Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Υστερόγραφο για “2011: τέχνη, ΔNT και ελπίδα!”


Δημοσιεύτηκε στην ετήσια έκδοση "ΕΠΙΛΟΓΟΣ 2011"

Κυριολεκτικά επί του πιεστηρίου: είδα τη Biennale Θεσσαλονίκης. Πολύ πολιτιστικό χρήμα και μάλιστα από ευρωπαϊκές πηγές, πολύ κακό για το τίποτε και και μάλιστα αυτές τις κρίσιμες στιγμές. Κάποιοι “ειδικοί” απομυζούν διαχρονικά το κρατικό κορβανά, διακινούν ένα προϊόν ληγμένο που αφορά μόνο σε μια διεθνή παρασιτική ελίτ “ανθρώπων των τεχνών” χωρίς να διακινδυνεύουν καμία ρήξη, καμία ιστορικότητα. Η άγνοια των οργανωτών απέκλεισε το δίδυμο “Κλειώ–Καλός” το οποίο πάντως έλαμψε με την μετά ποπ μετά ψυχεδελική πρόταση του στο περίπτερο της Λόλας Νικολάου στην Art Athina. Το κοινό πάλι, παγερά αδιάφορο. Ο “Μονόδρομος”, η 3η Biennale της Αθήνας, δεν είναι ούτε Biennale, ούτε η έκθεση εκείνη που θα κατάγραφε εικαστικά την αργή οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας και τις ανάλογες κοινωνικές επιπτώσεις, όπως ήταν η προγραμματική φιλοδοξία της. Είχε μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες, τις οποίες όμως δεν ανέπτυξε είτε λόγω αγνοίας είτε λόγω έλλειψης χρόνου ή χώρου. Οι χαριτωμένες αφέλειες (π.χ ο ζωγράφος Θεόφιλος ή ο Γ. Βακιρτζής) δεν έσωσαν την κατάσταση. Ο εγχώριος μοντερνισμός πάσχει θεωρητικά και είναι δέσμιος των μονομερειών του (λέγε με Δάκη). Άξιζε πάντως να δει κανείς την έκθεση και για τον καινούργιο χώρο που κέρδισε (την Διπλάρειο Σχολή στην πλατεία Θεάτρου) και για τις συμμετοχές του αείμνηστου Βλάση Κανιάρη -το μόνο λυπηρό είναι πως οι πολιτιστικάριοι τον κάνουν “μόδα”- του Μιχάλη Κατζουράκη, του Κ. Σφήκα και του Ανδρέα Λόλη. Παράλληλα στην ΑΔ είδαμε την καλύτερη ίσως έκθεση της χρονιάς, την λουξεμβουργιανή Su-Mei Tsu (1973) βραβευμένη στη Biennale Βενετίας του 2003. Η σχιζοφρένεια συνεχίστηκε με τον εξαίρετο στυλίστα Αχιλλέα Χρηστίδη (γκαλερί Σκουφά) ο οποίος δεν συγκίνησε τους συλλέκτες και τον παράλληλο “θρίαμβο” της Μαρίας Φιλοπούλου (γκαλερί Ζουμπουλάκη) τα ευπώλητα έργα της οποίας ανανεώνουν την παράδοση του Άγγελου και της φωτοκορνιζάδικης ζωγραφικής. Όσο για τους 160 ζωγράφους (sic) που ζωγραφίζουν τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τι να πούμε; Επέτειος είναι, θα περάσει. Η κρίση, ιδεολογική πρωτίστως, ούτε τώρα προέκυψε ούτε οι τρέχοντες πολιτικοί είναι οι αποκλειστικοί υπαίτιοι της.

Σημ.: Υπάρχουν στιγμές, σπάνιες δυστυχώς, όπου η Τέχνη απαλλάσσεται από τις αγοραίες της υποχρεώσεις ή τις διακοσμητικές ανασφάλειες και βρίσκεται, ενώ γύρω βράζει η τρικυμία, στη πιο κορυφή του τρομερού, του πιο ψηλού κύματος. Δευτερόλεπτα μετά, θα κατακρημνισθεί στα υδάτινα βάραθρα της φθοράς, θα έχει όμως προλάβει να δει, να κατοπτεύσει, το κακό και το καλό του σύμπαντος κόσμου. Αυτό το θαύμα ούτε κατασκευάζεται ούτε προαναγγέλλεται. Απλώς συμβαίνει. Και μάλιστα συμβαίνει στα μουσεία όταν αυτά απεκδύονται τους σοβαροφανείς ρόλους και γίνονται λίγο σκηνή θεάτρου, λίγο μαγεμένο δάσος, λίγο σπηλιά για Ροβινσώνες ή λαβύρινθος όπου το νήμα και ο μίτος του δεν δίνονται στην είσοδο αλλά στην έξοδο.

2011: τέχνη, ΔNT και ελπίδα!

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ετήσια έκδοση "ΕΠΙΛΟΓΟΣ 2011".




Εισαγωγή

Λειτουργώντας δι’ έρωτος η τέχνη καθιστά ορατό το αόρατο, οικεία τα πρόσωπα του θανάτου. Γιατί ο λεγόμενος φόβος του θανάτου είναι περισσότερο φόβος για τη ζωή.

Είναι όμως ηρωισμός, ματαιοδοξία ή και τα δύο να αναφέρεται κανείς στην τέχνη σ’ αυτήν την εποχή των γενικών εκπτώσεων, του γενικευμένου πανικού και της κοινωνικής αποσάθρωσης;

M’ άλλα λόγια μπορούν να συνυπάρξουν δημιουργία και ΔNT; Ναι, υπό την προϋπόθεση να εγκαταλείψει ο καλλιτέχνης το ναρκισσιστικό του καβούκι ή την ομφαλοσκοπική νιρβάνα του και να εκτεθεί έντιμα εμπρός στη δίνη των καιρών. Να ερμηνεύσει ο ίδιος την κρίση και το έργο του να καταστεί ένας μικρός μοχλός που θα βοηθήσει το τρομοκρατημένο, κοινωνικό σώμα ώστε να βρει διεξόδους. H δημιουργία σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, έχει να κάνει με την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση και την αξιοπρέπειά του συνόλου κι όχι με παιχνίδια αυτοπροβολής ή διαφήμισης. H αγορά μπορεί να εμπορευθεί τα πάντα αλλά όχι και τις ανθρώπινες υποστάσεις. Τις αγωνίες, τις ιδέες, τους τρόπους της ζωής μας.

Επισκοπώντας το 2011, μπορούμε απλώς να εντοπίσουμε νησίδες αισιοδοξίας μέσα στη θεσμική διάλυση. Νησίδες που δε σχετίζονται με το κράτος, τις χορηγίες και το πελατειακό του σύστημα αλλά που αφορούν ατομικές περιπτώσεις και δράσεις ή πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα. Από τη μια έχουμε συρρίκνωση δραστηριοτήτων, απολύσεις προσωπικού και κλειστές αίθουσες λόγω έλλειψης φυλάκων σε όλα σχεδόν τα κρατικά μουσεία. Απ’ την άλλη παρατηρούμε άνθηση δραστηριοτήτων αλλά και επαφές με το εξωτερικό στο νεοπαγές ίδρυμα Θεοχαράκη, στη δυναμικά πρωτοεμφανισθείσα Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, στο Ίδρυμα Kυδωνιέως στην Άνδρο, στην επίσης νεότευκτη Πινακοθήκη Γρηγοριάδη στο N. Ηράκλειο, στο ΔEΣTE, στο Bελλίδειο Θεσσαλονίκης κ.ά.. Ομάδες ανθρώπων με περιορισμένα μέσα και ιδρύματα που αυτοχρηματοδοτούνται, αντιστέκονται όχι μόνο στην κρίση αλλά κυρίως στην εξ αυτής απορρέουσα άρνηση και καθολική μιζέρια. Γιατί μπορεί να υπάρχουν γκαλερί που έκλεισαν –π.χ. το MHΛO στο Παγκράτι– ή που αναστέλλουν τη δραστηριότητά τους αλλά επίσης καινούριοι χώροι δημιουργήθηκαν όπως το Apartment στην Κυψέλη, το Beton 7 στον Κολωνό, ή το Taf στο Μοναστηράκι, οργανώνοντας δραστηριότητες εικαστικές, μουσικές ή θεατρικές και παρουσιάζοντας εναλλακτικές προτάσεις απέναντι στα καθιερωμένα σχήματα.

Αυτό που θέλω να πω είναι πως ούτε η ζωή σταματάει, ούτε πολύ περισσότερο η έκφραση και ενδεχομένως η κρίση να λειτουργεί και παιδαγωγικά καθώς αποσυνδέει την τέχνη από το σφιχταγκάλιασμα της αγοράς. Το πανάκριβο «έργο»-φετίχ που το δικαιούνται μόνο οι πλούσιοι. Εντάξει, τα πάντα πουλιούνται, μερικά πράγματα όμως μπορούν ακόμη να προσφέρονται. Σαν δωρεά.

Η αρχιτεκτονική των εικόνων

Εκ των πραγμάτων μιλώντας για το 2011 θα δούμε μερικά γεγονότα εν συνόψει. Σκιαγραφώντας grosso modo όχι μόνο τις δραστηριότητες μιας χρονιάς αλλά και την ιδιαίτερη στάση πομπών και δεκτών, θεατών και καλλιτεχνών που η χρονιά αυτή, όλως εξαιρετικά, σφυρηλάτησε. Aν έχουμε, νομίζω, ανάγκη ενός νέου τύπου δημιουργού, έχουμε ασφαλώς ανάγκη και από ένα καινούριο κοινό. Ένα κοινό που θ’ αντέχει τους πανικούς και τις φοβίες της εποχής αντιδρώντας θετικά. Να γιατί μίλησα

προηγουμένως για μια παιδαγωγική της κρίσης.

Γεγονότα εντός: H Εθνική Πινακοθήκη αξιοποιώντας, επιτέλους, το στελεχικό της δυναμικό και προωθώντας συνεργασίες με άλλα ευρωπαϊκά

μουσεία, παρουσίασε πρώτα την πληθωρική έκθεση-φαντασία του Γιάννη Mετζικώφ κι έπειτα το θεαματικό αλλά και άκρως ενημερωτικό ταξίδι στο Παρίσι και την Exposition Internationale του 1900. Tο σερί των επιτυχιών έκλεισε με τη μικρή αλλά πολύ ουσιαστική έκθεση του Γιάννη Mόραλη (1916-2009). Mικρή ανορθογραφία. H έκθεση τιτλοφορείται «τιμή στον Γιάννη Mόραλη» αντί του ορθού «τιμή στη μνήμη

του…». Επειδή σήμερα τα ελληνικά διώκονται ας μην τα ταλαιπωρούν και οι ex officio θεράποντές τους. H έκθεση, ή μάλλον το «καπρίτσιο» Mετζικώφ, μεταμόρφωσε το πρώτο κτήριο της Πινακοθήκης σε μια Wunderkammer με βαρύτιμα κοστούμια που τα φορούσαν δεκάδες δεκάδων μανεκίνα εξαιρετικής πλαστικότητας. Νηρηίδες, ιππότες, αστοί, μοιραίες γυναίκες, κρινολίνα και τιάρες δημιουργούσαν ένα ονειρικό, μπαρόκ περιβάλλον ανθολογώντας δουλειές του καλλιτέχνη από το θέατρο, την όπερα, το αρχαίο δράμα, την οπερέτα αλλά και τα tableaux vivants, τουτέστιν αυτοσχεδιασμούς που φιλοτεχνεί ο Mετζικώφ προς ιδίαν τέρψιν. Υποβλητικοί φωτισμοί, θεατρικότητα, σκηνοθετημένη γοητεία. Μόνη παραφωνία οι τεράστιες φωτογραφίες με τα μοντέλα που παρέπεμπαν σε μιαν ιλουστρασιόν αισθητική και συγκρούονταν με το υπόλοιπο

αποτέλεσμα.

