Μέχρι τα 17 μου νόμιζα πως ο κόσμος αποτελείται από σπίτια φτωχικά, βουτηγμένα στην παρακμή, μεροκαματιάρηδες που σχόλαζαν από τα εργοστάσια στις 4 το απόγευμα και έτρεχαν νηστικοί να φάνε βραστά φασόλια, νοικοκυρές μανάδες που κρατούσαν το σπίτι με χίλια ζόρια, με 5 λίρες μεροκάματο, με ξύλο από τους συζύγους, με κουτσομπολιά και γλυκό καρυδάκι. Υπήρχε πάντα κάποια να χαλάει την πιάτσα και το σύστημα. Η γυναίκα του αστυνομικού! Η κα Χαρούλα που ήταν άνετη, φόραγε συχνά καινούργια ρούχα και είχα τα παιδιά της δύο ζευγάρια παπούτσια γυμναστικά. Η η κα Παναγιωτού του συντεχνιακού. Αυτή το έπαιζε φτωχιά και συμπονετική, κυρίως όταν πλησίαζαν εκλογές, αλλά να τα ταξίδια στις Ρουμανίες και τις Βουλγαρίες και τα καινούργια σκότα για τον σύζυγο. Όπως και να έχει… ακόμα και αυτές «οι πλούσιες» συμβάδιζαν ανελλιπώς με τις άλλες λες και υπήρχε ένας άγραφος και απαράβατος όρος στην γειτονιά: Ήταν όλες χοντρούλες και λιγάκι παρηκμασμένες από τα 25 τους. Καμιά δεν πήγαινε εκκλησία τις Κυριακές, καμιά δεν δούλευε, καμιά δεν οδηγούσε αυτοκίνητο. Καμιά δεν εμπιστευόταν πολύ τους γιατρούς. Για όλα υπήρχε μια καλή και εύκολη λύση και τα προβλήματα ελύνουνταν άμεσα, μακριά από τα βλέμματα και τις έγνοιες των αντράδων τους. Αν κάποια πήγαινε να αρρωστήσει ή της πάθαινε κάτι το παιδί, θα πήγαινε στην κυρία Λωξανδρού να της κάμει τα γνωστά της γιατροσόφια. Αν είχε άλλα ζητήματα και προβλήματα αγάπης θα πήγαινε στην Κα Μαρτού να της πει τον καφέ και να της κάμει τα δικά της. Για συνταγές ήταν η Βυζατσιότισα (εκ Βυζακιάς ορμώμενη και έχουσα και το ανάλογο στήθος). Για προβλήματα συζυγικά ή και δεμένα προξενιά κα Αναστασία με τρία διαζύγια και εφτά φίλους που ήταν και καπνίστρια. Και για θέματα στάιλινγκ η κυρία Αντρούλα η επονομαζόμενη και η Παχιά. Η ράφταινα της γειτονιάς, που μπορούσε να σου να σου φέρει τον κόσμο ανάποδα και να σου φτιάξει ταγεράκι με το πάφτηνο το ρούχο που αγόρασες μισοτιμής από τον Αρμένη στην Ονασαγόρου και να σου το κάμει να μοιάζει με πραγματικό ταγιέρ. Μιλώντας για ταγιέρ ήταν αυτό ακριβώς που έγινε η ρίζα του κακού και οδήγησε στον εξοβελισμό της Περσεφόνης της δασκάλας. Ήταν ταγιέρ μάλινο, από ύφασμα καλό, ντε πιές ιμίς αγορασμένο από την Λήδρας από το καινούργιο κατάστημα με τα ετοιματζίδικα που το οποίον εψούμνιζαν οι λεφτούδες και που ακόμα και η κα Χαρούλα με τόσα λεφτά από τον μιστό του αστυνομικού δεν τολμούσε να αγοράσει! Ήταν γκρι με ωραία μαύρα κουμπιά και πιέτα στην φούστα πίσω, καλοβαλμένο και γουστόζικο που η Περσεφόνη το πήρε στην κα Αντρούλα να της το μαζέψει «επειδή έχασα 3-4 κιλά και θέλει στένεμα». Η Αντρούλα η επονομαζόμενη και παχιά, διηγιόταν στην κα Μαρτού την ιστορία λαλώντας τα απίστευτα. «Να την λύει η μύλα μου κα Μαρτού μου. Να μου λαλεί έχασε κιλά να νομίζω πως εν άρρωστη τζαι τούτη να λαλεί έκαμε δίαιτα! Τι σημαίνει δίαιτα? Επάχυνε λαλεί και έκοψε το φαϊ να παστήνει!». Έκοψε το φαί? Πως γίνεται να έκοψε το φαί εσκέφτετουν η κα Μαρτού, που θυμάται ακόμα που μωρό εδίαν της η μάνα της κουφετούες του μπακάλι με ξεροκόμματο και της έλεγεν «Μαρτού μου να σκέφετσαι πως η κουφέτα σου εν τυρί, η κουφέτα σου εν λούτζα, η κουφέτα σου εν πατατούες γιαχνί!... Έκοψεν το φαι! Και να ήταν μόνο τούτον. Εδούλευκεν λαλεί σου. Ήταν δασκάλα! Και είχε και άδεια και οδηγούσεν και αυτοκίνητο. Και έτυχε να έρτει την ώρα που της έσαζεν το ταγιέρ η κα Σοφούλα να πει της Αντρούλας να της δώσει γλυκό καρυδάκι να βάλει του μωρού της πάνω στα χείλη που έωγαλε μπαμπυλούδες που το ρουσόυδιν και να τους κοιτάζει με το μισό της και να τους λαλεί «αυτά τα πράματα εν ανοησίες» και να πάρουν το μωρό στο γιατρό ιμίς « για διο μπαμπουλούδες και για το ρουσούδιν!!», να πληρώσουν τον μισθό ενός σπιτιού να τους πει ο γιατρός αν το έχουν στα σκοτεινά για να χαρεί η Περσεφόνη που μου εφόραν και γκρίζα ταγιέρ!
(συνεχίζεται)
(συνεχίζεται)