Η Χαρά είχε
θρονιαστεί στον καναπέ, δίπλα στο τραπεζάκι, εκεί που και τα ματάκια της
θάλασσας, και απολάμβανε τα μπισκοτάκια βουτύρου που συνόδευαν το τσάι της.
Ο κύριος Λι
θα χαιρόταν αν απολάμβανε κιόλας τη συνάντηση μαζί του, μετά από –πέντε; έξι;-
χρόνια. Χρόνια σπουδών που την οδήγησαν στο πτυχίο της Φιλολογίας και σε ένα
μεταπτυχιακό. Και τώρα
« Μπορείς
να μου πεις, Λάμπρο, γιατί νιώθω ανεπαρκής να διδάξω, να είμαι μια καλή
φιλόλογος; Νιώθω λίγη, πώς να στο πω; Σα να μου λείπει η γενικότερη εποπτεία ή οι βάσεις. Πώς να καλύψω αυτό το κενό; Τι να
πρωτοδιαβάσω;»
Καμιά φορά
δεν είμαστε έτοιμοι να απαντάμε σε συγκεκριμένες ερωτήσεις˙ δεν τις έχουμε
κάνει, δεν τις έχουμε σκεφτεί ποτέ. Και αυτοσχεδιάζουμε. Και ωστόσο, ξεκινώντας
να απαντάμε, καταλαβαίνουμε ότι την απάντησή μας την ετοιμάζαμε χρόνια, πολλά χρόνια πριν. Η απάντηση
του Λι εξέπληξε και τον εαυτό του ακόμα:
«Λογοτεχνία
να διαβάσεις. Να διαβάζεις». Και προσπαθώντας να διασκεδάσει το αμήχανο
χαμόγελο της Χαράς, πρόσθεσε:
«Εκεί είναι
όλα. Μπορεί ελλιπώς, μπορεί υποκειμενικά,
άστοχα ακόμα, αλλά σωρεύεται τόση πείρα και τόση σκέψη, τόσες ζωές στο
μικροσκόπιο και τόσες συμπεριφορές-απαντήσεις στα θέματα της ζωής που μπορεί να
σε κάνουν σταδιακά να μην έχεις αυτή την αίσθηση της ανεπάρκειας που δηλώνεις
τώρα.».
Τα έλεγε ο
Λι κι από μέσα του αμφισβητούσε την ορθότητα της συμβουλής, την
αποτελεσματικότητα αυτής της αυτοσχέδιας μεθόδου. Ωστόσο, παραδομένος ο ίδιος
χρόνι-α στη σαγήνη της λογοτεχνίας είχε πια σχηματίσει την
εντύπωση ότι αυτό μπορεί να συμβαίνει. Γνώσεις, αποστάγματα εμπειριών,
προβληματισμοί, αναλύσεις πάνω σε ποικίλα πεδία της ζωής κι όλα αυτά ντυμένα με
το μανδύα της ομορφιάς και της ευαισθησίας, ήταν αδύνατο να μην εμπλουτίζουν τη
ματιά και τη σκέψη, να μην προσθέτουν απρόσμενες γωνίες θέασης, να μην
ξαναστήνουν τον κόσμο απ’ την αρχή. Να μην κάνουν, εν τέλει, τη Χαρά να νιώθει
πιο επαρκής ώστε να στέκει στην τάξη με κάποια
αυτοπεποίθηση.