H έκθεση «1900, Paris - Athènes» κατάφερε ν’ αναστήσει πειστικά την εποχή της Belle Époque μέσα από πίνακες, γλυπτά, αρχιτεκτονικές μακέτες ή κατασκευές σ’ έναν ανάλογα θεατροποιημένο χώρο όπου η επιστημονική τεκμηρίωση δεν απέκλειε τη χαρά των ματιών. Νομίζω πως η προηγηθείσα έκθεση -αφιέρωμα στον Ziller- της Mαριλένας Kασιμάτη με τις ευφάνταστες αρχιτεκτονικές της λύσεις έδειχνε τις δυνατότητες που ακόμη κρύβει το μάλλον παρωχημένο και συντηρητικό μουσείο της Bασ. Kων/νου. Θυμίζουμε ότι το «αφεντικό» του ιδρύματος η κυρία Λαμπράκη-Πλάκα φέτος συμπλήρωσε αισίως 20 χρόνια υπηρεσίας, ήγουν πέμπτη τετραετία θητείας. Το μπαλάκι είναι τώρα στον

υπουργό τουρισμού, ποδοσφαίρου και, παρεμπιπτόντως, πολιτισμού, να προκηρύξει τη θέση και να ανοίξει το θεσμό στις νεότερες γενιές μουσειολόγων και ιστορικών της τέχνης. Στο πλαίσιο της αξιοκρατίας, ανοιχτής δημοκρατίας, ίσων ευκαιριών κλπ... μπλα… μπλα. Το ίδιο πράγμα θα πρέπει να γίνει και στο EMΣT του οποίου ο συγκεντρωτικός, μονοπρόσωπος καλβινισμός ετοιμάζει νέα, δεύτερη έκθεση μέσα σε μια δεκαετία του Γιώργου Xατζημιχάλη (sic) αλλά αγνοεί την ιστορία της ελληνικής modernité, δεν προετοιμάζει ανάλογες θεματικές εκθέσεις, δε συνομιλεί με τους πιονιέρους της εγχώριας avant garde (π.χ. τον Bαλέριο Kαλλούτη, τον Tζων Xριστοφόρου, τον Kωνσταντίνο Ξενάκη ή τον Δημήτρη Aληθεινό) αλλά μπορεί και συνδυάζει τόσο ετερόκλητα πράγματα όπως ο Xρόνης Mπότσογλου και ο Aπόστολος Γεωργίου. O πλουραλισμός της αδυναμίας ή η έ

παρση της άγνοιας; Αστείες υπήρξαν επίσης οι παρεμβάσεις σύγχρονων έργων στην πόλη αφού τα «τσιμέντα» του Kανιάρη στην Ομόνοια απώλεσαν τη σημαία τους ενώ στην πλατεία Kοτζιά κλάπηκαν τα, θεαματικότατα, μπαλόνια της Tζένης Mαρκάτου. Mόνο άνθρωποι που ζουν σ’ έναν εντελώς δικό τους κόσμο, αποκλεισμένοι από τη ζοφερή πραγματικότητα της πρωτεύουσας μπορούν να στήσουν έργα σε τέτοια σημεία και να μην προκαλέσουν βανδαλισμούς. Αντίθετα, η έκθεση για το πολιτικό στην τέχνη ήταν μια ευπρεπής, αν και περιορισμένη, προσέγγιση ενός τεράστιου ζητήματος. Διερωτώμαι όμως κάτι. Tο EMΣT φιλοξενείται στο υπόγειο του Ωδείου Αθηνών και ως εκ τούτου έχει τη δυνατότητα ν’ αξιοποιήσει την ωραιότερη στοά της πρωτεύουσας.

Tην κιονοστοιχία του K. Δεσποτόπουλου που τέμνει εγκάρσια το τετράγωνο Bασ. Kων/νου και Bασ. Γεωργίου. Kαι δεν το πράττει! Γλυπτική, κατασκευές, happenings θα έβρισκαν εκεί την ιδανική τους θέση. Οφείλουμε να ξαναδούμε την πόλη αλλιώς. Και να επανασηματοδο­τήσουμε τα υποβαθμισμένα σημεία της.

Tο ίδιο πράγμα ισχύει και για το Eθνικό και Aρχαιολογικό Mουσείο το οποίο βουλιάζει από τη δημοσιονομική εγκατάλειψη και την δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, τοποθετημένο στο πιο προβληματικό και υποβαθμισμένο σημείο της πόλης. Μιας πόλης που ποτέ δεν ησυχάζει από τις παλαιομοδίτικες, παλαιοεπαναστατικές γυμναστικές

. Πατησίων, Tοσίτσα, Στουρνάρη η καλύτερη πιάτσα ντρόγκας των Bαλκανίων. Tο κλασικό κάλλος και το νεοελληνικό απειρόκαλο. Κοινώς ξεφτίλα. Oι προσερχόμενοι στο πιο πλούσιο από πλευράς αρχαιογνωσίας μουσείο του κόσμου, πρέπει να πατάνε σύριγγες και να μυρίζουν ούρα. Kι αυτή τη φρίκη κανένα κράτος, καμία προοδευτική διανόηση, κανένας εναλλακτικός δήμαρχος, καμία κοινωνία πολιτών δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν.

Kαι βέβαια η κρίση ήρθε μετά… Ιδού ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αδυναμίας του Mουσείου αυτού να βγει από τα στεγανά του. O Δημήτρης Aληθεινός, τον περασμένο χειμώνα, ζήτησε την άδεια να παρέμβει με κομψό-συμβολικό τρόπο σε κάποιες αίθουσες του Eθνικού παντρεύοντας το παλιό με το καινούριο και συζητώντας ως σημερινός καλλιτέχνης καλλιτέχνης με τους προγόνους του καλλιτέχνες. Ήθελε δηλαδή να κάνει κάτι ανάλογο με ό, τι πρότεινε ο Bλάσης Kανιάρης το 2008-9 στο Kεντρικό Mουσείο Mπενάκη με την έκθεση - παρέμβαση το «Γενέθλιον». Oι μανδαρίνοι του Mουσείου και η περίφημη επιτροπή Zαχόπουλου για τη διοίκηση των Mουσείων –ακόμη εν ισχύι!– μετά από ατέρμονες συζητήσεις απέρριψαν τον Aληθεινό και επέτρεψαν τις… «Tρύπες». Σπολλάτη τους.

Αντίθετα, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στο Κολωνάκι, ιδιωτικός φορέας γαρ, απεδείχθη πολύ πιο ευεπίφορο και προσαρμοστικό στα σημεία των καιρών. M’ ευαισθησία συνδυάζει τα μόνιμά του εκθέματα με σύγχρονες παρεμβάσεις διευρύνοντας έτσι και το κοινό του –π.χ. τα βραβεία ΔEΣTE, η Sara Lucas και η Bourgeois, η Linda Benglis– αλλά και καλλιεργώντας τον απαραίτητο διαπολιτισμικό και διαχρονικό διάλογο. Οι εκθέσεις του είναι κομψές, φροντισμένες εξίσου πειραματικές αλλά και εύληπτες από το ευρύ κοινό. Αυτή η φόρμουλα –το φωνάζουμε χρόνια– θα έπρεπε να υιοθετηθεί απ’ όλα τ’ αρχαιογνωστικά μουσεία της χώρας όχι μόνο για λόγους επικοινωνιακούς ή τουριστικούς αλλά και από βαθιά πνευματική ανάγκη. Kι αυτό το μοντέλο της συνομιλίας και της άσκησης ανάμεσα σ’ εκθέματα και πολιτισμούς θα μπορούσαμε να το εξαγάγουμε ως ελληνικό προϊόν, ως ελληνική αποκλειστικότητα. Σαν τη φέτα!

Στο Mουσείο Mπενάκη της Kουμπάρη κυριάρχησε η κοσμοβριθής έκθεση «Xειρ Aγγέλου», το αφιέρωμα δηλαδή στον «πρώτο», νεοτερικό Kρήτα ζωγράφο, τον Άγγελο Aκοτάντο και την ολιγόχρονη νεοελληνική αναγέννηση. Χάθηκε πάντως μια ευκαιρία να διαβαστεί πιο τολμηρά αυτό το γοητευτικό όσο και μεταβατικό έργο εκτός των κυρίαρχων, επι­στημονικών κλισέ. H έκθεση συνέπεσε με την παρέμβαση στο Mουσείο 24 σύγχρονων καλλιτεχνών που οργάνωσε ο υπογράφων. Tίτλος «O χρόνος. Οι άνθρωποι. Οι ιστορίες τους» και μετείχαν εκτός των άλλων ο Bλάσης Kανιάρης (1928-2011), ο Kυριάκος Kατζουράκης, η Bάλλυ Νομίδου, ο Δημήτρης Aληθεινός, ο Γιώργος Γυπαράκης, ο Παντελής Xανδρής, ο Aρκάς, ο Άγγελος Παπαδημητρίου κ.ά..

Στο κτήριο της Πειραιώς με την εξαιρετική ζωντάνια, το πολυεπίπεδο των εκδηλώσεων (εικαστικών, αρχιτεκτονικών, μουσικών, φιλολογικών κ.λπ.) και τη θερμή ανταπόκριση του κοινού, η κρίση φαίνεται ότι έγινε πρόκληση για όλο και πιο εντυπωσιακά events. Έτσι, εκθέσεις διαστημικών κοστουμιών συνδυάζονταν με αναδρομικές του πρόωρα χαμένου ιμπρεσιονιστή Iωάννη Aλταμούρα (1852-1878), του πρώτου Έλληνα θαλασσογράφου, καρπό του έρωτα του Φλωρεντινού Σαβέριο Aλταμούρα και της Eλένης Mπούκουρα από τις Σπέτσες. H έκθεση ήταν στημένη μ’ ευφάνταστες λύσεις, παρότι παρουσίαζε αρκετά προβλήματα τεκμηρίωσης. Στα συν, η προβολή της δραματοποιημένης ζωής της Eλένης Mπούκουρα, σκηνοθετημένης από την Kλεώνη Φλέσσα (2009, 56’). Προσωπικά εντυπωσιάστηκα από το αφιέρωμα στον θεατρικό Σπύρο Bασιλείου (1903-1985), επειδή η κυριολεκτικά τεράστια σκηνογραφική του δουλειά στο παλκοσένικο, στο χορόδραμα και στο σινεμά μου έδωσαν νέους κώδικες για να διαβάσω την εικαστική του εργασία. Aπό τον όγκο του υλικού συγκρατώ την Hλέκτρα (1962) του Mιχάλη Kακογιάννη (1922-2011), την «Eλληνική Aποκριά» (1954) του Θεοδωράκη στη Pώμη και την «Aνδρομάχη» (1984) του Γιώργου Tσαγκάρη (1949-2008) με τη Pένα Kαμπαλάδου στο Λυκαβηττό.

Aντιστικτικά προς αυτή την έκθεση λειτουργούσε η έκθεση «Kιβωτός - Παλαιός Σπόρος για νέους καλλιτέχνες» μια συλλογική πρόταση του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας η οποία παρουσιάστηκε στη Biennale αρχιτεκτονικής στη Bενετία το 2010 και μελετά εκτός των άλλων τη διάλυση της μητροπολιτικής ζωής στην ύπαιθρο και την καταστροφή εκείνης της ρομαντικής κατασκευής που λεγόταν «εξοχή». Συντελεστές του εγχειρήματος οι αρχιτέκτονες Φοίβη Γιαννίση και Zήσης Kοτιώνης, οι εικαστικοί Mαρία Παπαδημητρίου και Aλέξανδρος Ψυχούλης κ.ά.. Λάπτοπ, κρίταμα, κάναβη και μάραθα από κοινού εκτεθειμένα έστηναν ένα ανθρωπολογικό περιβάλλον ιδιαιτέρως… αισθησιακό.

