«Είμαστε παιδιά που μεγαλώσαμε συγκατοικώντας με παππούδες και γιαγιάδες, ίσως ακόμη και με θείους και θειάδες, συχνά με προσωπικό ή και νταντάδες. Τα άτομα αυτά κατείχαν κλιμακωτά και διαφοροποιημένες θέσεις ποικίλου κύρους. Αρχίζοντας από το δυσθεώρητο ύψος όπου έστεκε ο Θεός,η Πατρίδα και - σχεδόν μαζί τους- οι γονείς, ακολουθούσαν πρόσωπα τα οποία είχαν όλα το δικαίωμα να μας νουθετούν. Εξ αυτών μερικά είχαν επιπροσθέτως το δικαίωμα και να μας τιμωρούν, ενώ τα ίδια αυτά πρόσωπα αλλού είχαν την ανάγκη ακόμη κι ενός μικρού παιδιού.
Το αίσθημα της ασφάλειας, ο σεβασμός στον κόπο του άλλου- αυτό εμείς τότε το μαθαίναμε αυτομάτως. Οι δουλειές του σπιτιού δεν είχαν τελειωμό, οι εξωτερικές δουλειές επίσης. Οι γονείς δεν δίσταζαν να βάλουν τα παιδιά τους να βοηθήσουν- στις αγροτικές οικογένειες τα παιδιά δούλευαν σαν μεγάλοι και συχνά απάνθρωπα. Σήμερα ένα πλήθος πράγματα γίνονται άκοπα και ο καθημερινός μόχθος των γονιών καθόλου δεν υμνείται- δεν αναφέρεται καν στο παιδί - ούτε ακόμη περισσότερο του αναφέρεται ποτέ τίποτα για το τι χρωστάει στους γονείς του.
Το περίεργο είναι ότι κάτι μεταξύ δειλίας και αιδημοσύνης εμποδίζει τους γονείς να λένε πως και η καρδιά στεγνώνει,πως γίνεται κι αυτή έρημη χώρα όταν δεν την ποτίζουν αισθήματα αγάπης και σεβασμού- και ανάμεσά τους ο σεβασμός στον κόπο του άλλου. Και πρώτα απ΄ όλα στον κόπο των γονιών τους.
Η αγάπη του Θεού, που τότε κανείς δεν διενοείτο να αμφισβητήσει, ακριβώς όπως και τα καθήκοντα προς την πατρίδα, το αίσθημα της ασφάλειας, η ποικιλία των χώρων, ο σεβασμός στον κόπο του γονιού, η συμμετοχή του κάθε μέλους της οικογένειας στον κοινό αγώνα για τον επιούσιο και για την κοινωνική εκτίμηση, η συνείδηση της ποικιλίας των ιεραρχιών στη ζωή και στην κοινωνία που τα παιδιά λάβαιναν εξαρχής, αυτά κι ίσως μερικά άλλα μάς ετοίμαζαν καλύτερα για τον κόσμο που θα συναντούσαμε βγαίνοντας από τα σπίτια και τα σχολεία μας. Ρητό ή απόφθεγμα που να υποδηλώνει τα δικαιώματά μας δεν νομίζω να άκουσα ποτέ μου.
Εκείνες οι γενεές, αυτοί που βρέθηκαν μεταπολεμικά νέοι, αυτοί ήταν που με την άπειρη δουλειά τους έφεραν μια Ελλάδα όπου τα μισά χωριά ήταν καμένα, όπου δεν είχε απομείνει ούτε γέφυρα,ούτε λιμάνι, ούτε πλοίο, ούτε εργοστάσιο, ούτε καν μουλάρι, την έφεραν λοιπόν τη ρημαγμένη εκείνη Ελλάδα, την ξανάστησαν στα πόδια της».
[Από το βιβλίο της Αθηνάς Κακούρη "Με τα χέρια σταυρωμένα".
Το παράθεμα είναι του Γιάννη Μαρίνου από το ΒΗΜΑ]
Το παράθεμα είναι του Γιάννη Μαρίνου από το ΒΗΜΑ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου