Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

L.Strauss, B. Arditi, C. Emden, Τα όρια του φιλελευθερισμού- από τον Κ.Σμίτ στην Χ. Άρεντ, μετάφραση Γιώργος Μερτίκας- Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις Ύψιλον, 2014, σελ. 122.

ΡΗΞΗ φ.115
                                                                    
Τρία πυκνά κείμενα  που μαρτυρούν μια ουσιώδη πολιτική σκέψη, η οποία δεν στέκεται στα στερεότυπα και στα τετριμμένα, αλλά εμβαθύνει στα πιο κρίσιμα πεδία του πολιτικού  στοχασμού μετάφρασαν ο Γιώργος Μερτίκας και ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος. Πρόκειται για τις μελέτες του Leo Strauss "Σημειώσεις για τον Κάρλ Σμιτ. Η έννοια  του πολιτικού" , του Benjamin Arditi "Για το πολιτικό: Ο Σμίτ εναντίον του Σμίτ" και του Christian Emden "Ο Κάρλ Σμίτ, η Χάννα Άρεντ και τα όρια του φιλελευθερισμού ". Η μελέτη του L. Strauss δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά, όσο ζούσε ο Σμίτ, ήταν δε τόσο εύστοχη ώστε τον υποχρέωσε να διορθώσει κάποια σημεία του αρχικού έργου του για την έννοια του πολιτικού. Οι δύο άλλες μελέτες δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Telos, τεύχος 142, την Άνοιξη του 2008.
Η καίρια σημασία του  στοχασμού  που  αναπτύσσουν οι τρεις συγγραφείς, για την ελληνική κοινωνία  επισημαίνεται ορθά  από τον Γ.Μερτίκα στην εισαγωγή του: "για να έρθουμε στα δικά μας, η κρίσιμη κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας καθιστά επείγουσα την απόφαση για το πολιτικό της status, την τοποθέτηση για το τι είναι προοδευτικό και συντηρητικό, ποιοί είναι οι φίλοι και ποιοί οι εχθροί, ποιά είναι η πολιτική της ταυτότητα. Γιατί, με τα λόγια του Σμίτ, "όταν ένας λαός  δεν έχει πλέον τη δύναμη ή τη θέληση να κρατηθεί στη σφαίρα του πολιτικού δεν εξαφανίζεται το πολιτικό από τον κόσμο. Εξαφανίζεται μόνο ένας αδύναμος λαός". Σε ανάλογες, λοιπόν, πολιτικές συγκυρίες και μπροστά σε ανάλογα διλήμματα, η σκέψη κλασσικών  στοχαστών έρχεται στην επιφάνεια. Μέσω αυτών των στοχαστών επιχειρείται η ανανέωση της πολιτικής σκέψης, πράγμα που σημαίνει την αντιστοίχηση θεωρίας και πράξης. Μεταξύ των κλασσικών εξέχουσα θέση κατέχουν οι τρεις πολιτικοί φιλόσοφοι που κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο συναντιούνται σ' αυτόν το μικρό τόμο: ο Κάρλ Σμίτ,η Χάνα Άρεντ και ο Λέο Στράους"(σελ.9).
Η σημαντικότερη ένσταση που εγείρει ο L.Strauss   στον Κ.Σμίτ είναι ότι τελικά η ερμηνεία του πολιτικού που αναπτύσσει, έχει ανάλογα χαρακτηριστικά με αυτά για τα οποία κατηγορεί τους αντιπάλους του, δηλαδή  εδράζεται στην σύζευξη του πολιτικού με το ηθικό, του είναι με το δέον: "η κατάφαση στο πολιτικό δεν είναι τελικά τίποτ' άλλο από την κατάφαση στο ηθικό"(σελ.36). Αναλυτικότερα ισχυρίζεται "εάν, λοιπόν, σύμφωνα με την πραγματική γνώμη του Σμίτ, ο ορισμός του πολιτικού μπορεί να αναχθεί στον ορισμό του ηθικού, πως συμβιβάζεται αυτός ο ορισμός που διαπερνά όλο το κείμενό του, με την πολεμική εναντίον της προτεραιότητας της ηθικής σε σχέση με την πολιτική;... Ωστόσο αυτή η χρήση σημαίνει ότι ο Σμίτ είναι προσδεμένος στην άποψη των αντιπάλων του για την ηθικότητα αντί να θέτει υπό αμφισβήτηση την αξίωση της ανθρωπιστικής-ειρηνιστικής ηθικότητας να είναι ηθικότητα∙ παραμένει παγιδευμένος στη θεώρηση στην οποία επιτίθεται"(σελ.39).
