Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Χριστούγεννα με την Βαβυλωνία!

Φιλενάδα Ποστμπάπιλον!

Εχάρηκα πολλά που θα έκαμνα σε σένα δώρο!  Στον εικονικό κόσμο του διαδικτύου είσαι μια ζεστή και όμορφη φίλη με την οποία  που νιώθω να επικοινωνώ σε επίπεδο γαστρονομικό, πολιτικό και άλλο. (Άσχετο, αλλά να σου πως ότι προχτές έκαμα το τζιζκέικ σου με τα ορέο μπισκότα και έγινε τέλειο…)… Όπως και να έχει, εδυσκολέυτηκα πολύ να σκεφτώ τι δώρο σου αξίζει και μπορούσα να σου κάμω… Είχες κι εσύ μια δύσκολη χρονιά, κατανοώ! Και σε απασχολεί αν θυμάμαι πολύ και το μέλλον. Έτσι, σου κάνω δώρο κάτι στο ποίο είμαι πραγματικά καλή και από ότι μου λένε πιάνει:

 

Φιλενάδα ανοικτή πρόσκληση να σου πω το φεντζάνι! Είμαι πολλά καλή! Επέρασεν μου το η μάνα μου. Ότι πως φκαίνει, ότι δω γίνεται, έχω τζαι συστάσεις. Νομίζω θα είσαι Κύπρο αλλά θα λέιπω εγώ!! Έρχομαι πίσω στις 5 και αν είσαι δαμαί να βρεθούμε να σου πω το ριζικό σου! Αν θα έχεις φύγει επιφυλάσσομαι! Σου το χρωστώ!

Φιλιά πολλά και καλές γιορτές να περάσεις!!

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Παράθυρα…


Η τρόικα εν πάνω που την κκελέ μας. Ούλος ο κόσμος έχει την αίσθηση πως παίζεται το μέλλον μας στα ζάρκα κάποιων που εν ηξέρουν τι θα πει η δική μας η ζωή. Ο κόσμος που ξεράμεν γενικά αλλάζει. Εν σαν να αλλάζεις στάτους. Το να γίνεσαι πιο φτωχός σημαίνει πως χάνεις τα δικαιώματα που είχες κερδίσει με κόπον στην ζωή σου. Εν είναι απλώς θέμα να μεν μπορείς να πηαίνεις αισθητικό ή να αγοράζεις βιβλία δύο φορές τον μήνα. Η ποιότητα ζωής έχει να κάμει με το δικαίωμα και την ικανότητα να μπορείς να συμμετάσχεις στην λήψη των αποφάσεων, να μπορείς να αποφασίζεις για το μέλλον και την δική σου ζωή. Να μεν είσαι υποχείριο, εξαρτημένος. Καημένος… Τούτον εν περίπου η αστική τάξη που παύει σιγά σιγά να υπάρχει. Ο κόσμος γενικά αλλάζει. Μπορεί να άλλαζεν και πριν και δεν ήμασταν σε θέση να αντιληφθούμε πόσο πολύ. Τωρά ούλα κινούνται γρήγορα και δραματικά. Πόσον μελαγχολική μπορεί να είναι μια Κυριακή… Ευτυχώς υπάρχουν τα παράθυρα… Έξω που το σπίτι μας είναι ένα χωράφι. Άρχισεν να πρασινίζει που τα νερά… εν είναι απίστευτη η εικόνα του πλυμένου ουρανού? Η πλάση εν ακόμα καθαρή. Ότι και να κάμουν. Εν ωραία να ξυπνάς και να κοιτάς έξω που το παράθυρον. Και μέσα εν ωραία να κοιτάς. Εν καλά που μας έχουμε ακόμα τα παράθυρα μας… έξω εν ο κόσμος του πλάστη μας. Μέσα εν η πλάση μας…ευτυχώς που έχουμεν τα παράθυρα…

