Πόσο πονάω γλυκιά μου "Δ"έλτα!
Είχα ελπίδα, όνειρο πάλλευκο, καθάριο.
Μύριζε γλυκολέμονο, τραγούδαγε τα τεριρέμ του αρχάγγελου του λατρευτού.
Ήταν γλυκό, σε δάκρυα πόθου βαφτισμένο.
Το όνομα του δώσανε άξιοι, παινεμένοι.
Κι όλοι τους με βεβαίωναν πως κάποτε θα αξιωθώ να το χαρώ δικό μου, μπρος μου, μέσα μου.
Πόσο πονάω γλυκιά "Δ"έλτα!
Είχα ελπίδα, όνειρο πάλλευκο δικό μου!
Το χρώμα το γαλαζωπό, μοίραζε δάφνες του αγρού που πότισε ο ήλιος.
Ήταν ζεστό, με ρόγα μάνας χορτασμένο.
Κι όλοι τους με παρηγορούν πως κάποτε αξιώθηκα, το έζησα, το χάρηκα, μα εκτός μου, δίπλα μου.
Τι κρίμα εντέλει.
Πάει το όνειρο αυτό. Μικρές ρανίδες θλίψης έγινε που αιωρούνται σιωπηλά μες στις σπηλιές του μυαλού μου. Και η ψυχή μου, νωπό βαμβάκι χωρίς λευκό και αφράτο πέπλο. Ποτίστηκε από υπομονή που έγινε μούχλα με άρωμα βαρύ και καπνισμένο.
Μου κόβεται η ανάσα σου λέω!
..δεν ακούς? Κάνει κάτι!
Όχι όχι, δεν θυμάμαι, ειλικρινά.
Δεν ξέρω καν ποιο ήταν εκείνο το όνειρο.
Μα τι νόημα θα είχε άλλωστε?
Πάει τόσος καιρός…
Κι εγώ σταμάτησα να ονειρεύομαι γλυκιά μου"Δ"έλτα!
Κι εσύ δεν είσαι πια τόσο γλυκιά.
Σου το ‘χω πει?