 Στο  ιδιαίτερα πυκνό νοηματικό κείμενο προσεγγίζεται πλειάδα θεμάτων, ενώ και άλλες επισημάνσεις του L.Strauss   είναι σημαντικές. Όπως η υπόδειξη του γεγονότος  ότι ενώ τόσο ο Χόμπς όσο και ο Σμίτ αποδίδουν πολεμικό χαρακτήρα στην φυσική κατάσταση, για τον μεν πρώτο πρόκειται για τον πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ ατόμων για τον δε δεύτερο  για τον πόλεμο που συμβαίνει ανάμεσα σε συλλογικότητες (κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά έθνη). Μέσα σε αυτή την οπτική ο L.Strauss   αναγνωρίζει τον Χόμπς ως τον θεμελιωτή του φιλελευθερισμού και τον Σμίτ ως εκείνον που "σ' έναν φιλελεύθερο κόσμο αναλαμβάνει την κριτική του"(σελ.25). Επίσης η ανθρωπολογική απαισιοδοξία  αποδίδει πολεμικά και αρνητικά χαρακτηριστικά στην ανθρώπινη ύπαρξη, που δεν μπορούν  με την εκπαίδευση ή άλλους τρόπους να αλλάξουν  ουσιαστικά. Από την εποχή του Πλάτωνα μάταια εικάζεται ότι παιδαγωγικοί θεσμοί όπως η φιλοσοφία, η μουσική και η γυμναστική μπορούν να επηρεάσουν καταλυτικά την ανθρώπινη ύπαρξη, ώστε να αλλάξει η ροή της ιστορίας. Συγχρόνως η τεχνολογία αναγνωρίζεται ως όπλο για αυτούς που την κατέχουν παρά την φαινομενική της ουδετερότητα. Αλλά ο  L.Strauss  παραλείπει να   απαντήσει στις αιτιάσεις και στα ερωτήματα του Σμίτ: αν η προοπτική ενός παγκόσμιου κράτους "ως πλήρως απολίτικης συνεργασίας στην παραγωγή και στην κατανάλωση" είναι ρεαλιστική τότε "σε ποιούς ανθρώπους θα ανήκει η τρομερή εξουσία η οποία συνεπάγεται μια παγκόσμια οικονομική και τεχνική συγκεντροποίηση;"(σελ. 31).
O B. Arditi  διατρέχει  τα κυριότερα σημεία της σκέψης του Σμίτ. Επαναλαμβάνει σε αρκετές περιπτώσεις τα συμπεράσματα του L.Strauss, ενώ τονίζει την θεμελιώδη σημασία της απόφασης  έναντι της κανονιστικής θεμελίωσης, την σχετικότητα και την παροδικότητα του εχθρού και του φίλου αλλά και την απόρριψη  της τελεολογίας στην ιστορική εξέλιξη. Η αξιολόγηση του Σμίτ είναι αμφίσημη, όπως αμφίσημη ήταν η διαδρομή του: "μαζί με τον Σμίτ, και παρά τον Σμίτ"(σελ.76) γράφει.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον και πρωτότυπο είναι το δοκίμιο του C. Emden "ο Κ.Σμίτ, η Χάννα Άρεντ και τα όρια του φιλελευθερισμού". Διότι με επιχειρήματα παρουσιάζει τα σημεία που οι δύο στοχαστές  εφάπτονται ή και ταυτίζονται, παρότι μια πρώτη προσέγγισή τους είναι δύσκολο να τα εντοπίσει. Ο Κ.Σμίτ συνεργάστηκε ως σύμβουλος με τους   ναζί, προτού αντικατασταθεί από  "χαρακτηρισμένους ναζί πολιτικούς και θεωρητικούς"(σελ.90). Η Χ. Άρεντ, μαθήτρια και ερωμένη του Χαϊντεγκερ, λόγω της εβραϊκής της καταγωγής της, καταδιωκόμενη και ανέστια κατέφυγε, για να σωθεί. στις ΗΠΑ. Το έργο της, σπουδαίο και γοητευτικό, έχει  ως αφετηρία την ανάλυση του ολοκληρωτισμού. Ο C. Emden σημειώνει: "πράγματι, ο Σμίτ και η Άρεντ έχουν πολλά κοινά σημεία ως προς ό,τι τους απομακρύνει από μια καντιανή παράδοση φιλελεύθερης πολιτικής σκέψης και από τις πρακτικές της συνέπειες, όπως ας πούμε το σύγχρονο νομοθετικό κράτος. Η έμφαση που έδιναν ο Σμίτ και η Άρεντ στην αυτονομία του πολιτικού ως βιωματικής σφαίρας πρότερης των νομικών τύπων πρέπει από πολλές απόψεις να διακριθεί από μια περιεσκεμμένη μορφή πολιτικής και μια διαδικαστική αντίληψη δημοκρατίας βασισμένη στην ουδετερότητα και σε κανονιστικές συνταγματικές αρχές"(σελ.85,86). Πέρα από αυτά η περιγραφή της αποσύνθεσης του σύγχρονου κράτους στη Γένεση του Ολοκληρωτισμού  από την Άρεντ  "αντικατοπτρίζει την Κρίση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας  του Κ. Σμίτ"(σελ.87), ενώ ο τελευταίος παραθέτει αποσπάσματα από την Γένεση του Ολοκληρωτισμού  στο έργο του Nomos-Nahme-name. Πρόκειται άλλωστε για ένα δοκίμιο όπου η Άρεντ "μας δίνει μια επιφυλακτικά θετική περιγραφή του Σμίτ"(σελ.89), αφού χαρακτηρίζει ευφυείς τις θεωρίες του, που "εξακολουθούν να συναρπάζουν τον αναγνώστη"(σελ.90). Κατά τον Κ.