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

Βαρύ κρυολόγημα


Ο παππούλης ήταν κοτσονάτος και μπήκε με φούρια στο γραφείο μας διαμαρτυρόμενος για τις σκάλες. «Μα να μην έχετε ασανσέρ!». Του χαμογελάσαμε και  παραγγείλαμε καφέ. Ήρθε να κάμει δώρο το βιβλίο του στον συνάδελφο, μια μελέτη για το Κυπριακό, να τον ευχαριστήσει για μια παλιά εξυπηρέτηση. «Επειδή  εγώ πίστευα πολύ κάποτε στην λύση!». Εχαμογέλασε απολογητικά επειδή έφερεν μονάχα έναν αντίτυπο και μου υποσχέθηκε να μου φέρει ένα βιβλίο την επόμενη φορά. «Μα κλαίτε?». Κρυολόγημα του απαντώ. Κι αυτός κάποτε έκλαιγεν θα μου πει. Αλλά όλα αυτά επεράσαν. Τώρα περιμένει ένα εύκολο τέλος «που θα το δυσκολέψω όσο μπορώ», λαλεί και κλίνει το μάτι του. Το μόνο του πρόβλημα είναι ο χώρος ταφής!  «Θέλω να ταφώ στο χωριό μου». Μα πού? Στο Δίκωμο. Τα εμίλησεν λαλεί με όσους πρέπει. Έκαμεν και διαβήματα και επιμένει. Ξέρει στα κατεχόμενα πολλούς και θα τα κανονίσει. Δεν μπορεί! Δεν γίνετε διαφορετικά. Μα το χωριό? Το νεκροταφείο? Ερειπωμένο. Πώς γίνετε? Πώς θα γίνει? Πώς θα είναι? Δεν θα νιώθει… μοναξιά? «Ανοησίες!». Ο τόπος που εμεγάλωσα. Που αναγιώθηκα. Που έγινα σωστός!. Κάποτε επίστευεν λαλεί πολλά στην λύση. «Τώρα θέλω μόνον να με θάψουν στο χωριό μου!». Το μέτωπο του γιαλίζει. Έχε πείσμαν ο παππούς! Λαλείς να τα καταφέρει. «Το χωριό μου. Το χωριό μου", λαλεί… το χωριό του. Η ταφή του. Έκαμεν διαβήματα. Εμίλησεν με τους αρμόδιους. Ξαφνικά χαμογελά. «Αν τα καταφέρω να έρτετε!», μας προσκαλεί χαρούμενα. Κοπιάστε. Στην ταφή του. Στο χωριό του. «Μα κλαίτε?». Βαρύ κρυολόγημα του απαντώ. Πολύ βαρύ…

