Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

Έγκλημα στο μοναστήρι

Ο Γέροντας Ευθύμιος της Ιεράς μονής Παναγίας της  Παλιοκαστρίτσας σηκώθηκε από το κρεβάτι βαριεστημένα αργά το πρωί των Χριστουγέννων.

Εκτός από τα υπόλοιπα καθήκοντα του έχει αναλάβει να ταΐζει και τις κότες  της μονής.

Βγαίνοντας από το κελί του κοιτάζει  και κάνει την καθημερινή του εκτίμηση για τον καιρό.

Καθώς προχωράει προς τα κοτέτσια βλέπει στην μέση στο παρκινγκ  της μονής  κάτι που τραβάει την προσοχή του.

Πλησιάζει και η ανάσα του κόβεται.

Ένας άνδρας ακίνητος είναι πεσμένος κάτω.

Προσπαθεί να τον σηκώσει και διαπιστώνει με τρόμο ότι ο άνδρας είναι νεκρός.

Γυρνάει τρέχοντας στο μοναστήρι και ξυπνάει  τον Ηγούμενο.

Ο αξιωματικός υπηρεσίας του τοπικού αστυνομικού τμήματος στέλνει τον μοναδικό αστυνομικό με το  μοναδικό περιπολικό .

Πράγματι ο πεσμένος άνδρας είναι νεκρός στην μέση του έρημου παρκινγκ.

Ο επιθεωρητής Γρηγορίου της διεύθυνσης εγκληματολογικού  κοιμάται με τα πόδια επάνω στο γραφείο και το στόμα ανοιχτό.

Τον βασανίζει μια χρόνια ιγμορίτιδα.

Τον ξυπνάει απότομα τον κουδούνισμα του υπηρεσιακού τηλεφώνου.

Φοράει το παλτό του και βγαίνει στο προαύλιο.

Χρειάζεται δύο χρόνια ακόμα για να συνταξιοδοτηθεί.

Η μετάθεσή του στην Κέρκυρα ήταν ότι χρειαζόταν στην ηλικία του.

Το τελευταίο έγκλημα που έγινε στο νησί ήταν πριν δέκα χρόνια όταν ο παπάς  ενός ορεινού χωριού σκότωσε την παπαδιά διότι πίστευε ότι τον απατά με τον καντηλανάφτη.

Φτάνει  στο μοναστήρι και δίνει εντολή να απομακρυνθούν όλοι από το πτώμα.

Με την πρώτη ματιά διαπιστώνει ότι  το πτώμα δεν έχει εμφανή τραύματα.

Ο μοναδικός αστυνομικός του τοπικού αστυνομικού τμήματος τοποθετηθεί ταινία σήμανσης γύρω από τον τόπο του εγκλήματος.

Το νοσοκομειακό είναι ήδη στο δρόμο.

Ο ιατροδικαστής του νοσοκομείου απεφάνθη ότι ο ηλικιωμένος άνδρας   είχε δεχθεί χτυπήματα με βαρύ αντικείμενο και έφερε κατάγματα στα πλευρά , στο χέρι και στην σπονδυλική στήλη.

Το τελευταίο χτύπημα στην σπονδυλική στήλη ήταν και το μοιραίο.

Ο επιθεωρητής Γρηγορίου προσπαθεί να συλλέξει πληροφορίες.

Ο δολοφόνος αλλά και το θύμα  είχαν μόνο ένα δρόμο για να ανέβουν στην μονή.

Κανείς δεν υπήρχε εκεί για να τους δει να ανεβαίνουν.

Την ημέρα των Χριστουγέννων το πρωί και μάλιστα σε αυτήν την ερημιά δεν  υπήρχε κανείς άλλος  εκτός από το θύμα και τον δράστη.

Γύρω από τον τόπο του φόνου δεν υπήρχε κανένα ίχνος πάλης.

Τι είχε συμβεί;

Ο επιθεωρητής Γρηγορίου βρισκόταν μπροστά σε ένα ανεξήγητο μυστήριο.

Επιστρέφει στην πόλη γεμάτος σκέψεις.

Μέχρι το μεσημέρι έχει στην διάθεση του όλα τα στοιχεία του θύματος.

Ηλικιωμένος χαμηλοσυνταξιούχος , ακτιβιστής της αριστεράς ,  συγγραφέας φανταστικών ιστοριών και γνωστός στους φιλολογικούς κύκλους  της πόλης.

Ποιος μπορεί να ήθελε τον θάνατό του.

Η μόνη εχθρός του ήταν μια επίσης ώριμη ευτραφής συγγραφέας αριστερών ρομάντζων  τύπου Αρλεκίν .

Το άλλοθι της είναι ατράνταχτο.  Την ώρα του εγκλήματος  βρισκόταν στο Έμεραλ στο Σαρόκο από όπου αγόρασε ένα κιλό  μελομακάρονα , τέσσερα  γαλακτομπούρεκα και δύο ζαμπονοτυρόπιτες.

Το υπουργείο προστασίας του πολίτη πίεζε αφόρητα να υπάρξει αμέσως αποτέλεσμα της έρευνας του εγκληματολογικού διότι διάφορες αριστερές ομάδες και οργανώσεις είχαν αρχίσει να βγάζουν ανακοινώσεις.

