Οι φωτογραφίες ήταν ο κόσμος της. Απέθαντος κόσμος. Αιώνιος.
Μόνιμος. Μια σταθερά. Η σταθερά της. Η ίδια ήταν πάντα η ίδια εκεί. Αναλλοίωτη.
Αχάρακτη. Απείρακτη. Από τους ανθρώπους, τον χρόνο, τον εαυτό της.
Οι φωτογραφίες ήταν ο κόσμος της και τις είχε πάντα μαζί
της. Άλλες στριμωγμένες στα συρτάρια του γραφείου της, άλλες στην μεγάλη τσάντα
που κουβαλούσε πάντα μαζί της. Άλλες κρυμμένες καλά στα ντουλαπάκια της
κουζίνας. Πίσω από το καλό σερβίτσιο του τσαγιού, προστατευμένες από το φως του
ήλιου, την καθημερινή χρήση, το απρόσεχτο χέρι που θα μπορούσε να καταστρέψει
το σύνολο. Ήταν πάντα μαζί της. Προσβάσιμες. Κάπου που θα μπορούσε να της
αγγίξει εύκολα, να τις προσεγγίσει, να τις πάρει στα χέρια της. Να τις νοιώσει.
Την σταθερά. Την σταθερά της.
Κάποιοι φυσικά κορόιδευαν αυτή την επίμονη εμμονή της.
Κυρίως επειδή επρόκειτο για φωτογραφίες μονάχα τους εαυτού της. Δεν ήταν ας
πούμε εικόνες του παιδιού της, του πρώτου της άντρα, μιας φίλης της. Ακόμα και
οι φωτογραφίες που είχε, από τους δύο τις γάμους, απεικόνιζαν μονάχα εκείνη.
Χωρίς τους συζύγους. Νύμφη ανύμφευτη. Ουσιαστικά άνευ ανδρός. Ανύπαντρη. Με το
χλωμό νυφικό στην μια. Με το άσπρο ταγιέρ στην άλλη. Να χαμογελά με τα γλαρά
της τα μάτια.
Επειδή κυρίως από τα μάτια χαμογελούσε. Το έλεγαν όλοι.
Αυτής γελούσαν τα μάτια της. Όχι το στόμα, τα μάτια. Εκείνα τα τσακιλωτά, τα
πρασινοκαφέ, τα μεθυσμένα, που μοίραζαν πάντα κρυφές υποσχέσεις. Τα κολασμένα.
Στα αλήθεια από τις φωτογραφίες κι εκείνη, τα μάτια της κοίταζε πρώτα. Από τα
μάτια θυμόταν την «σκηνή». Το περιστατικό της φωτογραφίας. Από τα μάτια της
θυμόταν και ποιος ήταν μαζί της. Στην «σκηνή». Από τα μάτια. Αν ήταν
ερωτεύσιμα, ήταν ο Τάκης, ο Σάκης, ο Λάκης. Μια αδυναμία την είχε στους
δισύλλαβους άντρες. Που ήταν συνήθως κοντοί, και λαϊκοί. Αναλώσιμοι.
Δισύλλαβοι. Τους ξέχναγε εύκολα. Αν ήταν ένοχα ήταν με μεγάλα ονόματα. Κωνσταντίνοι
και Αλέξανδροι και συνήθως παντρεμένοι. Αν ήταν βαριεστημένα ήταν με την μάνα
της. Αν τα πλημμύριζαν τύψεις, με τον γιό της που τον εγκατέλειψε, για να ζήσει
βρε αδελφέ την ζωή της. Για να βγάλει φωτογραφίες.
Αυτές βασικά τις έμειναν τώρα. Να τοις κοιτάζει. Και να τις
προστατεύει. Από ορατούς και αόρατους κινδύνους.
Ορατός κίνδυνος ήταν ο δεύτερος άνδρας της. Μιχάλης.
Τρισύλλαβος. Ενδιάμεση κατάσταση. Μέτριος σε όλα του. Λίγο λαϊκός και λίγο
μεγάλος και λίγο παντρεμένος. Τον χώρισε, αυτή και τα μάτια της, και τον πήρε.
Να την φωτογραφία της γνωριμίας τους. Τρισύλλαβη κι αυτή. Όπως και η έκφραση στα
μάτια της. Δουλεία. Επειδή είχε αποφασίσει να του υποδουλωθεί. Να παντρευτεί
τον τρισύλλαβο και να ησυχάσει. Δεν ησύχασε όμως. Προέκυψε ζηλιάρης και
απαιτητικός. Πραγματική υποδούλωση. Κάποτε κιόλας την χτυπούσε. Την ζήλευε.
Είχε τα νεύρα του. Ακόμα και οι φωτογραφίες κινδύνευαν μαζί του και κάποιες
πέθαναν κάτω από τα οργισμένα του δάχτυλα.
Αόρατοι κίνδυνοι. Ο χρόνος. Τις κιτρίνιζε. Τις προσέγγιζε
ύπουλα και τις κατέστρεφε. Δεν έξαιρε τι να κάνει. Πώς να τον αντιμετωπίσει. Ειδικά
με εκείνες τις πρώιμες έγχρωμες, που έτρεψε να τις τραβήξει πρώτη. Έφθιναν,
έλιωναν, διαλύονταν μπροστά στα μάτια της, η μορφή της ξεθώριαζε και
ανησυχούσε.
Το καλύτερο της ήταν πάντα οι μαυρόασπρες. Αν και έκρυβαν τι
χρώμα είχαν τα μάτια, αναδείκνυαν πάντα
την υποσχετική τους. Και τις υποσχέσεις. Μισόκλειστα, ξελιγωμένα,
αμαρτωλά. Δεν θέλει χρώμα η αμαρτία. Λέξη που ξεγελά αλλά με τέσσερις κοφτές
συλλαβές. Μεγάλη λέξη. Τετρασύλλαβη. Κατάμαυρη. Αμαρτία.
Οι
φωτογραφίες ήταν ο κόσμος της. Ακόμα και όταν θα πέθαινε, το είπε στον
τρισύλλαβο, να τις τες βάλει μαζί της. Να την συντροφεύουν. Και στο μνήμα πάνω,
να μην βάλλουν μια σύγχρονη. Να φαίνεται αναλώσιμη, χαραγμένη, πειραγμένη.
Εβδομήντα χρονών. Ήδη ξεχώρισε ποιάν θέλει. Είναι μαυρόασπρη και είκοσι χρονών.
Τα μάτια τα γλαρά μισόκλειστα, ξελιγωμένα. Με την αμαρτία. Κι ας έδιναν την
υποσχετική για το που θα κατέληγε μετά θάνατο. Την κόλαση δεν θα την γλίτωνε,
το ήξερε. Υπήρχαν τεκμήρια. Τα μάτια της. Λιγωμένα. Σε φωτογραφίες. Χιλιάδες
φωτογραφίες. Ο κόσμος της. Ας ήταν τουλάχιστον αυτή τουλάχιστον η ανταμοιβή
της. Ας την υπηρετούσαν τουλάχιστον κι αυτές μία φορά. Οι φωτογραφίες. Ήταν ο
κόσμος της.