Μα πόσο ιντερνάσιοναλ μπορεί να είμαι, πείτε μου?
Ανατριχιάζω με την πάρτη μου. Είμαι μια Ελληνίδα που μένει στο Άμπου Ντάμπι με
έναν Ελληνο-ολλανδό και δυο Νοτιοαφρικάνους,
οι εδώ φίλες μου είναι Αυστραλέζες, ετοιμάζομαι να πάω διακοπές στη Ν. Υόρκη
και χθες ξεκίνησα ένα βραζιλιάνικο σπορ. Γαμάω, έτσι?
Παρένθεση: (λέω «παρένθεση» αντί να βάλω παρένθεση όχι
επειδή είμαι βλήτο, αλλά γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσα να βάζω παρενθέσεις
μέσα στην παρένθεση, της παρένθεσης έγινε μιλάμε). Η παραπάνω πρόταση (περί
ιντερνασιοναλισμού, όχι παρένθεσης, το έσκισα με τις παρενθέσεις) είναι ένα
περίτρανο παράδειγμα του πώς μπορείς να παρουσιάσεις μια κατάσταση εντελώς
διαφορετική απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα, σπορ στο οποίο διαπρέπει πολύς
κόσμος, ξέρετε, όλοι εκείνοι που κρίνουν τη δική σου ζωή και σε παρουσιάζουν σα
σκατό, ενώ όταν μιλάνε για τη δική τους –στην πραγματικότητα μίζερη του θανατά-
καθημερινότητα νομίζεις ότι έχουν πιάσει τον πάπα απ’τα απαυτά του (μα τι
έκφραση κι αυτή, δηλαδή γιατί θεωρείται καλό να πιάσεις τα απαυτά ενός ενενηντάχρονου,
έστω κι αν είναι ο πάπας, μπλιαχ).
Η πραγματικότητα, λοιπόν, έχει ως εξής. Μένω αναγκαστικά σε
μια χώρα βαρετή του θανατά (βλ προηγούμενο ποστ) επειδή στην Ελλάδα δεν έβρισκα
δουλειά ούτε στα φανάρια, ο Ελληνο-ολλανδός είναι ο φίλος μου (ξέρετε καλέ, το
αίσθημα, ο έτσι μου –Τέτα Ντούζου- το αγόρι μου ντε) και η μόνη σχέση που έχει
με την Ολλανδία είναι ότι είναι ψηλός ξανθός γαλανομάτης (φσσσσστ μόμεντ οφ
σάιλενς πλιζ), οι Νοτιο-Αφρικάνοι συγκάτοικοι είναι επιβεβλημένοι από την εταιρία
στην οποία εργάζεται ο προαναφερθείς ξανθός ψηλός γαλανομάτης (να τα λέμε αυτά),
ο ένας από τους δύο είναι αλκοολικός και βρωμίλος και θέλω να τον λούσω με ντετόλ
και να τον στείλω στους ΑΑ, οι Αυστραλέζες είναι καλές αλλά χαζοχαρούμενες και μας
έχουνε πρήξει με τα «Όοοοοου» και τα «Γιέα, μπίτσεζ» και το βραζιλιάνικο σπορ είναι
η καποέιρα, την οποία ξεκίνησα μόλις χθες με εξαιρετική αποτυχία.