Έκαναν σαφείς υπαινιγμούς για   παρακρατικούς κύκλους που βρισκόταν πίσω από το έγκλημα. 

 Οι πιο ακραίοι μιλούσαν και πιθανή ανάμιξη ξένων μυστικών υπηρεσιών.

Ένας γνωστός μουσικοσυνθέτης του νότου  ετοίμαζε ένα νέο ορατόριο με τίτλο «Το ορατόριο του νεκρού αδελφού» .

Μάλιστα, επειδή η αριστερά ζούσε στην δίνη του γουόκ κινήματος,  ήταν έτοιμος , εάν το έγκλημα είχε σεξουαλικό κίνητρο να το μετατρέψει σε «Ορατόριο της νεκρής αδελφής».

Για να μην πολυλογούμε, τελικά η υπόθεση μπήκε στο αρχείο ανεξιχνίαστων εγκλημάτων και ο επιθεωρητής Γρηγορίου μετατέθηκε  στο νησάκι  Κίναρος του Αιγαίου όπου έχει μόνο μια κάτοικο.

Εκεί δεν υπάρχει καμία περίπτωση να γίνει  έγκλημα  εκτός αν ο ίδιος ο επιθεωρητής σκοτώσει την μοναδική κάτοικο του νησιού.

Αυτά αγαπητοί μου  φίλοι συνέβησαν σε  ένα παράλληλο σύμπαν.

Ως γνωστόν , σύμφωνα με την θεωρία των παράλληλων συμπάντων, η ιστορία συμβαίνει με πολλούς τρόπους και σύμφωνα με τις επιθυμίες  του κάθε ενός.

Εμείς όμως γνωρίζουμε μόνο την δική μας εκδοχή, του δικού μας σύμπαντος,  και αυτήν ακριβώς θα εξιστορήσω  αμέσως.

Το πρωί των Χριστουγέννων το θύμα  πηγαίνει στο μοναστήρι.

Δεν πάει να προσευχηθεί διότι η σχέση του με τα θρησκευτικά δρώμενα είναι μάλλον πλημμελής  . Απλώς του αρέσουν, κάτι τέτοιες ώρες, οι ερημιές.

Παρκάρει στο έρημο παρκινγκ και κατευθύνεται ολομόναχος προς το μοναστήρι.

Γύρω του δεν υπάρχει ψυχή.

Κρατάει στο χέρι του ένα πακετάκι κράκερ.

Ξαφνικά δέχεται από πίσω ένα δυνατό χτύπημα στο ύψος του κώλου που τον ξαπλώνει κάτω.

Βάζει το δεξί του χέρι  στην άσφαλτο , γδέρνεται και τραντάζεται μέχρι τον ώμο.

Σκίζεται το παντελόνι του   και το μπουφάν του στον αγκώνα. 

Γυρίζει όπως ήταν ξαπλωμένος και βλέπει έκπληκτος από πάνω του ένα …κριάρι.

Μην έχοντας τι άλλο να κάνει του δίνει ένα ..χαστούκι.

Το κεφάλι του κριαριού γυρνάει δεξιά , βλέπει τα κράκερ του χαμηλοσυνταξιούχου που είχαν πέσει στην άσφαλτο και πέφτει με τα μούτρα στο φαί.

Ώσπου το κριάρι να φάει τα κράκερ,  το θύμα καταφέρνει να σηκωθεί και να φύγει άρον - άρον .

Αυτά, λοιπόν,  αγαπητοί μου συμβαίνουν στο δικό μας σύμπαν.

Τα λέμε αργότερα σε κάποιο άλλο παράλληλο σύμπαν όπου στην διαδρομή για το μοναστήρι η μοναδική επιζήσασα σφήκα από το περσινό καλοκαίρι  μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο του αυτοκινήτου,  τον τσιμπάει , παθαίνει αλλεργικό σοκ, φτάνει στο νοσοκομείο κακήν κακώς και μια νοσοκόμα με ξεκούμπωτα τα τρία πρώτα κουμπιά της μπλούζας της του κάνει ένεση κορτιζόνης και του σώζει την ζωή.

Άργησα λίγο να γράψω την νέα μου νουβέλα διότι  επί δέκα πέντε  μέρες  βάζω διάφορες αλοιφές στο δεξί μου χέρι και κοιμάμαι από το ένα πλευρό.

 

Πολλά φιλιά και ευτυχές το νέο έτος.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Όλα σχετικά με την Λουτσίντα


 Με την Λουτσίντα γνωριστήκαμε  σε μια στιγμή  ιδιαίτερα κρίσιμη και δραματική για αυτήν.

Πριν είκοσι τρία χρόνια ήρθε σέρνοντας ‘έξω από  εργαστήριο μου.

Την είχε πατήσει κάποιο τροχοφόρο στην μέση.

Από την μέση και πίσω ήταν σε απελπιστική κατάσταση.

Σερνόταν με τα μπροστινά της πόδια και νιαούριζε σπαρακτικά.

Ο  κτηνίατρος απεφάνθη ότι «μάλλον δεν την βγάζει».

