές περιπτώσεις γιατροί αρνήθηκαν να αναλάβουν περιστατικά επειδή προέβλεπαν κακή έκβαση. Οι κυρίως κερδισμένοι είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες που ασφαλίζουν για όλο και μεγαλύτερα ποσά τους γιατρούς. Ο φόβος του malpractice διέπει πλέον σε μεγάλο βαθμό τη σχέση γιατρού- αρρώστου.
Πιστεύω ότι έχουμε μεγάλα περιθώρια να βελτιώσουμε την σχέση μας με τους ασθενείς μας. Χρειάζεται όμως προσπάθεια και από τις δύο πλευρές.
Το ότι η σχέση θεραπευτή – θεραπευόμενου είναι άνιση από τη φύση της, είναι αυτονόητο. Ο ασθενής εμπιστεύεται και περιμένει από τον γιατρό να του αποκαταστήσει την υγεία του. Πολλές φορές εξαρτάται πραγματικά η ζωή του από αυτόν. Είναι φυσικό λοιπόν να έχει μια σχέση δέους και εξάρτησης, ή, όταν όλα πάνε καλά και η αρρώστια αποτελεί παρελθόν, να διακατέχεται από αίσθημα ευγνωμοσύνης.
Αναφέρομαι στις περιπτώσεις όπου η νόσος εισβάλλει βίαια και απειλεί την ζωή του ατόμου, όπως είναι το έμφραγμα, το ατύχημα, ή ορισμένες επιθετικές μορφές καρκίνου κ.τ.λ.
Όμως στη πλειονότητα των περιπτώσεων οι ασθενείς, όταν μάλιστα πάσχουν από χρόνιο νόσημα, θα έπρεπε να έχουν την δυνατότητα και το χρόνο να επιλέξουν τον γιατρό τους και να κρίνουν κατά πόσο μπορεί να δημιουργήσουν σχέση μαζί του.
Τι γίνεται όμως στην πράξη;
Ο ασθενής καλεί τη κεντρική γραμματεία του Νοσοκομείου, στην καλύτερη των περιπτώσεων μιλάει με κάποια γραμματέα, αλλιώς δίνει τα στοιχεία σε αυτόματο τηλεφωνητή, παίρνει ένα ραντεβού για μερικούς μήνες χωρίς τις περισσότερες φορές να έχει την δυνατότητα επιλογής του γιατρού του.
Μετά την μεγάλη αναμονή και μέσα στην πίεση χρόνου είναι δύσκολο να δημιουργηθεί μία σωστή σχέση. Συχνά αντί για ανταλλαγή πληροφοριών και συμβουλών έχουμε ένταση και ρήξεις.
Έτσι μπορεί να βρεθούμε, εμείς γιατροί και λοιπό προσωπικό, μπροστά σε ωρυόμενους ασθενείς που απειλούν ότι «θα φέρουν τα κανάλια», κάθε φορά που δεν γίνεται αυτό που οι ίδιοι θεωρούν ότι θα έπρεπε να γίνει.
Η άλλη όψη είναι άτομα που δέχονται αδιαμαρτύρητα την συμπεριφορά ορισμένων γιατρών, μόνο και μόνο επειδή πιστεύουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή.
Δεν είναι πια καιρός να μάθουμε τόσο οι γιατροί όσο και οι ασθενείς, ποιες είναι οι υποχρεώσεις μας αλλά και ποια τα δικαιώματα μας, καθώς και με ποιο τρόπο μπορούμε να τα διεκδικήσουμε;
Αν προκειμένου να παρακάμψουμε τη σειρά προτεραιότητας, είμαστε πρόθυμοι να δώσουμε «φακελάκι» σε όποιον μπορεί να μας εξυπηρετήσει, δεν γίνεται να διαμαρτυρόμαστε γιατί σε άλλη περίπτωση κάποιος, που προφανώς έδωσε περισσότερα, μας έφαγε τη σειρά.
Με διαφορετικό τρόπο, η κατάσταση φαίνεται απογοητευτική είτε πρόκειται για ιδιωτικό ή για δημόσιο νοσοκομείο.