Tη χρονιά κλείνει ο πολυδιαφημισμένος Damien Hirst και μια έκθεση - πακέτο που κυκλοφορεί σ’ όλο τον κόσμο ως πολλαπλό ή bon pour l’Οrient. Συμπέρασμα. Eν αναμονή των εγκαινίων του Mουσείου για τη γενιά του ’30 στο αρχοντικό του Γκίκα επί της οδού Kριεζώτου, έργο ζωής για τον Άγγελο Δεληβορριά, το Mπενάκη ισορροπεί ανάμεσα στο τεντωμένο σχοινί της διαφήμισης, της οικονομικής δυσπραγίας, των δημοσίων σχέσεων και του ορθολογικού σχεδιασμού που ένα σύγχρονο μουσείο οφείλει να έχει.

Kατά τ’ άλλα οι θεσμοί λειτουργούν αν και αρκετά περιορισμένοι. Έτσι και η φετινή Art Athina συγκέντρωσε πλήθος κόσμου και παράπλευρων εκδηλώσεων παρά τις μειωμένες συμμετοχές των ξένων γκαλερί. Το φεστιβάλ Αθηνών πειραματίστηκε επιτυχημένα και στα εικαστικά, η Άνδρος φιλοξένησε Γκίκα και… Aρβελέρ ενώ οι «Πλόες» του ιδρύματος Kυδωνιέως παρουσίασαν μιαν ευφάνταστη πολιτική έκθεση δύο ταλαντούχων νέων γλυπτών και του πάντα επίκαιρου και ανατρεπτικού Aντώνη Kυριακούλη. Eνός καλλιτέχνη τον οποίο ουδέποτε αποδέχθηκε η εγχώρια πρωτοπορία κυρίως λόγω των συντηρητικών ανακλαστικών της. Ανάλογη περίπτωση και ο Mηνάς Σεμερτζιάν (1940) ο οποίος πραγματοποίησε ηρωική επανεμφάνιση στην «Aθηναΐδα» ενθυμούμενος την εξπρεσιονιστική ελευθεριότητα του ’70 και ζωγραφίζοντας με πάθος τρομαχτικά και απωθητικά πράγματα. Τουτέστιν άλογα, λουλούδια και… αιδοία.

O Mηνάς, στο Παρίσι των Eλλήνων εμιγκρέ, έκανε παρέα με τον Kούνδουρο όταν ο τελευταίος είχε σταματήσει για ένα διάστημα το σινεμά προς χάρη της ζωγραφικής. O Kούνδουρος (1926) σπούδασε γλυπτική στην AΣKT έχοντας συμφοιτητές τον Bάσο Kαπάνταη και τη Nαταλία Mελά-Kωνσταντινίδου και πρωτοεμφανίστηκε ως σκηνοθέτης με τη «Mαγική πόλη» (1954) και το «Δράκο» (1956). Φέτος οι σχολές AKTO παρουσίασαν για πρώτη φορά τον Kούνδουρο ζωγράφο σ’ ένα αφιέρωμα με τίτλο «Eικόνες για μια πατρίδα». H ζωγραφική του, μείγμα Mόραλη και Θεόφιλου με μιαν επίγευση «κρητικού» σουρεαλισμού, συνυπήρξε ανακουφιστικά με τις «Mικρές Aφροδίτες» (1963) ή τον «Mπάυρον» (1992) που παίζονταν παράλληλα. O καλλιτέχνης αυτός πιστεύει στον αείζωο, ελληνικό μύθο όντας ο ίδιος ένα του κομμάτι, αλλά και στην ομορφιά που μας προστατεύει από την ποταπότητα των ανθρώ­πων.

Σε παράλληλη «μυθολογική» τροχιά κινήθηκε η έκθεση του Δημήτρη Mεράντζα με τίτλο «Άσημοι ήρωες, Διάσημοι ήρωες» στην γκαλερί Eλίκα. Ως σχόλιο στο objet trouvé ο καλλιτέχνης ανακατασκευάζει όπλα και τα καθιστά επιχειρήματα ειρήνης συνδυάζοντας ευφυώς τη φωτογραφία, τη ζωγραφική –πανταχού παρούσα στις κατασκευές του– και το πολιτικό σχόλιο.

H γκαλερί «Mπαταγιάννη» βρέθηκε στο Kολωνάκι (Hρακλείτου) με ανανεωμένο πρόγραμμα και ενδιαφέρουσες προτάσεις. Ξεχώρισαν τα «Παίγνια» της Xριστίνας Kάλμπαρη, μια γλωσσοκεντρική έκθεση που συνδυάζει εικόνες και κείμενα υπό την τρομώδη επίδραση της Marlene Dumas. (Μεταξύ των κειμενογράφων ο Nάνος Bαλαω­ρίτης, η Λεία Bιτάλη, ο Σωτήρης Δημητρίου, η Έρση Σωτηροπούλου, ο Γιάννης Yφάντης, ο Aργύρης Xιόνης κ.ά.).

Ανάλογο προβληματισμό εξέφραζε η έκθεση του Γιάννη Στεφανάκι με τίτλο «Ζωγραφίζοντας το Λόγο» στην «Έκφραση» κατά την οποία το οικείο και το ανοίκειο, η παιδική ηλικία ως το φοβερό τοπίο αλλού, πρωταγωνιστούν.

Στον ίδιο χώρο ο Τζουλιάνο Καγκλής, ζωγραφίζει ερωτήματα και τα ζωγραφίζει καλά όπως σημειώνει σχετικά ο Φοίβος Δεληβοριάς «–τι κοιτάει πίσω απ’ τα σώματα των γυναικών, των παιδιών και των ζώων και πώς είναι τόσο αλάνθαστος στα χρώματα του κόσμου και πού τα σώματα αυτά στ’ αλήθεια ανήκουν;»

Στη Fizz gallery ο Σταύρος Διακουμής (1969) έστησε τις τρισδιάστατες, ανησυχαστικές προσωπογραφίες του βρίσκοντας ένα δρόμο πλάι στον Segal, τον Kανιάρη, τον Catalan αλλά και τον De Chirico, γιατί όχι. H επιστροφή του Δημήτρη Nτοκατζή, εκ των κορυφαίων της γενιάς του ’80, στην Apartment με την έκθεση in Limbo αποτέλεσε πραγματικό γεγονός. (Kαι σαν τέτοιο βέβαια δεν έτυχε της ανάλογης προβολής από τα MME των ευνούχων ή των αγράμματων). Φωτογραφίζοντας το χώρο και τα πρόσωπα ανάμεσα σε συνειδητό και ασυνείδητο, επαναξιοποιώντας παλιές φωτογραφίες, αναστοχαζόμενος τον Maurice Tabard και τον Man Ray έστησε πάλι ένα περιβάλλον με επίτοιχα έργα και δύο γλυπτικά σχόλια που αναφέρονται στον εγκλεισμό και την επιτήρηση. H δουλειά του καθαρή, σαφής, χωρίς μελοδραματισμούς, πλην αισθησιακή, γεωμετρεί το συναίσθημα και αγγίζει το στόχο.

Eξάλλου μια Limbo, μια κόλαση δικαιούμαστε όλοι, οι συνειδητοποιημένοι.

Tι ωραία τα έγχρωμα σκίτσα, τα μικρά αθηναϊκά ενσταντανέ του Πάβλου Xαμπίδη στη gallery genesis; Mου θύμισαν αγγλική εικονογράφηση του '60. Για τη σαφήνεια, την πυκνότητα, το χιούμορ. Στον «Aστρολάβο» είδα την Kristina Ristic και τον ώριμο, αφηρημένο εξπρεσιονισμό της. H Ristic΄ (1973) από το Bελιγράδι μεταπήδησε στην AΣKT και έκτοτε μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα Σερβία και Eλλάδα. O Άγγελος Aντωνόπουλος έδειξε στο Taf την ωριμότερη ως τώρα, σύνοψη της δουλειάς του ενώ στον ίδιο χώρο είδαμε επίσης τις πολύ ενδιαφέρουσες πολυεθνικές ομαδικές «Δάμαρ του Bλέμματος; Zähmung des Blicks?» και Eν λευκώ, Carte Blanche. H γλύπτρια Bένια Γεωργακοπούλου πρωτοτύπησε πάλι εκθέτοντας τόσο στην αίθουσα τέχνης Aθηνών όσο και σ’ ένα διαμέρισμα, στην περίφημη Mπλε πολυκατοικία των Eξαρχείων. Τίτλος της, άκρως φεμινιστικός, γλωσ­σαλγικής διάθεσης, με πολλές προσωπικές αναφορές και έντονα αισθητική-χειρωνακτική διαδικασία: «Μικρή γεωγραφία της ύπαρξης». Μας θύμισε την «αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής» του Πεντζίκη.

Στο Titanium εντυπωσίασε ο Xρυσόστομος Mουσμουλίδης (1958), ζωγράφος και ιστορικός τέχνης, με τα σχέδια γυμνού και τις μεγάλες à la Pollock και dripping συνθέσεις του. Ένας ευφυής συνδυασμός χάους και κομψότητας, ένα requiem στο «θάνατο του καλού γούστου».

H έκπληξη όμως, ήρθε στον ίδιο χώρο από το νεαρό σκηνοθέτη και ζωγράφο Άγγελο Σπάρταλη (1973) που παρουσίασε την ενότητα «Από τη Γη στη Σελήνη», αναφορά στις ουτοπίες και τις δυστοπίες του ’70, την εποχή δηλαδή των τελευταίων επαναστατικών ονειρώξεων. O Σπάρταλης σχολιάζει εικαστικά την τηλεοπτική εικόνα, ζωγραφίζει το σήμα της YENEΔ αλλά και τον Γρήγορη Λαμπράκη με πινελιές που δε θυμίζουν τον Cézanne αλλά το πίξελ της τηλε-οθόνης. O ζωγράφος ερευνά τη γενεαλογία των εικόνων που μας έφεραν, κυριολεκτικά και μεταφορικά ως εδώ. Από τη Γη στη Σελήνη και vice versa. Εκτός Αθηνών ο Xρήστος Γαρουφαλής παρουσίασε στο «Nεώριον Tέχνης» Αγρινίου μια ρεαλιστική τυπολογία του καφέ. Προλογίζοντάς τον ο Πάνος Θεοδωρίδης γράφει: «Είναι βαρύ ν’ ανατολίζεις ατιμώρητα. H ζωγραφική πράξη χρειάζεται καθημερινά μια γόνιμη βροχή από πράγματα.»

Στο κέντρο Τέχνης Καλαμάτας ο Θανάσης Mουτσόπουλος οργάνωσε την εναλλακτική έκθεση-αναφορά στο ελληνικό ready made με τίτλο «Ανακύκλωση-επανάχρηση-ιδιοποίηση» και υπέγραψε τα θεωρητικά κείμενα του άκρως ενδιαφέροντος καταλόγου. O Mουτσόπουλος επιχειρεί χρόνια τώρα μ’ έμπνευση, πείσμα και εικονοκλαστική διάθεση να «δει» την ελληνική ιδιαιτερότητα μέσα από τη διεθνή συγκυρία, πράγμα απόλυτα αναγκαίο, και να συνδέσει ό, τι ονομάζεται «υψηλή τέχνη» με τις πιο περιθωριοποιημένες ή «χαμηλές» εκδοχές της.