Σμίτ το κράτος δεν προσδιορίζεται από το μονοπώλιο της βίας, όπως ισχυρίζεται ο Μ.Βέμπερ, αλλά από το μονοπώλιο της απόφασης. Χαρακτηριστικό,  επίσης είναι, ότι ένα κείμενό του σαν το  "Νομιμότητα και νομιμοποίηση", χρησιμοποιήθηκε ως όπλο, τόσο από τους φίλους όσο και τους εχθρούς του ναζισμού. Η επιδίωξη της Άρεντ για "τη ριζική αποκοπή από ό,τι θεωρεί ως την καντιανή παράδοση της νομικής κανονικότητας και της αξιακής ουδετερότητας"(σελ.111) την προσεγγίζει στην αποφασιοκρατική σκέψη του Κ.Σμίτ. Ο C. Emden καταλήγει  ότι "η Άρεντ και ο Σμίτ μας υπενθυμίζουν ότι τα όρια του φιλελευθερισμού πρέπει να αποτελούν μέρος κάθε σοβαρής συζήτησης για τον φιλελευθερισμό"(σελ.122).
(Ένα εξαιρετικό κείμενο που μπορεί να συμβάλλει και να συμπληρώσει μία ανάλογη προβληματική, το οποίο δυστυχώς δεν προβλήθηκε όσο του άξιζε και όσο μας ήταν αναγκαίο από την ελληνική κριτική όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά, αποτελεί  το:  Ξενοφών,  «Ιέρων ή Τυραννικός », που κυκλοφόρησε από τις  εκδόσεις Γνώση το  1995 σε μετάφραση Π.Κονδύλης  και Σχόλια του  L.Strauss :Περί Τυραννίδος –Μετάφραση :Γ.Λυκιαρδόπουλος, και του A .Kojeve :Τυραννία και Σοφία –Μετάφραση :Ευρυδίκη Παπάζογλου. Οι τρεις συγγραφείς Π.Κονδύλης, L.Strauss, A .Kojeve έχουν, τον Κ.Σμίτ, ως ένα κοινό σημείο αναφοράς.)



Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Νικολάι Μπερντιάγιεφ, γερμανικές επιρροές, Μαρξ και Σλάβοι




πηγή:Σωτήρης Δημόπουλος, 
http://sotiriosdemopoulos.blogspot.gr
/2015/06/blog-post.html#more


Η σύγκρουση κομμάτων και τάξεων, τα πολιτικά και κοινωνικά πάθη πολλούς κάνουν να ξεχνούν ότι η ρωσσική επανάσταση λαμβάνει χώρα στην ατμόσφαιρα ενός φοβερού πολέμου και ότι όλες οι κομματικές ομάδες με τα βαρύγδουπα συνθήματά τους δημιουργούνται υπό την πίεση του πολέμου. Τα κόμματα με τα προγράμματά τους και τις τακτικές τους δεν μπορούν τώρα να σταθούν σε καθαρή μορφή, όλοι αυτοί δεν είναι τέτοιοι που ήταν στην περίοδο της ειρήνης, στις ήρεμες συνθήκες της πολιτικής δραστηριότητας και της κοινωνικής μεταρρύθμισης της κοινωνίας. Στην παρούσα τραγική στιγμή της ρωσσικής ιστορίας όλα τα κόμματα καθορίζονται πάνω απ’ όλα από τις σχέσεις τους με τον πόλεμο και τη διεθνή πολιτική. Στην πραγματικότητα στη Ρωσσία υπάρχουν τώρα μόνον δύο κόμματα –το κόμμα των πατριωτών που επιθυμούν να σώσουν την πατρίδα, που δεν έχουν χάσει τα γνήσια εθνικά και κρατικά αισθήματά τους, που συνειδητοποιούν την ευθύνη για όλο το μέλλον της Ρωσσίας, και των μη-πατριωτών, που απορρίπτουν την εγγενή αξία της εθνικότητας, αδιάφορων για την πατρίδα, για τη τιμή και την αξιοπρέπειά της, και την προδίδουν ή από φανατική προσήλωση σε αφηρημένες ουτοπίες και ψευδείς διεθνιστικές ιδέες, ή ταπεινή ιδιοτέλεια και διαφθορά. Η κατηγοριοποίηση των κομμάτων σε «αστικά» και «σοσιαλιστικά» τώρα έχει λεκτική μόνον σημασία, είναι συμβατική έκφραση. Η πλεχανοβική σοσιαλιστική