Μια φορά κι έναν καιρό, η Ελλάδα ζούσε ευτυχισμένη και ευημερούσα κάτω από την ήπια καθοδήγηση του αγαθού πρωθυπουργού της. Όλος ο κόσμος ήταν χαρούμενος και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Δηλαδή, όχι όλος ο κόσμος... Στην πόλη της Αθήνας υπήρχε ένα ποταπό, βδελυρό, μοχθηρό υποκείμενο που ξημεροβραδιαζόταν με μία μόνο σκέψη:
«Θέλω να γίνω πρωθυπουργός στη θέση του πρωθυπουργού!» είπε για χιλιοστή φορά ο Πρόεδρος βηματίζοντας νευρικά μέσα στο γραφείο της οδού Καλλιρόης.
«Υπομονή, έρχεται η ώρα του», απάντησε για χιλιοστή φορά ο Άδωνις, που καθόταν στον Η/Υ κι έγραφε κάτι. «Σώπα, Πρόεδρε, και θα γίνει το μεγάλο πήδημα».
«Όλο αυτό λες, ρε Σπύρο...» Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό του Μαρτίου, κάπου 2011 χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού. Ο ήλιος έξω είχε καθαρά διακοσμητικό ρόλο, δεν μπορούσε με τίποτα να νικήσει το έντονο κρύο. Από το παράθυρο του γραφείου, η κίνηση κάτω φαινόταν σαν ένα μεγάλο βιοσύστημα, με τους πεζούς στο ρόλο των εντόμων, τα μηχανάκια στο ρόλο των φυσικών τους εχθρών και τα αυτοκίνητα στο ρόλο των θηλαστικών. Μέσα σ’ όλη αυτήν την πανίδα, διερχόταν κι ο μεγάλος πύθωνας της Καλλιρόης, το τραμ.
Ο Άδωνις συμπλήρωσε κάποιες τελευταίες γραμμές στο κείμενο και το πρόσωπό του έλαμψε. «Αυτό ήταν! Έτοιμο!» είπε και πάτησε το κουμπί για εκτύπωση.
Η πόρτα του γραφείου χτύπησε εκείνη τη στιγμή. Ο Πρόεδρος την άνοιξε και κοίταξε τον επισκέπτη, έναν μαλλιά με μεγάλη μύτη, μουστάκι και γυαλιά ηλίου: «Γεια σου, Κωνσταντίνε μου».
«Καλημέρα», χαιρέτισε τους δύο άντρες ο Κωνσταντίνος και μπήκε στο γραφείο. Έβγαλε την περούκα, το ψεύτικο μουστάκι, την ψεύτικη μύτη, τα γυαλιά ηλίου και κάθισε στον καναπέ. «Τι κάνετε;»
«Συνεχίζουμε να μην είμαστε πρωθυπουργοί», αναστέναξε ο Πρόεδρος. «Κατά τ’ άλλα καλά. Πώς ήρθες μέχρι εδώ; Όλα εντάξει;»
«Ναι, μην ανησυχείς», είπε ο Κωνσταντίνος. «Κανείς δε με κατάλαβε. Τίποτα δεν αποδεικνύει ότι συνεχίζουμε να συνεργαζόμαστε».
«Ωραία. Κάτσε ν’ ακούσουμε, ο Σπύρος θα παρουσιάσει το προσχέδιο της καινούργιας μου προεκλογικής εκστρατείας – πρέπει να είμαστε έτοιμοι ανά πάσα στιγμή, καταλαβαίνεις».
«Καταλαβαίνω. Με ποια θεματική;»
«Αυτό που ζήτησα ήταν ένα τρίπτυχο: πρωτότυπη εκστρατεία, επικέντρωση στα πραγματικά προβλήματα του τόπου, άνοιγμα στην Αριστερά και στην Οικολογία. Θέλω κάτι ιδιαίτερο που να απευθύνεται στις μάζες αλλά και στην εκλεπτυσμένη ελίτ, ώστε το κόμμα να εκτιναχθεί εκλογικά, να γίνει το μεγάλο πήδημα».
«Εδώ το ‘χω», είπε ο Άδωνις κι έδειξε τις τυπωμένες κόλλες χαρτί που κρατούσε. «Χρειάζεται βέβαια ανάπτυξη, όμως η ιδέα κι οι βασικές γραμμές είναι έτοιμες».
«Μάλιστα».
«Λοιπόν», ξεκίνησε ο Άδωνις, «επιλέξαμε να επικεντρωθούμε στο μείζον πρόβλημα της υπογεννητικότητας, που μαστίζει την Ελλάδα».
«Μάλιστα».
«Το κεντρικό σύνθημα θα είναι: Ψηφίστε Γιατί Χανόμαστε. Πρόεδρε, θα περιοδεύσεις σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις παρουσιάζοντας τα μέτρα του κόμματος για την υπογεννητικότητα, μαζί με 90 χορεύτριες της κοιλιάς που θα επιδίδονται σε άκρατο προεκλογικό στριπ-τιζ».
«Οι χορεύτριες πού κολλάνε;»
«Αυτές είναι τα μέτρα του κόμματος για την υπογεννητικότητα. Ο λαός απαιτεί την αλήθεια. Κι εσύ, Πρόεδρε, θα του την αποκαλύψεις - άμεση, απέριττη, γυμνή. Όλα στο φως. Θα 'ναι μια πνευματική συνουσία, ένας οργασμός επικοινωνίας με τον απλό πολίτη, πάνω σε γόνιμο έδαφος και σε στενή επαφή».
Ο Άδωνις άλλαξε φύλλο χαρτί και συνέχισε: «Όχι ακόμα μια εκστρατεία μέσα στις τόσες, εδώ μιλάμε για προεκλογική μέθεξη! Ψηφίστε Γιατί Χανόμαστε. Εξασφαλίσαμε τη συνεργασία των πιο προοδευτικών οργανώσεων. Θα περιοδεύσουν μαζί σου στελέχη από τους Εραστές Χωρίς Σύνορα, την Ριζοσπαστική Οικωλογική Σύμπραξη και την Επαναστατική Ομάδα: Διαφορά Στήθους – οι οποίοι, μάλιστα, συμμετείχαν στην ομάδα εργασίας».
Ο Άδωνις πήρε βαθιά ανάσα χωρίς να διακόψει καθόλου το ρυθμό του. «Πριν από τις ομιλίες σου, θα προλογίζει η Οικωλόγος αντιπρόσωπος: Ο έλληνας ψηφοφόρος δεν έχει ερεθισμούς και κίνητρα για τεκνοποίηση, έτσι θα λέει, τώρα όμως του προσφέρουμε 90 ερεθισμούς για να ανεβάσει την προεκλογική αδρεναλίνη του, να δει ό,τι δεν είδε σε κανένα reality show. Τρία λεπτά πρόλογος και κατόπιν βγαίνεις εσύ, Πρόεδρε. Σχεδιάσαμε ήδη τις ομιλίες σου, θα σου δείξω. Να, άκου αυτό το ωραίο: Την υπογραφή σου κι ορισμένα άλλα πράγματα πρέπει να προσέχεις πού τα βάζεις. Ένα απ’ αυτά είναι και η ψήφος σου. Κάνε καλή χρήση της, πάρε προφυλάξεις, ενημερώσου. Η άγνοια σκοτώνει, ενώ η ψήφος θέλει έμπνευση. Έλληνες, Ψηφίστε Γιατί Χανόμαστε!... Λοιπόν, πώς σας φαίνεται;» ρώτησε όλο αγωνία ο Άδωνις. «Την αλήθεια, πείτε ό,τι σκέφτεστε».
Ο Πρόεδρος κι ο Κωνσταντίνος παρέμεναν σιωπηλοί και τον κοιτούσαν.