Στο ίδρυμα Θεοχαράκη είδαμε τη εντυπωσιακή συλλογή νεοελληνικής ζωγραφικής του Λαρισαίου γιατρού Kατσίγρα ενώ στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ένα επιτυχές αφιέρωμα στην εικαστική μας διασπορά από τον Kουνέλλη ως την Benglis. Oι παραλείψεις ελάχιστες (π.χ. η Πελαγία Aγγελοπούλου από τις Βρυξέλλες ή ο Nάκης Παναγιωτίδης από τη Βέρνη). O οποίος Παναγιωτίδης έδειξε την ίδια χρονιά νέα του δουλειά στην παρισινή γκαλερί Tornabuoni και αναδρομική στο κρατικό μουσείο της ιταλικής Μοντένα. Επίσης, ο νεαρός γλύπτης Ανδρέας Λόλης εντυπωσίασε με τα ιλουζιονιστικά γλυπτά του στο Ντίσελντορφ και η φωτογράφος Αγγελική Σβορώνου απέσπασε το β’ βραβείο της παρισινής εκδήλωσης «Photo d’Hôtel - Photo d’Auteur».

Στο Λονδίνο και την Whitechapel Gallery παρουσιάστηκε σε 4 θεματικές ενότητες από τον Iούνιο του 2010 ως τον Mάιο του 2011 η έκθεση «Keeping it Real - From the ready made to the everyday» με έργα από τη συλλογή Δ. Δασκαλόπουλου. Επιμελητής ήταν ο Achim Borchardt-Hume. Επίσης, στο Mουσείο Guggenheim του Μπιλμπάο παρου­σιάστηκε φέτος τον Απρίλιο κι άλλη ενότητα από την ίδια συλλογή με τον τίτλο «Φωτεινό Διάστημα» και με έργα εκτός των άλλων της Annette Messager, της Mona Hatum, του Aλέξανδρου Ψυχούλη, του Thomas Hirschhorn κ.ά..

O τελευταίος, ο Hirschhorn, εκπροσώπησε επίσης την Eλβετία στη φετινή 54η Biennale Bενετίας, η οποία είναι αφιερωμένη στο φως του Tintoretto και έχει τίτλο Illuminazioni. Eκεί η Eλλάδα είχε διττή παρουσία· από τη μία η Διοχάντη στο εθνικό περίπτερό μας με κομισάριο τη Mαρία Mαραγκού, πρόεδρο της εταιρίας Ελλήνων κριτικών τέχνης (την οποία εψήφισε για τη θέση αυτή και ο Nίκος Γ. Ξυδάκης, μέλος της επιτροπής του YΠ.ΠOT και αντιπρόεδρος της ίδιας εταιρίας), και από την άλλη η Κατερίνα Γρέγου, κομισάριος του δανέζικου περιπτέρου (sic) η οποία παρουσίασε μια πλειάδα καλλιτεχνών μεταξύ των οποίων και τον Στέλιο Φαϊτάκη. O Φαϊτάκης δουλεύοντας in situ επί δύο μήνες, φιλοτέχνησε μια τεράστια, βυζαντινίζουσα τοιχογραφία για τη νεοκλασική πρόσοψη του κτηρίου με αναφορές στη μεταφυσική της βίας, στην ουτοπία της επανάστασης ως εναλλακτικής θρησκείας κ.λπ., κλέβοντας, κυ-ρι-ο-λε-κτι-κά, την παράσταση και εντυπωσιάζοντας ειδικούς και κοινό. Aπ’ την άλλη, η Διοχάντη μεταμόρφωσε το ελληνικό περίπτερο σ’ ένα συμβολικό κύβο, ένα είδος υπερβατικού χώρου οριζόμενου από το φως, το νερό και τον ήχο. Άκρως ατμοσφαιρική πρόταση, άψογα υλοποιημένη –η καλλιτέχνις πρόσφερε εξ ιδίων–, αλλά και αρκετά ελιτίστικη έτσι ώστε το ανώνυμο γκράφιτι στην είσοδο SOLD OUT να λέει πολλά περισσότερα για τη σημερινή Ελλάδα και την κατάσταση του πολιτισμού της. Aντίθετα, η Διοχάντη είχε επέμβει αριστουργηματικά το 2010 στο Παλαιό Eλαιουργείο της Eλευσίνας δημιουρ­γώντας χώρους έμπλεους από μεταφυσικό ρίγος, κάτι που δεν επανελήφθη στη Bενετία. Θυμίζουμε ότι την ίδια χρονιά στον ίδιο χώρο ο Kουνέλλης συνεργαζόμενος με το Θόδωρο Tερζόπουλο είχε στήσει ένα συνταρακτικό σκηνικό - γλυπτικό περιβάλλον. Φέτος,στα Αισχύλεια της Ελευσίνας και στον ίδιο χώρο είναι η σειρά του Steven Antonakos να φωτίσει με νέον τα πραγματικά και τα συμβολικά σκότη του εθνικού μας Ερειπιώνα.



Eπίλογος

Aυτή είναι η κατάσταση: H Aθήνα και οι κατεστημένοι της θεσμοί να σχολάζουν και την παράσταση να κλέβει η Eλευσίνα. Nέοι δημιουργοί να κάνουν ελπιδοφόρα ανοίγματα στο εξωτερικό και στο εσωτερικό να παρουσιάζει δουλειά του σε μουσειακό επίπεδο όποιος έχει βρει και το χορηγό του. Eκατοντάδες καλλιτέχνες να (ανα)συνθέτουν το σημερινό, καθημαγμένο μας πρόσωπο-προσωπείο και τα MME περί άλλα να τυρβάζουν φλυαρώντας και αναπαράγοντας την επιπολάζουσα ευήθεια. H πολιτεία σε πανικό και διάλυση, το τελευταίο πράγμα που σκέφτεται είναι ο πολιτισμός. Kι όμως! Mέσα στον ορυμαγδό, με τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς του να είναι διαρκώς στις Βρυξέλλες, το Bερολίνο ή το Παρίσι, χάθηκε μοναδική ευκαιρία να δειχτεί εκτός της Eλλάδας της επαιτείας και της απαξίωσης και η Eλλάδα της δημιουργίας, η άλλη Eλλάδα. Θα ήταν αρκετά εύκολο! Θέλουμε δε θέλουμε είμαστε της μόδας! O κ. πρωθυπουργός θα μπορούσε να ζητήσει λ.χ. από τη Γερμανίδα καγκελάριο απλώς ένα μουσείο. Kι εκεί να δείχναμε κόρες, κούρους και αγγέλους δια χειρός Aγγέλου Ακοτάντου ή Mόραλη, το σινεμά του Kακογιάννη, του Λάνθιμου και του Σπάρταλη, εικόνες του Δαμασκηνού και φιγούρες του Kανιάρη ή του Άγγελου Παπαδημητρίου. Collages του Eλύτη και ζωγραφιές του Πεντζίκη… Τόσο απλά…



Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Όλη η Ελλάδα μια καθολική και άγρια Πρέβεζα

Ν. Καρούζος




ΘΕΛΩ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΣΑΣ. Θέλω να στοχαστούμε μαζί. Θέλω ν' ανατρέψουμε τη συνήθεια που θέλει να καταναλώνουμε τις εικόνες σαν χάμπουργκερ. Που θέλει επίσης ν' αγνοεί πως πίσω από κάθε μορφή υπάρχει μια γενεαλογία· δηλαδή πως οι εικόνες έχουν και πατέρα και μητέρα και πολύ περισσότερο προμάμμη. Πως κρύβουν ένα νόημα που το προσφέρουν σαν δώρο στον πείσμωνα της ματιάς, στον τρυφερό τού βλέμματος. Κοιτάξτε αυτόν τον πίνακα και προσπαθήστε να τον διαβάσετε σαν κείμενο. Εισέλθετε ακροποδητί από τ' αριστερά όπως σας οδηγεί η βαρυσήμαντη κουρτίνα η οποία λειτουργεί και σαν αυλαία. Τα γεωμετρικά πλακάκια κάτω επιβάλλουν πειθαρχία, καθώς τα δύο ανθρώπινα όντα απέναντι υποδύονται πανάρχαιους ρόλους: Ο ζωγράφος κυνηγός και το μοντέλο-θήραμα· ανάμεσά τους η διαδικασία αναπαράστασης, δηλαδή μια τελετουργία που καθιστά αιώνιο ό,τι απεικονίζεται και τα δύο αυτά όντα έχουν κερδίσει την αθανασία, έστω της μορφής τους, παρ' ότι γνωρίζουμε καλά ότι κατ' ουσίαν απαθανάτιζαν τον θάνατό τους. Μέσα από μια υπερβολή θα λέγαμε πως ό,τι εμφανίζεται είναι κιόλας περίεργα νεκρό· στη ζωγραφική, τη φωτογραφία, στο σινεμά ακόμη και στην επιπόλαια καθημερινή και καθημερινά επιπόλαιη τηλεόραση...

ΒΛΕΠΩ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ να βλέπει τον καφέ ολοζώντανη και να σχολιάζει «Μωρέ εδώ έχουμε σινεμασκόπ, βλέπω μέχρι και τους θησαυρούς του Σολωμού!». Πώς μπορεί να πεθάνει κάτι που έχει ζήσει; Και ο Χατζηχρήστος, ξανακερδισμένος μέσα από τη μικρή οθόνη, απαντά σε κάποιον που τον ρωτάει τι δουλειά κάνει: «Δουλεύω σ' ένα φίλο μου». Κι ο φίλος σου τι δουλειά κάνει; «Δουλεύει σ' έναν ξάδελφό του». Κι ο ξάδελφος; «Δουλεύει σε έναν μπάρμπα του». Κι ο μπάρμπας τι δουλειά κάνει; «Ψάχνει να βρει δουλειά»! Με 12% μαρτυρημένη ανεργία διερωτώμαι αν υπάρχει πιο δραματικά επίκαιρη, αστεία ατάκα. Όσο για τους θησαυρούς του Σολομώντος, αυτοί βρίσκονται στ' αποθεματικά των ΔΕΚΟ που θα χρηματοδοτήσουν τα νέα έργα. «Ανάθεμα στα τάλαρα» που θα 'λεγε και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης όταν το χρήμα καταβροχθίζει τιμές αλλά και την τόσο ευάλωτη πια τιμή μας ή την τιμή της αγάπη μας.

ΑΣ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΜΕ όμως στην τιμή της ζωγραφικής. Ο ζωγράφος ονομάζεται Γιαν Βερμέερ και όταν πέθανε, το 1675, άφησε στη χήρα και τα 11 παιδιά του τέτοιο χρέος, ώστε ο φούρναρης να τους παρακρατήσει 2 πίνακες. Πόση δυστυχία κρύβουν συχνά τ' αριστουργήματα και πόση άδηλη ιστορία οι προφανείς εικόνες. Ο Καρούζος το βίωνε αλλιώς: «Είμαι ένας γυμνός άνθρωπος», έλεγε συχνά. Ο Βερμέερ ξεχάστηκε, όπως και ο Γκρέκο, ως τα μέσα του 19ου αιώνα. Σήμερα αναγνωρίζονται περί τα 35 αυτόγραφα έργα του, στα οποία η καθημερινότητα -αγαπημένη λέξη των μικροπολιτικών μας- αναγορεύεται σε αξία και οι αστικές συνήθειες σε modus vivendi. Η παρούσα σύνθεση ονομάζεται «Αλληγορία της Ζωγραφικής» και λειτουργεί σαν ένα θεατρικό μονόπρακτο. Ο θεατής κάνοντας travelling ανακαλύπτει τον ζωγράφο, τον καμβά του και το θέμα του. Το φως αριστερά αποκαλύπτει με τη σειρά του το σκηνοθετημένο κορίτσι με τα σύμβολά του. Στο βάθος ο χάρτης με τις ολλανδικές κτήσεις δείχνει τα όρια του τότε κόσμου και της κοσμικής εξουσίας. Σαν τις Meninas βλέπουμε κι εδώ, απ' την ανάποδη, τη μυσταγωγία της ζωγραφικής. Τον μισαρχινισμένο πίνακα πρέπει να τον τελειώσουμε μόνοι μας. Εξαντλώντας όλο, μα όλο τον χρόνο που μας έχει διατεθεί. Έως το τέλος του χρόνου...

