«Σκυλοβρίζω τον εαυτό μου. Κι έχω δίκηο. «Τόσα χρόνια τριγυρνάς γρουσούζη, του λέω, σ’ όμορφα δάση και ποτέ δεν αξιώθηκες να βάλεις τα χέρια πίσω, να περπατάς σιγά-σιγά και ξένοιαστος! Είναι όμορφος, αχαϊρευτε, είναι γλυκός ο αλητισμός, όλοι το ξέρουνε. Μόνον εσύ δεν μπόρεσες να το νοιώσεις. Όλο πεινάς, όλο νυστάζεις κι όταν δεν συμβαίνουνε αυτά κλαις και αποζητάς τη μάνα, τις αδερφές, τον κόσμο με τα καρβέλια του! Να μου χαθής γρουσούζη. Ανάξιε! Γελοίε!». Θαυμάζω τον αλήτη του βιβλίου δίδω υπόσχεση στον εαυτό μου να του μοιάσω. Να λέω ό,τι λέει και σιγά σιγά να κάνω ό,τι κάνει» . ΧΑΜΣΟΥΝ ΚΝΟΥΤ Οι αλητες