ομάδα «Ενότητα» αναγνωρίζεται ως «αστική» αποκλειστικά για την πατριωτική της δραστηριότητα. Και τα μαυροεκατονταρχίτικα στοιχεία, που κρύβονται κάτω από τη μάσκα του μπολσεβικισμού, είναι έτοιμα να τα αναγνωριστούν ως «σοσιαλιστικά» για την αντι-πατριωτική τους δράση. Το ζήτημα εδώ δεν είναι επί της ουσίας για τον σοσιαλισμό. Σοβαρή συζήτηση για τον σοσιαλισμό είναι ιστορικά άκαιρη και ακατάλληλη. Δεν είναι για το σοσιαλισμό τώρα ο ρώσσικος λαός και το ρωσσικό κράτος, τώρα είναι για την επιβίωση. Μπορώ να αναγνωρίσω κάποια αλήθεια στον σοσιαλισμό, αλλά την συγκεκριμένη ιστορική στιγμή θα είμαι με κάθε κόμμα και κάθε τάξη, οι οποίες θα έχουν πατριωτικά και εθνικά αισθήματα, θα διασώσουν την πατρίδα από την καταστροφή. Μόνον τέτοια κόμματα και τέτοιες τάξεις μπορούν να αναγνωριστούν αληθινά ως προοδευτικά.
Ο αντιπατριωτικός, αντεθνικός, αντικρατικός σοσιαλισμός είναι βαθιά αντιδραστικός, γι’ αυτόν δεν θα υπάρχει θέση στην μελλοντική ελεύθερη Ρωσσία. Ο ρωσσικός επαναστατικός σοσιαλισμός σε εμάς ηθικά απέτυχε και ντροπιάστηκε, διότι αποδείχθηκε μη πατριωτικός, μη εθνικός και μη κρατικός τη στιγμή του μεγαλύτερου κινδύνου για την πατρίδα, και επάνω του πέφτει η δυσοίωνη σκιά της γερμανικής επιρροής. Ο ρωσσικός διεθνισμός είναι η άλλη πλευρά του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Είναι έτσι αντικειμενικά, ανεξάρτητα από την υποκειμενική συνείδηση των ξεχωριστών διεθνιστών, οι οποίοι μπορεί με ειλικρίνεια να υποστηρίζουν αυτήν την ιδέα. Η πατριωτική δραστηριότητα του Κερένσκι το τελευταίο διάστημα δεν είναι χαρακτηριστική του επαναστατικού σοσιαλισμού. Πολύ χαρακτηριστικότερος είναι ο κύριος Τσερνώφ ή ο μενσεβίκος διεθνιστής Μάρτωφ, για να μη πούμε για τους μπολσεβίκους. Πάντοτε πρέπει να θυμόμαστε ότι τα κόμματά μας είναι μυθοπλασία, κομματικές ετικέτες, συμβατικά σύμβολα. Πίσω από τα σύμβολα κρύβεται η πραγματική πάλη, που δεν έχει καθόλου αυτό το νόημα που εκφράζεται στα λόγια.
Ο διεθνισμός στο ρωσσικό έδαφος είναι γερμανισμός, ο ρωσσικός πασιφισμός είναι η γερμανική χαλάρωση της ρωσσικής εθνικής θέλησης. Κλόνισαν την ενότητα του ρωσσικού κράτους, σκότωσαν στον λαό μας το αίσθημα της εθνικής ενότητας, υπονόμευσαν το ηθικό και διέλυσαν το ρωσσικό στρατό, υπονόμευσαν κάθε αξιοπιστία προς τους συμμάχους, έφεραν τη Ρωσσία έως την ταπείνωση και τη ντροπή. Οι καρποί του διεθνισμού είναι πικροί για τη Ρωσσία, αλλά πολύ γλυκείς για τη Γερμανία. Οι γερμανικές επιρροές δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να εκληφθούν ως δωροδοκία, κατασκοπία και προδοσία των Ρώσσων. Αρκετοί από εμάς που πρόδωσαν, ξεπουλώντας την πατρίδα τους διακηρύσσοντας γερμανικά συνθήματα, ήσαν και στο παλαιό καθεστώς είναι και στο νέο. Δεν είναι όμως αυτό το ουσιώδες. Το πιο σημαντικό είναι ότι εξαιρετικά πολλοί Ρώσσοι βρίσκονται υπό την πνευματική επιρροή του γερμανισμού, έχοντας εσωτερικά δηλητηριαστεί από το δηλητήριό του, έχοντας καταληφθεί από δαίμονες, που έχουν απελευθερωθεί από τους Γερμανούς εναντίον της Ρωσσίας, και απώλεσαν το εθνικό τους πρόσωπο. Ο ρωσσικός λαός δεν έχει μόνον υλικά αδυνατίσει στο πόλεμό του με τη Γερμανία, αλλά πάνω από όλα αδυνάτισε πνευματικά, δεν αντιλαμβάνεται τη δική του ιδέα στην παγκόσμια διαπάλη, δεν συγκέντρωσε τις δικές του πνευματικές δυνάμεις για να υπερβεί τις δικές του θυσίες και δοκιμασίες, με τις οποίες συνοδεύεται αυτή η πάλη.