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Το σπίτι της Κούλας…


Η Κούλα έπιασε το πετσετάκι που ήταν πάνω στην τηλεόραση και το τακτοποίησε με το χέρι της απαλά. Εκοίταξε ύστερα το δωμάτιο και αναστέναξε. Ήταν ούλα καλά. Φτασμένα, καθαρά, συγυρισμένα. Κανένας δεν θα της έβρισκεν ψεγάδι να πει. Τα έπιπλα της τα σκαλισμένα. Το σαλόνι της το κλασσικό. Ακόμα και λουλούδια είχεν βάλει στο βάζο. Το κρυστάλλινο. Ήταν ούλα όμορφα και περιποιημένα και έτοιμα να δεχτούσιν τους ξένους της. Δηλαδή ποιους ξένους? Τους μελλοντικούς ενοικιαστές της. Η Κούλα αναστέναξε και τακτοποίησε το πετσετάκι και πάλι μηχανικά. «Τους ενοικιαστές μου», είπεν δυνατά και εγεύτηκεν τις ξινές λέξεις στο στόμα της. Βασικά το πετσετάκι όπως και το σαλόνι και τα έπιπλα, ακόμα και το βάζο το κρυστάλλινο ήταν η προίκα της. Το σπίτι που της εφτιάξαν οι γονιοί της μιαν ημέρα για να κατοικίσει. Ήταν απλό, κτισμένο πάνω που το σπίτι της μάμας της, σε μισόν οικόπεδο. Είχε τρεις κρεββατοκάμαρες με ερμάρια μεγάλα, κουζίνα με μίνι σαλονάκι, σαλόνιν κανονικό και βεράντες περίφημες. Ήταν ότι έπρεπε για μιας οικογένειαν με δύο μωρά. Όσο δηλαδή υπολόγιζεν να κάμει η ίδια όταν υπολόγιζε ότι ήταν να παντρευτεί και να κάμει οικογένεια. Να ζήσει. Να γίνει κάποια. Να είναι και αυτή Κυρία. Παντρεμένη. Αλλά άλλος πως τα υπολόγιζεν και άλλος πως της τα έφερεν η ζωή. Δεν εστάθηκεν ικανή. Δεν τα εκατάφερε. Εν τα εβόλευκε με τους άντρες. Τι προξένια της εφέρναν, τι παιθκιά της εσυστήσαν στην δουλειά που εδούλευκε πωλήτρια, τι νέους λαμπρούς της ελαλούσαν να γνωρίσει η Κούλα τίποτα. Ο ένας εβρώμεν λαλεί. Ο άλλος εμύριζεν. Ο άλλος εν ήταν πολλά μορφωμένος. Ο άλλος εν ήταν πολλά όμορφος. Ο άλλος ήρτεν πολλά αργά, ο άλλος ήρτεν πολλά γρήγορα. Μετά πολλά η Κούλα, που εν ήταν στην πραγματικότητα και καμιά καλονή ήρτεν και εγέρασεν και έγινεν χωρίς να το καταλάβει 48 χρονών. Και τότε εσταμάτησαν τα προξένια. Εσταματήσαν και οι γνωριμίες. Εσταμάτησεν και η Κούλα να απορρίπτει. Και  επικεντρώθηκε να επιπλώσει καλύτερα το σπίτι της και να ταχτοποιήσει την προίκα της που της τα είχεν όλα η μάμα της σασμένα. Λαλείς και τούτον η ενασχόληση τα άλλαζε τα δεδομένα. Θα εγίνετουν ξαφνικά 28. Θα είχεν και πάλι επιλογές. Θα μπορούσε ακόμα να γίνει Κυρία.