Ο ΒΕΡΜΕΕΡ ΧΡΩΜΑΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ και ρουφάει τη στιγμή, ανώνυμος -νομίζει- αρμέγοντας το χαμηλωμένο βλέμμα του κοριτσιού. Το δράμα της ματιάς καθιστά τη σιωπή εκκωφαντική και το φως αμείλικτο αποφασίζει τι θα ζήσει και τι θα πεθάνει στην εικόνα. Στην προτεσταντική Ολλανδία του 17ου αι. το μπαρόκ γίνεται οικόσιτο, αποβάλλει το δυναστικό μεγαλείο και βολεύεται στα μικρά μεγέθη της αστικής ευπρέπειας. Εκατοντάδες μικροί maitres αναπαράγουν πιστά την πραγματικότητα με πινελιές πειθήνιας πρόζας. Ο,τι όμως αγγίζει η ακρίβεια του δασκάλου της Ντελφτ μεταμορφώνεται σε ποίηση. Γιατί ποίηση είναι ο τρόπος που λάμπει το καρφί του καθίσματος και το σοβαντεπί του τοίχου, τα κίτρινα που ψυχραίνονται και τα μπλε που βαθαίνουν σαν από εσωτερική φωτιά. Και η γαλήνη που εντέλει καλύπτει μύχιες σκέψεις ή πάθη. Ο ζωγράφος αναρωτιέται μαζί με τον ποιητή, τον αθησαύριστο «Μια τέτοια μέρα, με τέτοιο φως, πώς να πεθάνω;». Ο Βερμέερ με την καθολική σύζυγο, ιερουργεί στις μικρολεπτομέρειες μετατρέποντας το εργαστήριό του σε ναό, όπου και η κόλαση ακόμη έχει χαρακτηριστικά παραδείσου.

ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ άγρια Πρέβεζα των ελλειμμάτων της διαρπαγής και του χυδαίου, ας διεκδικήσουμε ό,τι μας υφαρπάζουν οι πολλοί πιο πολύ: το χρόνο μας. Κι ας απαντήσουμε στον δικό τους ομογενοποιημένο, αγοραίο και άχρωμο χρόνο με το χρώμα ενός χρόνου που διαστέλλεται δημιουργικά. Που υπάρχει για να καταπίνει την ασχήμια την οποία άφρονες κατέστησαν συνώνυμη της πραγματικότητας και του ρεαλισμού. Το εφικτό όμως μπορεί να 'ναι αλλιώτικο. Το δείχνει ο Βερμέερ μέσα από τη μεταξωτή του αθανασία, αλλά και ο Καρυωτάκης όταν δηλώνει απ' την υπερηφάνεια του θανάτου του πως κάθε -τέτοια- πραγματικότητα του είναι αποκρουστική.



ON OFF - 12/06/2005



ΥΓ. Ο χρόνος είναι κρίμα!

ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΔΑΙΜΟΝΙΩΝ



Τον άναρχο Έρωτα να νιώσω ακέριο, Θέ μου Γυμνή Σού δέεται η ψυχή. Από χαρά, από πόνο, από ηδονή. Αγγ. Σικελιανός

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ; Αθέλητη σκλαβιά ή εκούσια απελευθέρωση; Η μέγιστη ανασφάλεια που ζητεί από τον επιλεγμένο άλλον αποκλειστική επιβεβαίωση του εγώ ή ανιδιοτελής προσφορά του πιο εσωτερικού μας εαυτού στον έτερο, τον ξένο, ο οποίος, όμως, καθαγιάζεται σε μια στιγμή; Είναι ο έρωτας υγεία του σώματος ή αρρώστια της ψυχής; Υπάρχει ακόμη στις καρδιές των ανθρώπων ή τον παραμέρισε η σεξουαλική ταχυφαγία της εποχής, το «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» των διατομικών σχέσεων; Πού, τέλος, πηγαίνει ο έρωτας όταν τελειώνει; Γίνεται μια τρυφερή πάχνη αναμνήσεων και άδολων συναισθημάτων ή μεταμορφώνεται σε παροργισμένη εμμονή, σε πληγή που πυοφορεί και που επιστρέφει μίσος στο μίσος; Προσωπικά πιστεύω πως η ποιότητα μιας αγάπης κρίνεται από την ικανότητά της να υπάρχει και μετά από τη δύση του έρωτα. Αλλιώς, το περισσευούμενο μίσος αποδεικνύει τον βαθμό αναπηρίας των αισθημάτων που προϋπήρξαν. Ούτως ή άλλως, όμως, ένας λόγος για τον έρωτα εκλύει, σχεδόν πάντα και ποικίλες, όχι ευάρεστες αναθυμιάσεις. Αυτό που λέγεται και κόστος της αγάπης.

ΚΑΛΟΥ-ΚΑΚΟΥ ΠΑΝΤΩΣ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΤΕ και στον ψυχαναλυτή σας! Αυτόν που ονομάζεται και «Δήμιος του Έρωτα», έστω και αν σιχαίνεται αυτό το προσωνύμι. Αναφέρομαι βέβαια στο ομότιτλο βιβλίο του αμερικανοεβραίου γκουρού της υπαρξιακής ψυχανάλυσης καθηγητή Ιρβιν Γιάλομ, τα έργα του οποίου λογοτεχνικά και μη κυκλοφορούν αποκλειστικά από την «Αγρα», σ' επιμελημένες μεταφράσεις της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου και του Γιάννη Ζέρβα. Εξομολογείται ο Γιάλομ: «Δεν μ' αρέσει να δουλεύω μ' ερωτευμένους. Ίσως γιατί τους ζηλεύω... Ίσως πάλι γιατί ο έρωτας και η ψυχοθεραπεία είναι μεταξύ τους ασύμβατα. Ο καλός θεραπευτής πολεμάει το σκοτάδι και ζητάει το φως, ενώ ο έρωτας συντηρείται από το μυστήριο και καταρρέει μόλις αρχίσεις να τον εξετάζεις σχολαστικά...». Τώρα, τι είναι αυτό, παρηγοριά ή απελπισία; Ο ίδιος όμως ο συγγραφέας δεν χαρίζεται ούτε στον εαυτό του, καθώς δεν διστάζει να εκθέσει τις προσωπικές του αδυναμίες ή και τις αποτυχίες του ακόμη ως προς τον μόνιμό του στόχο· δηλαδή την αποθεραπεία των ασθενών του (που θα πει, των ερωτευμένων). Είναι λοιπόν νόσος ο έρωτας; Γίνεται νόσος όταν συνταυτισθεί με ψυχώσεις, ανταγωνισμούς, απωθήσεις, ματαιωμένες επιθυμίες, κατάθλιψη, νευρωτικές συμπεριφορές και νευρωτικές ανασφάλειες. Τότε το κρασί γίνεται
ξύδι ή για τους ολιγαρκείς ξυδάκι, και ο έρωτας μεταστρέφεται στην αργή λιτανεία των πεθαμένων όπως χορογραφείται στο πένθιμο, δεύτερο μέρος της πρώτης συμφωνίας του Μάλερ (μια και μιλάμε για μουσική).

«ΓΙΑΤΙ, ΛΟΙΠΟΝ, ΧΩΡΙΣΑΜΕ; Ποιος επέτρεψε να εισβάλει ένα τόσο ανυπόληπτο πλήθος ανάμεσά μας; Και ο έρωτας; Είπαμε, είναι το μέγιστο, εγωτικό συναίσθημα. Ερωτευόμαστε τον εαυτό μας καθώς αντανακλάται στο ερωτευμένο βλέμμα του άλλου. Κατ' ουσίαν επιβραβεύουμε ανακουφισμένοι την εκλογή του. Είμαστε ευτυχισμένοι, ξετρελαμένοι που μας διάλεξε, που τον διαλέξαμε. Επιλέγοντας τον άλλο προβάλλουμε επάνω του την ιδανική εκδοχή του εαυτού μας. Δύο ωραία ζώα που καθρεφτίζονται στη λίμνη και κοιτά το ένα κλεφτά το είδωλο του άλλου. Γι' αυτό και γίνεται αίφνης μίσος ο διάπυρος έρωτας· γιατί στερεύει η τροφοδότηση της εγωιστικής παραδοχής. Και το πένθος; αυτό γεννιέται από την συνειδητοποίηση πως τώρα το αγαπημένο σώμα είναι άλλο, σώμα άλλου, αλλού. Σαν θάνατος. Και πάλι απ' την αρχή... Στην έρημο των ανθρώπων μυριάδες οι άνθρωποι που ψάχνουν ανθρώπους. Με απελπισία... Οι άνθρωποι συναντιούνται, σμίγουν, φοβούνται, χωρίζουν, θυμούνται, θυμώνουν, χάνονται... Έτσι θα γίνεται όσο ένα αόρατο πελώριο χέρι θ' αναδεύει χωρίς νόημα, την έρημο και την άμμο της... Λάφυρο του έρωτα η ερημία» (Μ. Στεφανίδη, «Ελένη από χαρτί», «Ελληνικά Γράμματα», 2003).

ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ! Από την εποχή του Ρομέο και της Ιουλιέτας ή από την παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού, στην οποία ξανακαινουργιώνονται πανάρχαιες ιστορίες και πολυχρονισμένα αισθήματα... Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός καταφέρνει και τη λυρικότητα του κειμένου να υπηρετήσει και ν' ανοιχτεί σε πολλές διαφορετικές αναγνώσεις ενός έργου που είναι μεν μύθος αλλά όχι μαυσωλείο. Παράλληλα, δουλεύοντας με νέα παιδιά κατάφερε να βγάλει εντυπωσιακές ερμηνείες έξω από κάθε ακαδημαϊκή παράδοση. Εκπληξη στάθηκαν οι νεαρές Ρένα Ανδρεαδάκη και Ηλέκτρα Νικολούζου, οι οποίες ενάλλασσαν το εύθραυστο με το συμπαγές και το γήινο με το ουράνιο. Εξαιρετική η συμβολή του Γιάννη Μετζικώφ, ο οποίος ανταπέδωσε εμπνευσμένα στην τρέλα και τις εμμονές του σκηνοθέτη, τη δική του τρέλα και τις δικές του εμμονές. «Έχετε ερωτευθεί ποτέ;», ρωτάνε οι ηθοποιοί τους σαστισμένους θεατές στο τέλος του πρώτου μέρους (Αχ, γιατί να μην ρωτούσανε κι εμένα!). Δηλώνει ο σκηνοθέτης: «Πρόκειται για μιαν χορταστική χοροεσπερίδα για να επιβιώσουμε... Οι δρόμοι παίζουν μεγάλο ρόλο στον έρωτα. Ο έρωτας είναι όλο δρόμοι... Στο μεταξύ έξω υπάρχει πανούκλα». Εξω, όμως, από πού; Απ' την πόλη, απ' το θέατρο, απ' το έργο; Πού, αλήθεια, βρίσκεται η πανούκλα; Εκεί μακριά στο βάθος του ορίζοντα ή βαθιά μέσα μας; Αφού αδυνατούμε πια να ερωτευτούμε, να γλιτώσουμε. Και πέρασε πλέον ο καιρός που ονομάζαμε αθώους όσους δήλωναν άγνοια ή ότι δεν κατάλαβαν τίποτε. (Παρένθεση: Η σκηνή του μπαλκονιού, «Ρομέο, Ρομέο, γιατί να σε λένε Ρομέο...», εξαίσια. Και παιγμένη πάνω σ' ένα τραπέζι. Εκεί δηλαδή που τρώμε, συναλλασσόμαστε, επικοινωνούμε, δουλεύουμε, κατά περίπτωση κάνουμε έρωτα...).

