6.12.22

Τρεις σύγχρονοι έλληνες συγγραφείς «επανάφεραν» στο λογοτεχνικό προσκήνιο κάποιες από τις μεγάλες κυρίες του Τρωικού Πολέμου

 Σκέψεις μου, πιο σωστά μια περιήγηση σε πρόσφατα πεζογραφικά έργα με ηρωίδες βγαλμένες από την Ιλιάδα. «Τρεις σύγχρονοι έλληνες συγγραφείς «επανάφεραν» στο λογοτεχνικό προσκήνιο κάποιες από τις μεγάλες κυρίες του Τρωικού Πολέμου».



Σκέψεις μου, πιο σωστά μια περιήγηση σε πρόσφατα πεζογραφικά έργα με ηρωίδες βγαλμένες από την Ιλιάδα.
Η Ιλιάδα μπορεί να θεωρηθεί -πέρα από ένα μεγάλο ποιητικό έπος- και μια μοναδική μυθιστορηματική σύνθεση. Όπως κάθε κλασικό μυθιστόρημα διαθέτει έντονη πλοκή, ολοζώντανες περιγραφές περιστατικών, πολιτικοκοινωνικές αναφορές και σύνθετες σχέσεις μεταξύ των κεντρικών ηρώων του. Σε αυτό το τελευταίο εστιάζω την προσοχή μου και ως ένας σύγχρονος συγγραφέας αποδέχομαι την έλξη που εξασκούν πάνω μου οι ψυχολογικές μεταπτώσεις του Αχιλλέα, η αξιοπρέπεια της Εκάβης, το κύρος του Πρίαμου, η αλαζονεία του Αγαμέμνονα, η καταστροφική γοητεία της Ελένης.
Σχεδόν όλα τα πρόσωπα της Ιλιάδας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χρησιμοποιήθηκαν και από τους αρχαίους τραγικούς κι έτσι ακόμα πιο εμφαντικά επιβίωσαν μέσα στους αιώνες, έφτασαν με καλοδιατηρημένα τα κεντρικά χαρακτηριστικά τους έως τις μέρες μας. Δεν έχω στοιχεία για να επιβεβαιώσω τη σκέψη μου αυτή, αλλά είμαι σίγουρος πως ο μέσος νεοέλληνας, ό,τι γνωρίζει για τα γεγονότα και τους πρωταγωνιστές του Τρωικού Πολέμου δεν είναι τόσο από την ανάγνωση του ίδιου του έπους, όσο από αποσπασματικές και περιληπτικές αναφορές σε αυτό κατά τη διάρκεια των σχολικών χρόνων του και κυρίως από τις παραστάσεις των αρχαίων τραγωδιών που αποτελούν ένα από τα κεντρικά πολιτιστικά γεγονότα των ελληνικών καλοκαιριών.
Όλα τα μέλη της γενιάς των Ατρειδών, όλα σχεδόν τα πρόσωπα που πλαισίωναν τον τελευταίο ηγέτη του Ίλιου, είναι γνωστά μας μέσα από τον τρόπο που οι τρεις μεγάλοι αρχαίοι τραγικοί τα χρησιμοποίησαν στα έργα τους. Και όλοι αυτά -τα στην ουσία μυθικά πρόσωπα- με το ότι το καθένα μπορεί να συμβολίζει, επανατοποθετούνται μέσα σε μια σύγχρονη κοινωνία από τον τρόπο που ο κάθε σκηνοθέτης που ανεβάζει μια ή και περισσότερες τραγωδίες, τα πλησιάζει και τα αναλύει. Το θέατρο ως Τέχνη έχει από τη φύση του μια τόλμη - ριψοκινδυνεύει νέες αναλύσεις και αναζητά καινούργιες ερμηνείες. Ίσως γιατί το θέατρο συνδυάζει τη σταθερότητα του Λόγου με το ευμετάβλητο της εικόνας. Ίσως γιατί κατά τη διάρκεια της θεατρικής πράξης είναι δεδομένη η ύπαρξη της μεταμφίεσης - ο ηθοποιός είναι ερμηνευτής και ο σκηνοθέτης ενορχηστρωτής των δικών του προθέσεών.
Σε αντίθεση με την τόλμη του θεάτρου -και υπενθυμίζω πως στην νεοελληνική πραγματικότητα αναφέρομαι- η λογοτεχνία δείχνει πλέον συντηρητική. Προτιμά να δημιουργεί και στη συνέχεια να λογοδοτεί για τους δικούς της ήρωες, παρά να επεμβαίνει και να επανατοποθετείται σε ότι αφορά πράξεις και γεγονότα που έχουν καταγραφεί με το κύρος της Ιλιάδας ή των τραγωδιών. Με διαφορετικά λόγια το εκφράζω: οι σημερινοί έλληνες συγγραφείς δεν δείχνουν να θέλουν να ασχοληθούν με το δράμα όσων κατοικούσαν στις Μυκήνες ή στην Τροία, αλλά ούτε και με το ποιες άλλες προθέσεις μπορεί να κρύβονται πίσω από τις πράξεις εκείνων των αρχαίων προσώπων και που η σύγχρονη ματιά ενός συγγραφέα θα τις φώτιζε από άλλες οπτικές γωνίες. Όμως έτσι κι αλλιώς, μιλάμε για πρόσωπα που κινούνται στα όρια μεταξύ μύθου και ιστορίας και ασφαλώς έχουν γίνει γνωστά σε εμάς μέσα από τον τρόπο που τα ερμήνευσαν προηγούμενοι συγγραφείς.
Το ξέρουμε πως η Ιλιάδα είναι μια βασική πηγή γνώσης γεγονότων που αγγίζουν τον μύθο, αλλά είναι μόνο μια από τις πηγές και γι' αυτό άλλωστε και οι αρχαίοι τραγικοί -και αυτό το ξέρουμε- πολύ συχνά περιγράφουν με αρκούντως διαφορετικές αποχρώσεις τους ήρωες (π.χ. η Ηλέκτρα του Σοφοκλή και η Ηλέκτρα του Ευριπίδη, αλλά και η ίδια η Ελένη σε δυο τραγωδίες του Ευριπίδη). Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, είδαν το φως της δημοσιότητας ποιητικές συνθέσεις βασισμένες σε ηρωίδες και ήρωες του αρχαίου δράματος (πχ. Γιάννης Ρίτσος), και, αν καλά γνωρίζω, ένα θεατρικό (Β. Κατσάνης). Και βέβαια οι ταινίες του Κακογιάννη. Όσο κι αν φρόντισα να ερευνήσω αν έχουν γραφτεί μυθιστορήματα εκείνα τα χρόνια με ήρωες από την Ιλιάδα, δεν μπόρεσα κάποιο να ανακαλύψω. Και αν τελικά οι έρευνές μου είναι ατελείς, πολύ θα ήθελα κάποιος να με ενημέρωνε με σχετικά στοιχεία βιβλιογραφίας. Αλλά και αν έχει υπάρξει, δεν εγκαταστάθηκε με στέρεα θεμέλια στο σώμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ώστε να φτάσει στις μέρες μας.
Και μια παρόμοια κατάσταση συνεχίστηκε και τις δυο πρώτες δεκαετίες του 21ου. Θα είναι το 2018 που θα κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα μου «Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο», ενώ το 2020 Χρήστος Α. Χωμενίδης μας δίνει το «Ο βασιλιάς της». Το 2021 εγώ επανέρχομαι με το «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας» και εφέτος (2022) ο Kostas Akrivos μας δίνει την «Ανδρωμάχη» του. Μέσα σε τέσσερα χρόνια τέσσερα μυθιστορήματα με κεντρικές ηρωίδες γυναίκες από τις βασικές παρουσίες της Ιλιάδας και των αρχαίων τραγωδιών. Παράλληλα ξέρω πως έχει κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα της Κ. Μέρμηγκα «Τον δέκατο χρόνο» με ηρωίδα της Βρισηίδα και το «Η πολιορκία της Τροίας» του Θ. Καλλιφατίδη, αλλά στο συγκεκριμένο μου κείμενο θέλω να προσεγγίσω τους τρόπους που οι τρεις συγγραφείς (Κοντολέων, Χωμενίδης, Ακρίβος) πλησίασαν και με νέα ματιά προσπάθησαν να δούνε τέσσερεις από τις βασικές κυρίες των γεγονότων του Τρωικού Πολέμου - την Κασσάνδρα, την Κλυταιμνήστρα, την Ελένη και την Ανδρομάχη.
Τέσσερεις ηρωίδες, αλλά τρεις είναι οι εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις, που η κάθε μια τους έχει κάτι ουσιαστικό να καταθέσει και σίγουρα να καλύψει το κενό της απουσίας που πιο πάνω περιγράψαμε.
Θα ξεκινήσω με το «Ο βασιλιάς της» του Χρήστου Χωμενίδη μιας και νομίζω πως είναι εκείνο που περισσότερο από τα άλλα πρωτοτυπεί -αν προτιμάτε και αυθαιρετεί- με την έννοια πως αφηγείται μια εντελώς απελευθερωμένη από την όποια παράδοση ιστορία της σχέσης Μενέλαου και Ελένης.
Ο Χωμενίδης -το έχει επαναλάβει και σε προηγούμενο βιβλίο του, όπου ο ήρωας είναι ο υποτιθέμενος παππούς του Ομήρου- στήνει τον δικό του ομηρικό κόσμο, τον φέρνει στα μέτρα εκείνα που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ίσως και να υπήρξαν. Στην ουσία έχουμε τη γέννηση μιας νέας μυθιστορίας μέσα από τους παλιούς μύθους και έπη. Μια μυθιστορία όπου δεν διεκδικεί να εξηγήσει το ‘τότε’ με τις όποιος δυναμικές του ‘τώρα’, αλλά μήτε και το αμφισβητεί. Απλώς το παρακάμπτει και κρατά όσα στοιχεία θεωρεί πως θα είναι χρήσιμα στην νέα αφήγηση. Ο λόγος εντελώς σύγχρονος, πουθενά κι αυτός δεν ακουμπά στο παρελθόν. Ο Μενέλαος του Χωμενίδη είναι ένας άνδρας που σε τίποτε δεν μοιάζει με τον ομηρικό βασιλιά, ενώ η Ελένη του κι αυτή τίποτε δεν έχει κοινό με την γυναίκα που αιώνες τώρα φέρνει το βάρος μιας καταστροφής. Κι άλλωστε η ίδια αρνιέται -οι τελευταίες φράσεις του μυθιστορήματος το λένε ξεκάθαρα- την πιθανότητα να γίνει η ίδια ένα αιώνιο σύμβολο. Οι μύθοι παραμένουν μύθοι. Καιρός να δημιουργήσουμε νέους. Δικούς μας. Αυτή είναι η συγγραφική στάση του Χρήστου Χωμενίδη απέναντι στα όσα οι αρχαίες αφηγήσεις κατάφεραν να διατηρήσουν ζωντανά έως τις μέρες μας.
Στο ακριβώς αντίθετο άκρο στέκεται ο Κώστας Ακρίβος εξιστορώντας τη ζωή και τα πάθη της Ανδρομάχης. Με την πλούσια φιλολογική κατάρτιση και την εκπαιδευτική του εμπειρία, αποφασίζει να αναδιηγηθεί τη ζωή της Ανδρομάχης. Μένει πιστός στην Ιλιάδα, συλλέγει και ευρήματα από άλλες πηγές κι έτσι προσφέρει περισσότερα γεγονότα απ΄ όσα κάποιος θα συναντήσει στο έπος του Ομήρου και μόνο. Με μια γλώσσα σύγχρονη, αλλά που διατηρεί την τραγικότητα των γεγονότων που καλείται να περιγράψει, η ίδια η Ανδρομάχη μας αφηγείται όσα έζησε και έπαθε.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διαθέτει πάντα το προσόν του να καταφέρνει να ενεργοποιεί το συναίσθημα του αναγνώστη. Από αυτήν την άποψη, η Ανδρομάχη του Ακρίβου μπορεί να αποτελέσει ένα ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια εκείνων των φιλολόγων που θέλουν οι μαθητές του Λυκείου να εισέλθουν στον κόσμο της Ιλιάδας χωρίς τα ‘αγκάθια’ μιας αφήγησης που απαιτεί περισσότερο κάματο εκ μέρους τους. Ο Ακρίβος μένει πιστός στα όσα οι διάφορες πηγές μας έχουν προσφέρει. Και πλησιάζει την ηρωίδα του κάτω από το σκίαστρο του ήδη διαμορφωμένου βιογραφικού της. Αποδέχεται τις αντιφάσεις των μύθων (πχ ο Νεοπτόλεμος δεν ήταν δυνατόν να βρίσκεται στο πάρσιμο της Τροίας μιας και μόλις δέκα χρόνια είχαν περάσει από τη γέννησή του). Για τον Ακρίβο η Ανδρομάχη -αυτή είναι η σύγχρονη ματιά που μας προσφέρει- είναι το θύμα μιας κοινωνίας που οι άνδρες καθορίζουν τη βιαιότητά της. Εξ΄ ου και η αντικατάσταση του ‘ο ‘με το ‘ω’ -Ανδρωμάχη. Όχι αυτή που μάχεται ως άνδρας, αλλά αυτή που είναι θύμα ανδρικών μαχών.
Άφησα τελευταία τα δυο δικά μου μυθιστορήματα γιατί θεωρώ πως συγγραφικά κινήθηκα ανάμεσα στην απόλυτη ελευθερία του Χωμενίδη και στο σεβασμό του Ακρίβου. Για μένα η Κασσάνδρα είναι το διαχρονικό σύμβολο του ανθρώπου που είναι προικισμένος με την απλή λογική και που γι αυτό ακριβώς δεν μπορεί να πείσει όλους τους άλλους που πράττουν σύμφωνα με τα πάθη τους. Ακολουθώντας την ιδιότυπη ψυχοσύνθεσή της επιχειρώ και να προσεγγίσω με μια καινοτομία κάποια άλλα πρόσωπα του έπους -τον Αχιλλέα, κυρίως, μα και την Εκάβη.
Όσον αφορά την Κλυταιμνήστρα -αυτήν την είδα ως τη γυναίκα εκείνη που προσπάθησε να αμφισβητήσει την εξουσία των ανδρών, αλλά τελικά παρασύρθηκε και χρησιμοποίησε τις δικές τους τεχνικές. Θύτης και θύμα η ίδια και ένα διαχρονικό σύμβολο του φύλου της εξουσίας, ενώ σε προσωπικό επίπεδο το δράμα της θεωρώ πως κορυφώνεται όχι τη στιγμή που θανατώνει τον Αγαμέμνονα, αλλά την ώρα που ο γιος της την φονεύει. Για να συνθέσω τα δυο μυθιστορήματα χρησιμοποίησα και τον Όμηρο και τους αρχαίους τραγικούς και άλλες πηγές, αλλά πρόσθεσα τις δικές μου ερμηνείες πάνω στα γεγονότα και στις πράξεις των ηρώων μου. Κατέφυγα στις ψυχαναλυτικές γνώσεις που πλέον κατέχουμε και αναζήτησα τα κρυφά κίνητρα πράξεων που έως τώρα με ένα μόνο συγκεκριμένο τρόπο τα αντιμετωπίζαμε. Και από τις πολλές πληροφορίες που είχα στα χέρια μου και οι οποίες συχνά αντικρουόντουσαν, εγώ ή επέλεξα μια από αυτές ή κατασκεύασα μια δική μου. Χρησιμοποίησα μια γλώσσα κάπως εκκεντρική -να παραπέμπει σε μια εποχή όπου το ατομικό δράμα συμπορεύεται με τη δυναμική της μοίρας.
Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι ομοιότητες, μα κυρίως οι διαφορές που διαμορφώνουν τους τρεις τρόπους με τους οποίους τρεις σύγχρονοι έλληνες συγγραφείς «επανάφεραν» στο λογοτεχνικό προσκήνιο κάποιες από τις μεγάλες κυρίες του Τρωικού Πολέμου. Δεν θα πρέπει όμως να μην επανασημειώσω και να επιμείνω στις διαφορές των τρόπων αφήγησης. Γιατί τελικά για λογοτεχνία μιλάμε. Ο Χωμενίδης έχει επιλέξει ένα σχεδόν σύγχρονο ρεαλισμό· ο Ακρίβος μια κλασική λογοτεχνική εκφορά. Εγώ προσπάθησα να προσφέρω στην αφήγησή μου μια αίσθηση μοιραίας εξέλιξης.
Πέρα από όλα αυτά, σημασία έχει πως η λογοτεχνία μας έχει ανοίξει το δρόμο που θα την φέρει να συνομιλεί με τα μεγάλα έργα της αρχαιότητας. Και αναμένω -όσο και εύχομαι- τη συνέχεια.