«Πρωτότυπη προεκλογική εκστρατεία, με άνοιγμα στην Αριστερά, στην Οικωλογία και καταπολέμηση της υπογεννητικότητας. Σίγουρα θα γίνει το μεγάλο πήδημα».
Οι δύο άντρες συνέχιζαν να τον κοιτάνε ανέκφραστοι.
«Χρειάστηκαν τρεις βδομάδες εντατικής δουλειάς από ομάδα εργασίας εννιά ατόμων για να καταλήξουμε στη συγκεκριμένη εκστρατεία».
Κανένας ήχος και καμία κίνηση δεν ήρθε από τους δύο άντρες, που απλώς συνέχιζαν να τον κοιτάνε. Αν ήταν σαββατογεννημένοι, σίγουρα θα τον είχαν ματιάσει. Μετά από πολλή ώρα τελικά ήρθε ένας ήχος: «Αυτό ήταν το καλύτερο που μπορέσατε να σκεφτείτε;» έκανε ο Πρόεδρος.
«Ναι, και μάλιστα απορρίψαμε έντεκα–»
«Καήκαμε».
Η λέξη αντήχησε καφκικά μέσα στο γραφείο. Το μόνο που της έλειπε ήταν μια προσθήκη Βάρναλη: Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα / Προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα.
«Δηλαδή, αν κάνω τέτοια προεκλογική εκστρατεία, τότε καλύτερα να το κλείσουμε το μαγαζί!» φώναξε ο Πρόεδρος, που σηκώθηκε και ξανάρχισε να βηματίζει νευρικά: «Όχι το μεγάλο πήδημα, εξωκοινοβουλετική οργάνωση θα καταντήσουμε! – τι λέω; Μη κυβερνητική οργάνωση, πολιτιστικός σύλλογος! Το καλύτερο που μπορέσατε να σκεφτείτε, ε; Μόνο όταν ο σταθμός της Εκκλησίας βάλει ροκ με βλέπω να γίνομαι πρωθυπουργός στη θέση του πρωθυπουργού...»
«Ξέρεις», παρατήρησε ο Κωνσταντίνος, ενώ ο Άδωνις έσκιζε τα χαρτιά του, «ίσως δε χρειάζεται να κερδίσεις τις εκλογές για να γίνεις πρωθυπουργός στη θέση του πρωθυπουργού».
«Εννοείς να...»
«Όχι, δεν εννοώ αυτό. Κάτι άλλο. Είδα κι έμαθα πολλά από την ΚΥΠ, πράγματα που δε γνωρίζει ο κόσμος».
Οι δύο άντρες στράφηκαν με ανανεωμένο ενδιαφέρον.
«Θέλω να πω, όλοι ξέρουν τη μονή του Αγίου Γαβριήλ στο Όρος. Σχεδόν κανείς όμως δεν ξέρει το μυστικό. Οι μοναχοί το κρατάνε επτασφράγιστο», είπε χαμογελώντας ο Κωνσταντίνος. Κατόπιν έκανε μια παύση και συμπλήρωσε: «Μιλάω για το Μύρο της Αμφίπλευρης Διεύρυνσης».
Ο Πρόεδρος κι ο Άδωνις τον κοιτούσαν με ένα ερωτηματικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους.
«Η παράδοση λέει για τον Άγιο Γαβριήλ ότι αρχικά ήταν μεγάλος αμαρτωλός», συνέχισε ο Κωνσταντίνος, «ένας έμπορος που νοιαζόταν μόνο για το κέρδος. Ο αδερφός του αντιθέτως ήταν ηγούμενος, πολύ ευσεβής κι ενάρετος. Όλη μέρα προσευχόταν γι’ αυτόν, παρακαλούσε τον Κύριο να σώσει τον άπληστο αδερφό του. Ο Κύριος άκουσε τις προσευχές και πραγματοποίησε το θαύμα της Αμφίπλευρης Διεύρυνσης στα δύο αδέρφια: ο ένας μπήκε στη θέση του άλλου – κυριολεκτικά – οπότε ο Γαβριήλ σώθηκε, και μάλιστα εξελίχθηκε σε άγιο. Έτσι λέει η παράδοση».
«Κι εσύ τα πιστεύεις;»
«Α, δεν ξέρω. Πάντως η μονή του Αγίου Γαβριήλ παρουσιάζει σταθερή κερδοφορία, δίνει κάθε χρόνο μέρισμα κι ετοιμάζεται να εισαχθεί στο χρηματιστήριο. Όμως μια φορά στα χίλια χρόνια, λέει ο θρύλος, στην κρύπτη του Αγίου αναβλύζει Μύρο. Αν το πιουν δύο άνθρωποι, τότε διευρύνονται αμφίπλευρα. Ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου».
«Ωραίο παραμυθάκι».
«Ναι, αρχικά έτσι πιστεύαμε κι εμείς στην ΚΥΠ, μέχρι που κάναμε ορισμένες έρευνες. Για παράδειγμα, έχω στην κατοχή μου μια άκρως απόρρητη έκθεση για τον Μένιο Κουτσόγιωργα. Πώς ήταν δυνατόν ένας τέτοιος σοσιαλιστής να κάνει στροφή 180 μοιρών; Με κουτσονόμους και πλάτες στον Κοσκωτά;»
«Θες να πεις...»
«Ακριβώς! Αυτός που πέθανε μέσα στο ειδικό δικαστήριο δεν ήταν ο Μένιος Κουτσόγιωργας! Τυχαίνει όμως να γνωρίζω ότι το Μύρο κυκλοφορούσε κι αργότερα. Δεν έχεις αναρωτηθεί ποτέ για τον Σημίτη;»
«Τι πράγμα;»
«Πώς ένας αντιστασιακός, ένας βομβιστής, έφτασε να γίνει εκσυγχρονιστής κι αρχιερέας της διαπλοκής;»
Ο Πρόεδρος κι ο Άδωνις τον κοιτούσαν με ένα θαυμαστικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους.
«Γι’ αυτό σου λέω, δε χρειάζεται να κερδίσεις τις εκλογές για να γίνεις πρωθυπουργός στη θέση του πρωθυπουργού! Είναι απλό, ας πούμε μια εκδήλωση με καλεσμένο τον Παπανδρέου. Κάποιος του προσφέρει ένα ποτήρι, ορίστε κ. πρωθυπουργέ, αυτός πίνει ανύποπτος και μετά γίνεται ένας εντελώς μα εντελώς διαφορετικός πρωθυπουργός! Εσύ, φυσικά, θα χρειαστεί να εξαφανιστείς, καταλαβαίνεις. Ή τουλάχιστον έτσι θα το δουν όλοι».
Ένα διπλό θαυμαστικό είχε αρχίσει να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του Προέδρου. «Κι αυτό το Μύρο, που λες, πώς...;»
«Υπάρχει ακόμα στη Μονή. Έχω στην κατοχή μου μια άλλη απόρρητη έκθεση, που παρακολουθεί τη συνολική ποσότητα του ενεργού Μύρου στο πολιτικό σύστημα. Η τελική εκτίμηση είναι ότι απομένουν ακόμα κάπου 140 γραμμάρια, υπεραρκετά για το μεγάλο πήδημα», πληροφόρησε ο Κωνσταντίνος.
Ο Πρόεδρος έτριψε τα χέρια του. «Τέλεια, καταπληκτικά!» Το πρόσωπό του έλαμψε. «Λοιπόν, ας οργανωθούμε», είπε μετά από λίγο, «κάποιος να πάει αμέσως με άκρα μυστικότητα στο Όρος και να διαπραγματευτεί με τους μοναχούς–»
«Σε λίμνες», είπε ο Κωνσταντίνος, «αυτή τη νομισματική μονάδα δέχεται η Μονή του Αγίου Γαβριήλ».