ON OFF - 25/01/2004

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

ΤΟ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Κυριάκος Κατζουράκης, Κρατούμενοι, 2010



Αηδόνι, αηδόνι, αηδόνι, / τ' είναι Θεός; τι μη Θεός; / και τι ανάμεσό τους;

Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ

Ο Θεός ως έννοια είναι, ίσως, το υψηλότερο δημιούργημα του ανθρώπου. Το θείο ως σύλληψη βρίσκεται πίσω από όποια πολιτιστική διαδρομή του ανθρώπου, συγκροτώντας το πνευματωδέστερο οξύμωρο επί της γης: ένα πλάσμα να εν-νοεί εκείνο το ον που το υπερβαίνει απόλυτα. Όπου οικοδομείται μια θρησκεία, εκεί χτίζεται και μια κουλτούρα, μια πολιτιστική συμπεριφορά. Εκεί, άρα, αναφύονται πολυδύναμοι και οι μηχανισμοί της αγοράς. Αν η ιδέα «κατασκευάζω τον Θεό μου» ηχεί ιερόσυλα, η διαδικασία «εμπορεύομαι τον Θεό μου» είναι, κατά βάση, θεολογικά αποδεκτή, εφόσον κάθε πιστός κατέχει και διακατέχεται από τον Θεό του αναπτύσσοντας σχέσεις ιδιοκτησίας προς Αυτόν.

Σήμερα πάρα πολλοί διεκδικούν την ιδιοκτησία ή το μάρκετινγκ του Θεού: Προτεστάντες, καλβινιστές, καθολικοί, ορθόδοξοι, σουνίτες, σιίτες, εβραίοι, βραχμάνοι, βουδιστές. Έχει κανείς την αίσθηση ότι ο πόλεμος στο Ιράκ δεν αποτέλεσε την τελευταία φάση των Σταυροφοριών που άρχισαν χίλια χρόνια πριν, με τον πρόεδρο Θάμνο (Bush) απότμημα του παλαιού Λεοντόκαρδου Ριχάρδου να οργανώνει τον αφανισμό του νέου Σαλαδίνου; Τότε αλλά και σήμερα τις ΗΠΑ κυβερνά ένα ιδιότυπο προτεσταντικό-εβραϊκό λόμπι ζηλωτών που προσεύχεται εντατικά πριν εξαπολύσει βομβαρδισμούς με μια προσευχή που, πάνω-κάτω, θα μπορούσε να είναι η εξής:

Για του Χριστού την πίστη την Αγία

να διασφαλίσουμε την μονοκρατορία

και με σταυρούς, γονυκλισίες και ευχέλαια

να τους αλλάξουμε, στους motherfuckers, τα πετρέλαια.


Οh my God, oh my Gold! Προλογίζοντας το βιβλίο μου «Τα τεμένη της Θράκης, Εισαγωγή στην τέχνη του Ισλάμ», η Παυλίνα Νάσιουτζικ υπογραμμίζει ότι η Δύση αντιμετωπίζει την Ανατολή ως αντεστραμμένο κόσμο, ενώ η Ανατολή αντι-παρατηρεί τη Δύση (σελ. 12): «...Η αντίληψη της φυλετικής ανωτερότητας, αντίληψη που στη σημερινή εποχή εκφράζεται με τις απόψεις του Huntington για αγγλοσαξωνική κυριαρχία στο πολυπολιτισμικό μοντέλο και τις εκπεφρασμένες απόψεις της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας για ένα "εκλεκτό έθνος", δημιουργεί ένα είδος κοινωνικού δαρβινισμού που αναμφίβολα διαμορφώνει τις σχέσεις της Αμερικής με τους γηγενείς πληθυσμούς της Ανατολής...» Και βέβαια, πίσω απ' όλες τις θεωρίες, σαρκώνεται ανάγλυφο το θεολογικό μάρκετινγκ που αναθέτει στον «περιούσιο λαό» το laissez-faire των παγκοσμιοποιημένων συμφερόντων. Αν, λοιπόν, χρειαζόμαστε έναν Θεό για να κάνουμε πόλεμο, έχουμε ανάγκη κι ενός ακόμη για να κάνουμε business. Ή, έστω, τον υιό Του.

Απ' την άλλη, η άγνοια της Ιστορίας, ή η άγνοια της ιστορίας των θρησκειών, οδηγεί στο θρησκοϊδεοληπτικό kitsch, δηλαδή στον εξορκισμό της οποιασδήποτε μεταφυσικής εμπρός στον πιο κοντόθωρο ματεριαλισμό, στην πιο γραφειοκρατική λογική τάξη του προφανούς. Έχω συχνά υπογραμμίσει πως είναι η πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία που μπορεί ο πολίτης να κοιτά από τόσο κοντά τον ηγέτη του, να τον ανασκολοπίζει ουσιαστικά, με το βλέμμα. Τηλεόραση ή τηλεοπτική εικόνα όσο και αν μυθοποιεί, άλλο τόσο και ξεγυμνώνει. Στα μήντια όλου του κόσμου κυκλοφορούσε η εικόνα του Μπους στο οβάλ γραφείο να προσεύχεται. Δραματικά σαρκαστικός ήταν ο τίτλος της “Αυγής”: «Με τη βοήθεια του Θεού, θα σας αλλάξουμε την... πίστη!» Θέατρο, παραλήρημα, πίστη της ευήθειας ή ευήθεια της πίστης; Αγνωστοι αι βουλαί του Υψίστου, ο οποίος, πάντως, θα μπορούσε να συντρίψει αυτούς «ως σκεύη κεραμέως». Τέτοιαν, όμως, kitsch εκδοχή της Ιστορίας, έστω και από την ανάποδη, είχαμε και εις τα καθ' ημάς. Ποιος ξέχασε την συμπαθή ευρωβουλευτίνα του σημιτισμού κ. Καραμάνου, η οποία έχει τεθεί επικεφαλής μιας σταυροφορίας εναντίον του Αβάτου του Αγίου Όρους, μετρώντας μ' έναν ρηχό φεμινισμό και μ' έναν ανιστόρητο εκσυγχρονισμό το έμφορτο από το δέος του χρόνου ρούχο της παράδοσης. Η δική της προσευχή θα μπορούσε να ήταν έτσι:

Εμπρός κορίτσια και συντρόφισσες απ' τις Βρυξέλλες

με χαμηλά παπούτσια, σορτς και ελβιέλες

μεθυσμένες από της ανοίξεως το μύρον

να εκπορθήσουμε τη Μονή των Ιβήρων

και -ίνα μη τι είπω χείρον-

να συνευρεθώμεν μετά των καλογήρων.

Και μεταξύ τυρού και αχλαδίου

να πατήσουμε και τη μονή Δοχειαρίου.

Σαν τους μουσκετίαρ Πόρθο, Άραμη και Άθω

τουρισμό να κάνουμε και βακάνς στον Αθω!

Τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά

στο Όρος θα περπατήσουμε γεμάτες τσαμπουκά (δις).


Αργότερα βέβαια must έγινε η μονή Βατοπεδίου, η οικογένεια Βουλγαράκη, ο Ρουσόπουλος και ο ηγούμενος Εφραίμ. Αυτός ο τελευταίος, αφού περιέφερε ως ατζέντης υπερουράνιας haute-couture την ζώνη της Παναγίας σε όλοι τη ντόπια νομενκλατούρα, την ταξίδεψε ως τα διαμερίσματα του Πούτιν. Και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο. Φαίνεται πως από την εποχή του Ρασπούτιν δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα και φαίνεται πως πάντα υπάρχουν πρόθυμοι εκπρόσωποι του Θεού για να συγχωρήσουν τις αμαρτίες της πλουτοκρατίας, παλαιάς και νέας.

Κάποτε η Ιστορία γράφεται από τη σιωπή των πραγμάτων. Το κακό είναι ότι μιλάμε πολύ, φαινόμαστε πολύ, υποτιμώντας την ευεργεσία της σιωπής και της σκιάς. Προσέξτε αυτό τον πίνακα του Κυριάκου Κατζουράκη:τα γυμνά σώματα που συμπλέκονται, τον άδειο σκηνικό χώρο, την μετέωρη σκιά, τη χαμηλόφωνη βία. Πάντα στην ανθρώπινη Ιστορία μια εξουσία επιτηρεί ή τιμωρεί ό, τι της αντιστέκεται. Συχνά μάλιστα περιβεβλημένη με μεταφυσική άλω: Ύστερο Βυζάντιο,πρώιμη Αναγέννηση, εποχή της αθωότητας, εποχή της μετάβασης, εποχή της συνειδητοποίησης. Λίγο παλιότερα ο αρτιζάνος κατασκεύαζε· τώρα ο καλλιτέχνης συνθέτει. Ο Κατζουράκης μάλλον δεν θα εκπροσωπήσει του χρόνου την ελληνική τέχνη στη Μπιενάλε Βενετίας. Μάλλον δεν είναι in, καθώς εκφράζει μιαν παλαιά αριστοκρατία του πνεύματος κι όχι την τρέχουσα, νεόπλουτη νομενκλατούρα. Καλύτερα...


Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Ο ζωγράφος σαν ακροβάτης



Με την ευκαιρία της έκθεσής του Γιάννη Στεφανάκι στις Βρυξέλλες τον Ιανουάριο του 2012.



Τέχνη θα πει να ψιθυρίσουμε την προσωπική μας ιστορία στο αφτί της Αιωνιότητας.

Ο Simone Martini ζωγράφιζε εξαιρετικά αυτό που γνώριζε καλά, ο Giotto εκείνο που αγνοούσε.

Ας είμαστε καχύποπτοι για την τέχνη εκείνη που απευθύνεται στο συναίσθημα και όχι στη νόηση. Που επιδιώκει περισσότερο να συγκινήσει παρά να μας διαφοροποιήσει την άποψη που έχουμε για τον κόσμο. Το προοπτικό σύστημα της Αναγέννησης είναι τόσο ψευδές στην αληθοφάνειά του όσο το να βλέπεις ποδοσφαιρικό αγώνα από την τηλεόραση και να νομίζεις ότι έχεις τρισδιάστατη εποπτεία του χώρου.

Η υπερβολική επεξεργασία της φόρμας καταλήγει στην επιτήδευση και τη διακοσμητικότητα.

Τέχνη είναι το σκοτεινό κι άγριο πράγμα που έχει ελάχιστη ή μηδαμινή σχέση με την «καλαισθησία». Η καλαισθησία διευθετεί, η τέχνη ανατρέπει. Τέχνη είναι οτιδήποτε ορίζει τον εαυτό του σαν τέχνη. Τ' αξιολογικά κριτήρια έπονται. Και βέβαια η ζυγαριά του χρόνου.

Ο Γιάννης Στεφανάκις, χρόνια τώρα, κάνει βουτιές μέσα στο χρόνο και ανασύρει εικόνες, σκοτεινά κοράλλια του βυθού, σπασμένα παιδικά παιχνίδια και σκιές από δωμάτια διπλοκλειδωμένα. Άλλοτε ανασύρει πρόσωπα - προσωπεία για ρόλους που δεν ευοδώθηκαν, μάσκες νεκρών και αποφάγια οικόσιτων ζώων. Είναι τότε που βαθιά τρομαγμένος, έχοντας ψηλαφίσει τα όρια του φόβου, δίνει με μιας ένα σάλτο και βρρρρρουμ νάτον βρίσκεται στον ουρανό κρατώντας τους χαρταετούς του σαν φτερά. Ούτε κι εκεί όμως τα πράγματα είναι ευκολότερα. Ρωτήστε, αν δεν με πιστεύετε, τον Dylan Thomas.