2.12.22

Τέσυ Μπάιλα "Λέγε με Ισμαήλ"

 



Νομίζω πως με το έβδομο πλέον μυθιστόρημά της, η Τέσυ Μπάιλα δείχνει ξεκάθαρα το συγγραφικό της στίγμα. Ένα στίγμα που το χαρακτηρίζουν δύο βασικά χαρακτηριστικά. Το ένα έχει να κάνει με τους χρόνους όπου τα γεγονότα διαδραματίζονται – πρόκειται για ένα σχετικά πρόσφατο παρελθόν, κάπου μέσα στο κέντρο του 20ού αιώνα. Το άλλο έχει να κάνει με τον τρόπο που διαχειρίζεται τους ήρωές της.

 

Αν σταθούμε στο πρώτο, θα διαπιστώσουμε πως τα μυθιστορήματα της Μπάιλα ομοιάζουν με ιστορικά κείμενα, αλλά στην ουσία περιγράφουν γεγονότα που εκείνοι που τα έζησαν στην πλειονότητά τους ακόμα ζούνε. Κυρίως τα χρόνια γύρω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και λίγο πιο πριν ή και λίγο πιο μετά – σε κάθε περίπτωση, η Τέσυ Μπάιλα αφηγείται τις ζωές ανθρώπων που ο 21ος αιώνας δεν είναι ο αιώνας τους.

 

Μέσα σε εκείνη, λοιπόν, την περίοδο ζούνε οι ήρωές της, γυναίκες και άνδρες. Τους βίους τους η συγγραφέας τούς χρησιμοποιεί κυρίως για να φωτίσει την εποχή όπου ζούνε και δευτερευόντως αυτούς τους ίδιους ως «ζωντανά» πλάσματα. Δεν εννοώ –σπεύδω να διευκρινίσω– πως είναι πρόσωπα άψυχα. Καθόλου μάλιστα· αντιθέτως, τα διακρίνουν έντονα πάθη και αντιφάσεις. Αλλά κατά κάποιον τρόπο υπηρετούν μια μεγάλη γκάμα ιδεών και αξιών.