-«Βάλε της νερό και γάλα και αν ενεργηθεί σε κάνα δύο μέρες μπορεί να την γλυτώσει.»  

Σε δύο βδομάδες η Λουτσίντα έβγαινε από την αποθήκη , πιανόταν από το παντελόνι μου και σκαρφάλωνε μέχρι τον ώμο μου όπου και καθόταν μέχρι να την κατεβάσω.

Μόλις ξεθάρρεψε ανέβαινε στο κεφάλι μου.

Είχε βάλει σκοπό να ανέβει όσο ψηλότερα γινόταν.

Δεν  με ενδιέφερε να ασχοληθώ με την ματαιοδοξία της  και αγόρασα σκούφο για να μην μου γδέρνει το κεφάλι.

Την βάφτισα «Λουτσίντα» όχι τυχαία.

Τα χρόνια τα παλιά έκανε δρομολόγια στο Ιόνιο πέλαγος ένα  πλοίο που το έλεγαν «Λουτσίντα».

Οι παλαιοί Κερκυραίοι όταν έβλεπαν κάποια γυναίκα να «κουνιέται»  στο δρόμο προκλητικά  έλεγαν : «Αυτή κουνιέται σαν την Λουτσίντα».

Πολύ αργότερα εμφανίστηκε στην πόλη μας μια συμπαθέστατη ,  περίεργη και μοναχική γυναίκα.

Βαφόταν πολύ έντονα , φορούσε πολύχρωμα ρούχα  και περπατούσε κουτσαίνοντας εξαιτίας ενός προβλήματος του ποδιού της.

Την ονόμασαν «Λουτσίντα» και έτσι την ήξεραν όλοι.

Η γατούλα μου ταίριαζε απολύτως σε όλα αυτά.

Δεν κούτσαινε πλέον,  μεν,  αλλά είχε ένα πολύχρωμο τρίχωμα .

Ακριβώς όπως η Λουτσίντα,  έτσι η δική μου Λουτσίντα έγινε γνωστή και αγαπητή παντού.

Νεαρή ακόμα «εγκαστρώθηκε με κάποιο μούλο  της περιοχής ψυχιατρείου»  καθώς μου αποκάλυψε η Λισάβω.

Ακόμα και εκεί ήταν ξεχωριστή.

Είχε στην κοιλιά την μόνο ένα γατί , πράγμα εξαιρετικά  σπάνιο για γάτες.

Δεν έφτανε αυτό,  το γατί πέθανε στην κοιλιά της και υπήρχε κίνδυνος να πάθει σηψαιμία.

Η κλινική μικρών ζώων ήθελε εκατό ευρώ.

Δεν είχα εκείνη την στιγμή και έκανα έρανο στην γειτονιά.

Έβαλαν όλοι από πέντε ευρώ και συγκεντρώθηκε το ποσόν.

Καισαρική τομή και στείρωση.

Η Λουτσίντα το πρωί ήταν μαζί μου στο εργαστήριο και το μεσημέρι  που πήγαινα σπίτι και ξάπλωνα  στον καναπέ κοιμόταν επάνω μου.

Έτσι περνούσαν τα χρόνια.

Δεν γύρναγα πλευρό για να μην την ξυπνήσω.

Θυμάμαι κάποια φορά την ξαναπάτησε κάποιος  στο ένα πόδι αλλά δεν ήταν πολύ σοβαρό και συνήρθε σχετικά  γρήγορα.

Η Λουτσίντα λόγω της συμβίωσης της με το προλεταριάτο  απέκτησε μια πολύπλευρη μόρφωση.

Λίγο με τις  φιλοσοφικές συζητήσεις  που άκουγε , λίγο που συνήθιζε να κοιμάται πάνω σε  μαρξιστικά βιβλία  που είχα σε μια πρόχειρη βιβλιοθήκη στην αποθήκη,  ήρθε σε επαφή με ανατρεπτικές ιδέες.

Ήταν τότε που μου έφερνε κάθε τόσο ποντίκια.

Είχε επηρεαστεί από την «Σκέψη του Μάο» όπου σε κάποιο απόφθεγμα του είπε : «Δεν μας ενδιαφέρει τι χρώμα έχει η γάτα, αρκεί να πιάνει ποντίκια.»

Μου είχε κουβαληθεί και παλιότερα ένα σκυλάκι που το ονόμασα «Φλού».

Έζησε δεκαεπτά χρόνια και πέθανε επάνω στον πάγκο μου.

Τον βρήκα ένα χειμωνιάτικο πρωινό.

Τον έθαψα δίπλα,  στο παρκινγκ του ψυχιατρείου.

Ήταν στην συμμορία της «Λούλας της κουτσής» και ήταν κολλητός με τον «Τζίνο του ψυχιατρείου».

Δεν ήταν όμως το ίδιο.

Ο Φλού με κοίταζε σαν να έλεγε: «Με ταΐζει …είναι ο Θεός!».

Η  Λουτσίντα  με κοίταζε σαν να έλεγε: « Με ταΐζει… είμαι Θεά».

Ο Φλου σε κοίταγε με ένα βλέμμα  γεμάτο ευγνωμοσύνη και αφοσίωση.

