Πέμπτη, Απριλίου 22, 2010

Υπάρχει ελπίδα;


Τις μέρες αυτές τις σκληρές, τις μέρες αυτές που μια καινούργια Κατοχή χτυπά την πόρτα της χώρας μας (ή μήπως μας έχει κιόλας στρογγυλοκαθήσει στρογγυλοκαθίσει[3] στον σβέρκο μας;), τις μέρες αυτές που ο επικρεμάμενος βρόχος του ΔΝΤ έχει κλέψει το γέλιο μας, τις μέρες αυτές που (επιτέλους!) έγιναν αντιληπτά τα τείχη τα «μεγάλα κ’ υψηλά» που τριγύρω μας έκτισαν «ανεπαισθήτως» (Κ. Καβάφη, Τείχη), τις μέρες αυτές, λοιπόν, φέρνω στο μυαλό μου μια συζήτηση που είχα πριν από μερικά χρόνια, το 1992, μ' έναν σπουδαίο άνθρωπο, που δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας, τον Δημήτριο Άρχο, μεγαλοθείο από την πλευρά της γυναίκας μου[1]. Ο Δημήτριος 'Αρχος, μπαρμπα–Μήτσος για όσους τον θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο (και δεν ήταν λίγοι), διακρινόταν για την ευρυμάθειά του, την καλλιέργειά του, τη βαθιά γνώση του της σύγχρονης —και όχι μόνο— ιστορίας, την ακαταπόνητη αφοσίωσή του στην παρακολούθηση και μελέτη των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων, αλλ' όχι λιγότερο και για το ανεπίληπτο ήθος του και την οξυδέρκειά του.


Ας μεταφέρω λοιπόν εδώ τα λόγια αυτού του σοφού γέροντα από εκείνη τη συζήτησή μας, το 1992, επαναλαμβάνω, όπως έχουν εντυπωθεί στη μνήμη μου:

Παιδάκι μου, πώς σου φαίνονται τα χρόνια αυτά που ζούμε; [Δεν περίμενε απάντησή μου, αλλά συνέχισε.] Εγώ νομίζω ότι είναι τα χειρότερα που έχω γνωρίσει! Θα μου πεις, εσύ, θείε, το λες αυτό; Εσύ που έχεις ζήσει δύο παγκόσμιους πολέμους, Μικρασιατική Καταστροφή, Κατοχή; Είναι χειρότερα σήμερα από τη γερμανική Κατοχή; Είναι! Γιατί τότε υπήρχε ελπίδα!…

Αφού αυτά ειπώθηκαν το 1992 κι αφού από τότε μέχρι σήμερα τα πράγματα έχουν, χωρίς καμιά αμφιβολία, γίνει πολύ πολύ χειρότερα, τι θα έλεγε άραγε σήμερα, αν ζούσε, ο μακαρίτης ο μπαρμπα–Μήτσος; Φαίη δ' αν ο θανών γ', ει φωνήν λάβοι…

Δεν θ' αποτολμήσω να διατυπώσω γνώμη κατά πόσο υπάρχει ή όχι ελπίδα σήμερα, με την έννοια δηλαδή του κατά πόσο είναι σήμερα ορατή ή όχι αυτή η ελπίδα. Πιστεύω ακράδαντα όμως (ε, κάπου πιστεύω κι εγώ…) ότι η ελπίδα βρίσκεται στους λαϊκούς αγώνες! Εκεί πρέπει να αναζητιέται[2].

— — — — — — — — — — — — — — — — — — — —

[1]Βιογραφικό Σημείωμα για τον Δημήτριο Άρχο:

Ο Δημήτριος Άρχος του Αθανασίου και της Γεωργίας γεννήθηκε στην Κερασιά Αρκαδίας το 1907. Ήταν το μικρότερο παιδί πολύτεκνης αγροτικής οικογένειας.

Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο της Κερασιάς και το Γυμνάσιο της Τρίπολης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Πήρε υποτροφία και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Βερολίνου και, στη συνέχεια, στο Πανεπιστήμιο American της Ουάσιγκτον.

Διατέλεσε ιδιαίτερος γραμματέας και διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου από το 1934 έως το 1936. Το 1944 στην κυβέρνηση της απελευθέρωσης του Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε γενικός γραμματέας του Υπουργείου Τ.Τ.Τ., όπως και του Υπουργείου Δικαιοσύνης το 1950–1951 στην κυβέρνηση των Σοφοκλή Βενιζέλου και Γεωργίου Παπανδρέου. Πολιτεύτηκε για πρώτη φορά το 1950, ως υποψήφιος βουλευτής Αρκαδίας του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος του Γεωργίου Παπανδρέου. Εξελέγη βουλευτής Αρκαδίας της Ένωσης Κέντρου το 1963 και το 1964 και του ΠΑΣΟΚ το 1977. Κοσμήτωρ της Βουλής το 1963 και στις δύο πρώτες συνόδους της το 1964.

Στην περίοδο της Κατοχής συνεργάσθηκε με την Επιτροπή Μακεδόνων και Θρακών και με την αντιστασιακή εφημερίδα «Καθημερινά Νέα» (1944–1946). Ήταν μέλος της Εταιρείας Διοικητικών Μελετών, της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου, της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων και της Ελληνικής Εταιρείας Προγραμματισμού. Ως μέλος κοινοβουλευτικής αντιπροσωπείας έλαβε μέρος στις εργασίες της 3ης Διακοινοβουλευτικής Διάσκεψης για την Ευρωπαϊκή Ασφάλεια και Συνεργασία (Βιέννη 1978).