«Α, τότε να στείλουμε κάποιον της Ριζοσπαστικής Οικωλογικής Σύμπραξης», πρότεινε ο Άδωνις. «Αυτοί είναι ειδικοί επί των λιμνών. Ψοφάνε κιόλας να συμπορευτούνε μαζί μας».
«ΟΚ», συμφώνησε ο Πρόεδρος. «Σπύρο, αναλαμβάνεις να το κανονίσεις;» Ο Άδωνις έγνεψε καταφατικά. «Πες τους να στείλουν κάποιον σήμερα. Αύριο να βρίσκεται στο Όρος, μεθαύριο να έχω το Μύρο!»
«Αρκεί να μη σας βάλουν καμιά τρικλοποδιά, ξέρεις, όπως την άλλη φορά, τα Διαμαντόσκυλα...» συμπλήρωσε ο Κωνσταντίνος.
Η λέξη αντήχησε σαν κανονιά στο γραφείο της οδού Καλλιρόης. Έπεσε ένα ξαφνικό ψύχος που έμοιαζε να κατεβάζει τη θερμοκρασία δέκα βαθμούς. «Τι θα κάνουμε μ’ αυτούς;...» βόγγηξε ο Πρόεδρος χωρίς να πάρει απάντηση. «Δεν τους θέλω άλλο στα πόδια μου!»
«Ίσως», πρότεινε διστακτικά ο Κωνσταντίνος, «ίσως υπάρχουν κάποιοι που μπορούν να νικήσουν τα Διαμαντόσκυλα. Ν’ απευθυνθούμε...»
«Πού;»
«Στην πατριωτική οργάνωση Μέλας Ζωμός».
Η λέξη αντήχησε σαν ομοβροντία πυροβολικού στο γραφείο της οδού Καλλιρόης. Έπεσε ένα ξαφνικό πολικό ψύχος που έμοιαζε να κατεβάζει τη θερμοκρασία τριάντα βαθμούς. «Ω!...» έκανε ο Πρόεδρος, «δεν ξέρω, ζόρικα πράματα».
«Αυτοί είναι ανίκητοι!» είπε ενθουσιασμένος ο Άδωνις. «Έχω ακούσει ότι τρέφονται αποκλειστικά με μέλανα ζωμό, οπότε έχουν αναπτύξει τους πατριωτικούς τρικέφαλους και τους εθνικιστικούς τετρακέφαλους σε υπερανθρώπινο βαθμό!»
«Ναι, αλλά εμείς δε θέλουμε σχέση με τη συγκεκριμένη οργάνωση», έκανε σκεφτικά ο Πρόεδρος.
«Θα πάω να τους βρω εγώ», είπε ο Κωνσταντίνος, «έχω επαφές. Εσείς δε θ’ αναμιχθείτε καθόλου».
«Εντάξει, λοιπόν, αφού προθυμοποιείσαι. Ας το κάνουμε έτσι κι ο Θεός μαζί σου».
Το ανοιξιάτικο πρωινό συνέχιζε την πορεία του προς το μεσημέρι. Το κυκλοφοριακό βιοσύστημα της Καλλιρόης μετατοπιζόταν προς μια διαφορετική ισορροπία καθότι αραίωναν τα θηλαστικά, ενώ τα έντομα έτειναν όλο και περισσότερο να συγκεντρώνονται στην κυψέλη της στάσης του μετρό. Ο μεγάλος πύθωνας συνέχιζε να διέρχεται τακτικά, προσπαθώντας μάταια να αρπάξει κάποιο αργοπορημένο θηλαστικό. Ο εντελώς διακοσμητικός ήλιος συνέχιζε να επιτελεί το τυπικό του καθήκον, σαν στρογγυλή σφραγίδα με εθνόσημο στο διοικητικό έγγραφο του ουρανού. Με άλλα λόγια: κανείς και τίποτα δεν υποψιαζόταν τις σκοτεινές συνωμοσίες που εξυφαίνονταν.
* * * * * * *
«Ποιος είναι;»
«Κανένας».
«Πέρνα».
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε κι ο Κωνσταντίνος βρέθηκε σ’ ένα ημιφωτισμένο χολ, γεμάτο αρχαιοελληνικές προτομές, ξίφη και ασπίδες. Ο τύπος δίπλα του ήταν φουσκωμένος σαν αρκούδα και φορούσε πειρατικό πανί στο ένα μάτι. Με το άλλο, τον κοιτούσε αγριωπά. «Λέγε».
«Θέλω να σας προτείνω μια αποστολή, έρχομαι απ’ το κόμμα και–».
«Εμείς δε θέλουμε σχέσεις με το κόμμα».
«Μα πρόκειται για κοινό εχθρό!» βιάστηκε να συμπληρώσει ο Κωνσταντίνος. «Αν τον εξουδετερώσετε, η χώρα θα γίνει λίγο λιγότερο σοσιαλιστική, σκεφτείτε το!»
Ο κύκλωπας τον περιεργάστηκε σκεφτικά. «Συνέχισε», γάβγισε τελικά.
«Τα Διαμαντόσκυλα», είπε ο Κωνσταντίνος, «εναλλακτικές μορφές ζωής με βάση τον σοσιαλισμό, αυτοί είναι οι πελάτες που σας προτείνω. Όσο κυκλοφορούν στην πιάτσα, κανένα σχέδιο δεν πρόκειται να πετύχει – είτε δικό μας είτε δικό σας».
Ο κύκλωπας έκλεισε το μάτι του και σκέφτηκε λίγο. Αμέσως μετά, το ξανάνοιξε και γρύλισε: «Είσαι σίγουρος ότι είσαι Κανένας;»
«Μα φυσικά».
«Γιατί εμένα μου φαίνεσαι Ένας».
«Είναι το χαϊδευτικό μου», είπε ο Κωνσταντίνος ξεροκαταπίνοντας, «όμως βγαίνει απ’ το Κανένας».
«Δεκτόν». Ο κύκλωπας συνέχιζε να τον κοιτάζει με μάτι–λέιζερ. «Μπορούμε να αναθέσουμε τη δουλειά στον πράκτορά μας για ειδικές αποστολές», δήλωσε τελικά.
«Τέλεια!» είπε ο Κωνσταντίνος. «Λοιπόν, αν βρείτε τους πελάτες–».
«Εμείς τους βρίσκουμε όλους».
«Ναι, σωστά. Όταν λοιπόν τους βρείτε, θα πρέπει να τους... εξουδετερώσετε πλήρως. Διότι έτσι θέλουν τα Διαμαντόσκυλα, μόνο έτσι καταλαβαίνουν: εντός 24 ωρών και εκτελεστικό απόσπασμα».
«Θα εισηγηθώ στον κεντρικό πυρήνα της οργάνωσης», μούγκρισε ο κύκλωπας, «αύριο κιόλας ο πράκτορας θα βρίσκεται στα ίχνη τους».
«Ωραία, πολύ ωραία», είπε ο Κωνσταντίνος. «Οπότε λοιπόν εγώ να πηγαίνω τώρα».
«Πρώτα θα αδερφοποιηθούμε» είπε ο κύκλωπας και πήγε σε μια πλαϊνή πόρτα. «Κάτσε εδώ, μην το κουνήσεις». Ο Κωνταντίνος δεν τόλμησε να κάνει ούτε μισό βήμα. Μετά από ένα λεπτό, ο άνθρωπος–αρκούδα ξαναεμφανίστηκε με ένα βαθύ μπολ στα χέρια του: «Μέλας ζωμός».
