Wednesday, August 29, 2012

Δοξάστε με!



Μα πόσο ιντερνάσιοναλ μπορεί να είμαι, πείτε μου? Ανατριχιάζω με την πάρτη μου. Είμαι μια Ελληνίδα που μένει στο Άμπου Ντάμπι με έναν  Ελληνο-ολλανδό και δυο Νοτιοαφρικάνους, οι εδώ φίλες μου είναι Αυστραλέζες, ετοιμάζομαι να πάω διακοπές στη Ν. Υόρκη και χθες ξεκίνησα ένα βραζιλιάνικο σπορ. Γαμάω, έτσι?

Παρένθεση: (λέω «παρένθεση» αντί να βάλω παρένθεση όχι επειδή είμαι βλήτο, αλλά γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσα να βάζω παρενθέσεις μέσα στην παρένθεση, της παρένθεσης έγινε μιλάμε). Η παραπάνω πρόταση (περί ιντερνασιοναλισμού, όχι παρένθεσης, το έσκισα με τις παρενθέσεις) είναι ένα περίτρανο παράδειγμα του πώς μπορείς να παρουσιάσεις μια κατάσταση εντελώς διαφορετική απ’ ότι είναι στην πραγματικότητα, σπορ στο οποίο διαπρέπει πολύς κόσμος, ξέρετε, όλοι εκείνοι που κρίνουν τη δική σου ζωή και σε παρουσιάζουν σα σκατό, ενώ όταν μιλάνε για τη δική τους –στην πραγματικότητα μίζερη του θανατά- καθημερινότητα νομίζεις ότι έχουν πιάσει τον πάπα απ’τα απαυτά του (μα τι έκφραση κι αυτή, δηλαδή γιατί θεωρείται καλό να πιάσεις τα απαυτά ενός ενενηντάχρονου, έστω κι αν είναι ο πάπας, μπλιαχ).

Η πραγματικότητα, λοιπόν, έχει ως εξής. Μένω αναγκαστικά σε μια χώρα βαρετή του θανατά (βλ προηγούμενο ποστ) επειδή στην Ελλάδα δεν έβρισκα δουλειά ούτε στα φανάρια, ο Ελληνο-ολλανδός είναι ο φίλος μου (ξέρετε καλέ, το αίσθημα, ο έτσι μου –Τέτα Ντούζου- το αγόρι μου ντε) και η μόνη σχέση που έχει με την Ολλανδία είναι ότι είναι ψηλός ξανθός γαλανομάτης (φσσσσστ μόμεντ οφ σάιλενς πλιζ), οι Νοτιο-Αφρικάνοι συγκάτοικοι είναι επιβεβλημένοι από την εταιρία στην οποία εργάζεται ο προαναφερθείς ξανθός ψηλός γαλανομάτης (να τα λέμε αυτά), ο ένας από τους δύο είναι αλκοολικός και βρωμίλος και θέλω να τον λούσω με ντετόλ και να τον στείλω στους ΑΑ, οι Αυστραλέζες είναι καλές αλλά χαζοχαρούμενες και μας έχουνε πρήξει με τα «Όοοοοου» και τα «Γιέα, μπίτσεζ» και το βραζιλιάνικο σπορ είναι η καποέιρα, την οποία ξεκίνησα μόλις χθες με εξαιρετική αποτυχία.

Thursday, August 23, 2012

Το Άμπου Ντάμπι είναι το πιο βαρετό μέρος στον πλανήτη. Σοβαρά.



Είναι τρομερό. Έφυγα από την Ελλάδα σε κακό χάλι, ύστερα από μήνες ανεργίας και κατά συνέπεια αφραγκίας, με ηθικό στα τάρταρα και τόσο απαισιόδοξη για το μέλλον της χώρας μας που μπροστά σε μένα οι προβλέψεις των εσχατολόγων της δευτέρας παρουσίας θα έμοιαζαν σα σενάριο από το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι. Έφυγα σιχτιρίζοντας την κυβέρνηση που είναι διεφθαρμένη σε επίπεδο Ουγκάντας, τους Έλληνες που είναι λαμόγια, ακαλλιέργητοι, κομπλεξικοί και γύφτοι, τους νόμους που δεν τηρούνται, τους δημόσιους υπάλληλους που μου κάνουν τη ζωή κόλαση, τους γιατρούς που μου φέρονται λες και είμαι σκυλί, την κοπέλα στην καφετέρια που με αντιμετωπίζει λες και είμαι προσωπικά υπεύθυνη για το γεγονός ότι έχει φτάσει 40 χρονών και σερβίρει καφέ, τον βλαχοχλιδάτο με το Μερτσεντές που με κλείνει επειδή στέλνει SMS στη γκόμενα και δεν κάνει ούτε τον κόπο να ζητήσει συγνώμη, το μαλάκα γείτονα που κολλάει το αυτοκίνητο πάνω στην πόρτα μου και για να βγω από το σπίτι πρέπει να κάνω παρκούρ, θεούς, δαίμονες , θεωρίες του κώλου και το σύμπαν όλο. Έφυγα και είπα ότι δεν ξαναγυρνάω στη χώρα αν δεν γίνει κάποια δραστική αλλαγή, δεν ξέρω, επιστροφή στη μνα, επανάσταση, νεκρανάσταση, χολέρα, πανούκλα, δευτέρα παρουσία, κάτι. Να ισοπεδωθεί αυτό το μπουρδέλο και να ξεκινήσουμε απ’ την αρχή.