«Ο χαμένος παράδεισος», του Έκτορ Αμπάδ
Φασιολίνσε, πάνω από το τραπεζάκι, τόση ώρα του έκλεινε το μάτι. Όταν επιτέλους
το αντιλήφθηκε ο κύριος Λι,
«Κάτσε, να
σου διαβάσω ένα παράδειγμα από το βιβλίο που διαβάζω αυτές τις μέρες», της
είπε, πιάνοντας το βιβλίο από το τραπεζάκι, φορώντας τα πρεσβυωπικά του γυαλιά
και ανοίγοντας στη σελίδα 417. Εκεί μιλάει η Εύα, με τα μάτια της μέσης (και
χάρη της κάνουμε) ηλικίας:
« Το μεγαλείο και η τραγωδία της
αγάπης είναι πολύ απλά. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί το παιδεύουν τόσο οι ποιητές,
οι ψυχολόγοι και οι συγγραφείς πραγματειών, αφού πρόκειται για ένα θέμα τόσο
απλό, το οποίο για μένα έχει ως εξής: δύο άνθρωποι αγαπιούνται και χωρίς να
πάψουν να αγαπιούνται (χωρίς να πάψουν να αγαπιούνται, το υπογραμμίζω), σιγά
σιγά, σχεδόν χωρίς να το αντιληφθούν, ξε-αγαπιούνται, μέχρι να φτάσουν στο
σημείο να μισούνται. Ο λόγος είναι τόσο απλός, τόσο ζωώδης και ανθρώπινος
ταυτόχρονα, τόσο ποταπός, τόσο ευγενής, τόσο συνηθισμένος, τόσο θλιβερός: η
κούραση του σεξ, η κούραση δηλαδή του σεξ με την ίδια, με τον ίδιο. Ακριβώς το σεξ, ο βασικός παράγοντας που μας
οδήγησε στο παραλήρημα να αγαπηθούμε σαν τρελοί, στη μεταρσίωση της ευτυχίας,
της αρμονίας, της ταύτισης, σ’ αυτό που ονομάζεται αγάπη και είναι το πιο
ανθρώπινο και το πιο όμορφο προσωπείο του. Ένα πράγμα τόσο σαρκικό που
μετατρέπεται σε πνευματικό. Αυτό ακριβώς
που τους έκανε μοναδικούς και ευτυχισμένους, αχώριστους και πιστούς, χωρίς
μάτια για κανέναν άλλο, σταδιακά φθείρεται. Κι ένα τραγικό πρωί, ένα βράδυ με
ποτά, σ’ ένα τυχαίο ταξίδι χωρίς καμιά σημασία, το σεξ με οποιονδήποτε, με μια
πουτάνα, μια ηλίθια, μια άσχημη, μία άχρηστη αποδεικνύεται πιο ερωτικό από το
σεξ με την αγαπημένη, την ωραία, την ευφυή, τη γλυκιά, την υπέροχη. Κι αυτό το
κλεφτό σεξ, αν μαθευτεί, ακόμα κι αν δε μαθευτεί (επειδή ετούτα τα πράγματα μαθεύονται
χωρίς να μαθεύονται), αποδεικνύεται ασυγχώρητο και στους δύο. Αυτός δεν το
συγχωρεί στον εαυτό του και μπερδεύεται, ούτε εκείνη του το συγχωρεί και τον
καταριέται.»
«Όχι ότι
συμφωνώ με όλα, Λάμπρο, αλλά ..»
«Μα καμιά
σημασία δεν έχει αυτό», βιάστηκε να τη διακόψει ο κύριος Λι, «Δες, όμως, πόσο..»
«Κατάλαβα,
κατάλαβα», του ανταπόδωσε τη διακοπή η Χαρά. «Πόσο ζυμώνει τη σκέψη η κυρία
Εύα, ε;»
«Εε..»
Εμείς τώρα
θα κλείσουμε τη σκηνή εδώ. Σε λίγο η Χαρά θα φύγει από το σπίτι του κυρίου Λι.
Δεν ξέρουμε αν θα πάρει μαζί της τη συμβουλή του παλιού δασκάλου της. Ίσως πιο
πιθανό είναι να τρυπώσουν στις τσέπες της κάποια μικρά συστατικά στοιχεία της
αφήγησης. Τα ματάκια της θάλασσας, το αχνιστό τσάι και τα μπισκοτάκια βουτύρου,
το βιβλίο στο τραπεζάκι του σαλονιού, ακόμα κι οι νότες του Bohuslav Martinu, που τόσην ώρα
έστρωνε ακούραστα το μουσικό χαλί της συνάντησης. Τρυπώνουν αυτά, δε ρωτάνε.
Αλλά μήπως
κι αυτά δε θα προσθέσουν στην επιζητούμενη επάρκεια της Χαράς μας;