Ο Κωνσταντίνος κοίταξε το περιεχόμενο που ήταν παχύρευστο και μαύρο, εντελώς μαύρο, με κωδικό RGB (0,0,0). Ο κύκλωπας κατέβασε ένα ξίφος από τον τοίχο και το έσυρε απαλά στον καρπό του, αφήνοντας λίγες σταγόνες αίμα να στάξουν μέσα στο μαύρο κατασκεύασμα. Κατόπιν έδωσε το ξίφος στον Κωνσταντίνο που αναγκάστηκε να κάνει το ίδιο.
«Πίνουμε τώρα».
Τρεις γερές γουλιές ήταν αρκετές στον κύκλωπα για να κατεβάσει το μισό μπολ. Κατόπιν, το προσέφερε στον άλλον, που το έβαλε στο στόμα του κι άρχισε να καταπίνει. Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική του στήλη κι οι τρίχες του ορθώθηκαν καθώς το απόλυτο μαύρο κυλούσε κάτω στο λαρύγγι του. Συνέχισε να πίνει με δυσκολία μέχρι που το άδειασε. «Υπέροχο...» έκανε τελικά προσπαθώντας να το κρατήσει στο στομάχι του.
* * * * * * *
«Θα ξεκινήσεις με τρεις λίμνες», είπε ο Άδωνις. «Αν σου κάνουν παζάρια, θ’ ανεβείς στις τέσσερις».
«Έννοια σου, έννοια σου», είπε το στέλεχος των Οικωλόγων, «έχε μου εμπιστοσύνη!»
Ήταν ένας κοντός φαλακρός τύπος, που φορούσε χακί παντελόνι και κάπνιζε τα τσιγάρα δύο μαζί. Είχε ανοίξει την μπαλκονόπορτα για να φεύγει ο καπνός κι ο κρύος μεσημεριάτικος αέρας θύμιζε στους δύο άντρες ότι ο Μάρτης ήταν γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης. Το γραφείο της Οικωλογικής Σύμπραξης ήταν στον όροφο ενός νεοκλασικού, με τους τοίχους γεμάτους αφίσες και τα μπαλκόνια γεμάτα γλάστρες με πιπεριές και ντοματιές.
«Το πολύ–πολύ να κατεβάσεις και μια λιμνοθάλασσα ακόμα. Μέχρι εκεί όμως».
«Ξέρω τη δουλειά μου, μην ανησυχείς! Το βράδυ κιόλας θα ‘μαι Ουρανούπολη. Αύριο τα χαράματα πάω Άγιο Γαβριήλ, παραλιακά με σκάφος, να κερδίσουμε χρόνο». Ο κοντός έβγαλε ένα καφέ Samsonite σακ–βουαγιάζ κι άρχισε να πετάει μέσα ρούχα και βιβλία, χωρίς να διακόψει το διπλό κάπνισμα.
«Μπράβο. Κάνε τις διαπραγματεύσεις, δώστε τα χέρια, πάρ’ το Μύρο κι έλα γρήγορα. Κοίτα, δε θα στο δώσουν όλο. Μισό μπουκάλι, δε φαντάζομαι παραπάνω. Θα κρατήσουν το υπόλοιπο, θα σου πουν δεν έχει άλλο».
Ένας πιτσιρικάς μπήκε στο γραφείο και σερβίρισε από ένα ποτήρι ντοματοχυμό στους δύο άντρες. Ο Άδωνις κοίταξε το δικό με αποστροφή, ενώ ο κοντός άρχισε να πίνει λαχταριστά, χωρίς πάλι να διακόψει το διπλό κάπνισμα. «Θα τους ζητήσω και πιστοποιητικό γνησιότητας», είπε στο τέλος.
«Μπράβο. Δε μου λες, όλες αυτές οι αφίσες με τις γυναίκες», ο Άδωνις έδειξε γύρω τους τοίχους, «τι...;»
«Είναι Οικωλογικές».
«Μάλιστα. Κι αυτές δε φοράνε καθόλου, θέλω να πω...»
«Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος αλλά πεθαίνει σκλαβωμένος, είπε ο Ρουσσώ. Εμείς, στη Ριζοσπαστική Οικωλογική Σύμπραξη, λέμε επίσης ότι ο άνθρωπος γεννιέται γυμνός αλλά πεθαίνει ντυμένος. Αυτό όμως διορθώνεται».
«Μάλιστα. Κατάλαβα».
Το στέλεχος των Οικωλόγων κούμπωσε το σακ–βουαγιάζ και σηκώθηκε: «Έτοιμος, έφυγα! Αύριο βράδυ παίρνω το ΚΤΕΛ από Θεσσαλονίκη και την επόμενη μέρα τα χαράματα θα σου ‘χω το Μύρο στο γραφείο σου! Είναι θέμα χρόνου, πες πως έγινε!»
Εκείνο το ανοιξιάτικο μεσημέρι, το κινητό του Προέδρου χτύπησε δύο φορές με το ίδιο ακριβώς μήνυμα από δύο διαφορετικούς αριθμούς: ΟΛΑ ΟΚ, ΚΑΝΟΝΙΣΤΗΚΕ. Και ήταν τόσο γλυκό αυτό το μπιπ των μηνυμάτων, πιο μελωδικό κι από κοντσέρτο του Μπετόβεν.
* * * * * * *
Η Ρούλα δεν είχε ιδέα από κλασική μουσική, ήξερε όμως τον Μπετόβεν. Για την ακρίβεια, την Ενάτη του Μπετόβεν. Για την ακρίβεια, τον Ύμνο στη Χαρά από την Ενάτη του Μπετόβεν. Λογικά, για να υπήρχε η Ενάτη, θα υπήρχε και η Ογδόη και η Εβδόμη κ.λπ. μέχρι και η Πρώτη του Μπετόβεν, όμως όλες αυτές ακόμα κι αν τις ήξερε, δεν ήξερε ότι τις ήξερε. Από μικρή στο κόμμα, οικογενειακή παράδοση, γεννήθηκε μάλιστα τη μέρα που ανέλαβε υπουργός οικονομικών ο Γεράσιμος Αρσένης, γι’ αυτό και οι γονείς της την τάξαν στον Άγιο Γεράσιμο και της έδωσαν το όνομα της Ρούλας Κακλαμανάκη. Η ίδια δεν ήταν αυτής της κατεύθυνσης, στην εφηβεία της σημαδεύτηκε από το σκεπτόμενο ΠΑΣΟΚ, τους εκσυγχρονιστές του Σημίτη, κι άφησε πίσω της το οικογενειακό ΠΑΣΟΚ και τις συγκεντρώσεις με τα Κάρμινα Μπουράνα – το μόνο άλλο κομμάτι κλασικής μουσικής που ήξερε.
Θα την έλεγες πολύ όμορφη κοπέλα, αρκεί να έκανες τον διαχωρισμό του Καντ ανάμεσα στο Φαινόμενο Πράγμα και στο Πράγμα Καθ’ Αυτό (an Sich): μακριά ξανθιά χαίτη (Φαινόμενη Ρούλα) με τις ρίζες βαμμένες μαύρες (Ρούλα an Sich), μάτια μελιά (Ρούλα an Sich) που γίνονταν τεράστια με eyeliner, σκιές και μάσκαρα (Φαινόμενη Ρούλα), μεγάλο και καλογραμμένο στόμα (Ρούλα an Sich) με το σταφύλι του ήλιου στα χείλη της από κραγιόν, μολύβι και lipgloss (Φαινόμενη Ρούλα). Το είχε καταλάβει από μικρή ότι δεν στέκεις αν δεν είσαι ξανθιά και δεν είναι όλα πάνω σου μεγάλα. Δεν ήταν όλα επάνω της μεγάλα κι αυτό το αντιμετώπιζε με δημιουργική λογιστική: ενισχυμένα σουτιέν και κινέζικα φορμάκια που μετατοπίζουν το λίπος της κοιλιάς στο στήθος. Πάντως οι αγουροξυπνημένοι πρωινοί επιβάτες του ΚΤΕΛ Νομού Αττικής στην Πλατεία Αιγύπτου, έβλεπαν σ’ αυτήν μια χορταστική εικόνα ανάπτυξης και ευμάρειας χωρίς να υποψιάζονται τα κρυμμένα ελλείμματα και τα greek statistics.