 

Ναι, η Τέσυ Μπάιλα είναι μια συγγραφέας με ενεργή συγγραφικά κοινωνική υπόσταση. Προπαγανδίζει την ισότητα των φύλων, την ελευθερία της σκέψης, την ατομική ταυτότητα, την ανεξιθρησκία και την ιδέα πως τους ανθρώπους τούς φέρνουν κοντά τα κοινά βιώματα. Από ένα σημείο και μετά ο γενέθλιος τόπος.

 

Η ζωή ένας μεγάλος αποχωρισμός είναι – από ανθρώπους, αντικείμενα, τόπους. Κι όμως, κάτι τους ενώνει – κάτι πρέπει να τους ενώνει όλους αυτούς τους αποχωρισμούς.

 


Αυτό είναι και το κεντρικό μοτίβο του τελευταίου της μυθιστορήματος. Χώρος η Κωνσταντινούπολη του 20ού αιώνα. Ήρωές της όσοι στην πόλη αυτοί ζήσανε. Και που είχαν μάθει να συνυπάρχουν ασχέτως εθνικής ταυτότητας και φυλής. Και που αν κάτι τους χώρισε –τους έκανε εχθρούς– ήταν οι έξωθεν πολιτικές όσων μετρούν την ανθρώπινη ζωή με μη ανθρώπινα μέτρα. Κεντρικό σημείο στο μυθιστόρημά της, τα γεγονότα της Πόλης το 1955. Κεντρικός χώρος –συχνά αποκτά διαστάσεις υπαρξιακής οντότητας– η ίδια η Πόλη.

 

Και αυτή την πολιτεία εκείνης της εποχής η Τέσυ Μπάιλα την περιγράφει ολοζώντανα και με αισθαντικότητα. Μια ζωντάνια και μια αισθαντικότητα που ξεκινά από τις λεωφόρους και τα στενά δρομάκια, κατρακυλά στον Βόσπορο και παράλληλα χρωματίζει όλους εκείνους που η συγγραφέας αποφάσισε να τους προσφέρει μια θέση μέσα στο μυθιστόρημά της. Όλα τα πρόσωπα –και είναι πολλά– που υπάρχουν μέσα στις σελίδες του έργου, γίνονται οικεία στον αναγνώστη. Κάτι ακόμα περισσότερο – εγγράφονται στη μνήμη του. Έχουν στοιχεία σχεδόν ρομαντικά.

 

Από τους δυο κεντρικούς χαρακτήρες –τον Έλληνα βιβλιοπώλη Ισίδωρο και τον Τούρκο καφετζή Ισμαήλ– που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά και τη βάση της αφηγούμενης ιστορίας, έως τη φερμένη λες από τα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ, Γιασεμιώ· από την αρχοντικιά Πολίτισσα Καλλιάνθη έως τον άξεστο Ναντίρ· από τον –ευρηματικής συγγραφικής σύλληψης– σκύλο Γιουσούφ έως την ανεξάρτητη Αϊσέ, όλοι τους αποτελούν ισότιμα μέλη ενός θιάσου που η Τέσυ Μπάιλα te baila22τους χρησιμοποιεί για να υπενθυμίσει –συνέχεια υπενθυμίζει– πως: Η ζωή ένας μεγάλος αποχωρισμός είναι – από ανθρώπους, αντικείμενα, τόπους. Κι όμως, κάτι τους ενώνει – κάτι πρέπει να τους ενώνει όλους αυτούς τους αποχωρισμούς. Κι αυτό τίποτε άλλο δεν είναι παρά η μνήμη του τόπου που σε ανέθρεψε.

 

Μυθιστόρημα-τοιχογραφία μιας εποχής και μιας πόλης. Μυθιστόρημα-πινακοθήκη ανθρώπων που τη μοίρα τους τη σφράγισε μια πολιτεία με τον δικό της, εντελώς ιδιαίτερο, πολιτισμό.

 (600 λέξεις)

Τέσυ Μπάιλα: «Λέγε με Ισμαήλ» (diastixo.gr)

 

30.11.22

Όταν ένα ανέκδοτο επαναλαμβάνεται, σημαίνει πως κάποιος κανόνας ισχύει

Κάπου σε μια χρονιά της δεκαετίας του ‘90 -τότε πρέπει να ήταν. Και λέω πως πρέπει να ήταν κάπου τότε, γιατί πολύ καλά θυμάμαι πως είχα και πολλά βιβλία γράψει και πολλές συνεντεύξεις είχα δώσει και τηλεοπτικό σήριαλ βασισμένο σε μυθιστόρημα μου είχε παιχτεί κι εγώ είχα γράψει σενάρια κάμποσων τηλεοπτικών εκπομπών και τακτικότατα δημοσιευόντουσαν κριτικές μου σε έγκυρα περιοδικά και εφημερίδες και … Γενικά ήμουνα πλέον αρκούντως γνωστός, τουλάχιστον σε όσους ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία και ασφαλώς και ειδικότερα για την παιδική και εφηβική.

Εκείνη, λοιπόν, τη χρονιά, μια εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης με αναγνωρισμένο και σοβαρό ενδιαφέρον για τα παιδικά βιβλία, πρότεινε στη διευθύντρια του σχολείου (κάπου σε προάστιο της Αθήνας) όπου υπηρετούσε, καθώς πλησιάζανε οι γιορτές των Χριστουγέννων να διοργανώσουμε στο σχολείο τους μια εκδήλωση για τα παιδιά και τους κηδεμόνες τους σχετική με τη φιλαναγνωσία.

Η πρόταση δεν φάνηκε να αρέσει και τόσο στη διευθύντρια, μα η δασκάλα επέμενε και στο τέλος κατάφερε να την πείσει.

«Και τι ακριβώς θα κάνουμε;» ενδιαφέρθηκε να μάθει η διευθύντρια.

«Ε, να φωνάξουμε ένα συγγραφέα που γράφει για παιδιά και να μιλήσει για τα θετικά αποτελέσματα της φιλαναγνωσίας» η πρόταση της δασκάλας.

Βαρετό θα φάνηκε το θέμα στη διευθύντρια, αλλά αφού είχε πια αποδεχτεί την πρόταση, το μόνο που της έμενε να κάνει είναι να ρωτήσει –

«Και ποιον συγγραφέα, λες, να προσκαλέσουμε;»

Η δασκάλα είχε κάποιους κατά νου, ξεκίνησε με το πρώτο όνομα που της ήρθε στο στόμα,

«Τον Μάνο Κοντολέων, ας πούμε…»

«Άντε καλέ! Ποιος τον ξέρει αυτόν; Καλύτερα να φωνάξουμε την Πηνελόπη Δέλτα!» η διευθύντρια ήταν αποφασισμένη να σφραγίσει η ίδια την εκδήλωση που άλλος θα διοργάνωνε.

«Την Πηνελόπη Δέλτα;» η δασκάλα γούρλωσε τα μάτια της, «Μα αυτή έχει πεθάνει!» διευκρίνισε.

Σειρά της διευθύντριας να γουρλώσει τα μάτια της

«Πέθανε η Πηνελόπη Δέλτα; Πότε καλέ; Και δεν το γράψανε οι εφημερίδες!»

*****

Όλα αυτά μια χρονιά της δεκαετίας του ‘90

Και μεταφερόμαστε στο σήμερα, στο προχθές, όπου σε όλα σχολεία μιλήσανε για το Πολυτεχνείο και ως συνήθως οι δάσκαλοι μαζί με τους μαθητές διαβάσανε το απόσπασμα από το βιβλίο μου «Ο Φωκίων ήταν ελάφι» που αναφέρεται σε αυτό το γεγονός.

Σε όλα τα σχολεία έγινε αυτό και σε ένα από αυτά (σε άλλο προάστιο της Αθήνας από ότι εκείνο του ’90) μια μαθήτρια σήκωσε το χέρι της και ενημέρωσε τον νεαρό δάσκαλό της πως ο πατέρας της γνωρίζει τον συγγραφέα -εμένα, δηλαδή- και αν θέλει ο δάσκαλος της μπορεί να με προσκαλέσουνε στο σχολείο τους.

Γέλασε ο νεαρός δάσκαλος και πεπεισμένος για τη μυθομανία κάποιων μικρών παιδιών, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.

«Μα τι λες, κορίτσι μου; Ο Μάνος Κοντολέων έχει εδώ και χρόνια πεθάνει»

(Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσω πως μόνο την τελευταία διετία έχουν κυκλοφορήσει τέσσερα βιβλία μου, ενώ αρθρογραφώ μονίμως σε ημερήσια εφημερίδα, συνεργάζομαι με σχεδόν όλες τις βιβλιοφιλικές σελίδες, δίνω συνεντεύξεις και -φευ!- το κυριότερο έχω ενεργό παρουσία στο facebook)

******

Αληθινές κι οι δυο ιστορίες. Μοιάζουν ανέκδοτα -εδώ και χρόνια όταν τυχαίνει σε συντροφιά να αφηγούμαι το πρώτο, όλοι γελάνε.

Μα όταν ένα ανέκδοτο επαναλαμβάνεται και ισχυρίζεται πως στηρίζεται σε γνώση που όμως δεν ισχύει, παύει να είναι ανέκδοτο και γίνεται κανόνας.