Η εγχείρηση του συγγενούς μου, απλή χολοκυστεκτομή, στοίχισε 9.000 ευρώ. Ο άνθρωπος βγήκε από το ιδιωτικό θεραπευτήριο και δεν είχε ούτε ένα χαρτί με οδηγίες διατροφής, δεν του δόθηκε τηλέφωνο επικοινωνίας σε περίπτωση ανάγκης και δεν είχε ενημερωθεί για την μετεγχειρητική πορεία .
Για να αναφερθώ και στον χώρο μου, στα περισσότερα νοσοκομεία οι ασθενείς ξεκινάνε θεραπεία με ινσουλίνη στην διάρκεια της νοσηλείας τους και την ημέρα που παίρνουν εξιτήριο, πληροφορούνται ότι πρέπει να την συνεχίσουν στο σπίτι.
Δεν ξέρουν πώς να κάνουν την ένεση, δεν τους έχουν δοθεί οδηγίες αντιμετώπισης υπογλυκαιμίας, διαιτολόγιο, αισθάνονται χαμένοι και κανείς δεν θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο γι αυτό.
Άλλο θέμα παρεξήγησης των δικαιωμάτων: Έχω προσωπική εμπειρία του πόσο φθοροποιό είναι να διαπληκτίζεσαι σχεδόν καθημερινά, με κάποιους οι οποίοι έρχονται στο Διαβητολογικό Κέντρο και ζητάνε να τους γράψουμε τα δισκία ή την ινσουλίνη, που αρχικά τους χορήγησε κάποιος άλλος γιατρός. Στο ερώτημα γιατί δεν πάτε εκεί που σας τα συνέστησαν, η απάντηση συνήθως είναι: «δεν με βολεύει, εσείς είσαστε πιο κοντά» ή «γιατί; εσείς δεν μπορείτε να μου τα γράψετε;».
Είναι αδύνατον να καταλάβουν, ή μάλλον αρνούνται να καταλάβουν, ότι το να συνταγογραφήσουμε κάποια φάρμακα αποτελεί ιατρική πράξη και δεν είναι δυνατόν να γράφουμε όποια συνταγή μας φέρνουν, χωρίς να έχουμε εικόνα σε ποιόν την δίνουμε και αν συμφωνούμε με την θεραπεία την οποία υπογράφουμε.
Αναφέρω αυτό το παράδειγμα γιατί πιστεύω ότι αποτελεί χαρακτηριστικό της νοοτροπίας που μας διέπει, δηλαδή του να κάνει «την δουλειά του τώρα» έστω κι αν αυτό είναι εις βάρους του (γιατί μπορεί να έχουν αλλάξει οι ανάγκες του). Αυτή η στάση δεν αφορά βεβαίως μόνο το χώρο της Υγείας.
Όμως όσο διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με όλα τα άλλα κακά (κατάσταση ασφαλιστικών ταμείων, έλλειψη πρωτοβάθμιας περίθαλψης, έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού, δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία) φοβάμαι ότι θα παραμείνουμε για πολλά χρόνια σε χαμηλή κατάταξη, μεταξύ των χωρών της Ευρώπης.
Η πρόσφατη εμπειρία μου, μου έδειξε ότι ούτε ο ιδιωτικός χώρος αποτελεί, τουλάχιστον σήμερα, ελκυστική εναλλακτική πρόταση.
Ο συγγενής μου, όπως και πολλοί άλλοι, δεν διαμαρτυρήθηκε, εκεί που έπρεπε, αλλά φοβήθηκε μήπως ενοχληθεί ο γιατρός του, αν διάβαζε το post που περιέγραφα την κατάσταση και μου ζήτησε να το κατεβάσω.
Μηπως λοιπόν πέρα από τά μύρια όσα κακά του συστήματος περίθαλψης στη χώρα μας, φταίμε και εμείς, ως ασθενείς, που δεν διεκδικούμε σωστά τα δικαιώματα μας, αλλά φροντίζουμε απλώς να βολευτούμε;