H Ρούλα κατέβηκε από το λεωφορείο, έπνιξε ένα χασμουρητό και τίναξε μερικές φορές τα χέρια της να ξεπιαστεί. Αυτό το ολονύχτιο ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα ήταν σκότωμα... Λίγος και κακός ύπνος, κούραση και πονεμένος αυχένας. Γιατί στο λεωφορείο πάντα υπάρχει και κάποιος που ροχαλίζει σ’ όλη τη διαδρομή; Η κοπέλα κοίταξε το ρολόι της, είδε ότι ήταν επτά και τέταρτο και συλλογίστηκε πως ίσα–ίσα προλάβαινε να πιει έναν καφέ, να κάνει έναν σαρωτικό ανασχηματισμό στο μακιγιάζ της και να είναι οκτώ η ώρα στο Σύνταγμα, στο περίπτερο της κυβερνητικής καμπάνιας: Ένα Νεφρό Για Την Πατρίδα. Περπάτησε με βαριά βήματα στο χώρο των αποσκευών να πάρει το σακ-βουαγιάζ της, προσπερνώντας έναν κοντό φαλακρό με δύο τσιγάρα στο χέρι που σκουντουφλούσε από τη νύστα. Πού ήταν το σακ-βουαγιάζ; Α, νάτο. Η Ρούλα πήρε το καφέ Samsonite της από τις αποσκευές και το έσυρε ως το διπλανό καφενείο.
Μετά από δέκα λεπτά κι έναν μισοτελειωμένο καφέ, αποφάσισε πως είναι ώρα να φτιάξει τη Φαινόμενη Ρούλα και να ξεκινήσει για το Σύνταγμα. Άνοιξε το Samsonite να πάρει το τσαντάκι με το μακιγιάζ κι έμεινε. Μέσα εκεί αντίκρυσε αντρικά ρούχα (και εσώρουχα), κούτες τσιγάρα, μια σειρά βιβλίων οικωλογικού περιεχομένου, κι ένα μικρό μαύρο κουτί με κλειδαριά. Πήρε λάθος σακ–βουαγιάζ... Γαμώτο! Κάποιος άγνωστος θ’ ανοίξει ανύποπτος το δικό του και θα βρει, αντί για τα ρούχα και τα βιβλία του, το μακιγιάζ και τα κινέζικα φορμάκια της. Πολύ γαμώτο! Και τώρα τι κάνουμε; Η Ρούλα πήρε μερικές χαρτοπετσέτες κι έτρεξε στην τουαλέτα του καφενείου να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται από το μακιγιάζ της. Μετά από λίγα λεπτά αγωνίας, αποφάσισε πως ούτε αλλάζει ούτε βουλιάζει, οπότε βγήκε έξω και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Τώρα ό,τι έγινε έγινε, πάμε στο Σύνταγμα με βάρκα την ελπίδα. Αλήθεια, τι να είχε αυτό το μαύρο κουτί στο Samsonite του οικωλόγου;
Η Ρούλα ξαναγύρισε στην καφέ αποσκευή. Όπως κι η δικιά της, είχε μια θήκη με φερμουάρ στα πλάγια, την άνοιξε και βρήκε μέσα ένα κλειδάκι που φώναζε ότι είναι φτιαγμένο για μικρά κουτιά. Ξεκλείδωσε το μαύρο αίνιγμα και κοίταξε μέσα: ένα χαρτί κι ένα μισογεμάτο μπουκαλάκι πάνω σε στρώσεις από βαμβάκι. Τα περιεργάστηκε με ενδιαφέρον. Πιστοποιητικό γνησιότητας για το Μύρο της Αμφίπλευρης Διεύρυνσης; Η Ρούλα διάβασε το χαρτί και γούρλωσαν τα όχι τόσο μεγάλα με το ημιμακιγιάζ μάτια της. Είναι δυνατόν; Μα τι γράφει εδώ πέρα!
Ξαφνικά το βλέμμα της έπεσε στο ρολόι του καφενείου. Οκτώ παρά είκοσι, φύγαμε! Έκλεισε το Samsonite και πήγε στα ΚΤΕΛ δίπλα να το αφήσει ζητώντας, αν εμφανιστεί ο ιδιοκτήτης του, να το κάνει τράμπα με το δικό της. Το μαύρο κουτί το κράτησε. Αποφάσισε να ρισκάρει με ένα περαστικό ταξί αντί να περπατήσει προς τη στάση του μετρό, και φυσικά έφτασε στο Σύνταγμα ένα τέταρτο καθυστερημένη. Ο Γρηγόρης την περίμενε στο περίπτερο της καμπάνιας φανερά εκνευρισμένος.
«Πού ‘σαι, ρε κορίτσι μου, κι ετοιμαζόμουν να σε πάρω τηλέφωνο...»
«Συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη» άρχισε να λέει η Ρούλα, «καθυστέρησε το λεωφορείο, ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, ούτε καφέ δεν ήπια».
Ο Γρηγόρης μούγκρισε αλλά δε σχολίασε. «Πώς τα πήγατε στη Θεσσαλονίκη;» ρώτησε τελικά.
«Άσε, χάλια. Εικοσιέξι νεφρά, οκτώ πνεύμονες, ένα – πώς το λεν αυτό με την ινσουλίνη;»
«Πάγκρεας».
«Ναι, ένα τέτοιο, και τέσσερα συκώτια για την πατρίδα. Κι ένα τηλέφωνο επίσης. Χάλια μαύρα»
«Το τηλέφωνο είναι για την πατρίδα;»
«Το τηλέφωνο μου το ‘δωσε ένας βρωμόγερος που του γυάλισα, ο κύριος Μενέλαος. Συνταξιούχος διπλωματικός ακόλουθος στην Ιαπωνία, λέει. Μπρρρ! Τι να πω για τη Θεσσαλονίκη, ρε Γρηγόρη, 30% κάτω απ’ το στόχο πέσαμε... Ούτε μια καρδιά δε δώσαν».
«Δεν έχει καρδιά αυτή η πόλη».
«Αθήνα και πάλι Αθήνα. Απείλησε κιόλας το λείψανο ότι θα πάρει το αεροπλάνο να ‘ρθει να με βρει. Άκου να δεις! Αυτός είν’ αρχαίος, ρε. Πρέπει να τον προστατέψει η UNESCO, μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς».
Οι δύο σύντροφοι ετοίμασαν το περίπτερο, τα φυλλάδια, τις φόρμες εγγραφής, την οθόνη με το βιντεοσκοπημένο μήνυμα του πρωθυπουργού και τη μεγάλη επιγραφή στην πρόσοψη: Ο Έχων Δύο Νεφρούς Μεταδότω Εν Διά Την Πατρίδα.
«Γρηγόρη, να σε ρωτήσω κάτι;» θυμήθηκε σε κάποια στιγμή η Ρούλα. «Πιστεύεις ότι είναι δυνατόν να αλλάξουν θέση δύο άνθρωποι;»
«Ναι, φυσικά, όπως ο Παπαθεμελής που πήγε απ’ το κόμμα στη Νέα Δημοκρατία κι ο Μάνος που έκανε το ανάποδο».