Και δεν εννοώ, βέβαια, πως κάποια μέρα όπως η Δέλτα, έτσι κι εγώ θα πεθάνω. Άλλο ‘κανόνα’ εννοώ. Κάποιον  που έχει να κάνει με τη συνέπεια μερικών -ελαχίστων αν θέλετε και σίγουρα τονίζω αυτό το ‘μερικών’- εκπαιδευτικών που πήραν το πτυχίο τους σε ένα από τα Πανεπιστήμιά μας και με αυτό ως εφόδιο διδάσκουν και πληροφορούν τα παιδιά μας.

Από μικρά κι ασήμαντα μαθαίνει κανείς πολλά. Κι άλλωστε τα περισσότερα ανέκδοτα πέρα από το χαμόγελο προσφέρουν και μια γνώση.

Ας μην την αγνοούμε.

30/11/2022

(https://www.elniplex.com/%cf%8c%cf%84%ce%b1%ce%bd-%ce%ad%ce%bd%ce%b1-%ce%b1%ce%bd%ce%ad%ce%ba%ce%b4%ce%bf%cf%84%ce%bf-%ce%b5%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%bb%ce%b1%ce%bc%ce%b2%ce%ac%ce%bd%ce%b5%cf%84%ce%b1%ce%b9-%cf%83%ce%b7/)

15.11.22

Λογοτεχνία και νέοι- η ελληνική εκδοχή μιας σχέσης που την εμποδίζουν να αναπνεύσει.

 Λογοτεχνία και νέοι- η ελληνική εκδοχή μιας σχέσης που την εμποδίζουν να αναπνεύσει.

 

 




Πάρα πολλά είναι τα κείμενα που ανήκουν στην κατηγορία της Παιδικής και Νεανικής Λογοτεχνίας.

Αναγνωρίζοντας την ύπαρξη μιας τέτοιας κατηγορίας, αυτομάτως τη συντάσσουμε δίπλα σε άλλες κατηγορίες της Λογοτεχνίας -την κοινωνική, την ερωτική, την φιλοσοφική, την αστυνομική, την ιστορική, την επιστημονικής φαντασίας, του παραλόγου, της αμφισβήτησης, την εμπορική κ.λ.π.

Ας διευκρινίσω πως στα πλαίσια αυτού του σημειώματος, αναφερόμενος στον όρο ‘λογοτεχνία’ δεν αξιολογώ ποιοτικά τα κείμενα, αλλά αναγνωρίζω πως κάτω από αυτόν τον ορισμό περιλαμβάνεται κάθε αφήγηση που δομείται με λέξεις.

Με συμβολική μορφή: τέχνη του γραπτού λόγου και όχι Τέχνη του Γραπτού Λόγου.

Παιδική και Νεανική, λοιπόν, Λογοτεχνία (από εδώ και πέρα θα την αναφέρω ως ΠΝΛ)-μια μορφή γραπτής αφήγησης δίπλα σε άλλες.

Δίπλα σε άλλες, αλλά όχι παρόμοια με εκείνες.

Γιατί αν όλες οι άλλες (η κοινωνική, η ερωτική, αστυνομική, ιστορική κλπ) χαρακτηρίζονται από το θέμα που αναπτύσσουν, η ΠΝΛ χαρακτηρίζεται από τις ιδιαιτερότητες του κοινού προς το οποίο απευθύνεται. Γι αυτό και μέσα στο όλο σώμα της αν και διακρίνονται κάποιες από τις κατηγορίες που προηγουμένως αναφέρθηκαν (πχ κοινωνική, ιστορική, φαντασίας κ.α), στην ουσία όλες τους απολύτως καλύπτονται από τον χαρακτηρισμό ΠΝΛ.

Αυτή η βασική διαφορά -δηλαδή, η επέμβαση στο κείμενο της ηλικιακής κατάστασης του υποψήφιου αναγνώστη- έχει κάνει πολλούς να αμφισβητούν την ΠΝΛ ως λογοτεχνία.

Βασικός λόγος της αμφισβήτησής τους είναι η αυτολογοκρισία που -κατ΄ αυτούς- αποδέχεται ο συγγραφέας να επεμβαίνει και στην επιλογή του θέματος που θέλει να αναπτύξει και στις λέξεις που θέλει να χρησιμοποιήσει και κυρίως στις ιδέες και θέσεις που θέλει -πιο σωστά: επιτρέπει στον εαυτό του- να παρουσιάσει.

Αλλά αυτό ακριβώς -και πάντα – συμβαίνει; Ή μήπως υπάρχουν συγγραφείς που καταφέρνουν να διασχίσουν τις Συμπληγάδες και χωρίς να αυτολογοκρίνονται,  παράλληλα σέβονται την ιδιαιτερότητα του κοινού στο οποίο απευθύνονται;

Σίγουρα κάτι τέτοιο συμβαίνει -σπανίως, ίσως;-  αλλά συμβαίνει.

Μα πέρα από το γεγονός του πόσοι είναι εκείνοι οι συγγραφείς ΠΝΛ που ξεπερνούν το σκόπελο, το ζήτημα υπάρχει και επεμβαίνει στη σύνθεση και στο εύρος των κειμένων κι έτσι αξίζει να το πλησιάσει κανείς και να το διερευνήσει με μάλλον κοινωνικά κριτήρια, τουλάχιστον όσον αφορά τα λογοτεχνικά κείμενα που απευθύνονται σε αναγνώστες 13 ετών και άνω, δηλαδή σε εφήβους και νέους (με ένα πλέον εύστοχο χαρακτηρισμό: σε νεαρούς ενήλικες αναγνώστες)

Εδώ, στην κατηγορία αυτή αν περιοριστεί κανείς, θα διαπιστώσει το πόσο οι κοινωνικές απόψεις παρεμβαίνουν στην δημιουργία αλλά και στην κυκλοφορία λογοτεχνικών βιβλίων που έχουν στραμμένο το ενδιαφέρον τους προς τη δημιουργία μιας στενότερης σχέσης με εφήβους και νέους κατά κύριο λόγο.

Αλλά θα πρέπει πιο πριν να ερμηνεύσω γιατί διαχωρίζω  από το σύνολο των έργων της ΠΝΛ όσα βιβλία απευθύνονται σε παιδιά 8 έως 12 περίπου ετών (άτομα, δηλαδή, που και διαβάζουν μόνα τους και έχουν μια ‘αυτοδύναμη’ συναισθηματική ταύτιση με τα όσα διαβάζουν).

Ο λόγος που τα διαχωρίζω είναι απλός. Οι συγγραφείς τους ή ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που χρησιμοποιούν την αφήγηση μιας ιστορίας για να διδάξουν κυρίως κοινωνικές συμπεριφορές ή σε όσους αναθυμούνται τα δικά τους παιδικά χρόνια και με τη δυναμική αυτών των αναμνήσεών ζωντανεύουν τους ήρωές τους. Και στις δυο περιπτώσεις δε νομίζω πως θα συναντήσει κανείς αυτολογοκρισία, αλλά η επιλογή μεθόδων διδασκαλίας με το προσωπείο της λογοτεχνίας ή επιλογή εκείνων των ατομικών βιωμάτων που ενεργοποιούν τη διάθεση να επιστρέψουν σε μια έστω και χάρτινη πραγματικότητα.

Αφήνω στην άκρη τα κείμενα της πρώτης κατηγορίας που έτσι κι αλλιώς κινούνται σε παιδαγωγικώς ελεγμένα μονοπάτια, και στρεφόμενος προς τα κείμενα της δεύτερης θα τονίσω πως ότι έχεις επιλέξει από τις δικές παιδικές εμπειρίες να το αφηγηθείς σε ένα σύγχρονο παιδί, σπανιότατα μπορεί να αποκλίνει από κάτι κοινωνικά αποδεχτό.

Επιστρέφοντας στα καθαρώς εφηβικά βιβλία θα δούμε πως εκεί μπορεί να παρουσιαστεί έντονα το φαινόμενα της αυτολογοκρισίας του συγγραφέα.

Ο έφηβος σχηματίζει τις δικές του εμπειρίες, απαιτεί να του λένε πάντα την αλήθεια την ώρα που ίσως και να είναι ευάλωτος σε πληγές που η αλήθεια αυτή μπορεί να προκαλέσει. Παράλληλα βιώνει τις εκρήξεις και τις μεταλλάξεις του ίδιου του σώματός του, τις διαφοροποιήσεις στα συναισθήματα και στα ένστιχτα που του ανοίγει η ολοκλήρωση της σεξουαλικής αλλά και γενικότερης ταυτότητάς του, ενώ έλκεται προς τις ανατροπές αξιών ή και θεσμών ή και προσώπων που έως τότε μήτε καν είχε διανοηθεί να τις αμφισβητήσει.

Ο συγγραφέας που αποφασίζει να γράψει ένα έργο με ήρωες έφηβους (και που σύμφωνα με τους κρατούντες νόμους της αγοράς προς εφηβικό κυρίως αναγνωστικό κοινό θα απευθύνεται)  εισέρχεται σε ένα ολισθηρό μονοπάτι συγγραφής. Η ολισθηρότητα έγκειται στο ότι η κοινωνία (που εξακολουθεί να προστατεύει -και σωστά- την εφηβεία) δεν είναι έτοιμη να αποδεχτεί πως το άτομο που ακόμα το φροντίζει (άρα είναι ακόμα ευάλωτο σε κινδύνους) έχει από τη μεριά του την ανάγκη μιας γνήσιας ενημέρωσης και μιας βαθιάς εμβάθυνσης της εσωτερικότητάς του.