Η Λουτσίντα με κοίταζε με ένα βλέμμα άλλοτε χαδιάρικο,  άλλοτε θυμωμένο και άλλοτε τόσο διαπεραστικό που ανατρίχιαζα.

Τον μεσαίωνα του χριστιανισμού ο Πάπας έβγαλε το πόρισμα ότι οι γάτες είναι όργανα του σατανά και διέταξε την εξόντωση τους.

Εν συνεχεία αυξήθηκε ο πληθυσμός των ποντικών και σε συνδυασμό με την βρώμα και την έλλειψη απορρυπαντικών, εξαπλώθηκε η πανώλη και εξόντωσε τον μισό πληθυσμό της Ευρώπης.

Μαζί εξοντώθηκε από την πανώλη  και ο μισός πληθυσμός της Κέρκυρας.

Η πανώλη υποχώρησε κάποια στιγμή παντού αλλά στην Κέρκυρα τα λαμόγια της αριστοκρατίας διέδωσαν ότι έκανε το θαύμα του ο Άγιος Σπυρίδωνας .

Έτσι , που λέτε, πλούτισαν ακόμα περισσότερο μερικές οικογένειες εις βάρος των πιστών.

Δε βαριέσε!

Όταν βγήκα στην σύνταξη έκανα τελετή λήξης.

Έβαλα ένα τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο,  δυο μπουκάλια κονιάκ , μερικά σοκολατάκια, ξηρούς καρπούς και τα λοιπά.

Στην κορύφωση της τελετής λήξης έριξα το κλειδί του εργαστηρίου στο καναλέτο υπό τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των γειτόνων.

Εν συνεχεία πήρα παραμάσχαλα την Λουτσίντα και πήγα σπίτι μου.

Η Λουτσίντα έμεινε στο σπίτι μία μέρα.

Την επομένη έφυγε και γύρισε στο εργαστήριο.

Μπήκε μέσα από ένα σπασμένο τζάμι και θρονιάστηκε σε μια λουδοβίκεια πολυθρόνα που είχε ξεμείνει του Μιχάλη του ταπετσιέρη. 

Έκτοτε επί πέντε χρόνια , κάθε μέρα , της πήγαινα δύο φορές την ημέρα το φαί της.

Η Λουτσίντα έζησε είκοσι τρία χρόνια.

Έκανα τον υπολογισμό ως εξής.

Ο Σπύρος , ο μπάτσος της γειτονιάς,  πέθανε πριν δεκαέξι χρόνια (σύμφωνα με την χήρα).

Συν πέντε χρόνια που ήταν κατάκοιτος.

Συν δύο χρόνια που τον θυμάμαι να παίζει με την Λουτσίντα  στην  αυλή του, μας κάνουν είκοσι τρία.

Η γηραιότερη γάτα της Κέρκυρας, κατά την  διεύθυνση προστασίας ζώων . Αν ζούσε και ένα χρόνο ακόμα θα ήταν μάλλον η γηραιότερη γάτα της Ελλάδας.

Λίγες μέρες πριν την πρωτοχρονιά του 2025   κατέπεσε.

Σταμάτησε σχεδόν να τρώει.

Έπεσε από το τοιχίο και χτύπησε το πόδι της.

Δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου.

Συμφωνήσαμε με τον γιατρό ότι δεν είχε νόημα να υποφέρει για μερικές μέρες ακόμα.

Έτσι που λέτε.

Γράφω σήμερα λίγα λόγια για την Λουτσίντα  όχι γιατί είμαι  κανένας από τους συνήθεις «φιλόζωους»  των μικροαστικών σαλονιών.

Γράφω διότι εξαιτίας  της Λουτσίντα  κατάλαβα ότι η ύπαρξη μας είναι απολύτως συνδεδεμένη με όλα ανεξαιρέτως τα ζωντανά του πλανήτη.

Θα δημοσίευα μια νουβέλα μια νουβέλα με τίτλο «Καφέ Μιμόζα» αλλά η απώλεια της Λουτσίντα με ανάγκασε να γράψω κάτι σαν επικήδειο  και να δημοσιεύσω , κατ εξαίρεση,  μια φωτογραφία της από τότε που μου  είχε αποκαλύψει  τα πρώτα υπαρξιακά της ερωτήματα.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

«Νερό καλάρει το Fore Peak νερό και τα πανιόλα*».

Κάθε δώδεκα του Δεκέμβρη γιορτάζει ο Άγιος.

Δεν χρειάζεται να ρωτήσουμε «ποιος Άγιος» διότι ως γνωστόν «Ένας είναι ο Άγιος».

Οι πιστοί του Αγίου (μετά από έναν χρόνο ασταμάτητων βλαστημιών εναντίων του )  πηγαίνουν να  ζητήσουν συγχώρεση και να ανάψουν το , αναλόγου μεγέθους,  κερί τους.

Εμείς οι άπιστοι κάνουμε τον περίπατό μας  μακριά από την πολυκοσμία.

Ανηφορίζω  από την «Σπηλιά».

Κάνω την καθιερωμένη  μικρή στάση στην «Λεμονιά».