«Όχι μωρέ, δεν εννοώ αυτό. Να μπει ο ένας στη θέση του άλλου, καταλαβαίνεις; Να αλλάξουν το εσωτερικό τους, πώς να το πω;»
«Ρε Ρούλα, δώσε κάνα φυλλάδιο στον κόσμο κι άσ’ τις βλακείες», έκανε κουρασμένα ο Γρηγόρης.
«Άντε, καλά». Η Ρούλα αφοσιώθηκε στην αποστολή της.
Συγκινούμαι ειλικρινά όταν άνθρωποι του μόχθου με σταματάν στο δρόμο και μου λένε ότι για την πατρίδα προσφέρω κι ένα νεφρό, έλεγε ξανά και ξανά ο βιντεοσκοπημένος Γιώργος Παπανδρέου από την οθόνη. Η ώρα περνούσε και δεκάδες άνθρωποι σταμάτησαν στο περίπτερο να ενημερωθούν και να προσφέρουν τους ιστούς τους για την πατρίδα. Η Ρούλα χρειαζόταν μόλις δύο νεφρά ακόμα για να πιάσει τον στόχο και τότε ήταν που βρήκε να σκάσει μύτη ο κύριος Μενέλαος:
«Κυρία Ρούλα, καλημέρα, πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω!»
«Εγώ δε χαίρομαι καθόλου» του απάντησε αυτή από μέσα της. Απ’ έξω είπε ότι πώς, κι αυτή χαίρεται, πολύ ευχάριστο που ξανασυναντιούνται και τι έκπληξη ήταν αυτή, μήπως θέλει να προσφέρει κάνα νεφρό για την πατρίδα; Ο Γρηγόρης παραδίπλα προσπαθούσε να πνίξει ένα χαμόγελο και μιλούσε με κάτι προσκόπους.
«Ήρθα πριν λίγο από τη Θεσσαλονίκη», συνέχισε ατάραχος ο κύριος Μενέλαος. «Ήθελα να σας μιλήσω, κυρία Ρούλα, για κάποια θέματα που πιστεύω ότι θα σας ενδιαφέρουν πολύ». Είχε πατημένα τα –ήντα και μάλιστα βρισκόταν πολύ πιο κοντά στα –όντα παρά στα –άντα. Φορούσε σκούρο κουστούμι και τα γκρίζα μαλλιά του ήταν αραιά, σαν προεκλογική συγκέντρωση των Οικολόγων Πράσινων. Η παρουσία του ανέδινε ένα άρωμα από παλιό χαρτοφύλακα, από γυαλιά πρεσβυωπίας, από αρχείο εγγράφων κλειδωμένο σε σκαλιστό ξύλινο ερμάρι.
«Α, ναι; Πολύ ωραία», σχολίασε η Ρούλα. «Γρηγόρη» σώσε με! ούρλιαξε από μέσα της, «μήπως χρειάζεσαι καθόλου βοήθεια;»
«Όχι, εντάξει, τα καταφέρνω μια χαρά, μην ασχολείσαι» της απάντησε αυτός.
Μια ψηλόλιγνη φιγούρα περπατούσε εκείνη τη στιγμή προς την πλατεία Συντάγματος κι όλα επάνω της φώναζαν ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν μόνο οι εφημερίδες που κρατούσε – Έθνος, Τα Νέα, Το Βήμα, Ελευθεροτυπία, Καρφί, Νίκη. Δεν ήταν μόνο το αγουροξυπνημένο ύφος και το μάτι που γυάλιζε για καφεΐνη, σταλιά σταλιά κι αχόρταγα τον πίνω τον φραπέ μου. Ήταν κυρίως το τεράστιο μουστάκι–τομή στο πρόσωπό του, που προσέδιδε μια σημειολογία αποπυρηνικοποιημένου Δήμου, επαρχιακού φεστιβάλ και οδού Ηρώων Πολυτεχνείου. Ο Χάλογουϊν Τζακ πίεσε τον εαυτό του να διανύσει τις λίγες δεκάδες μέτρων που τον χώριζαν ακόμα από το καφενείο της πλατείας και τη μελέτη των εφημερίδων.
Ξαφνικά χτύπησε η εφαρμογή ChickAlert στο κινητό του. Το έβγαλε και διάβασε την οθόνη: ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΟ ΘΗΛΥΚΟ ΣΤΑ 30 ΜΕΤΡΑ. Όλη η νύστα τού έφυγε μεμιάς. Πέταξε τις εφημερίδες στο πρώτο καλάθι κι άρχισε να βολτάρει γύρω γύρω ακολουθώντας την ένδειξη του ανιχνευτή στο κινητό: 25 μέτρα, 20, 15, 10... Σήκωσε το κεφάλι και την είδε. Καθόταν στο περίπτερο της κυβερνητικής καμπάνιας και μιλούσε μ’ έναν γέρο. Ο Χάλογουϊν Τζακ έβγαλε τα ειδικά βιομετρικά γυαλιά του, τα φόρεσε και τη σκανάρισε:
Θηλυκός φαινότυπος σε ηλικία γονιμοποίησης με άφθονες ενδείξεις υγείας και ικανότητας επιτυχούς κύησης, διαβίβασαν τα γυαλιά στον εγκέφαλό του. «Ωραία γκόμενα!» μουρμούρισε ο Χάλογουϊν Τζακ.
Αναλογία μέσης/γοφών κοντά στο βέλτιστο 0,7 και μεγάλη αμφιλαγόνιος διάμετρος, διαβίβασαν πάλι τα γυαλιά στον εγκέφαλό του. «Και ωραίος κώλος!» ξαναμουρμούρισε ο Χάλογουϊν Τζακ.
Ενδυματολογική επαύξηση φαινοτυπικών δεικτών παραγωγής οιστρογόνου για θηλασμό και επιτυχή κύηση, διαβίβασαν ακόμα μια φορά τα γυαλιά στον εγκέφαλό του. «Χμ... ψεύτικο στήθος», παρατήρησε ο Χάλογουϊν Τζακ. «Δεν πειράζει, ορμάμε!»
«... ήμουν κι εγώ στο κόμμα απ’ τη δεκαετία του ’70 κιόλας», έλεγε εκείνη τη στιγμή ο κύριος Μενέλαος. «Είδα αμέτρητους ανθρώπους. Να ξεκινούν απ’ το μηδέν και να φτάνουν στην κορυφή».
«Α, ναι; Πολύ ενδιαφέρον» απάντησε στωικά η Ρούλα.
«Στην αρχή δεν τους γνώριζε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους, στο τέλος όμως αγόρασαν όλη την πολυκατοικία με τον θυρωρό μαζί. Μπορώ να σας προωθήσω, έχω πολλές επαφές».
«Έτσι, ε;»
«Βεβαίως. Με τις συμβουλές και τις γνωριμίες μου, μια μέρα θα γίνετε γενική διευθύντρια σε υπουργείο. Να βγούμε το βράδυ οι δυο μας, κάπου ήσυχα, και να σας τα πω αναλυτικά».
«Θέλετε να με συμβουλέψετε ή να με γαμήσετε;» τον ρώτησε η Ρούλα γλυκά–γλυκά.
«Μα φυσικά να σας συμβουλέψω, κυρία Ρούλα, δεν εννούσα καθόλου ότι–»
«Ρωτάω, γιατί αν θέλετε να με γαμήσετε, θα χρειαστεί να δώσετε και τα δύο νεφρά για την πατρίδα, να πιάσω τον στόχο», τον πληροφόρησε η Ρούλα. «Ισχύουν ακόμα οι καλές σας προθέσεις;»
«Ε εντάξει τώρα, είπα να κάνω μια καλή πράξη κι εσείς–».
«Μάλιστα, δεν ισχύουν».
«Μα απλώς να βγούμε σήμερα βράδυ σας ζήτησα, να τα πούμε λίγο πιο άνετα...» γκρίνιαξε ο κύριος Μενέλαος.