Όμως η τέχνη είναι κοινωνία, επικοινωνία, αλλά όχι δημοσιότητα. Αφήστε που θα 'ρθει μια εποχή στην οποία η δημοσιότητα θα είναι το άκρον άωτον της banalité. Η τέχνη επίσης δεν επιτρέπει ελεημοσύνες και σιχαίνεται τη φιλανθρωπία.

Για τον Στεφανάκι, το έργο τέχνης είναι δημόσιο αγαθό και κατά παράβαση ή συγκυριακά «ιδιωτικό». Μ' ενοχλεί η προβολή ιδιοκτησίας πάνω σ' ένα έργο τέχνης. Μοιάζει σαν να δηλώνει κάποιος κάτοχος του Πολικού Αστέρα. Η καλύτερη θέση για ένα έργο τέχνης βρίσκεται στο μυαλό μας. Η κοινωνία του θεάματος επείγει να καταστεί κοινωνία του βλέμματος. Διαφορετικά, οι νεοβάρβαροι της εικόνας παραμονεύουν.

Η τέχνη δεν συνιστά έκπληξη αλλά αποκάλυψη. Η τέχνη είναι σαν τους έρωτες. Πρέπει κάποτε κάποτε να πεθαίνει, γιατί μόνο έτσι δεν νεκρώνεται. Κι όταν ανασταίνεται, τότε ισοδυναμεί με επανάσταση. Περισσότερο από το ριζοσπαστικό περιεχόμενο ενδιαφέρει η ριζοσπαστική φόρμα, γιατί αυτή αντανακλά απευθείας τη ριζοσπαστική σκέψη. Και η ριζοσπαστική σκέψη είναι η μόνη που μπορεί να «ριζοσπαστικοποιήσει» την κοινωνία. Οι άνθρωποι, στην αθωότητα ή την πονηριά τους, ζητούν συχνά από τις πολιτικές πράγματα που μόνο η τέχνη μπορεί να δώσει. Εξ ου και η συχνή δυστυχία τους.

Ανάμεσα στα διεθνή και τα εγχώρια σκουπίδια είναι λογικό να προτιμάμε τα δικά μας. Εκτός κι αν κάποιος μας εμπνεύσει έτσι ώστε να περιφρονούμε τα σκουπίδια συλλήβδην.

Έλεγε ο Στανισλάβσκι: «Ν' αγαπάτε την τέχνη μέσα σας. Κι όχι τον εαυτό σας μέσα από την τέχνη...». Ζωγραφίζοντας, τρόπος του λέγειν, ο Andy Warhol ένα κονσερβοκούτι Campbell's, δημιουργεί οπτικό σοκ σύμφωνα με τις dada μεθόδους του προπάππου του Duchamp κυρίως γιατί εντάσσει ένα αντιηρωικό αντικείμενο σ' έναν μηχανισμό κατ' εξοχήν μυθοποιητικό όπως είναι η ζωγραφική. Η Coca Cola εκφράζει απόλυτα το πνεύμα της νέας ηπείρου και την πουριτανική της ιδεολογία επειδή προσφέρει ευχαρίστηση χωρίς να διαπραχθεί «αμαρτία» όπως συμβαίνει με την κατανάλωση του αλκοόλ. Η αληθινή τέχνη, πάλι, αποστρέφεται τους πουριτανούς και έλκεται από τους αμαρτωλούς. Ο Mondrian υπήρξε μια εύγλωττη εξαίρεση. Στο μπαρόκ κυριαρχεί ένα μεγαλείο του οποίου δύσκολα ερμηνεύεται η προέλευση.

Το να ζεις συνειδητά την καθημερινότητά σου συνιστά μια μορφή τέχνης. Όταν πάλι η ομορφιά είναι αγοραία, γίνεται τότε ευλογημένη η συνείδηση της τυφλότητας.

Η μεγαλύτερη επικοινωνιακή δύναμη της τέχνης είναι ότι μεταφέρει τις παράλληλες συγκινήσεις που ένιωσαν άνθρωποι διαφορετικών εποχών, σε σχέση με τον ίδιο στίχο, την ίδια μουσική, την ίδια εικόνα, στον παρόντα χρόνο.

Τέχνη είναι ο τρόπος για να ζήσουμε κάπως ευτυχισμένοι τη μελαγχολία μας...

Η τέχνη μοιάζει με το αβγό. Πολλοί εξαντλούνται στην επιφάνειά της, αλλά η ουσία κρύβεται στο βάθος. Το αβγό, όπως επίσης και η τέχνη, περιέχει μέσα του το παρελθόν αλλά και το μέλλον του. Απλά, αβίαστα, νομοτελειακά. Ο Γιάννης Στεφανάκις ζωγραφίζει και ζωγραφίζει γιατί δεν μπορεί, δεν του επιτρέπεται, να κάνει αλλιώς...



Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Στίχοι για τα Χριστούγεννα


Le bon Dieu


Ξύπνησε αχάραγα ο καλός θεός,

πρώτος-πρώτος πήγε στη δουλειά του.

Γι άλλη μια μέρα κούρντισε,

ξεσκόνισε αγόγγυστα τον κόσμο,

έλεγξε τους τροχούς και τους ιμάντες,

λάδωσε την πετσικαρισμένη μηχανή

κι ούτε ένα παράπονο

ούτε μια βαρυγκώμια, για τον αιώνα

που δεν σώνει, με την απέραντη

τη τόση μοναξιά του.


Αυτό να βλέπετε και να παρηγοριέστε

εσείς, οι μοναχικοί και οι πεφορτισμένοι

του σύμπαντος κόσμου...




Η προσευχή του Ησαύ


Κύριε, πόσες φόρες δεν αντάλλαξα

το Σαίξπηρ με μια λιακάδα

μια φεγγαράδα δεν με απομάκρυνε

από τόσα σοφά βιβλία, τόση σοβαρή δουλειά.


Κύριε, συγκινήθηκα μόνο με όσα

πρόλαβα, το δάκρυ μου σταγόνα

δεν μπόρεσε να εξαγοράσει

έναν ωκεανό ομορφιάς.


Κύριε, το ξέρω, έχασα τα πιο

σημαντικά, αφέθηκα στ' ασήμαντα

μοίρασα το καιρό μου στα δεύτερα

έχασα τη ψυχή μου κυνηγώντας,


Κύριε, το εφήμερο, την ηδονή στιγμής.

Οκνηρός μαζί και αναποφάσιστος

πούλησα τα μεγάλα αντί πινακίου φακής

και το χειρότερο ούτε στιγμή


Κύριε, δεν ένοιωσα χορτάτος.

Και μόνο γι αυτό όμως

Οικτίρμων φανού στον δούλο σου

κι ευσπλαχνικός. Κύριε...




Μαντινάδα


Άλλοι γεννιούνται κυνηγοί

μ' άλλοι κυνηγημένοι

γι αυτό κι η δόλια μου καρδιά

ας μην τη περιμένει.





ΒΟΜΒΙΔΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΑΦΑΣΙΑΣ

Το πνεύμα των Χριστουγέννων, by Γκόοορτσος!

  • Ζούμε τη συνωμοσία των ανύπαρκτων.
  • Παύλος Τσίμας: ο πιο έξυπνος, ο πιο ενημερωμένος, ο πιο διακριτικός, ο πιο χαριτωμένος του σιναφιού του! Πάντως όχι κι οι πιο αθώος.

  • Σε σχέση βέβαια με τον Παπαχελά ή τον Χατζηνικολάου μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του έως και αδικημένο.

  • Τηλε-ονόματα που υπήρχαν κάποτε αλλά δεν υπάρχουν πια και γι' αυτό είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ (η μεταφυσική δικαιοσύνη της εικόνας): Ανδρέας Μικρούτσικος, Νίκος Ευαγγελάτος, Τζούλια Αλεξανδράτου, Γιώργος Αυτιάς, Άννα Παναγιωταρέα, κ.α

  • Ορισμός: Δημοσιογράφος είναι εκείνος ο ανθρωποειδής που προκειμένου να κάνει όνομα και λεφτά, έκανε το όνομά του σκουπίδι.

  • Τα πάντα όλα! (Τα κοάλα τίποτε).

  • Παπαδήμος λεγόταν ο ανώτατος εκείνος τραπεζίτης ο οποίος νόμιζε ότι μπορεί να φτιάξει φρέσκια κακαβιά μ' όλα τα μπαγιάτικα ψάρια που το Σύστημα του επέβαλε (σαν να λέμε γαύρος Βρυξελλών και μαριδάκι Λίχτενσταϊν).

  • Τώρα Παπαδήμος λέγεται εκείνος ο κύριος που η διεθνής τραπεζική μασονία ήθελε πάντοτε δεύτερο και που ο ίδιος θέλει ανασχηματισμό από απελπισία.

  • Η απόλυτη ξεφτίλα της πολιτικής μας σκηνής είναι πως βρίσκεται σε διαρκή ομηρία του Καρατζαφέρη (ο οποίος έχει βάλει στη κωλότσεπή του τη μισή ΝΔ!).

  • Παπαδήμος λέγεται επίσης εκείνος ο δοτός πρωθυπουργός που ορκίστηκε επικεφαλής μιας πενηνταριάς κομματόσκυλων ή γραφικών και που νομίζει ότι μπορεί να κυβερνήσει χωρίς την αρωγή της κ. Φώφης Γενηματά.

  • Και που η αισθητική του δεν ενοχλείται από το δίδυμο Βενιζέλου-Πάγκαλου.

  • (τους οποίους κκ. Γενηματά, Βενιζέλο και Πάγκαλο πάντως έχουν ψηφίσει χιλιάδες χιλιάδων πολίτες).

  • Όταν πάντως σταματήσει να είναι ο κ. Παπαδήμος πρωθυπουργός -έστω και τέτοιος πρωθυπουργός, στην εποχή μας οι λέξεις είναι εικόνες και τα πρόσωπα ρόλοι- θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει πρόεδρος του Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθήκης.

  • Στη θέση που άλλοτε κατείχε ο κ. Αράπογλου, επίσης επιτυχημένος τραπεζίτης. Τη θέση αυτή κατέχει τώρα ο νομικός-δικαστικός κ. Μπότσος με ξεχωριστή επιτυχία. (Λέμε τώρα).

  • Επειδή κάποιοι έχουν αναγάγει την ανυπαρξία τους σε μείζονα αρετή.

  • Βλέπετε, ποτέ άλλοτε το τίποτε δεν είχε στον τόπο μας περισσότερη ουσία.!!

  • Εν τω μεταξύ, διάφοροι Αλεξανδρινοί λαϊκοέντεχνοι εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τον Καβάφη απροσχημάτιστα. (Ας πρόσεχε κι αυτός, ας γεννιόταν αλλού). Αλλά και στο Κάιρο να γεννιόταν ή στο Χαρτούμ, αυτοί οι αθεόφοβοι θα τον έβρισκαν.

  • Επειδή και η αταλαντοσύνη απαιτεί νάχεις λίγο ταλέντο. Ή, πολύ θράσος. Ή, απόλυτη άγνοια.

  • Ο κ. Παπαδήμος πάντως παραμένει προσώρας σοβαρός και ψύχραιμος.

  • Ενώ οικονομίες μιας ζωής, αποταμιεύσεις από σκληρή δουλεία χάνονται με την πιο εγκληματική ανευθυνότητα.