Με μια άλλη διατύπωση: άλλος ο ρόλος της όποιας μορφής αγωγής εφήβων από έναν γονιό ή εκπαιδευτικό και άλλος ο αντίστοιχος ρόλος από ένα συγγραφέα.

Συχνά συμπλέουν. Συχνά (και μακάρι συχνότερα) αντιτίθενται.

Ο ίδιος ο  έφηβος / νέος θα κρίνει και θα αποφασίσει  ποιος από τους δυο ρόλους τον ενδιαφέρει περισσότερο να συνομιλήσει μαζί του. Κι άλλωστε -και μιας και μιλάμε για λογοτεχνία και αναγνώστες- αυτός που αποφασίζει πρέπει να είναι  αναγνώστης.

Αλλά ανάλογα με το επίπεδο ωριμότητας της κοινωνίας, αυτά τα δικαιώματα του εφήβου / νέου να επιλέξει και του συγγραφέα να αναπτύξει το θέμα του έτσι όπως εκείνος πιστεύει πως εξυπηρετεί τη λογοτεχνική αρτιότητα του έργου του, δεν είναι το ίδιο αποδεχτά.

Για την ελληνική, τουλάχιστον, πραγματικότητα δεν είναι.

Ούτε ο θεσμός της ελληνικής οικογένειας έχει ακόμα πάψει να είναι ανενημέρωτα προστατευτικός, ούτε το γενικότερο κλίμα που επικρατεί έχει ολότελα απαλλαγεί από απόψεις συντηρητικές, ούτε και ο εκπαιδευτικός μηχανισμός έχει ξεκάθαρες απόψεις για το πως θα φέρει σε επαφή τους μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου με τη λογοτεχνία.

Και κάπου στο σημείο αυτό έρχεται να ερμηνευθεί και η επεξηγηματική πρόταση του τίτλου αυτού του άρθρου: Λογοτεχνία και νέοι -η ελληνική εκδοχή μιας σχέσης που την εμποδίζουν να αναπνεύσει.

Στρέφοντας τη ματιά μας προς το τι συμβαίνει στον τομέα αυτό σε άλλες δυτικές κοινωνίας, θα διαπιστώσουμε πως εδώ και  50 χρόνια μέχρι τις μέρες μας , έχουν κάνει την εμφάνισή μυθιστορήματα  που απευθύνονται σε νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και τα υπογράφουν συγγραφείς με παγκόσμιο κύρος (πχ Robert Cormier, Pola Fox, Melvin Burgess, Philip Pulman, Nelson Jandy κ.α )

O καθένας με τη δική του λογοτεχνική άποψη, γράφουν ιστορίες όπου μέσα τους καταγράφονται και κοινωνικές καταγγελίες και ατομικά αδιέξοδα και θέματα σεξουαλικά και ζητήματα ταυτότητας. Συχνά, μάλιστα και ιδιαιτέρως αιχμηρά θέματα - ενδεικτικά καταγράφω τον τόμο με διηγήματα επιφανών συγγραφέων, που έχει τον ξεκάθαρο τίτλος Losing it και αφορά περιπτώσεις εφήβων και των δυο φύλων που οικειοθελώς ή με βιασμό χάνουν την παρθενιά τους.

Αυτά τα βιβλία, η κρατική παρέμβαση εκείνων των χωρών, μέσω διαφόρων εκπαιδευτικών συστημάτων, τα έχει φέρει κοντά στους νεαρούς ενήλικες αναγνώστες τους.

Και εδώ, νομίζω, πως κανείς θα διακρίνει τον λόγο γιατί αυτού του είδους η λογοτεχνία δεν έχει βρει τη θέση που της αξίζει στη χώρα μας.

Από τον καιρό της Μεταπολίτευσης έως τώρα, δεν έχουμε καταφέρει ως κοινωνία του βιβλίου να ξεχωρίσουμε πιο κείμενο είναι για μεγάλα παιδιά και πιο για εφήβους και πιο για νέους.

Παράλληλη σύγχυση επικρατεί και στην πλευρά των εκπαιδευτικών.

Στα Παιδαγωγικά Τμήματα των Πανεπιστημίων εδώ και αρκετά χρόνια διδάσκεται η Παιδική Λογοτεχνία. Οι φοιτητές των Τμημάτων αυτών προορίζονται για εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης- δηλαδή θα γίνουν δάσκαλοι και θα διδάσκουν στα Δημοτικά.

Στις Φιλοσοφικές Σχολές / Τμήματα Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης οι φοιτητές διδάσκονται ελληνική λογοτεχνία, αλλά μήτε καν ακούνε δυο λέξεις για την ύπαρξη και της λογοτεχνίας εκείνης που τα θέματά της έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα και τον ψυχικό κόσμο των μαθητών με  τους οποίους θα επικοινωνούνε.  Και όχι μόνο δεν ξέρουν τίποτε γι αυτήν, αλλά στις πλειονότητά τους έχουν διδαχτεί και να μην την εκτιμούν.

Την απαξιώνουν.

Όμως ότι δεν το βοηθάς να αναπτυχθεί, ακόμα κι αν κάποια στιγμή υπάρξει, σύντομα ή θα πεθάνει ή θα μείνει καχεκτικό.

Μέσα στα ωράρια των σχολικών προγραμμάτων των τελευταίων τάξεων του Γυμνασίου και των πρώτων του Λυκείου, τη θέση κειμένων με ήρωες σύγχρονους έφηβους, την παίρνουν έργα άξια μεν της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, αλλά που δεν συγκινούν τους μαθητές.  Ένας έφηβος του 21ου αιώνα αναζητά τον εαυτό του μέσα σε μια βαθιά και με ευαισθησία αναπτυγμένη προσωπικότητα ήρωα μυθιστορήματος γραμμένου λίγο πολύ στα χρόνια που και ο ίδιος ζει. Άλλωστε τα βράδια στο σπίτι του θα παρακολουθεί δημοφιλείς και καταξιωμένες τηλεοπτικές σειρές όπως για παράδειγμα το Sexual Education ή θα οδηγείται σε μια παραμορφωμένη έκφραση νεότητας μέσω διαφόρων εκπομπών επιφανειακού εντυπωσιασμού.

Αλλά από την άλλη, ο φιλικός του κύκλος συζητά με τρόπους διάφορους θέματα που τον ενδιαφέρουν- κάτι περισσότερο: τον… καίνε.

Αυτός ο έφηβος, λίγα χρόνια πιο πριν, ως μαθητής του Δημοτικού, είχε γνωρίσει τη συντροφικότητα ηρώων που ξεπροβάλανε από τις σελίδες μυθιστορημάτων για παιδιά.

Αλλά τώρα, εκεί κάπου στα 13 έως τα 16 του χρόνια μένει μόνος, κανείς δεν του συστήνει αυτό που τώρα του ταιριάζει και ο ίδιος με την έπαρση του νεαρού ενήλικα αποστρέφεται την όποια ανάμνηση από τα παιδικά του αναγνώσματα, αποφασίζει να πιστέψει πως η λογοτεχνία είναι για …το μικρό του αδελφάκι. Όχι για αυτόν.

Γι αυτόν άλλα είναι…

Ίσως -αν είναι τυχερός- να συναντηθεί ξανά με τη Λογοτεχνία προς το τέλος του Λυκείου ή μάλλον και πιο αργότερα. Αν είναι όμως τυχερός…

Αυτός ο ένας. Οι περισσότεροι θα έχουν χάσει την επαφή τους με την Τέχνη του Λόγου.

Κάπως έτσι σκιαγραφείται η σχέση των νέων μας με τη Λογοτεχνία.

Γι αυτό και  τα ελληνικά έργα της Νεανικής Ελληνικής Λογοτεχνίας είναι λίγα. Και από αυτά τα καλά είναι λίγα, κάποια ίσως όχι πάντα άρτια, αρκετά διαθέτουν χαρακτηριστικά παιδικών αναγνωσμάτων ή αντιγράφουν ως δημοσιογραφικά κείμενα το λεξιλόγιο των εφήβων. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν τα ελέγχει, δεν τα αξιολογεί, μήτε και αναμένει κάτι από αυτά.

Οι εκπαιδευτικοί της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι στην πλειοψηφία τους ανενημέρωτοι* τα προγράμματα του Υπουργείου Παιδείας αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα* η στάση του Υπουργείου Πολιτισμού με σαφήνεια δείχνει πως υποβαθμίζει κάθε μορφή λογοτεχνίας που δεν απευθύνεται σε ενήλικες* οι Φιλοσοφικές Σχολές απαξιώνουν συγγραφείς και κείμενα λογοτεχνίας για νέους* τα διάφορα λογοτεχνικά έντυπα  σπανίως αφιερώνουν στήλες τους για κριτικές παρουσιάσεις και μόνο κάτι ίσως πλέον ελπιδοφόρο  συμβαίνει σε μερικές  ηλεκτρονικές λογοτεχνικές σελίδες.

Όλοι οι φορείς και όλα  τα μέσα που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην τόνωση (δημιουργία και ανάγνωση λογοτεχνίας για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες) μάλλον αδρανούν.

Και οι ίδιοι οι συγγραφείς τους -όσοι τουλάχιστον πιστεύουν στην ειλικρινή λογοτεχνία- πολύ συχνά κινδυνεύουν να βρεθούν στο στόχαστρο συντηρητικών κύκλων ποικίλων ομάδων που είναι έτοιμες να καταγγείλουν τον συγγραφέα που θα τολμήσει να ξεφύγει από μια πεπατημένη συγγραφική στάση και να μιλήσει στον νεαρό ενήλικο αναγνώστη του με τη  γνήσια ηθική τόλμη της λογοτεχνικής σύνθεσης.

