60 ~ Γιώργος Σεφέρης: Mέρες
Λαμπρή, 6 Μάη 1945
Στην πλαϊνή ταβέρνα τραγουδούν, μαζί με άλλα τραγούδια, το Χριστός Ανέστη. Όλος ο κόσμος διψασμένος για τούτη την Ανάσταση.
Σα να άραξα σήμερα στο λιμάνι που άφησα, εδώ και τέσσερα χρόνια, τη Μεγάλη Παρασκευή, σ' ένα παραθαλάσσιο εκκλησάκι στον Ωρωπό. Ένα ξαλάφρωμα, και κάπως - αρκετά ίσως - χαμένος' όπως ο ναύτης που γυρίζει στο σπίτι του. Χρησιμοποιώ τώρα τις νύχτες' ως τις 3-3 1/2 το πρωί. Ο μόνος τρόπος να πραγματοποιήσω την "αποστράτευσή" μου.
Έχω ξαναπιάσει Καβάφη, ολωσδιόλου μηχανικά, για να πάρω από κάπου μιαν αρχή. Όλα τούτα δύσκολα' τα περασμένα εφτά χρόνια με βαραίνουν, και θα με βαραίνουν για πολύ ακόμη.
*
Τρίτη, 8 Μάη 1945
19.30. Τελειώνει η μέρα. Πουλιά τιτιβίζουν έξω στο περιβόλι, και ο αιώνιος σύντροφός μου, ο κόκορας. Γυρίζω από το Υπουργείο' χάνεται ο καιρός σε άδειες κουβέντες. Όμως η συμμετοχή σε τέτοιες κουβέντες είναι κι αυτή μέρος της υπαλληλικής ευσυνειδησίας. Σήμερα η μέρα που τελείωσε ο Πόλεμος. Το πρωί, από την ταράτσα του Υπουργείου, η παρέλαση' τσολιάδες που έχουν γίνει πια κινούμενα σκηνικά, κουρδισμένα στην εντέλεια. Δεν έχω κανένα αίσθημα' το μόνο που με συγκίνησε το πρωί, κοιτάζοντας το δρόμο από το παράθυρο του σπιτιού μου, ένας τυφλός παίζοντας στη φυσαρμόνικά του τον Ύμνο, καθώς προχωρούσε σέρνοντας τα πόδια του.
*
Πέμπτη, 31 Οκτώβρη 1946
Χτες στον «Ποσειδώνα» κι έπειτα στη Βαγιονιά. Η βορινή θάλασσα ακίνητη σαν καλοκαίρι. Κολύμπι. Το ακρογιάλι γεμάτο πελαγίσια ξαφρίσματα (ποτέ μου δεν είδα τόσα πολλά): ρίζες από καλάμια, παράξενα γλυμμένα ξύλα, φελλοί, ένας παράδεισος παιχνίδια για μένα. Έβαλα στο δισάκι μου αρκετά από αυτά τα σιωπηλά αντικείμενα. Είχαμε φύγει στις 10.00, γυρίσαμε στις 16.00' καλό περπάτημα.
Το ποίημα που γράφω από την προπερασμένη Τρίτη, με απότομες αναλαμπές και πτώσεις, σαν το τζάκι μας που καίει χλωρά ξύλα, με κουράζει κάποτε. Σήμερα πρωί γυρίζω από τις 07.00 ακατάστατος, χωρίς να σταματήσω, πασπατεύοντας με τα χέρια μου, φτιάνοντας αντικείμενα που προσπαθώ να τους δώσω μια μορφή οικειότητας, πελεκώντας μια βέργα κυπαρίσσι πού έκοψα χτες. Η μυρωδιά αυτού του ξύλου, η αρχιτεκτονική του, το χρώμα του, με γεμίζουν αγαλλίαση. Αίσθημα σπατάλης, με τη ζωή που κάνω στην Αθήνα, πολύ έντονο από χτες. Ένα οποιοδήποτε χωράφι εδώ τριγύρω θα με εξανθρώπιζε χίλιες φορές περισσότερο από την αθηναίικη ζούγκλα. Έντονη ανάγκη (χτες και σήμερα) ν' αφήσω το Υπουργείο κι όλες αυτές τις φλυαρίες: όχι πια για να έχω τον καιρί να γράφω λογοτεχνί, αλλά για να ωριμάσω και να πεθάνω σαν άνθρωπος.
Βράδυ. Τ' απόγεμα έκοψα ξύλα ώσπου να σκοτεινιάσει. Γύρισα σπίτι ιδρωμένος, με τα χέρια γεμάτα ρετσίνι. Λουτρό, κι έπειτα κάθισα στο τραπέζι μου. Τελείωσα το ποίημα. Τίτλος: «Κίχλη»। Δεν ξέρω αν είναι καλό' ξέρω πως τελείωσε. Τώρα πρέπει να στεγνώσει.
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
Στην πλαϊνή ταβέρνα τραγουδούν, μαζί με άλλα τραγούδια, το Χριστός Ανέστη. Όλος ο κόσμος διψασμένος για τούτη την Ανάσταση.