Θα νόμιζε κανείς ότι σταμάτησα να ξαποστάσω.

Λάθος . Η στάση εδώ έχει το νόημα ενός μικρού προσκυνήματος .

 Πως κάθονται , ας πούμε, αμίλητοι οι πιστοί μπροστά στην εικόνα.

 Κάνει κρύο και ψιλοβρέχει τη νύχτα στη Λεμονιά.

 

Δεν υπάρχει ψυχή στην μικρή πλατεία.

 

Απέναντι θα πρέπει να ήταν  οι «ρετσίνες του Θύμη» και από πάνω το Μπορντέλο της Πολυξένης.

Δίπλα  το γραφείο κηδειών του Μακροπόδη  «Η Μετανάστευσις» και από πάνω το Μπορντέλο της Κουλοχέρως .

Στη γωνία το καφενείο της κυρίας Κούλας  και δίπλα το τσαγκάρικο του κυρ Βασίλη.

Απέναντι η Παναγία η ευαγγελίστρια και πιο δίπλα η ταβέρνα του «Μαύρου».

Φαίνεται ότι η χωροταξία δεν ήταν τυχαία. Ο  τόπος της αμαρτίας , , ο τόπος της εξιλέωσης και αμέσως μετά ο «Μακροπόδης» με το «ταξιδιωτικό του γραφείο».

Κάνει κρύο και ψιλοβρέχει τη νύχτα στη Λεμονιά.

Συνεχίζω το οδοιπορικό στους Άγιους τόπους.

Δεξιά μου θα πρέπει να ήταν ο φούρνος του Μαρτζούκου  και πιο κάτω οι τζιτζιμπίρες του Σαγιαδινού.

Αριστερά μου η ταβέρνα του κυρ Αλέκου του Κουτσού  και παρακάτω οι «κατουρίστρες του  Σγούμπου».

 

Η «Κουλοχέρω» πιο πριν είχε μια κάμερα στην «Μίνα» , στους στάβλους ,  και αργότερα ( μετά τον πόλεμο) μετακόμισε στην Λεμονιά.

 

Ένα φεγγάρι ήταν και στους Άγιους Πατέρες.

 

Ήταν αξιοσέβαστο πρόσωπο. Ακόμα και σήμερα οι παλαιότεροι την θυμούνται με αληθινό σεβασμό.

 

Η Κουλοχέρω βοήθησε πολλές οικογένειες τα χρόνια της πείνας.

 

Μου έχουν πει πολλά για αυτήν άνθρωποι που την πρόλαβαν  .

 

Ήταν φίλη και με τον Νίκο Καββαδία.

 

Όταν ερχόταν στην Κέρκυρα ο Καββαδίας συναντούσε την Κουλοχέρω και  τον κύριο Πέτρο.

 

Έτυχε να τον γνωρίσω τον κύριο Πέτρο πριν πεθάνει και μου μίλαγε συχνά με υπερηφάνεια για τον φίλο του  Νίκο Καββαδία.

 

Συναντιόταν εδώ , σε αυτήν την μικρή , αόρατη και κακόφημη πλατειούλα όταν το καράβι του ποιητή έδενε στην Κέρκυρα.

 

Ακολουθούσε μια δαιδαλώδη διαδρομή από το Καμπιέλο και την Αντιβουνιώτισσα μέχρι να φτάσει στην Λεμονιά .

 

 Ο κύριος Πέτρος  ήταν ένας  γνωστός και αξιοσέβαστος  εύπορος αστός .

 

Δεν έπρεπε να τον σχολιάσουν στην πιάτσα βλέποντάς τον να κατευθύνεται στην κακόφημη πλατειούλα.

 

Συνεχίζω προς την Μίνα

 

Σε αυτήν την πλέον κακόφημη γειτονιά της πόλης τα πολύ παλιά χρόνια ήταν οι «στάβλοι» . 

Αργότερα εδώ ήταν τα μπουρδέλα.

Μετά έγινε   το πολυτελές εστιατόριο και μπαρ  «Stables».  

Τώρα είναι το μπαρ «Jasmine».

Απόψε έχει «live» ο Παναγιώτης και η παρέα του. Η Αφροδίτη , ο Θοδωρής και ο Αποστόλης.

Θα πουν και μερικά τραγούδια από ποιήματα του Νίκου Καββαδία.

Κάθομαι σε μια γωνιά στον πάγκο του μπαρ με ένα ποτήρι κρασί.

Τριγύρω διάφοροι φίλοι.

Βρισκόμαστε με την μυρωδιά.

Η παλιά γειτονιά των μπορντέλων της  Κουλοχέρως και του Καββαδία γεμάτη από νέους.

Τραγουδούν μαζί  με τους μουσικούς  τα τραγούδια  χωρίς να φαντάζονται ότι ακριβώς εκεί σε μια άλλη εποχή σύχναζαν αυτοί που τα έγραψαν.

Βγαίνω στην αυλή για ένα τσιγάρο.

Κοιτάζω δίπλα το καμπαναριό της Παναγίας της Τενέδου.

Γυαλίζει από την υγρασία μέσα στην νύχτα.