Πριν από λίγες μέρες παρακολουθήσαμε και ο καθένας με τον τρόπο του σχολίασε, την περίπτωση γνωστού συγγραφέα που βρέθηκε να κατέχει πορνογραφικό υλικό κακοποίησης ανηλίκων.

Το γεγονός αυτό αναμφίβολα είναι παράνομο και ως εκ τούτου κατακριτέο. Η Δικαιοσύνη έχει αναλάβει την όλη υπόθεση.

Αλλά παράλληλα μπήκε με ένταση και ζήτημα που είχε να κάνει με το κατά πόσον πρέπει να γραφτεί λογοτεχνικό έργο που θα απευθύνεται σε νέους και θα περιγράφει τολμηρές σκηνές. Ο τρόπος της περιγραφής -εννοώ τη λογοτεχνική υπόσταση της- δεν φάνηκε και πολλούς να τους απασχολεί.

Σχολιάστηκε το περιεχόμενο και όχι το πως αυτό περιγράφεται. Κι όμως μιλάμε για μυθιστόρημα που μάλιστα τιμήθηκε και με Κρατικό Βραβείο. Κατάσταση πλήρους σύγχυσης που επιβεβαιώνει την υποψία πως όταν οι πολλοί αναφέρονται στην Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία, στην ουσία μιλάνε για ένα είδος ιδιότυπης παραλογοτεχνίας.

Αλλά ακόμα και κάτι άλλο: ποιος θα χαρακτηρίσει μια σκηνή τολμηρή και στην περίπτωση μιας νεανικής λογοτεχνίας, ακόμα και απαράδεχτα άσεμνη;

Μα η ίδια η κοινωνία. Κι αν το κάνει αναφερόμενη σε περιγραφές σεξουαλικού περιεχομένου, γιατί να μην το επαναλάβει και για περιγραφόμενες απόψεις ιδεολογικές, κοινωνικής και ιστορικής κριτικής, ψυχαναλυτικής ανάλυσης χαρακτήρων κλπ;

Επεμβάσεις που δεν λαμβάνουν κατά νου μήτε τις λογοτεχνικές προθέσεις (μα και δυνατότητες) του δημιουργού, μήτε τις ανάγκες και προτιμήσεις τους νεαρού αναγνώστη, μήτε το όλο γενικότερο κλίμα που επικρατεί στην κοινωνική καθημερινότητά μας.

Στις διαστάσεις που πήρε σε αυτόν τον τομέα η συγκεκριμένη υπόθεση, εύκολα κανείς διαπίστωσε πως λίγοι ήταν εκείνοι από τους γνωρίζοντας λογοτεχνία ήταν που πήραν θέση. Μήτε καν όσοι θεωρητικοί, πανεπιστημιακοί, συγγραφείς έχουν κατά καιρούς υπάρξει μέλη επιτροπών σημαντικών βραβείων έργων της ΠΝΛ.

Φαίνεται -μια σκέψη απλώς καταθέτω- πως για την ελληνική κοινωνία η λογοτεχνία σε σχέση με τις άλλες μορφές αφήγησης (κινηματογράφο, θέατρο κλπ) οφείλει να είναι μια τέχνη συντηρητική όσον αφορά τα νεότερα μέλη – αναγνώστες της. Κι όσο αν κάτι τέτοιο δείχνει να μην έχει λογική, στην ουσία ισχύει. Κι αυτό γιατί στην ελληνική πραγματικότητα -ας τολμήσουμε να το αποδεχτούμε- ο Λόγος ως Αρχή των Πάντων είναι και επικίνδυνος. Να μην αφήνεται ανεξέλεγκτος, λοιπόν. Η δυναμική του εισχωρεί βαθιά και τεκμηριωμένα ανατρέπει.

Πόσο επικίνδυνες ιδιότητες όλα αυτά για να προσφερθούν σε γενιές που διαμορφώνουν το μέλλον τους.

Ένα από τα παράδοξα της ελληνικής κοινωνίας, είναι κι αυτό -κινείται προς τα εμπρός έχοντας στραμμένο το πρόσωπο προς τα πίσω.

Οπότε να πως  η ελληνική εκδοχή της σχέσης λογοτεχνίας και νέων εμποδίζεται να αναπνεύσει.


 

 

 

Λογοτεχνία και κοινωνική πραγματικότητα

 



Ο κάθε συγγραφέας είναι "παιδί" της εποχής του, αλλά και του τόπου όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.

 Χρόνος και χώρος, λοιπόν, τον έχουν επηρεάσει και ως άτομο και ασφαλώς και ως συγγραφέα.

 Δεν μπορώ, για παράδειγμα, να φανταστώ πως ο Τολστόι ή ο Ζολά θα είχαν γράψει τα ίδια έργα αν ζούσανε σε μια άλλη εποχή και σε μια άλλη χώρα από αυτές που ζήσανε.

 Αυτό δε σημαίνει πως τα έργα των διαφόρων συγγραφέων περιγράφουν πάντα με ρεαλιστική προσέγγιση εποχή και τόπο. Ασφαλώς και όχι -άλλωστε να πως έχουμε και έργα ιστορικά ή επιστημονικής φαντασίας ή και έργα που (αν και αυτό κάπως σπάνια) διαδραματίζονται σε χώρες υπαρκτές μεν, αλλά που οι συγγραφείς τους ποτέ δεν τις είχαν επισκεφθεί.

 Προσωπικά θεωρώ πως ο κάθε συγγραφέας είναι και ένας επιμέρους καθρέφτης της εποχής του, του τόπου του και βέβαια της προσωπικής του πολιτικής ιδεολογίας.

 Αυτό δεν σημάνει πως ο κάθε συγγραφέας αυτοβιογραφείται. Αλλά τα βιώματά του πάντα υπάρχουν έστω και καλυμμένα πίσω από προσωπεία.

 Αν κάτι θεωρώ πως κάνει τους συγγραφείς να διακρίνονται ο ένας από τους άλλους -πέρα από το ύφος και τα διάφορα άλλα λογοτεχνικά τερτίπια- είναι οι εμμονές τους.

 Ο κάθε συγγραφέας έχει τις εμμονές του. Δεν είναι πολλές -στον καθένα δυο, έστω τρεις. Που άλλοτε φανερά, άλλοτε κρυμμένα διατρέχουν τα κείμενά τους, μα κυρίως τα δημιουργούν.

 Και βέβαια η πολιτική ιδεολογία. Ο Χάμψουν από τη μια και ο Τσβάιχ από την άλλη ορίζουν -αν και όχι μόνο αυτοί- το πλούσιο φάσμα μέσα στο οποίο κυκλοφορούν οι συγγραφικές καταθέσεις.

 Να, λοιπόν, η σειρά με την οποία δημιουργείται το έργο: ιστορικοπολιτική ενεργοποίηση – προσωπικό βίωμα – ατομική εμμονή.

 Αν θέλουμε να γνωρίσουμε μια προηγούμενη εποχή στρεφόμαστε σε ιστορικά συγγράμματα. Αλλά η όποια άποψη θα αποκτήσουμε, θα είναι ελλιπής αν παράλληλα με την επιστημονική γνώση δεν καταφύγουμε στη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής.

 Ξεκάθαρα αυτό μας παρουσιάζεται και με την ανάγνωση των έργων των αρχαίων κλασικών ή του Σαίξπηρ, αλλά και με ακόμα πιο σύγχρονα έργα και εποχές και μάλιστα και της δικής μας χώρας.

 Όσα κι αν μας πούνε οι ιστορικοί για τη Σμύρνη, αυτό που μας φωτίζει ο Κοσμάς Πολίτης με το «Στου Χατζηφράγκου» δεν θα το πλησιάσουμε.

 Όσα και αν μάθουμε από ιστορικές πηγές για τα χρόνια του εμφύλιου και της αθρόας μετανάστευσης που ακολούθησε, θα είναι λειψά αν δεν μας τα φέρει πιο κοντά μας ο Αλεξάνδρου με το «Κιβώτιο» του και ο Χατζής με το «Διπλό βιβλίο» του.

 Ανέφερα εισαγωγικά όλα τα παραπάνω, γιατί νομίζω πως κάτι τέτοιο υπονοούσε και ο Μπρέχτ με το:

 Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί

 Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;

 Όλα αυτά έτσι συνέβαιναν. Και ασφαλώς αναζητούμε το αν εξακολουθούν να συμβαίνουν και στην εποχή μας με τον ίδιο βαθμό και την ίδια ένταση που βλέπαμε να συμβαίνουν σε προηγούμενους καιρούς.

 Και νομίζω πως αυτό είναι και το κεντρικό θέμα της έρευνάς σας.

 Τα ελάχιστα που θα καταθέσω θα αφορούν μόνο την σημερινή ελληνική κοινωνική πραγματικότητα και την σημερινή ελληνική λογοτεχνία. Και ίσως να χαρακτηρίζονται από μια ακραίων συμπερασμάτων αναφορά, αλλά συχνά και σε καιρούς τέτοιους που μας εξαναγκάζουν να θέτουμε στο μικροσκόπιο τη σχέση λογοτεχνίας και κοινωνικής πραγματικότητας, μόνο ίσως κάτι ακραίο μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται.