Τη τρομερή στιγμή, που καθορίζει τη μοίρα του λαού, που ενώθηκαν ο πόλεμος με την επανάσταση, ο ρωσσικός λαός δεν έχει τον δικό του λόγο, μιλά μια άλλη γλώσσα, προφέρει άλλα λόγια –«διεθνισμός», «σοσιαλισμός», κ.τ.λ., στρεβλώνοντας το ευρωπαϊκό νόημα αυτών των λέξεων, διατυπώνοντάς τες σε σπασμένη γλώσσα. Ο ρωσσικός λαός θα μπορούσε και θα έπρεπε να είχε το δικό του λόγο αυτή την ιστορική ώρα, όπου διαδραματίζεται η φοβερή διαμάχη του σλαβικού με τον γερμανικό κόσμο. Αλλά η παθητικότητα και η εκθήλυνση του ρωσσικού λαού, η αδυναμία του εμπρός στις ξενικές επιρροές τον εμποδίζουν να συνειδητοποιήσει την ιδέα του και να διατυπώσει το δικό του λόγο. Η Γερμανία είχε ανάγκη την ώρα της μάχης το ταξικό πάθος να υπερνικήσει το εθνικό πάθος στο ρωσσικό λαό, και αυτά τα δύο πάθη είναι θεμελιώδη στη ζωή των λαών.

ΙΙ

Το γερμανικό πνεύμα, γενναίο και κατακτητικό, προηγουμένως υποδούλωσε τη ρωσσική ψυχή, πριν υποδουλώσοει το σώμα της Ρωσσίας. Και έδρασε με διάφορους τρόπους. Το δέλεαρ της διεθνιστικής σοσιαλ-δημοκρατίας ήταν ένας από τους τρόπους εκγερμανισμού και υποδούλωσης της ψυχής της Ρωσσίας, της από-προσωποποίησης της ρωσσικής διανόησης. Αλλά για την ίδια τη Γερμανία αυτή η διεθνιστική σοσιαλ-δημοκρατία παρέμεινε εθνική και έγινε μία από της εκφράσεις της γερμανικής ιδέας. Σε όλους εκείνους στους οποίους αυτή η δήλωση μπορεί να φαίνεται αβάσιμη, συμβουλεύω να διαβάσουν τουλάχιστον το σπουδαίο βιβλίο του Κ. Μαρξ «Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Γερμανία». Το βιβλίο αυτό λίγοι το γνωρίζουν και το θυμούνται. Τι δυνατό και οξύ μυαλό, τι λαμπρό δημοσιογραφικό ταλέντο! Πώς μπόρεσε αυτό το αυθεντικό και οξύ μυαλό να γεννήσει όλους αυτούς τους γκρίζους μαρξιστές, που μεταξύ τους δεν μπορείς να διακρίνεις τον έναν από τον άλλον; Ωστόσο, γέννησε και ο Τολστόι τολστόηδες! Ο Μαρξ μιλά με την ισχυρή και δυναμική γλώσσα του γερμανικού ιμπεριαλισμού, στην οποία δεν υπάρχει ούτε ίχνος του ανθρωπιστικού διεθνισμού και πασιφισμού. Θαυμάσια κατανοεί τη φυλετική αποστολή των Γερμανών να εκπολιτίσουν τη σλαβική ανατολή, στον εκγερμανισμό των Σλάβων βλέπει μια προοδευτική επαναστατική διαδικασία, και επίσης σχεδόν τους κλασσικούς τύπους του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Η γερμανική φυλή ανώτερη, η σλαβική κατώτερη. Η ανώτερη φυλή έχει δικαίωμα να κατακτήσει, να αποικίσει και να εκπολιτίσει την κατώτερη φυλή. Η αυτοδιάθεση των κατώτερων εθνοτήτων είναι αντιδραστική προσπάθεια. Πόσο μακριά είναι ο Μαρξ από τις διακηρύξεις των μαθητών του στο ζήτημα για «χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις» και «ελεύθερη αυτοδιάθεση των λαών». Ο Μαρξ εικάζει ότι «από την εποχή του Καρλομάγνου οι Γερμανοί κατέβαλαν επίμονες προσπάθειες για την κατάκτηση, τον αποικισμό, ή τουλάχιστον τον εκπολιτισμό της ευρωπαϊκής ανατολής» (Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Γερμανία, σελ. 79). Για τις απελευθερωτικές απόπειρες των Πολωνών λέει: «Ωστόσο είναι