«Σήμερα βράδυ όμως το κορίτσι είναι πιασμένο», είπε ο Χάλογουϊν Τζακ που εισέβαλε ξαφνικά, «είχαμε πει να πάμε για φαγητό, το ξέχασες;»
«Αχ ναι, σωστά, το ξέχασα εντελώς», έκανε η Ρούλα κοιτώντας τον σωτήρα της, «σήμερα έχω έξοδο...»
«... στην ταβέρνα Ο Μπαξές στο Τουρκολίμανο. Οκτώ η ώρα».
«... ακριβώς. Συγνώμη, κύριε Μενέλαε, μια άλλη φορά». Το άρωμα του παλιού καλού ΠΑΣΟΚ γέμισε τα ρουθούνια της, ένα άρωμα που ήξερε κι από την οικογένειά της. Μέτρησε αστραπιαία τον σωτήρα της από πάνω ως κάτω κι αποφάσισε ότι της θύμιζε τον πατέρα της, καλό σημάδι. Ταβέρνα Ο Μπαξές στο Τουρκολίμανο, οκτώ η ώρα, είπε μέσα της.
«Α, εντάξει, ίσως αύριο θα μπορούσαμε να–» δοκίμασε ο κύριος Μενέλαος.
«Τα λέμε το βράδυ, συντρόφισσα!» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ και πριν αποχωρήσει, της πλάσαρε με τρόπο την κάρτα του. «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες».
«ΟΚ, οκτώ η ώρα!» είπε η Ρούλα.
«Θα σας τηλεφωνήσω αύριο, κυρία Ρούλα», έλεγε ο κύριος Μενέλαος αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία, «ακούστε με και δε θα χάσετε».
«Ναι, ασφαλώς» απάντησε η Ρούλα, καθώς κοιτούσε την κάρτα που της άφησε ο καινούργιος της φίλος: Χάλογουϊν Τζακ, αντιδεξιός σύλλογος Τα Διαμαντόσκυλα, ένα τηλέφωνο και μια διεύθυνση κάπου στο Χαϊδάρι. Ο πράσινος ήλιος πάνω δεξιά στην κάρτα, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία.
* * * * * * *
«Έπιασα την Μπράντφορντ και την Οσναμπρίκ» εξηγούσε ο Αραφάτ, ένας άντρας απροσδιόριστης ηλικίας με παλαιστινιακό φουλάρι, μακριά μούσια και σκούφο, «αν πιάσω και τη Σιμιζού στον αγώνα 162, βγάζω τη χασούρα». Έδειχνε ένα δελτίο Πάμε Στοίχημα στον Ρόκκο Χοϊδά, που τον άκουγε με ύφος υπέρτατης αποστροφής καθώς μαστόρευε κάτι μικροτσίπ σε μια πλακέτα. «Έρχομαι στα λεφτά μου, αρκεί να κάνει το θαύμα της η Σιμιζού».
«Παίζεις Στοίχημα, ρε Αραφάτ, ενώ την ίδια ώρα η Δεξιά μπορεί να απεργάζεται ακατονόμαστα σχέδια» γκρίνιαξε ο Ρόκκος Χοϊδάς, ένας γκριζομάλλης εξηντάρης. Οι δύο άντρες κάθονταν στο συνεργείο του μικρού μαγαζιού στο Χαϊδάρι, με τους τοίχους του γεμάτους από κατσαβίδια και ξεβράκωτες, ένα μαγαζί που γνωρίζουμε ήδη πολύ καλά.
«Η Δεξιά κοιμάται», είπε ο Αραφάτ, «το Αρχηγείο δεν ειδοποίησε για τίποτα. Άρα και τα μυαλά στη Σιμιζού».
«Η Δεξιά δεν κοιμάται ποτέ! Ο αγώνας συνεχίζεται διαρκώς».
«Χο, σύντροφοι!» έκανε ο Χάλογουϊν Τζακ, που εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή στο μαγαζί. «Ο αγώνας αναβάλλεται, παίζει γυναίκα!»
«Άντε, ρε. Καλή;» ρώτησε ο Αραφάτ. «Πού τη γνώρισες;»
«Στο περίπτερο της κυβερνητικής καμπάνιας, στο Σύνταγμα. Καλή, πολύ καλή. Και συντρόφισσα».
«Για κάνε περιγραφή».
«Να σου πω, νομίζω ότι μπορώ να βοηθήσω» είπε ο Ρόκκος Χοϊδάς, «μισό λεπτό να φέρω την τελευταία μου εφεύρεση». Εξαφανίστηκε στο συνεργείο του βάθους, ενώ ο Χάλογουϊν Τζακ έκανε αναλυτική περιγραφή της Ρούλας στον Αραφάτ. Ο γκριζομάλλης ξαναγύρισε μετά από λίγο μ’ ένα σπρέι κολώνιας: «Σύντροφοι, ιδού ο Φαινομενολογικός Ερμηνευτής».
Τα άλλα δύο Διαμαντόσκυλα κοίταξαν το σπρέι με απορία. «Τι πράμα;»
«Είναι ενισχυτικό πραγματικότητας – κατά βάση, ένας φορητός αρνητικός ιονιστής με ενσωματωμένη μονάδα υψηλής τάσης και χαμηλής έντασης, δυναμοδοτούμενος από μπαταρία ηλίου των 25 kV. Φοριέται σαν κοινή κολώνια και επηρεάζει τα γυναικεία αντιληπτικά κέντρα δημιουργώντας μια εναλλακτική ερμηνεία της πραγματικότητας».
«Πώς δηλαδή;»
«Κάνει και την πιο απλή κουβέντα ν’ ακούγεται βαθυστόχαστη. Και το πιο απλό αστείο να φαντάζει ξεκαρδιστικό. Και την πιο απλή πράξη να αποκτά ρομαντικές προεκτάσεις. Ο Ερμηνευτής προσδίδει βάθος στο γενετήσιο ένστικτο, εκτινάσσοντάς το στη σφαίρα ενός ποιήματος του Δροσίνη».
«Α, ναι;» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ. «Δεν ξέρω όμως, φοβάμαι να βάλω τέτοιο πράμα πάνω μου, με τόσο ηλεκτρισμό και kV…»
«Κανένας κίνδυνος αν ακολουθήσεις τις οδηγίες χρήσης. Έχει και άρωμα λεβάντα».
«Σύντροφε», είπε ο Αραφάτ, «θα είμαστε μαζί σου απόψε με το μυαλό. Θα σε συνοδεύουν οι ευχές μας κι εσύ αύριο θα μας τα διηγηθείς όλα. Ο δικός σου αγώνας είναι και δικός μας, ελάτε να δώσουμε τον όρκο!». Βγάλανε γρήγορα το κάδρο με τη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη. Υπό τη σκιά της, οι τρεις άντρες ακούμπησαν τις παλάμες τους, με τον αντίχειρα και το μικρό δάχτυλο κλειστό, τα τρία μεσαία δάχτυλα τεντωμένα, σχηματίζοντας έτσι το σύμβολο των Διαμαντόσκυλων: έναν Ανατέλοντα Ήλιο με Εννιά Ακτίνες. «Μας οδηγεί!»