 Η θέση, λοιπόν, του σύγχρονου έλληνα συγγραφέα μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία -μια κατάσταση που ιδιαιτέρως μας απασχολεί.

 Θα είμαι σαφής. Είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, ολοένα και περισσότερο καταλαμβάνουμε ως λαός μια θέση περιθωριακή. Η Αρχαιότητα έπαψε να μας ανήκει αποκλειστικά* κτήμα πλέον όλων. Οι Ελληνιστικοί Χρόνοι, χωρίς ποτέ να υπήρξαμε καθαρόαιμοι κληρονόμοι τους, έχουν έτσι κι αλλιώς συμπιεστεί ανάμεσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το Βυζάντιο. Το τελευταίο κατάφερε να αυτοπεριοριστεί στο σύμβολο μιας Αυτοκρατορίας χωρίς διαχρονικούς κληρονόμους. Η Τουρκοκρατία δεν υπήρξε ποτέ ελληνικό και μόνο δράμα κι άλλωστε φροντίσαμε κι εμείς πολύ σύντομα να την συρρικνώσουμε μετατρέποντας την σε λάβαρο. Και η σύγχρονη Ελλάδα αφού πέρασε την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής χωρίς να την απασχολήσει μια ενδοσκοπική ανάλυσή της, αφού έζησε τα πλήγματα του Φασισμού χωρίς ποτέ να τολμήσει να διαχωρίσει την εγχώρια ήρα από τον εγχώριο σίτο, αφού ενέδωσε στη γοητεία του αμερικάνικου ονείρου χωρίς προηγουμένως να τολμήσει να μελετήσει με πολλαπλές αναγνώσεις τον Εμφύλιο, αφού με τάση αυτοάμυνας σάρκασε μια εγχώρια εκδοχή δικτατορίας, αφού καθυστερημένα και επιδερμικά επικοινώνησε με την πολλαπλή ευρωπαϊκή ανανέωση της δεκαετίας του '60, αφού με χρωματικούς συνδυασμούς επέλεγε φανατισμένα τους νέους πολιτικούς 'ισμούς' του τέλους του 20ου, τελικά είναι πλέον μια χώρα που ταυτίζεται με τον ήλιο και τη θάλασσα κάποιων νησιών.

 Την ταυτότητά της θα την ανακαλύπτουν οι άλλοι σε αφίσες αεροδρομίων και τουριστικών γραφείων.

 Άχρωμη πνευματικά χώρα -και αυτή η γνώση όλους που εδώ κατοικούμε, εν τέλει μας τρομάζει. Και όπως κάθε τρομαγμένο πλάσμα στρεφόμαστε όχι μόνο στον εαυτό μας, και στην δημιουργία ενός λίγο ή πολύ φασματικού παρελθόντος, αλλά και στη μη ανάλυσή του.

 Επικεντρωνόμαστε σε ένα ολοένα και πλέον στενάχωρο "εγώ" και -εμείς οι συγγραφείς- καταγράφουμε το τώρα με συνθήκες ατομικής ή συλλογικής επικαιρότητας.

 Νομίζω πως και γι αυτό ενώ έχουμε πολλούς και καλούς τεχνίτες της πεζογραφίας και της ποίησης δεν έχουμε πλέον μήτε έναν Καβάφη, μήτε έναν Σεφέρη… Ο πρώτος στηρίχτηκε στην απελευθερωμένη ανάγνωση του παρελθόντος* ο δεύτερος στην στοχαστική προσέγγιση του παρόντος. Κι οι δυο γι αυτό και γνήσια παγκόσμιοι όσο και Έλληνες. Αλλά ας τολμήσουμε να μην ξεχάσουμε κι έναν Καζαντζάκη -με τον δικό του τρόπο και για την εποχή του, είδε κι αυτός μια εκδοχή ελληνικής παγκοσμιότητας.

 Οι υπόλοιποι, οι σημερινοί… Τί κάνουμε;

 Αρνούμαστε να δεχτούμε πως -ναι!- με πάθος, πως -ναι!- με συνεχή βλέμματα θαυμασμού προς τον καθρέφτη μας, πως -ναι!- με δόκιμη πλέον λογοτεχνικότητα, μα και με αποτελεσματική κινητικότητα στα δωμάτια της ντόπιας κριτικής, όπως και με άλλα παρόμοια οπλοστάσια, τελικά καταγράφουμε και ενισχύουμε το περιθώριο που το μέλλον -αυτό το μέλλον της Παγκοσμιοποίησης που δεν είναι παρά η νέα μορφή Αποικιοκρατίας- έχει ήδη σχεδιάσει για εμάς.

 Μα και τι διαφορετικό θα μπορούσαμε να κάνουμε; Ο συγγραφέας δεν είναι που περιγράφει την εποχή και τον τόπο του;

Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω -κάποτε είχε δηλώσει η Γαλάτεια (κι αυτή) Καζαντζάκη και αναζητάται κάποιος ή κάποια να επαναλάβει τη δήλωση.

 Ας δούμε με ειλικρίνεια αυτόν τον τόπο -το σημερινό του στίγμα μέσα σε μια απόλυτη εποχή παγκοσμιοποίησης και μάλιστα τεχνολογικά υποστηριζόμενης.

 Ότι το δικό του στίγμα εκφράζει… Ε, αυτό εκφράζουμε κι εμείς.

 Ποιοι είμαστε;

 Μα αυτοί για τους οποίους κάποιος, κάποτε θα αναρωτηθεί:

 Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;

Μάνος Κοντολέων - Είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, ολοένα και περισσότερο καταλαμβάνουμε ως λαός μια θέση περιθωριακή - culturebook.gr

15/11/2022

(1054 λέξεις)



13.11.22

Φραντζέσκο Ντ΄ Άνταμο "Ένα μαγικό πέρασμα"

 

Ο Ιεζεκιήλ είναι ένας ηλικιωμένος ψαράς που ζει ολομόναχος σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Σικελίας. Μόνος με τις αναμνήσεις του – αυτές του κρατάνε συντροφιά πλέον. Η αγαπημένη του γυναίκα έχει πεθάνει, μα εκείνος την αισθάνεται συνέχεια δίπλα του και συνομιλεί μαζί της. Ο γιος του έχει μεγαλώσει, σπούδασε, παντρεύτηκε, κάνει επιτυχημένη καριέρα στην Ελβετία, όπου ζει μαζί με τη γυναίκα του και τον γιο του, τον εγγονό του Ιεζεκιήλ, τον Τονίνο. Παππούς και εγγονός έχουν μόνο ελάχιστες φορές συναντηθεί, αλλά ο Ιεζεκιήλ τον έχει κι αυτόν συνέχεια συντροφιά του – το μικρό αγόρι μαζί με τον σκύλο του, τον Σπαγγέτι, τους μιλά, τους μαθαίνει τα μυστικά της θάλασσας.

 

 

Έτσι μοναχικά περνά τις μέρες του ο γερο-ψαράς, μέχρι που ένα χάραμα, καθώς κάνει τον πρωινό του περίπατο, βλέπει μια βάρκα με πρόσφυγες από τις απέναντι ακτές της Αφρικής να κινδυνεύει να πέσει πάνω στα βράχια και να διαλυθεί, καθώς εκείνο το χάραμα τα κύματα είναι πολύ άγρια. Ο Ιεζεκιήλ ειδοποιεί τους συγχωριανούς του, οι πρόσφυγες καταφέρνουν να βγουν σώοι στην ακτή και από εκεί να συνεχίσουν την πορεία τους προς το εσωτερικό της χώρας.

 

Στην παραλία έχει ξεχαστεί ένα παιδικό σακίδιο που μέσα του έχει μερικά μολύβια, ένα τετράδιο, μια οικογενειακή φωτογραφία, κάποια παιχνιδάκια. Κάποιο προσφυγόπουλο το ξέχασε, αλλά ο Ιεζεκιήλ αισθάνεται πως αυτό το σακίδιο που δεν ακολούθησε τον κάτοχό του πρέπει να επιστραφεί από εκεί που ξεκίνησε, να δοθεί στη μητέρα του παιδιού (το αγόρι το συνόδευε ένας άντρας) ως απόδειξη πως ο γιος της τα έχει καταφέρει, έχει επιβιώσει. Και ο Ιεζεκιήλ αποφασίζει, πέρα από κάθε λογική, να κάνει αυτό το ταξίδι με την παλιά του μαούνα, αυτή που για χρόνια πολλά τον συντρόφευε στα ψαρέματά του.

 

Αυτή με λίγες αράδες είναι η αρχή της ιστορίας που αφηγείται ο Ντ’ Αντάμο. Αλλά η συνέχεια ξαφνιάζει. Γιατί μέσα στην παλιά μαούνα ο γερο-ψαράς θα έχει συντροφιά τον εγγονό του και τον σκύλο του. Ένα ταξίδι που γίνεται, λοιπόν, όχι μόνο για να δώσει ευχάριστο μήνυμα σε μια μάνα, αλλά και ένα ταξίδι που θα έπρεπε να είχε πριν από χρόνια γίνει, ένα ταξίδι που θα στέριωνε τη σχέση παππού και εγγονού.