Κάποτε την είχαν κάνει δημόσια βιβλιοθήκη οι Γάλλοι Δημοκρατικοί.

Βρίσκομαι στο σωστό σημείο.

Εδώ είναι ο δικός μας ναός και, ορθώς,  εδώ ήρθαμε εδώ να προσκυνήσουμε .

Έχουμε και εμείς τους Αγίους μας ρε αδερφέ.

 

 

 

 

 

* «Νερό καλάρει το  , νερό και τα πανιόλα».

Πρόκειται για έναν στοίχο από ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία.

Fore Peak στα καράβια λένε την δεξαμενή του πόσιμου νερού.

Στα πλοία της εποχής γύρω από τον πόλεμο , το Fore Peak ήταν στην πλώρη.

Η φράση σημαίνει ότι ήταν τόση η θαλασσοταραχή που η πλώρη βυθιζόταν σε κάθε κύμα και σήκωνε την θάλασσα  στα  πανιόλα , δηλαδή στα πατώματα του πλοίου.

 

 

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

Μη REM 3

 Κοιμάμαι  (τουλάχιστον) έντεκα ώρες το 24ωρο σερί.

 Τόσο πρέπει να κοιμούνται τα μωρά.

Οι συνταξιούχοι πέφτουν για ύπνο στις δέκα και ξυπνάνε στις τέσσερις.

Στις έξι είναι έτοιμοι για επίσκεψη στον ουρολόγο.

Εγώ στις έξι είμαι σε κατάσταση Μη REM 3.

Βγάζω τα απωθημένα μου. 

Επί  δεκαετίες ξύπναγα στις τέσσερις να πάω για δουλειά.

Ειδικά όταν δούλευα στα ναυπηγεία ξύπναγα τέσσερις και άρχιζα να τρέχω για να προλάβω την νταλίκα.

Η νταλίκα ήταν ένα κίτρινο βαγόνι που το έσερνε ένας τράκτορας και πέρναγε από την λεωφόρο Συγγρού στις πέντε για να είναι έξι πάρα τέταρτο στα Ναυπηγεία.

Η Πύλη των Ναυπηγείων στις έξι πάρα τέταρτο παρέπεμπε κατευθείαν στην πύλη του Άουσβιτς με την αψίδα με τα σιδερένια γράμματα που έλεγε «Η εργασία απελευθερώνει»

Κάπου το έχω ξαναγράψει.

Στην στάση του Αγίου Σώστη έκανε πιάτσα και ένα τραβεστί ονόματι Δημήτρης η Μήτσος η Δήμητρα.

Φορούσε άλλοτε ένα διαφανές νυφικό και άλλοτε ντυνόταν μαθήτρια με κοντό καρώ φουστανάκι, κορδελίτσα και  σχολική τσάντα.

Παλιά δούλευε και αυτός στα ναυπηγεία Ελευσίνας στο βαρύ ελασματουργείο.

Βάσει της θεωρίας του είμαστε συνάδελφοι διότι αμφότεροι πουλούσαμε το κορμί μας.

Μόλις πήρα σύνταξη έπεσα σε λήθαργο.

Για να κοιμάσαι τόσες ώρες χρειάζεται, επίσης , να μην χρωστάς σε κανέναν.

Για τα όνειρά μου θα μπορούσα να γράψω τόμους.

Ξεκινάω με το προχτεσινό.

Βρίσκομαι ξαφνικά στην Αμερική.

Διαμένω σε ένα τρισάθλιο ξενοδοχείο που στο πίσω μέρος του έχει ένα σκοτεινό στενό γεμάτο κατσαρίδες , ποντικούς και Μολδαβούς.

Βρωμάω ολόκληρος και η βρύση βγάζει ένα κοκκινωπό νερό.

Κατεβαίνω να πάω τα ρούχα μου στο κοντινό πλυντήριο.

Το πλυντήριο είναι εντελώς έρημο.

Βάζω τα ρούχα και περιμένω στον πάγκο.

Κάποια στιγμή το πλυντήριο τελειώνει.

Πάω να πάρω τα ρούχα μου αλλά η πόρτα δεν ανοίγει.

Πρέπει, λέει,  να βάλω τον κωδικό.

Δεν θυμάμαι τίποτα.

Πληκτρολογώ σε μια κονσόλα τον ΑΜΚΑ, το ΑΜΑ, τον αριθμό της ταυτότητας μου, την ημερομηνία γέννησης μου, τον ΑΦΜ….. τίποτα.

Στην απελπισία μου αρχίζω να παίζω στο πληκτρολόγιο,  εν ίδει πιάνου,  διάφορα κομμάτια που μου αρέσουν.

Το coro degli zingari από τον Τροβατόρε, την ερωτική εξομολόγηση στην Βιολέτα από την Τραβιάτα, τον Γουλιέλμο Τέλο του Ροσσίνι.

Αποκαμωμένος παίζω την μελωδία από το Autunno του Βιβάλντι  και τότε …ξαφνικά ανοίγει μια αόρατη θυρίδα πίσω από το πλυντήριο.

Κοιτάω μέσα και τι να δώ! Δεσμίδες με χαρτονομίσματα!