ακόμη αμφισβητήσιμο, κατά πόσον ολόκληρες περιοχές, που κατοικούνται πλειοψηφικά από Γερμανούς, και μεγάλες, εντελώς γερμανικές, πόλεις να παραχωρηθούν σε έναν λαό, που σε τίποτα δεν έχει αποδείξει την ικανότητά του να εξέλθει από τη φεουδαλική κατάσταση»(σελ. 80). Για τις απελευθερωτικές επιδιώκεις των Τσέχων λέει: «Η Βοημία στο εξής μπορεί να υπάρχει μόνον ως τμήμα της Γερμανίας, αν και τμήμα του πληθυσμού της θα συνεχίζει στη διάρκεια ακόμη μερικών αιώνων να μη μιλά γερμανικά» (σελ. 82). Ιδού πως χαρακτηρίζει ο Μαρξ την επιδίωξη για ένωση και απελευθέρωση των Σλάβων: «Δημιουργήθηκε στα γραφεία κάποιων Σλάβων ερασιτεχνών της ιστορικής επιστήμης αυτό το γελοίο αντιστορικό κίνημα, το οποίο δεν επιδιώκει τίποτε άλλο από την υπαγωγή της πολιτισμένης Δύσης στη βάρβαρη Ανατολή, υποταγή της πόλης στο χωριό, του εμπορίου, της βιομηχανίας, των επιστημών στην πρωτόγονη αγροτική παραγωγή των Σλάβων δουλοπάροικων. Αλλά πίσω από αυτή τη γελοία θεωρία βρίσκεται μια φοβερή πραγματικότητα, η Ρωσσική αυτοκρατορία, σε κάθε κίνηση που προσβλέπει στην αξίωση να θεωρηθεί η Ευρώπη φέουδο της σλαβικής φυλής, και συγκεκριμένα το μοναδικό ισχυρό τμήμα αυτής της φυλής είναι οι Ρώσσοι. Αυτή η αυτοκρατορία, η οποία με τις δυο της πρωτεύουσες –την Πετρούπολη και τη Μόσχα- ακόμη δεν έχει βρει το κέντρο βάρος της, όσο η Κωνσταντινούπολη, στην οποία κάθε Ρώσσος χωρικός βλέπει την αληθινή την πραγματική Μητρόπολη της θρησκείας του και του έθνους του, δεν καθίσταται πραγματική έδρα του Ρώσσου αυτοκράτορα»(σελ. 83-84). Όπως βλέπετε ο Μαρξ δεν συνέδεσε τη ρωσσική έλξη για τη Κωνσταντινούπολη με τα συμφέροντα της καπιταλιστικής μπουρζουαζίας, το κεφάλι του δεν ήταν γεμάτο στερεότυπα και κοινοτοπίες, εδώ είδε πάνω από όλα την έλξη της ρωσσικής αγροτιάς προς τις θρησκευτικές και εθνικές του αντιλήψεις. Ο Μάρξ αισθανόταν μεγάλο μίσος για τους Σλάβους και τη Ρωσσία, ήταν τουρκόφιλος, ήταν Γερμανός μέχρι μυελού των οστέων στα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής. Τέτοιος ήταν και ο παλιός Λίμπνκεχτ, εχθρός της Ρωσσίας, πάντα προτιμούσε τους Τούρκους από τους Σλάβους. Με αφορμή τον πόλεμο με τη Δανία για το Σλέσβιχ και το Χολστάιν ο Μαρξ λέει: «αυτές οι περιοχές αναμφίβολα γερμανικές στην εθνικότητά τους, τη γλώσσα και τις κλίσεις τους είναι αναγκαίες για τη Γερμανία επιπλέον για την φύλαξη και την ανάπτυξη των θαλασσίων επικοινωνιών και του εμπορίου»(σελ. 86). Όλα αυτά ήταν πολύ ισχυρά στο πνεύμα του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Ιδού και το πιο χαρακτηριστικό σημείο: «Έτσι έπαψαν οι προσπάθειες των Γερμανών Σλάβων να κατακτήσουν την ανεξάρτητη εθνική τους ύπαρξη. Κατακερματισμένα απομεινάρια πολλών εθνών, η εθνικότητα και η πολιτική ζωτικότητα των οποίων μαράθηκαν από καιρό και τα οποία γι’ αυτό το λόγο ήδη σε διάρκεια χιλίων ετών ήταν αναγκασμένα να ακολουθήσουν τον νικητή τους, το πιο ισχυρό έθνος… Όλες αυτές οι απαρχαιωμένες εθνότητες –Βοημοί, Κροάτες, Δαλματοί κ.