Μιλούσε άπταιστα αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά.

Παντρεύτηκε στις 4 Ιουλίου 1950 την Έλλη Μακρίδου, θυγατέρα του Κωνσταντίνου Μακρίδη, από την Κωνσταντινούπολη, δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω.

Ο Δημήτριος Άρχος έφυγε από κοντά μας στις 23 Σεπτεμβρίου 1993, σε ηλικία 86 ετών, διατηρώντας μέχρι το τέλος πλήρη πνευματική διαύγεια, αλλά και αμείωτο το ενδιαφέρον του για το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, ενδιαφέρον το οποίο ήταν σύμφυτο στον Δημήτριο Άρχο με την ίδια τη ζωή του, ήταν το νόημά της, ήταν η αποστολή του, για να συμβουλεύει, να διδάσκει, να καθοδηγεί. Με καθαρότητα, εντιμότητα και ανιδιοτέλεια.

Ήταν η προσωποποίηση της καθαρότητας, της εντιμότητας και της ανιδιοτέλειας. Δεν ευτύχισε ν' αποκτήσει παιδιά· κατέκτησε εμάς, τα μακρινά εγγόνια και δισέγγονά του, ώστε να τον θεωρούμε και να τον τιμάμε σαν πατέρα μας. Δεν απέκτησε ποτέ, ούτε ο ίδιος ούτε η γυναίκα του, μήτε σπίτι μήτε εξοχικό μήτε αυτοκίνητο, τίποτα. Ζούσε σ' ένα διαμέρισμα προικώο στην οδό Σίνα. Πεθαίνοντας (λίγα χρόνια πριν, το 1987, είχε χάσει τη σύντροφό του) βρέθηκε, εκτός από το προικώο διαμέρισμα της Σίνα, να έχει μονάχα ένα μικρής αξίας οικόπεδο στα Σκορπονέρια, αγορασμένο από τον συνεταιρισμό των βουλευτών, κι έναν ισχνό λογαριασμό τράπεζας, πολύ μικρόν για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη σοβαρή περιπέτεια υγείας ενός ηλικιωμένου (ευτυχώς δεν προέκυψε τέτοια ανάγκη) —ίσα ίσα τα χρήματα για μια αξιοπρεπή κηδεία…

[2]Αυτό το ξέρει κι ο Σκάης του Αλαφούζου. Γι' αυτό και σκάει απ' το κακό του όταν ο λαός κινητοποιείται.

[3]Την υποσημείωση αυτή τη γράφω γύρω στα μεσάνυχτα της 29ης προς 30ή Απριλίου 2010. Ναι, για κάμποσες μέρες αυτό το «η» είχε στρογγυλοκαθίσει σ' αυτό το διακριτά διαγραμμένο «στρογγυλοκαθήσει». Αρχικά κατέλαβε τη θέση αβίαστα, λόγω συνήθειας (έτσι μας είχαν μάθει να το γράφουμε οι δάσκαλοι της γενιάς μου, μαζί με κάποια άλλα που εξακολουθούν να μου ξεφεύγουν, αλλά δεν τα υποστηρίζω και τα διορθώνω, όπως το μακρυά [επίρρημα], βαθειά [επίρρημα κ. επίθετο θηλ.] κ.ά.). Ύστερα από κάνα δυο μέρες το είδα, αλλά πάντα ταλαντευόμουνα μ' αυτό το ρήμα «κάθομαι», κατά πόσο πρέπει να γράφω με «η» ή με «ι» τον αόριστο και τον μέλλοντα του. Ναι, γνωρίζω πώς έχουν τα πράγματα, γνωρίζω ότι τύπος «κάθησα» ή «καθήσω» δεν δικαιολογείται για το μέσο, αμετάβατο και αποθετικό ρήμα «κάθομαι». Γνωρίζω επίσης ότι το ενεργητικό και μεταβατικό ρήμα «καθίζω» σχηματίζει αόριστο και μέλλοντα, αντιστοίχως, «κάθισα» και «καθίσω», και ότι το αμετάβατο «κάθομαι» δανείζεται τους χρόνους αυτούς από το μεταβατικό ρήμα «καθίζω». Όμως, σας εξομολογούμαι, πέρα από τη συνήθεια, με βαριά (παραλίγο να γράψω «βαρειά») καρδιά καταδίκασα σε εκτοπισμό το συμπαθητικούλι μου «στρογγυλοκαθήσει». Θα προτιμούσα τη γραφή με «η» κι ας μη δικαιολογείται. Έτσι κι αλλιώς τρισανώμαλο είναι αυτό το «κάθομαι», ας του φορτώναμε άλλη μία ανωμαλία, προκειμένου να διακρίνουμε εύκολα στον γραπτό λόγο τη μεταβατική από την αμετάβατη έννοια εκφράσεων, όπως: κάθησαν [αμτβ. δηλ. από μόνα τους] τα παιδιά σε κατάλληλες θέσεις, ώστε να μπορούν να δουν όλα το πείραμα ή κάθισαν [μτβ. ενν. οι δάσκαλοι τα έβαλαν] τα παιδιά σε κατάλληλες θέσεις, ώστε να μπορούν να δουν όλα το πείραμα.