Βάζω όσα μπορώ στην σακούλα για τα άπλυτα και φεύγω με ταξί κατευθείαν για το αεροδρόμιο.

Καταλύω στο ακριβότερο ξενοδοχείο στις Μπαχάμες  .

Μια αραπίνα μου χορεύει διάφορους παραδοσιακούς αισθησιακούς χορούς.

Πάνω που έχω αγκαλιά την αραπίνα  παίρνω τηλέφωνο το FBI και καταγγέλλω ότι στο τάδε πλυντήριο ξεπλένουν μαύρο χρήμα.

Ως συνήθως ξυπνάω πριν συμβεί «η πράξη» (που λέμε και εμείς οι Κερκυραίοι).

Δεν ανησυχώ διότι συνήθως ξανακοιμάμαι και συνεχίζω το όνειρο από κει που το είχα αφήσει.

Κοιτάω απέναντι.

Ο Ήλιος έχει αρχίσει να  εμφανίζεται στον απέναντι τοίχο.

«Οκτώμισι . Ώρα για ντεκαφεινέ» σκέφτομαι.

Τι όνειρο και αυτό!

Η Αμερική είναι το τελευταίο μέρος στον κόσμο που θα ήθελα να πάω.

Είμαι επηρεασμένος από ταινίες με διεφθαρμένους μπάτσους, σκοτεινά σοκάκια με εγκληματίες, σήριαλ κίλερ, πολυκοσμία, άστεγους και δηλητηριώδη χάμπουργκερ.

Μου αρέσει η Μογγολία.

Αν είχα λεφτά θα πήγαινα διακοπές στην Μογγολία.

Επειδή , όμως,  δεν πρόκειται να αποκτήσω σκέφτομαι το επόμενο όνειρο μου να είναι να διασχίσω με άλογο τις στέπες της Μογγολίας.

Στο καφενείο αφηγούμαι το όνειρό μου στον Αλέκο τον προσωπικό μου ψυχαναλυτή.

Βασικά είναι ασφαλιστής στην Ιντεραμέρικαν αλλά τις ελεύθερες ώρες του κάνει και τον ψυχαναλυτή από χόμπι.

Καταπίνει βιβλία ψυχανάλυσης.

Τι Γκάμπορ Ματέ , τι Σάββα Σαβββόπουλο, τι  Τόμας Όγκντεν, τι  Κεν Ντάκγουορθ.

Μιλάμε για τέρας.

Απεφάνθη ότι «πρόκειται για εργασίες του ονείρου καθώς συνδέονται άμεσα με την πρωταρχική παραστασιακή δραστηριότητα της ψυχής.  Αυτήν που μετασχηματίζει αδιάκοπα τις πηγές και τα υλικά της σε σημασίες και εικόνες».

Τον κοιτάω περίεργα.

Στην Αμερική βρωμάει ο τόπος από ψυχαναλυτές.

Κάθε πολυκατοικία έχει από δυο-τρείς και δουλεύουνε όλοι στο φούλ.

Προγραμματίζω το επόμενο ταξίδι μου για το  Μπαγιανχονγκόρ  στην Μογγολία.

 

Έχω κλείσει δωμάτιο στο Bayankhongor Hotel, δίπλα στο ποτάμι .

 

Το μόνο πρόβλημα είναι ότι εκεί ο κοντινότερος ψυχαναλυτής είναι  δεκαπέντε μέρες βόρεια με το άλογο.

Ώσπου να φτάσεις εκεί έχεις ξεχάσει να μιλάς, τι  ήθελες να του πεις , πώς σε λένε και ποιο είναι το νόημα της ζωής.

Μια σχολή Τάγκο στην μέση του πουθενά

Η Μαρίνα μένει εδώ κοντά στην γειτονιά σε ένα δυάρι.