Σα να άραξα σήμερα στο λιμάνι που άφησα, εδώ και τέσσερα χρόνια, τη Μεγάλη Παρασκευή, σ' ένα παραθαλάσσιο εκκλησάκι στον Ωρωπό. Ένα ξαλάφρωμα, και κάπως - αρκετά ίσως - χαμένος' όπως ο ναύτης που γυρίζει στο σπίτι του. Χρησιμοποιώ τώρα τις νύχτες' ως τις 3-3 1/2 το πρωί. Ο μόνος τρόπος να πραγματοποιήσω την "αποστράτευσή" μου.
Έχω ξαναπιάσει Καβάφη, ολωσδιόλου μηχανικά, για να πάρω από κάπου μιαν αρχή. Όλα τούτα δύσκολα' τα περασμένα εφτά χρόνια με βαραίνουν, και θα με βαραίνουν για πολύ ακόμη.
*
Τρίτη, 8 Μάη 1945
19.30. Τελειώνει η μέρα. Πουλιά τιτιβίζουν έξω στο περιβόλι, και ο αιώνιος σύντροφός μου, ο κόκορας. Γυρίζω από το Υπουργείο' χάνεται ο καιρός σε άδειες κουβέντες. Όμως η συμμετοχή σε τέτοιες κουβέντες είναι κι αυτή μέρος της υπαλληλικής ευσυνειδησίας. Σήμερα η μέρα που τελείωσε ο Πόλεμος. Το πρωί, από την ταράτσα του Υπουργείου, η παρέλαση' τσολιάδες που έχουν γίνει πια κινούμενα σκηνικά, κουρδισμένα στην εντέλεια. Δεν έχω κανένα αίσθημα' το μόνο που με συγκίνησε το πρωί, κοιτάζοντας το δρόμο από το παράθυρο του σπιτιού μου, ένας τυφλός παίζοντας στη φυσαρμόνικά του τον Ύμνο, καθώς προχωρούσε σέρνοντας τα πόδια του.
*
Πέμπτη, 31 Οκτώβρη 1946
Χτες στον «Ποσειδώνα» κι έπειτα στη Βαγιονιά. Η βορινή θάλασσα ακίνητη σαν καλοκαίρι. Κολύμπι. Το ακρογιάλι γεμάτο πελαγίσια ξαφρίσματα (ποτέ μου δεν είδα τόσα πολλά): ρίζες από καλάμια, παράξενα γλυμμένα ξύλα, φελλοί, ένας παράδεισος παιχνίδια για μένα. Έβαλα στο δισάκι μου αρκετά από αυτά τα σιωπηλά αντικείμενα. Είχαμε φύγει στις 10.00, γυρίσαμε στις 16.00' καλό περπάτημα.
Το ποίημα που γράφω από την προπερασμένη Τρίτη, με απότομες αναλαμπές και πτώσεις, σαν το τζάκι μας που καίει χλωρά ξύλα, με κουράζει κάποτε. Σήμερα πρωί γυρίζω από τις 07.00 ακατάστατος, χωρίς να σταματήσω, πασπατεύοντας με τα χέρια μου, φτιάνοντας αντικείμενα που προσπαθώ να τους δώσω μια μορφή οικειότητας, πελεκώντας μια βέργα κυπαρίσσι πού έκοψα χτες. Η μυρωδιά αυτού του ξύλου, η αρχιτεκτονική του, το χρώμα του, με γεμίζουν αγαλλίαση. Αίσθημα σπατάλης, με τη ζωή που κάνω στην Αθήνα, πολύ έντονο από χτες. Ένα οποιοδήποτε χωράφι εδώ τριγύρω θα με εξανθρώπιζε χίλιες φορές περισσότερο από την αθηναίικη ζούγκλα. Έντονη ανάγκη (χτες και σήμερα) ν' αφήσω το Υπουργείο κι όλες αυτές τις φλυαρίες: όχι πια για να έχω τον καιρί να γράφω λογοτεχνί, αλλά για να ωριμάσω και να πεθάνω σαν άνθρωπος.
Βράδυ. Τ' απόγεμα έκοψα ξύλα ώσπου να σκοτεινιάσει. Γύρισα σπίτι ιδρωμένος, με τα χέρια γεμάτα ρετσίνι. Λουτρό, κι έπειτα κάθισα στο τραπέζι μου. Τελείωσα το ποίημα. Τίτλος: «Κίχλη»। Δεν ξέρω αν είναι καλό' ξέρω πως τελείωσε. Τώρα πρέπει να στεγνώσει.
Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)
* από τις Μέρες, τ. Ε' 1 Γενάρη 1945 - 19 Απρίλη 1951
εκδ. Ίκαρος, 1977
* φωτογραφίες: tovima.dolnet.gr, os3.gr
Ακόμα:
- Γιώργος Σεφέρης: Κίχλη
εκδ. Ίκαρος, 1977
* φωτογραφίες: tovima.dolnet.gr, os3.gr
Ακόμα:
- Γιώργος Σεφέρης: Κίχλη
Ετικέτες ΕΛΛΗΝΕΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΕΛΛ., ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΕΣ