Π. Γ. Γενναδίου
|
Π. Γ. Γενναδίου
Λεξικό Φυτολογικό, 1914 Σελ. 512 - 513
Φωτομηχανική ανατύπωση έκδοση Τροχαλία 1997 |
Λεξικό Φυτολογικό, 1914
Σελ. 512 - 513
Φωτομηχανική ανατύπωση έκδοση Τροχαλία 1997
Κιστάρι και Κίστο, βλ. Κίστος.
Κίστος (Cistus, γαλλ. Cistus, αγγλ. Rock-Rose, τ. Κιστωδών)• γ. περιλ,
περί τά 20 είδη• φ. φρυγανώδη ϊβαγ. τών παραμ. χωρών, οι παρ' άρχαίοις Κίστος Κίσθοι, Κίσσαροι η Κίσθαρα, κν. δέ Κιστάρια, Κίστα, Κίσταρα, Άτί-σαροι, Άλίσαροι (έν Θήρα), Άλιταριές (έν Πάρω), Ξιστάρια, Ξισταριές και Κουνουκλιές (έν Κύπρω). Εϊδη της έλλ. χλωρ. α') Κ. ό έλελισφακόφυλλος (C. salvifolius), ή κν. Άγριοφασκομηλιά, ό του Θεοφρ. και τοϋ* Διοσκρ. θήλυς Κίστος, β') Κ. ο κρητικός (C. creticus), ό κν. Αλάδανος ή Λαδανιά και έν Κύπρω Λουβιδιά, Λεουδιά ή Ληονιά, το τοΰ Διοσκρ. έτερον είδος Κίστον η Λήδον. γ') Κ. δ λαχναΐος (C. villosus ή incanus), ό τοΰ Θεοφρ. και τοΰ Διοσκρ. άρρην Κίστος, δ') Κ. ο μικρανθής (C. parviflorus). και ε') Κ. & μομπελιανός (C.monspeliensis), ό έν Μεσσηνία Βούθικο ονομαζόμενος.
Τοΰ δευτέρου ιδίως είδους (Κ. τοΰ κρητικού) τά φύλλα και οι βλαστοί κατά. Ιούνιον και Ίούλιον έκκρίνουσι είδος βαλσαμώδους ρητίνης, το λάδανον, ήτις άπ'ο παναρχαιοτάτης εποχής μέχρι τέλους τοΰ" 18ου αιώνος εχρησιμοποιειτο πολλαχοϋ ώς ουσία φαρμακευτική (φρμ• Gummi Ladanum, γαλλ. κα'ι αγγλ. Ladanum), άντιλοιμική (ΐδίως κατά της πανώλους) και αρωματική (προς θυμιάσεις). Σήμερον ή ουσία αΰτη χρησιμοποιείται σχεδόν μόνον ύπό τών ιθαγενών του Σουδάν ώς άντιλοιμική.
• Το λάδανον αναφέρεται υπό του
Ηροδότου ('), ο δέ
Διοσκορίδης λέγει περί αυτοϋ τά έξης: «Γίνεται δέ εξ αύτοΰ (τοΰ «έτέρου είδους Κίστου») τό λεγό-μενον λάδανον τά φύλλα γάρ αύτοΰ νεμόμεναι αί αίγες και οι τράγοι τήν λι-παρίαν άναλαμβάνουσι τω πώγωνι γνωρίμως, και τοις μηροις προσπλαττομένην διά τό τυγχάνειν ιξώδη, ην άφαιροΰντες ύλίζουσι, και άποτίθενται άναπλάσσον-τες μαγίδας' έ'νιοι δέ και σχοινιά έπισύρουσι τοίς θάμνοις, κα'ι τό προσπλασθέν αύτοις λίπος άποξύσαντες άναπλάσσουσιν κράτιστον δέ έστιν αύτοΰ τό ευώδες, ύπόχλωρον, εύμάλακκον, λιπαρόν, άμέτοχον ψάμμου η ψαφαρίας, ρητινώδες"
|
Το νησί της Κύπρος μέχρι της αρχές του περασμένου αιώνα αποτελούσε
σημείο συλλογής του λάβδανου. Αλλά με αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών φαίνεται
ότι η συλλογή σταμάτησε. «Σήμερον έν Κύπρο το λάδανον συλλέγεται μόνον περί τήν
Τηλιριαν»
|
(') «Τό δέ δή λήδανον, τό Άράβιοι καλέουσι λάδανον, έ'τι τούτου θαυμασιώ-•τερον γίνεται. Έν γάρ δυσοδμοτάτω γινόμενον εύωδέστατόν έστι τών γάρ αιγών τών τράγων εν τοισι πώγωσι ευρίσκεται έγγινόμενον οιον γλοιός άπό της ύλης χρήσιμον δ'ές πολλά τών μύρων έστί, θυμιώσί τε μάλιστα τοΰτο'Αράβιοι»(Γ,112). 513το!οΰτον δε έστι το έν Κύπρω γεννώμενον' τό μέντοι άραβικόν και λιβυκον εΰτε-λέστερον. Δύναμιν δέ έ'χει στυπτικήν, θερμαντικήν, μαλακτικήν, άναστομωτικήν" ιστησι δέ τάς ρέουσας τρίχας, μιγέν οϊνω και σμύρνη και μυρσίνω έλαίω» κ.λ.
Σήμερον το λάδανον συγκομίζεται, άλλ' εις
μικρά μόνον ποσά, έν Ισπανία (έκ Κ. τοΰ λαδανοφόρου— C. ladaniferus). Κρήτη, Κύπρω και τισιν ά'λ-λαις παραμ. χώραις (ιδίως έκ Κ. τοΰ κρητικοί). Έν Κύπρω, έ'νθα Κ. 6 κρητικός άπαντα αυτοφυής έπί μεγάλων εκτάσεων, το λάδανον (
το κν. έν Κύπρω ληόνι) συγκομίζεται καθ' ον ακριβώς τρόπον περιγράφει ό Διοσκρ.
Ό Μαρίτης αναφέρει οτι έπί τών ήμερων του (1763) ικανή ποσάτης λαδάνου συνελέγετο περί τά Λεύκαρα και εξήγετο διά τοΰ
λιμένος της Λάρνακος ε'ις κιβώτια τών 50 και 100 όκ., διευθυνόμενον εις διαφόρους χώρας της Ευρώπης. Περί τά μέσα τοΰ παρελθόντος αιώνος, ότε ό
Γωδρύ έπεσκέφθη τήν Κύπρον, έξηκολούθει αυτόθι ή συλλογή τοΰ λαδάνου, αλλά μόνον προς έπιτόπιον κατανάλωσιν.
Σήμερον έν Κύπρο το λάδανον συλλέγεται μόνον περί τήν Τηλιριαν" κα'ι μέρος μέν του προϊόντος καταναλίσκεται έν τη* νήσω, μέρος δέ εξάγεται έν μορφν; μαγίδων διά τήν Αΐγυπτον ένθα πωλείται προς 3-4 σελίνια κατ' όκάν. Το πλείστον τοΰ λαδάνου συλλέγεται έν Κύπρω δι' οργάνου ονομαζόμενου
ληονίοτρα και συνισταμένου έκ ράβδου μήκους 90—120 έ. μ. άπό τοΰ έτερου ά'κρου της όποιας εξαρτάται ξύλινον τόξον φέρον πολλάς παχείας και περί τά 30 έ. μ. μακράς δερμάτινους λωρίδας η ράμματα. Καθόσον τό τόξον σύρεται άνωθεν τών Κίστων αϊ θίγουσαι αυτούς λωρίδες ή τά ράμματα προσλαμβάνουσι τό λάδανον, όπερ προσκολλάται έπ' αυτών και τό οποίον ό λαδανοσυλλέκτης άποξέει κατά διαλείμματα και άναπλάσσει εις (ϋώλους ή μαγίδας. Άλλα τό ούτω συλλεγόμενον προϊόν εινε πάντοτε άναμεμιγμένον μέ παντοίας ξενας ύλας, και ιδίως με χώμα, ως εκ της συχνής προστριβής των ραμμάτων ή λωρίδων του τόξου• εις το έδαφος. Πολύ καθαρώτερον είναι το λάδανον το συλλεγόμενον από τοΰ πωγιυνος κα'ι τών παραγναθίων και παραμηριαίων τριχών τών εις κιστοφόρους τόπους (βοσκόντων τράγων και αιγών, έφ' ών τριχών προσκολλάται και συγκρατείται κατά θρόμβους ή ρητινώδης αύτη ουσία. Το κατά τους ανωτέρω δύο τρόπους συγκομιζόμενον λάδανον καθαρίζεται θερμαινόμενον εν ύδιτι και διηθουμενον διά λεπτοΰ υφάσματος. Απαλλασσόμενο•/ ούτω των ξένων υλών αναπλάσσεται εις μαγίδας, έκαστη των όποιων συνήθως ζυγίζει περί τά 200 οραμια. Η Αλεξάνδρεια είναι σήμερον ή μόνη οπωσδήποτε σπουδαία άγορα τοΰ προϊόντος τούτου1, άποστέλεται δ' εκεί πλην της μικρας ποσότητος της εξαγομένης έκ Κύπρου κοιί όλόκληρον σχεδόν το προϊόν της
Κρήτης, ήτις παράγει πολύ μεγαλήτερον ποσόν. Έ; Αλεξανδρείας το προϊόν τούτο διευθύνεται εις το Σουδάν, Όπερ, ως ειπομεν, είναι ο κύριος τόπος της καταναλώσεως του λαδάνου σήμερον.
|
Από το βιβλίο φαίνεται η Κρήτη να είναι η κύρια παράγωγη για
το λάβδανο. «Κρήτης, ήτις παράγει πολύ μεγαλήτερον ποσόν.»
|