λπ. προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την γενική αναταραχή του 1948 για την αποκατάσταση του πολιτικού status quo, που ίσχυε μέχρι το 800 μ.Χ. Η ιστορία της τελευταίας χιλιετίας θα έπρεπε να τους δείξει ότι τέτοιο βήμα προς τα πίσω δεν είναι δυνατό. Ότι εάν η περιοχή προς τα ανατολικά από τον Έλβα και τον Ζάαλε, κάποτε κατοικημένη από ολόκληρη οικογένεια συγγενικών μεταξύ τους σλαβικών λαών, έγινε γερμανική, αυτό το γεγονός υποδηλώνει μόνον την ιστορική τάση και μαζί με αυτή τη φυσική και πνευματική ικανότητα του γερμανικού έθνους να υποτάξει τους παλαιούς ανατολικούς γείτονές του, να τους απορροφήσει και να τους αφομοιώσει, ότι αυτή η αφομοιωτική τάση των Γερμανών ήταν ανέκαθεν και ακόμη είναι ένα από τα ισχυρά μέσα διάδοσης του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού στα ανατολικά της ευρωπαϊκής ηπείρου (η υπογράμμιση δική μου-Ν.Μπ.) (σελ. 116-117). «Μπορεί αυτοί (οι πανσλαβιστές) να αναμένουν ότι η ιστορία θα βαδίσει χίλια χρόνια προς χάριν μερικών υποανάπτυκτων κοινοτήτων, οι οποίες σε κάθε σπιθαμή γης που κατοικούν βρίσκονται περικυκλωμένοι από Γερμανούς» (σελ. 117).

ΙΙΙ

Ποιος θα σκεφτόταν ότι αυτά τα δυνατά λόγια γράφηκαν από τον πατέρα της σοσιαλδημοκρατίας και όχι από έναν Γερμανό ιμπεριαλιστή, από τον προφήτη του διεθνισμού και όχι της γερμανικής εθνικής ιδέας; Οι σύγχρονοι Γερμανοί σοσιαλ-δημοκράτες, εκφυλισμένοι σε σοσιαλ-ιμπεριαλιστές, όπως τους αποκαλούν ειρωνικά, ακολουθούν τον δάσκαλό τους τον Μαρξ. Ο Μαρξ ήταν αρκετά έξυπνος, ταλαντούχος και αυθεντικός, ώστε στις καλύτερες στιγμές του κατανοεί τη σημασία της φυλής, συνειδητοποιεί τη σχέση του με τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό αυτού του κράτους ή του λαού, στην κουλτούρα του οποίου μεγάλωσε και μορφώθηκε. Ο ίδιος ο Μαρξ ποτέ δεν ήταν τόσο δογματικός, όπως οι μαθητές του και οι οπαδοί του. Αν και Εβραίος εξ αίματος, αισθανόταν επαρκώς Γερμανός και με γερμανικά μάτια έβλεπε τις διεθνείς σχέσεις. Κι αυτό τον τιμά. Και εμείς οι ανόητοι, νομίζουμε, ότι ο Μαρξ ήταν διεθνιστής με ανθρωπιστικό περιεχόμενο, ότι ήθελε την αδελφοσύνη των λαών, ότι διακήρυξε να μη γίνονται «προσαρτήσεις» και να παρασχεθεί σε όλους τους λαούς η ελευθερία για αυτοδιάθεση. Είναι πολύ αφελείς άνθρωποι αυτά τα παιδιά της Ρωσσίας, που οραματίζονται την αδελφοσύνη των λαών, την ελεύθερη αυτοδιάθεση, το διεθνισμό και την απορρέουσα από τους Γερμανούς σοσιαλ-δημοκράτες ιδεολογική τους αιτιολόγηση! Είναι αλήθεια ότι γι’ αυτές τις ρωσσικές ανοησίες δεν σκέφτεται σοβαρά ούτε ένας Γερμανός, ακόμη και σοσιαλδημοκράτης. Ο Μαρξ ενέκρινε όλες τις «προσαρτήσεις», που διέπραξε η εκλεκτή γερμανική φυλή, και δεν επέτρεπε την ελεύθερη αυτοδιάθεση των λαών για την κατώτερη σλαβική φυλή. Ο Μαρξ θα ενέκρινε την «προσάρτηση» όλης της Ρωσσίας, ως επέκταση του γερμανικού πολιτισμού στην βάρβαρη ανατολή. Ο Μαρξ γνώριζε ότι η ιστορία είναι ένας σοβαρός ανταγωνισμός δυνάμεων, και όχι ένας ανθρωπιστικός συναισθηματισμός.