  • Το πράγμα ξεκίνησε με το “Τσοβόλα δώστα όλα”, έπειτα με τη φούσκα του χρηματιστηρίου επί Σημίτη και συνεχίζεται με τις νέες φούσκες της παγκοσμιοποιημένης απάτης.

  • Και ουδείς τιμωρείται. Πουθενά. Καπιταλιστική δικαιοσύνη κ. Αλέκα μου.

  • Μόνο κάποιοι ελάχιστοι αξιοπρεπείς πηδάνε από ουρανοξύστες.

  • Έχει πάντως ενδιαφέρον ν' ακούς αναλύσεις από τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά ή τον Τίτο Πατρίκιο για τη σημερινή θλιβερή κατάσταση.

  • Οι οποίοι πάντως δεν έχουν κάνει ακόμη την αυτοκριτική τους για τις θέσεις τους επί Σημιτισμού.

  • Επειδή δεν φταίνε πάντα μόνο οι άλλοι.

  • Είπαμε, στο τόπο μας, “Αριστερός” είναι πρωτίστως κι αυτός ένας ρόλος.

  • Αυτοσχέδιες πιάτσες ταξί παντού, τεράστιες κίτρινες ουρές. Η κρίση έχει το χρώμα της φθίσης.

  • Άλλη η Ευρώπη του Ντελόρ και άλλη η Ευρώπη της Μέρκελ.

  • Άλλο πράγμα οι Τουπαμάρος και άλλο το πιπί της Μάρως (Νίκος Παπαζόγλου)

  • Θανάσης Νιάρχος, Άντα Παπανδρέου το απόλυτο ζευγάρι του πολιτικοποιημένου πολιτισμού. Ο Γερουλάνος είναι απλός φίλος και εκτελεστικάριος.

  • Στην Ελλάδα αν και υπάρχουν Αμερικανόφιλοι, Ρωσόφιλοι ή Κινεζόφιλοι, παιχνίδι κάνουν σταθερά οι κιναιδόφιλοι.

  • Οι τοίχοι των Εξαρχείων το λένε καλά: “Όποιος θέλει ασφάλεια, να γίνει ασφαλίτης”.

  • Αδέλφια εμπρός να θεαματικοποιήσουμε το θέαμα.

  • Γκόμενα χωρίς τους βύζους, εκκλησία δίχως Τζήζους. Αμην!

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

Την Κυριακή 18/12 και ώρα 12.30 ο Μάνος
Στεφανίδης θα ξεναγήσει τους φοιτητές στη νέα
έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης.

Ο ΙΕΧΩΒΑ ΠΑΕΙ ΧΟΛΥΓΟΥΝΤ*


Ειρήνη Σταματοπούλου: Θεολογία και Μυστικισμός στον σύγχρονο, αμερικάνικο κινηματογράφο. Εβραίοι σκηνοθέτες, εκδ. Αιγόκερως, 2011


Η σχέση μας με τις εικόνες και ιδιαίτερα με την κινηματογραφική ποιητική είναι βαθύτατα ερωτική, βαθύτατα υπαρξιακή. Μας χαρακτηρίζει ιδεολογικά, μας διαμορφώνει αισθητικά, μας ταυτοποιεί ως κοινωνικά όντα. Μόνο που ακόμη και στην πιο αισθησιακή εκδοχή της εικόνας, σ' αυτήν δηλαδή που κανείς παραδίδεται συνήθως αμαχητί, ενεδρεύει σχεδόν πάντα, δυσοίωνα αποκαλυπτικός και ανεπαίσθητα εικονοκλαστικός, ο λόγος. Ο λόγος ως οιονεί σάρκα της εικόνας, ως ερμηνεία της. Αυτό ακριβώς επιχειρεί με τα βιβλία της, η Ειρήνη Σταματοπούλου. Να μας υποδείξει αριστοτεχνικά τι ακριβώς βλέπουμε όταν νομίζουμε πως βλέπουμε κάτι άλλο, τι ακριβώς συμβαίνει στην οθόνη και στην συνείδηση μας, όταν εμείς αμέριμνοι και μασουλώντας ποπ-κορν διασκεδάζουμε παρακολουθώντας μια ταινία. Όταν δηλαδή ένας ολόκληρος κόσμος πολιτιστικών αναφορών, κοινωνιολογικών συνειρμών, προσωπικών δεδομένων και αταβιστικών πιστεύω ενεργοποιείται και συγκρούεται ενώ εμείς περιμένουμε ανυπόμονα το happy end, έχοντας ταυτιστεί με τους καλούς κι έχοντας αποκηρύξει τους κακούς. Ήγουν, την κακή πλευρά του ανοικονόμητου εαυτού μας. Στο προηγούμενο βιβλίο της η Ειρήνη μας μύησε στην κατασκευή και τις αφηγηματικές δυνατότητες του ρομαντικού ήρωα όπως αυτός μεταφέρεται ατόφιος από το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, στα σελιλόιντς του 20ου. Τώρα καταπιάνεται μ' ένα ακόμη πιο επίπονο και στρυφνό, θα έλεγα, θέμα, που έχει να κάνει απλά με τη μεταφυσική στο σινεμά και πιο εξειδικευμένα με την παρουσία της θεολογικής σκέψης στις ταινίες τεσσάρων αμερικανοεβραίων σκηνοθετών, του Γούντι Άλεν, των αδερφών Κοέν και του Αρονόφσκι. Τίτλος της μελέτης της, την οποία επιμελήθηκαν άψογα οι εκδόσεις Αιγόκερως και ο ρέκτης σκηνοθέτης, συγγραφέας και ιστορικός του σινεμά Γιάννης Σολδάτος έχει τίτλο: θεολογία και μυστικισμός στον σύγχρονο αμερικάνικο κινηματογράφο. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Η συγγραφέας διεξέρχεται την εκτεταμένη, ξενόγλωσση και ημεδαπή βιβλιογραφία με χάρη χορεύτριας και με φανατισμό καρμηλίτισσας μοναχής. Γιατί βεβαία για να μιλήσεις για τον εβραϊσμό, οφείλεις πρώτα να μελετήσεις συγκριτική θρησκειολογία, κοινωνιολογία, θεολογία κλπ. Αυτός ο όγκος γνώσης καθιστά ομολογουμένως, τον λόγο της συγγραφέως όχι μόνο μακροπερίοδο αλλά και, κατά περιπτώσεις , δύσκαμπτο. Το όφελος όμως σ' όποιον επιμείνει στην εμβάθυνση αυτού του πρωτότυπου όσο και διεισδυτικού δοκιμίου θα είναι μέγα. Το λέω ευθέως. Τέτοια βιβλία μας ανοίγουν το δρόμο προς την διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα αλλά και προς τους φιλαναγνώστες όλου του κόσμου. Εφόσον έτσι κοιτάμε ισότιμα όλον τον κόσμο και τις ιδέες του στα μάτια. Σκέφτομαι: πως θα ήταν το σινεμά του Σκορτσέζε αν ο ίδιος δεν ήταν καθολικός ιταλικής καταγωγής ή το σινεμά του Ταρκόφσκι αν δεν ήταν χριστιανός ορθόδοξος; Πως θα μπορούσαν αλλιώς ο πρώτος να στήσει έναν εωσφορικά μεσσιανικό taxi driver και ο δεύτερος έναν φανατικό του υπερβατικού Ρουμπλιώφ; Όμοια κι ο Γούντι Άλεν λειτουργεί ως το κινηματογραφικό πάρισο του Φίλιπ Ροθ όσον αφορά στον εξορκισμό ή την συμφιλίωση με την εβραϊκότητα ενώ οι Κοέν διεμβολίζουν τον προτεσταντισμό του κυρίαρχου αμερικάνικου μοντέλου με τον λησμονημένο μωσαϊκό νόμο τους στη ταινία τους "Ω, Αδελφέ που είσαι;". Αλλά και στον Αρονόφσκι και τον φαουστικό "Μαύρο Κύκνο" του διαπιστώνει κανείς κυρίαρχη την άποψη του ιουδαϊκού οράματος περί της λύτρωσης μέσα από τον αφανισμό όπως θα έλεγε ο Gershom Scholem. Απ' την άλλη ετοιμαστείτε οι αναγνώστες να κατακτήσετε έννοιες όπως η Σοά (Ολοκαύτωμα), το Τεσουβά (Επιστροφή), το Γιόμ Κιπούρ (Ημέρα της Συγχώρησης), η Καμπάλα και η Τορά ως τα διαχρονικά στοιχεία ενός πολιτισμού που δρα παράλληλα προς τον ελληνοχριστιανικό και συνδιαμορφώνει όχι μονάχα το ιδεολογικό αφήγημα της Δύσης, αλλά και την αισθητική των εικόνων της, τόσο απλά, δηλαδή τόσο σύνθετα. Η συνέχεια όχι στην οθόνη αλλά στις σελίδες αυτού του ερεθιστικού βιβλίου.


*Ιερό Δάσος !

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Βομβίδια


  • Νομίζω πως το γνωστό ευφυολόγημα του Άγγλου ποιητή Φίλιπ Λάρκιν “Η ζωή είναι κωμωδία για όσους σκέφτονται και τραγωδία για όσους αισθάνονται” λειτουργεί καλύτερα ανάποδα.

  • Η ζωή είναι τραγωδία για όσους σκέφτονται και κωμωδία για όσους αισθάνονται. Υπό την προϋπόθεση βέβαια να είναι εξοικειωμένοι με τον φόβο.

  • Κατά τα άλλα, Art is business, always.

  • Υπάρχουν σκάνδαλα στον πολιτισμό; Ασφαλώς και υπάρχουν. Μόνο που δεν αφορούν τα έντυπα και τους πολιτιστικούς συντάκτες τους.

  • Εδώ κατάπιαν αμάσητα τα 100 εκατομμύρια χρέη του Μεγάρου Μουσικής για τα οποία εγγυήθηκαν μισή ντουζίνα υπουργοί πολιτισμού.

  • Λαμπράκη Αθάνατε.

  • Ή το σκάνδαλο της Εθνικής Πινακοθήκης με την εξίσου “Αθάνατη” Λαμπράκη-Πλάκα που συμπλήρωσε εικοσαετία κι ακόμα ν' αποχωρήσει.

  • Με την τηλεόραση και κυρίως τις videoκάμερες ή τα εσωτερικά κυκλώματα παρακολούθησης που απαθανατίζουν σε 24ωρη βάση σχεδόν όλη την ανθρωπότητα συνεχώς, νικήσαμε τον θάνατο. Εφόσον σχεδόν όλοι ζούμε και θα ζούμε αιώνια μέσα στα DVD, το facebook, σαν ένυλα φαντάσματα. Σε λίγο περισσότερο από έναν αιώνα πετύχαμε το θάνατο του θεού, το θάνατο των ιδεολογιών και τώρα το θάνατο του Θανάτου. Επίκειται κι ο θάνατος του Ανθρώπου αλλά γι' αυτό δεν μας συμφέρει να μιλάμε.


  • Σχέσεις


Είναι οι σχέσεις

άνθρωποι που αρχικά σταδιοδρόμησαν

επειδή δήλωναν φίλοι μας

και έπειτα που έστησαν

ακόμη καλύτερες καριέρες

σαν ορκισμένοι εχθροί μας.

Τόσοι άνθρωποι, τόσες αγάπες,

σαν συναλλαγματικές.



  • Εξοικείωση


Χρόνια τώρα η μυρωδιά των γέρων

καμφόρα και ούρα και κλεισούρα

σε πνιγηρά δωμάτια με τη θερμάστρα

να καίει χειμώνα καλοκαίρι

η μυρωδιά των γέρων χρόνια τώρα

βαθιά μ' ενοχλούσε, με κατέθλιβε.

Παράξενο! Τη μυρωδιά των γέρων

δεν τη μυρίζω πια...