Γεννήθηκε σε ένα χωριό του Νότου όπου το να ήσουν θηλυκό ήταν σχεδόν ελάττωμα.
Η Μαρίνα δουλεύει σε έναν συμβολαιογράφο ως γραμματέας.
Ζει μόνη , μετά τον χωρισμό της. Ακολούθησε η αναχώρηση του υιού για σπουδές και τα πράματα σφίξανε .
Η Μαρίνα κάνει κολοκυθοκορφάδες γεμιστές κατά έναν αριστουργηματικό τρόπο.
Έμαθε από την μάνα της.
Η Μαρίνα , επίσης , τηγανίζει και κολοκυθοκεφτέδες ζυμωμένους με μια μοναδική συνταγή.
Της το είπα. Αν άνοιγε ένα μαγαζί να τους πουλάει ζεστούς τα πρωινά σε χαρτουλίνα θα είχε θησαυρίσει.
Αμφιβάλει.
Η Μαρίνα είδε και αποείδε στην μοναχική της ζωή και γράφτηκε σε μια σχολή Τάγκο.
Ενθουσιάστηκε.
Γνώρισε καινούργιους φίλους .
Μου μιλάει με πάθος για τον λατινοαμερικάνικο αυτό χορό.
Έτσι άρχισε η μύηση μου σε έναν άγνωστο, μέχρι πρότινος, κόσμο.
Είχε προσπαθήσει ο πατέρας μου να με μάθει τα βασικά όταν πήγαινα στο δημοτικό αλλά δεν έδωσα σημασία τότε.
Υπάρχουν πολλές σχολές χορού στην μικρή μας πόλη.
Συνήθως είναι σχολές για κάθε είδος χορού.
Βαρετοί. Μερικά βήματα που επαναλαμβάνονται διαρκώς.
Το Τάγκο χρειάζεται ειδική ακαδημία.
Στα 2/4 ο χορευτής δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία.
Εκεί που παίζεται το παιχνίδι είναι στην μελωδία .
Λίγοι μπορούν να τα καταφέρουν σχετικά καλά.
Στην ταινία «Άρωμα γυναίκας» ο τυφλός Άλ Πατσίνο χορεύει με την πανέμορφη Γκαμπριέλ Ανουάρ.
Η απόλυτη εναρμόνιση. Αν μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει κάτι τέτοιο.
Και κωφάλαλος να ήταν θα τα κατάφερνε εξίσου καλά.
Το Τάγκο είναι ο χορός της διαίσθησης.
Αγγίζεις τον άλλον και καταλαβαίνεις τι θα κάνει την επόμενη στιγμή.
Μαγεία.
Το Τάγκο είναι ο χορός των σχέσεων.
Όχι μόνο των ερωτικών σχέσεων αλλά των σχέσεων των ανθρώπων γενικά.
Υπάρχει ένα βασικό μοτίβο αλλά ο αυτοσχεδιασμός είναι το απαραίτητο και βασικό του χαρακτηριστικό.
Και το ζεϊμπέκικο είναι βασικά ένας χορευτικός αυτοσχεδιασμός αλλά εκεί χορεύεις μόνος και τα πράγματα είναι απλά.
Στο Τάγκο πρέπει να διαισθανθείς την επόμενη κίνηση του άλλου και να ανταποκριθείς αναλόγως.
Το ίδιο ακριβώς θα πρέπει να μπορεί να κάνει και ο άλλος.
Αλλιώς η θα ποδοπατηθείτε η, όποιος επικρατήσει, θα σέρνει τον άλλο.
Η Μαρίνα έχει θητεύσει και στην ΚΝΕ (που λέει στη ζωή το μέγα Ναι).
Κατά την θεωρία της αυτό που χρειάζεται σε αυτόν τον κατακερματισμένο κόσμο είναι να δημιουργηθούν πολλές σχολές Τάγκο.
«Η Ανθρωπότητα χρειάζεται ψυχική εναρμόνιση.»
«Όσες επαναστάσεις και να γίνουν θα καταλήξουν στον χωρισμό διότι η σχέση γίνεται κατ, ανάγκη».
Το έχει ψάξει το θέμα η Μαρίνα, μεν, αλλά την ακούω με επιφύλαξη όπως κάνω πάντα με τον ενθουσιασμό και τις απολυτότητες των νεοφώτιστων.
Κατά την θεωρητική σύλληψη της Μαρίνας τα πάντα και οι πάντες χωρίζουν για έναν και μόνο λόγο.
Διότι δεν ξέρουν να χορεύουν Τάγκο.
Έτσι , ενώ οι χορευτές του Τάγκο ολοένα και γίνονται πιο δυσεύρετοι, οι χορευτές του ζεϊμπέκικου διαρκώς αυξάνονται.
«Για να σου δώσω να καταλάβεις, στην σχολή χορεύω με παρτενέρ γυναίκα.»
Έχει σε πολλά δίκιο.
Είμαστε στην εποχή των μεγάλων χωρισμών.
Χωρίζουν οι συνέταιροι.
Χωρίζουν τα μουσικά συγκροτήματα.
Χωρίζουν τα κόμματα.
Χωρίζουν τα αντρόγυνα.
Χωρίζουν οι πολυεθνικές.
Μια κοινωνία που δεν ξέρει να χορεύει και ποδοπατάει ο ένας τον άλλον.
«Οι άνθρωποι…» μου λέει η Μαρίνα «…πρέπει να μάθουν να χορεύουν Τάγκο αλλιώς τελείωσε ο χόμο σάπιενς».
Τόχει προχωρήσει το θέμα η Μαρίνα.
«Μπορεί να φαντασθείς να κυριαρχήσει η τεχνητή νοημοσύνη και να μας πετάξει έξω; Ποιος θα χορεύει Τάγκο; Τα ρομπότ;»
Κατά την Μαρίνα είναι ολοφάνερο ότι ως είδος χορεύουμε ζεϊμπέκικο στο χείλος της αβύσσου με ένα τσιγάρο στο στόμα και με διάθεση αυτοκτονική.
Της είπα ότι έχει δίκιο σε πολλά αλλά θα ήταν ακόμα καλύτερα αν έδινε περισσότερο σημασία σε όσα έχουν ήδη ειπωθεί.
Αυτό που μας καθορίζει δεν είναι τόσο η αγωνία μας για το μέλλον όσο ο σεβασμός μας για το παρελθόν.
Θα μπορούσα να γίνω πιο σαφής αλλά θα διακινδύνευα να μου κρυώσουν οι κολοκυθοκεφτέδες.