Στον Γερμανό μπορεί να υπάρχει η ιδέα του διεθνισμού, αλλά αυτή θα είναι ένας διεθνισμός μετά από την πραγματοποίηση από τη γερμανική φυλή της εκπολιτιστικής της αποστολής, μετά από τον εκγερμανισμό της σλαβικής Ανατολής και της υποταγής στη Γερμανία όλης της Εγγύς Ανατολής. Για την επίτευξη αυτού του παγκόσμιου και πανανθρώπινου στόχου ο Γερμανός δεν θα επιτρέψει ποτέ στον εαυτόν του να μαλακώσει να διαλυθεί από οποιουσδήποτε συναισθηματισμούς, από αφηρημένες λαμπρές ιδέες. Αυτό ταιριάζει στους Ρώσσους. Η διεθνιστική σοσιαλδημοκρατία είναι εντελώς γερμανική στο πνεύμα του. Αποτελεί μία από τις γερμανικές επιρροές, που εμποδίζουν τον ρωσσικό λαό να κατανοήσει, ότι στον κόσμο λαμβάνει χώρα μια μεγάλη, παγκόσμια-ιστορική διαμάχη Σλάβων και Γερμανών, δύο εχθρικών δυνάμεων στην ιστορία και ότι η σλαβική φυλή ή θα βγει από αυτή τη μάχη νικήτρια, θα αποκρούσει τις αξιώσεις του γερμανισμού και θα εκπληρώσει την αποστολή της στην ιστορία ή θα ταπεινωθεί και θα απωθηθεί.
Τα στοιχεία της επανάστασης τώρα έσβησαν τη ρωσσική και σλαβική συνείδηση. Και στην εξαφάνιση αυτής της συνείδησης, που πίσω της στέκεται το υγιές φυλετικό ένστικτο, σημαντικό ρόλο έπαιξε η προπαγάνδα των γερμανικών σοσιαλ-δημοκρατικών ιδεών.  Ο σοσιαλισμός μπορεί να είναι εθνικός, αλλά στη Ρωσσία ο σοσιαλισμός κατέστη όργανο των εχθρικών της δικής μας φυλής δυνάμεων, αρνείται στη Ρωσσία να εκπληρώσει τη σλαβική της αποστολή. Το ρωσσικό και σλαβικό αίσθημα και η συνείδηση με όλες της τις δυνάμεις πρέπει να αφυπνιστεί. Είναι αναγκαία η κινητοποίηση του εθνικού πνεύματος. Και η υπενθύμιση για τη γερμανική αυτοσυνειδησία του Μαρξ είναι πολύ χρήσιμη σε αυτήν την υπόθεση. Στη γερμανική συνείδηση του Μαρξ για τη παγκόσμια εκπολιτιστική αποστολή της γερμανικής φυλής στην Ανατολή πρέπει να αντιτάξουμε τη δική μας ρωσσική συνείδηση για την αποστολή των Σλάβων, που ακόμη δεν είπαν το δικό τους λόγο στον κόσμο. Πιστεύουμε ότι η ισχυρή Ρωσσία θα δώσει μεγαλύτερη ελευθερία στον κόσμο και σε όλους τους λαούς του κόσμου, απ’ ότι η ισχυρή Γερμανία, ότι στο σλαβικό πνεύμα υπάρχει μεγαλύτερη παγκοσμιότητα απ’ ότι στο καταναγκαστικό γερμανικό πνεύμα. Όσο μεγάλη να είναι η σημασία της ρωσσικής επανάστασης στη ρωσσική ιστορία, η παγκόσμια διαμάχη των λαών είναι γεγονός με πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι η επανάσταση. Η επανάσταση προκλήθηκε από τον πόλεμο, και μπορεί να κατανοηθεί μόνον σε σχέση με τον πόλεμο. Οι Γερμανοί στην παγκόσμια διαπάλη έχουν τη δική τους ιδέα. Εμείς έχουμε κάποια ιδέα; Οι Ρώσσοι εκδήλωσαν τέτοια αδυναμία που χάρισαν την ηγεμονία στη γερμανική ιδέα. Όμως ο τελευταίος μας λόγος ακόμη δεν έχει ειπωθεί.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Narodopravstvo», Ν.6, σελ. 2-4, 9 Αυγούστου 1917

Από τα άπαντα του Ν. Μπερντγιάγιεφ, τ.4, σελ. 145-153, Παρίσι 1990.