 

Η πραγματικότητα συνυπάρχει με τη φαντασία, στην ουσία η δεύτερη είναι εκείνη που οδηγεί την εξέλιξη των γεγονότων. Όλα τους πραγματικά, αλλά συναισθηματικά χρωματισμένα από την υλοποίηση ενός ονείρου. Η αποστολή θα είναι επιτυχής. Η μητέρα θα βρεθεί. Θα κλείσει μέσα στην αγκαλιά της το σακίδιο του γιου της. Οι τρεις ταξιδιώτες θα επιστρέψουν στην παραλία απ’ όπου ξεκίνησαν, αλλά τότε πλέον και πάλι ο Ιεζεκιήλ θα μείνει μόνος. Ο εγγονός και το σκυλί θα επιστρέψουν στον δικό τους κόσμο. Σε έναν κόσμο που δεν ανήκει σε έναν γερο-ψαρά. Αλλά σημασία θα έχει αυτό που ο ηλικιωμένος άνθρωπος έζησε, ή ίσως και να φαντάστηκε, πως είναι ικανός ακόμα να προσφέρει τη βοήθειά του στους άλλους.

 

Ένα σύντομο σχετικά μυθιστόρημα, μια μικρή ποιητική αλληγορία και παράλληλα μια πλούσια σε περιγραφές πορεία ολοκλήρωσης μιας ζωής. Και ασφαλώς μια κατάθεση πολιτικής στάσης απέναντι στο θέμα των μεταναστών. Όλα αυτά πολύ σημαντικά. Αλλά εκείνο που με έκανε να προσέξω ιδιαίτερα αυτό το βιβλίο είναι οι ανατροπές που πάνω τους υλοποιήθηκε.

 

Λέγεται πως βασικό στοιχείο ενός βιβλίου για παιδιά πρέπει να είναι το γεγονός πως ο πρωταγωνιστής είναι ένα παιδί. Εδώ αυτή η σύμβαση ανατρέπεται και προσφέρει την ευκαιρία στον νεαρό αναγνώστη του να γνωρίσει τον συναισθηματικό κόσμο ενός ηλικιωμένου. Ένα ακόμα βασικό στοιχείο που θεωρείται αναγκαίο σε μυθιστόρημα για παιδιά είναι πως πρέπει να διαθέτει έντονη δράση. Εδώ η δράση που υπάρχει –και αναμφίβολα υπάρχει– δεν έχει να κάνει με γεγονότα που προκαλούν αγωνία, αλλά με συναισθηματικές ανακαλύψεις.

 

Το νησί, για παράδειγμα, που ο Ιεζεκιήλ και η παρέα του θα συναντήσουν στο μέσο του ταξιδιού τους, δεν είναι νησί – πρόκειται για έναν μη-τόπο, μια νήσο νεφελώδη στην οποία κατοικούν όσοι μετανάστες δεν κατάφεραν να κάνουν το ταξίδι. Ένας τόπος νεκρών, κι όμως ένας τόπος όχι μόνο ήρεμος και γαλήνιος και φιλικός, αλλά και ένας τόπος απ’ όπου, εκείνοι οι οποίοι τον κατοικούν, μπορούν να επεμβαίνουν και να βοηθούν όσους έχουν αφήσει πίσω τους, στην πραγματική ζωή.

 

Και τέλος, η ίδια η γλώσσα με την οποία ο Ντ’ Αντάμο αφηγείται. Πλούσια, ποιητική, στοχαστική, χιουμοριστική – γλώσσα καθαρής λογοτεχνίας. Ειλικρινά ένα καλό βιβλίο για παιδιά. Για παιδιά; Όχι μόνο γι’ αυτά. Όπως κάθε καλή λογοτεχνία, διαβάζεται από αναγνώστες κάθε ηλικίας. Η μετάφραση της Βασιλικής Νίκα βοηθά σε αυτό.

 

(723 λέξεις)

https://diastixo.gr/kritikes/paidika/19261-ena-magiko-perasma

11/11/2022

5.11.22

Joseph Roth «Ο τυφλός καθρέφτης»

 Joseph Roth

«Ο τυφλός καθρέφτης»

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας

Εκδόσεις Κριτική

 


Ο Γιόζεφ Ροτ γεννήθηκε το 1894 από εβραίους γονείς στην Ανατολική Γαλικία (σημερινή Ουκρανία). Σπούδασε φιλοσοφία και γερμανική φιλολογία ι στη Βιέννη. Έλαβε μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Βιέννη και στο Βερολίνο, όπου έζησε δώδεκα χρόνια. Ήδη από το 1922 εντοπίζει και στηλιτεύει από τους πρώτους τον Χίτλερ. Εβραίος ο ίδιος, ασκεί έντονη κριτική στη συμβιβαστική στάση της εβραϊκής κοινότητας. Το 1932 δηλώνει σ' ένα φίλο του: "Πρέπει να φύγουμε. Θα κάψουν τα βιβλία μας και θα είμαστε εμείς ο στόχος... Πρέπει να φύγουμε ώστε μόνο τα βιβλία μας να παραδοθούν στην πυρά." Στις 30 Ιανουαρίου του 1933, τη μέρα που ο Χίτλερ αναγορεύεται καγκελάριος του Ράιχ, ο Ροτ μεταναστεύει οριστικά στο Παρίσι, όπου θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του φτωχός και αλκοολικός, ως το θάνατό του το 1939. Άφησε έργο εκτεταμένο και ποικίλο: δεκατρία μυθιστορήματα, οχτώ μεγάλα αφηγήματα, τρεις τόμους δοκιμίων και ανταποκρίσεων, αμέτρητα άρθρα.

Αγαπητός συγγραφέας στο ελληνικό κοινό μιας και αρκετά από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, έχει ένα δικό του τρόπο να περιγράφει την εποχή του -η πολιτική βρίσκεται πάντα στο κεντρικό πλάνο και πάνω του κινούνται οι ανθρώπινες μορφές που χαρακτήρισαν τα χρόνια του μεσοπολέμου στην Κεντρική Ευρώπη.

Διαθέτοντας μια ιδιαίτερη ικανότητα να ψυχογραφεί, στρέφει συχνά την προσοχή του προς πρόσωπα αχνά, από εκείνα που περνούν δίπλα μας, αλλά δεν τους δίνουμε ιδιαίτερη σημασία. Μα μήτε και τα ίδια πιστεύουν και τόσο στις δικές τους δυνάμεις.

Στο βιβλίο αυτό περιέχονται δυο εκτενή διηγήματα –«Ο τυφλός καθρέφτης -ένα μικρό μυθιστόρημα» και «Απρίλης – η ιστορία μιας αγάπης»

Στο πρώτο κεντρική ηρωίδα η Φίνι, μια μάλλον άχρωμη εξωτερικά κοπέλα που ‘έρχεται απ΄τα στενά σπίτια και μεγαλώνει στα δωμάτια με τους τυφλούς καθρέφτες, μένει πάντα ντροπαλή κι ασήμαντη σ΄όλη τη ζωή’.

Η Φίνι αναζητά να υπάρχει δίπλα σε άντρες. Δεν γνωρίζει τον τρόπο να τους διαχειρίζεται όπως η αδελφή της, αλλά αντίθετα αφήνεται από αυτούς να καθορίζουν ζωή και όνειρά της.

Μια γυναίκα που δεν μπορεί να υπερασπιστεί αυτό που θέλει, ίσως γιατί και στην ουσία δεν το έχει ξεκαθαρίσει.

Εύκολο, λοιπόν, θύμα, τύπων μα και συνθηκών μιας εποχής που αφήνεται στη γοητεία του δήθεν -δήθεν έρωτας, δήθεν τέχνη, δήθεν συμπαράσταση.

Η ζωή της -το σώμα της- θα βυθιστεί παθητικά στο ποτάμι και το ρεύμα  θα την πάρει μαζί του, θα την κρύψει από τα βλέμματα του κόσμου.

Μια ζωή που κανείς δεν πρόσεξε* ένας θάνατος που κανείς δεν μπόρεσε να εξηγήσει την αιτία του.

Στο δεύτερο κείμενο -μικρότερο σε έκταση- κεντρικό πρόσωπο ένας άντρας που περιπλανιέται αναζητώντας κάτι που και ο ίδιος δεν έχει ξεκαθαρίσει ποιο μπορεί να είναι.

Εγκλωβισμένος στην παθητικότητά του, αδυνατεί να επικοινωνήσει με τους κατοίκους της προσωρινής διαμονής του.

Κι όμως με μια μοναχικότητα και με απόλυτη έλλειψη διεκδίκησης θα δημιουργήσει ένα δεσμό χωρίς όμως και να τολμά να αφεθεί σε αυτόν.

Παράλληλα θα τον προσελκύσει το πρόσωπο μιας γυναίκας που την βλέπει μόνο από ένα παράθυρο, θα υποψιαστεί πως αυτή είναι η γυναίκα της ζωής του, αλλά και πάλι άτολμος θα αφεθεί να πιστέψει σε διαδόσεις που ισχυρίζονται πως η κοπέλα αυτή δεν έχει μέλλον.

Κινείται παθητικά ανάμεσα στις δυο γυναίκες, δεν τολμά να αποφασίσει ποια στάση θέλει και αξίζει να κρατήσει, θα προτιμήσει τη φυγή και την ώρα που θα την πραγματώνει θα διαπιστώσει πως η μοναξιά του είναι αποτέλεσμα της δικής του αβουλίας.

Κείμενα που αν και έχουν έντονη την ικανότητα να ψυχογραφούν, στην ουσία περιγράφουν μια εποχή και τους ανθρώπους της.

Μια εποχή που κανείς δεν την εμπόδισε να πάρει τη μορφή ενός απάνθρωπου και αδιέξοδου καθεστώτος.

(Περί Ου , 5/11/22 - 620 λέξεις)