* * * * * * *
Το βράδυ στο Τουρκολίμανο κυλούσε όμορφα και για τους δύο συντρόφους. Η Ρούλα ήταν ικανοποιημένη γιατί βρήκε πολύ περισσότερο ενδιαφέρον στον καινούργιο της φίλο απ’ ό,τι περίμενε. Είχε έρθει χωρίς μεγάλες προσδοκίες, όμως ανακάλυψε έναν άντρα ταυτόχρονα απλό αλλά και πολυδιάστατο. Δωρικό κι ανεπιτήδευτο, όμως ευαίσθητο και σοφιστικέ. Έναν άντρα που ήταν αθώος αλλά και περπατημένος, παιδικός αλλά και πατρικός, ήξερε να γίνεται αστείος εκεί που πρέπει, σοβαρός εκεί που πρέπει, να ακούει όταν πρέπει κι όταν μιλάει να λέει μόνο λόγια ουσίας. Πάνω από όλα όμως ήταν γνήσιος, ήταν ο εαυτός του. Καταπληκτικό ραντεβού.
Ο Χάλογουϊν Τζακ ήταν ικανοποιημένος γιατί η βραδιά έδειχνε ότι μπορεί να κλείσει με σεξ.
Σε κάποια στιγμή, η κοπέλα ζήτησε συγνώμη και πήγε στην τουαλέτα. Ο καθρέφτης, ο καλύτερος φίλος της γυναίκας. Στάθηκε μπροστά του κι εξέτασε τη δημόσια παρουσία της: είχε φορέσει το μακρύ κόκκινο φουστάνι, εκείνο που την κάνει να μοιάζει πυρκαγιά. Όλα τα κινέζικα φορμάκια της ήταν στη χαμένη βαλίτσα, οπότε αναγκάστηκε να κάνει λίγη έξτρα δημιουργική λογιστική με χαρτοπετσέτες μέσα στο σουτιέν. Όμως ψυχανεμιζόταν ότι η βραδιά μάλλον θα κατέληγε βιολογική, κι επειδή το σουτιέν είναι ο χειρότερος εχθρός του άντρα, τις έβγαλε και τις πέταξε στο καλάθι. Καλύτερα η εμπορική της αξία να συμβαδίζει με την αντικειμενική της αξία, γιατί αργότερα υπήρχε περίπτωση να γίνει πραγματογνωμοσύνη. Όλα τα υπόλοιπα ήταν στη θέση τους, μακιγιάζ, μαλλιά, κραγιόν, άψογα. Επέστρεψε πίσω στο τραπέζι για τον δεύτερο γύρο. «Ήρθα! Τι λέγαμε;»
«Γι’ αυτό το Μύρο της Αμφίπλευρης Διεύρυνσης που βρήκες», της θύμισε ο Χάλογουϊν Τζακ.
«Α, σωστά. Να, εδώ το ‘χω». Έβγαλε το μπουκαλάκι από την τσάντα της και του το έδωσε. «Μα είναι δυνατόν ν’ αλλάξουν θέση δύο άνθρωποι;! Το πιστεύεις;»
«Βλακείες». Το περιεργάστηκε λίγο και της το επέστρεψε. «Κάνα αφροδισιακό που απευθύνεται σε παντρεμένους. Θα υπάρχουν τίποτα πονηρά υπονοούμενα σ’ αυτήν την Αμφίπλευρη Διεύρυνση». .
«Α, δεν ξέρω, εγώ είμαι ακόμα ελεύθερη».
«Κι έτσι να μείνεις. Ο γάμος είναι μια ρουτίνα και το σεξ των παντρεμένων μια τυπική διαδικασία, χε!» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ. Έδιωξε έναν μαύρο που πουλούσε CD κι η Ρούλα θαύμασε την αποφασιστικότητά του. «Μετά τον πρώτο χρόνο, όλα είναι μια φωτοτυπία του σαββατοκύριακου».
«Δηλαδή;» τον ρώτησε αυτή κρεμασμένη από τα χείλη του.
«Ε, καταλαβαίνεις. Η ίδια ακριβώς σκηνή κάθε σαββατοκύριακο, ξανά και ξανά. Πεδίο μάχης: το κρεβάτι. Ταλαιπωρημένα σκεπάσματα, δύο στρατοί να κείτονται αμοιβαία νικητές και νικημένοι. Τα ξέρεις όλα αυτά. Οράματα με φουσκωμένες κοιλιές, με διάφορους φίλους να ρωτάνε αν θα ‘ναι αγοράκι ή κοριτσάκι, και πάντα ο ένας απ’ τους δυο να σκέφτεται ότι ήπιε πάρα πολύ. Στο τέλος, κάποιο χέρι κινείται προς το πορτατίφ, καληνύχτα – καληνύχτα και το δωμάτιο σκοτεινιάζει, THE END. Εντελώς ρουτίνα. Γι’ αυτό σου λέω, υπάρχει λόγος σοβαρός που έμεινα ανύπαντρος. Αυτά μου τύχαν, δυστυχώς, μα τ’ αγαπάω, ευτυχώς, και να ένας λόγος σοβαρός που ‘μαι ωραίος».
Η Ρούλα είχε μείνει να τον ακούει γοητευμένη. Αυτός ο άντρας είχε ουσία! Εντελώς διαφορετικός απ’ όλους όσους είχε γνωρίσει προηγουμένως. Ακόμα κι η κολώνια λεβάντα που φορούσε ήταν ερωτική, ενώ το μουστάκι του είχε κάτι το απροσδιόριστα φαλλικό. «Εμ, το σεξ δεν είναι και το σημαντικότερο σε μια σχέση...» έκανε.
«Σωστά», συμφώνησε ο Χάλογουϊν Τζακ ξαναδιώχνοντας τον μαύρο με τα CD. «Υπάρχουν τόσα άλλα σημαντικότερα».
Φώναξαν το γκαρσόνι, πλήρωσαν και βγήκαν έξω στο βραδινό Τουρκολίμανο. Τα φώτα των καραβιών αντανακλούσαν πάνω στα νερά. «Έχω μια γκαρσονιέρα εδώ κοντά» παρατήρησε ο Χάλογουϊν Τζακ κι η Ρούλα θαύμασε την προνοητικότητά του. Ναι, αυτός σίγουρα ήταν ένας άντρας με προσωπικότητα, ένα αρσενικό που άξιζε να του δωθεί, ώστε η ένωσή τους να έχει διάσταση πέρα από το απλό σωματικό ένστικτο της αναπαραγωγής.
«Δεν ξέρω, νομίζω ότι δεν πρέπει...» του είπε, εννοώντας το αντίθετο.
«Πράγματι, δεν πρέπει» είπε ο Χάλογουϊν Τζακ κοιτώντας για κανένα περαστικό ταξί.
«Πράγματι, δεν πρέπει» είπε κι ο μαύρος με τα CD δίπλα τους. Το πιστόλι στα χέρια του δεν κολλούσε με τίποτα στον προηγούμενο ερωτισμό της βραδιάς. «Θα ‘ρθετε μαζί μου κι οι δυο σας, ούτε κιχ γιατί σας την άναψα» συμπλήρωσε.
Δύο ζευγάρια έκπληκτα μάτια συνάντησαν ένα βλέμμα ξιφομάχου. «Μη με κοιτάτε έτσι, έχω ξανασκοτώσει άνθρωπο». Ο τύπος βρέθηκε πίσω τους με μια σβέλτη κίνηση κι έχωσε το πιστόλι στα πλευρά του Χάλογουϊν Τζακ. «Εμπρός, πάμε!» Η Ρούλα πήγε να διαμαρτυρηθεί, όμως όταν ένιωσε κι αυτή το σκληρό ατσάλι στην πλάτη της προχώρησε σαν υπνωτισμένη.
Οι τελευταίοι πελάτες θα γύριζαν αργότερα στα σπίτια τους και θα σκέφτονταν πως ήταν μια απελπιστικά συνηθισμένη βραδιά• οι άντρες μόνο θα θυμόντουσαν την κουκλάρα με τα κόκκινα, παρέα μ’ έναν απελπιστικά συνηθισμένο τύπο – θα ‘θελαν να ‘ξεραν, τι του έβρισκε;
(συνεχίζεται εδώ)