Βασικά για ούλα εν η μάνα της που έφταιεν, εσκέφτηκεν η Κούλα που την έκαμεν να πιστέψει πως ήταν ίσως καλύτερη από ότι πραγματικά ήταν. Θυμάται την που μωρό, που εκάθουνταν μαζί στην κουζίνα και εβλέπαν τηλεόραση και εκάμναν σμιλί τα πετσετάκια που της ελάλεν πόσον καλά θα ήταν που ήταν να παντρευτεί έναν νέον καλό, ένα παιδί όμορφον και πλούσιον και μορφωμένον, πόσο θα ήταν η τύχη της καλή, πόσο σημαντικό θα ήταν να τα καταφέρει και τούτη να κουρουκλιστεί. Αλλά σαν έφτανεν η ώρα κανένας δεν έφτανε τις προσδοκίες της μάνας. Και έκαμνεν και πίσω και η Κούλα, επειδή βασικά κανένας δεν έμοιαζε με το βασιλόπουλο που της είχε τάξει στην κουζίνα η μάνα της. Και κανένας δεν θα μπορούσεν ποτέ να σταθεί ικανός. Ικανός. Ακόμα και τώρα, που ο κήβος ερίφθην όπως λαλούν και στην τηλεόραση. Ακόμα και τώρα που ήθελε να νοικιάσει το σπίτι της, αφού στο κάτω κάτω το είχεν έρημον και κλειστό, πλήρως επιπλωμένο όπως ήταν και έτοιμον και εμείνισκε κάτω με τον παπά και την μάμα της, ακόμα και τώρα η Κούλα έβρισκε την μάμα της μπροστά, να της λαλεί τι και πώς, να της διά πάλι οδηγίες. Σε ποιόν να το νοικιάσει. Να ένει πλούσιος και καλός. Να ένει και άντρας. Να μην είναι οικογένεια να έχουσιν μωρά, να είναι παλιόπαιδά και να της το χαλάσιν. Η Κούλα ήθελε να της μπίξει τις φωνές, να της πει «όι!», να της πει να την αφήσει. Να κάμει και αυτή μια φορά  το δικό της, το σπίτι, να το νοικιάσει, να πιάνει λία λεφτά, να κάμει κάτι, να σταματήσει να είναι εκεί έρημο και άκληρο σαν την ίδια. Αλλά εν ημπορούσεν. Εν τα κατάφερνε. Άφηνεν την να μιλά και το χειρότερον. Άφηνε τα λόγια της να μπαίνουν μέσα στο κεφάλι της. Να μπαίνουν μέσα στην καρδιά της. Άφηνε τα λόγια της να την πειθούν. Να την επηρεάζουν. Ήταν λες και έψαχνεν και αυτή για το σπίτι να παντρευτεί έναν νέον καλό, ένα παιδί όμορφον και πλούσιον και μορφωμένον, πόσο θα ήταν η τύχη του σπιτιού της καλή, πόσο σημαντικό θα ήταν να τα καταφέρει και τούτον ως σπίτιν να κουρουκλιστεί.

Πάλε εχαίδεψεν το πετσετάκι η Κούλα. Πάλε εκοίταξεν το σπίτι της. Πόσον όμορφον! Πάλε εκοίταξε το βάζο της. Το βάζο το κρυστάλλινο. Και εταράχτηκεν πολύ! Και όταν εχτύπησεν η πόρτα ήταν πολλά ταραγμένη (που το βάζο, που τα λουλούδια, που τες πολλές τις σκέψεις!). και άνοιξε η πόρτα και είδε την τύχη της, είδε το παρελθόν της, είδε την μοίρα της. Ήταν μια κοπέλα με δύο μωρά και τον άντρα της, μια κοπέλα χοντρούλα συμπαθητική, μια οικογένεια που ήθελε να νοικιάσει το σπίτι της, δυο μωρά που εθέλασιν να ζήσουν στο σπίτι της. Επειδή το σπίτι της ήταν καλό. Ήταν απλό και κτισμένο πάνω που το σπίτι της μάμας, σε μισόν οικόπεδο. Είχε τρεις κρεββατοκάμαρες με ερμάρια μεγάλα, κουζίνα με μίνι σαλονάκι, σαλόνιν κανονικό και βεράντες περίφημες. Ήταν ότι έπρεπε για μιας οικογένειαν με δύο μωρά. ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΗΣ.

Έμεινε να τους κοιτάζει στην πόρτα. Εν τους είπε με να μπείτε με να φύετε. Έπιασε μόνο το βάζο το κρυστάλλινο και το έσπασεν. Και εγέμωσες ο τόπος νερά και λουλούδια. Πολλά νερά και πολλά λουλούδια. Μικρά κομματάκια κρυστάλλινα. Η Κούλα εγονάτισε και επαρέσυρε με το χέρι της το πετσετάκι. Μέσα στον θολωμένο της τον νου άκουσε που κάτω την μάνα της, με αγωνία να την φωνάζει. «Κούλα! Κούλα!». Κούλα μου. Το σπίτι σου.

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Η Αριστερά μου…

Ο τελευταίος ανάμισι χρόνος ήταν δύσκολος αν ήθελες να ονομάζεις τον εαυτό σου αριστερό. Η κακή οικονομία, που κρέμεται πάνω που το κεφάλιν όλων μας, τα γεγονότα στο Μαρί, πολιτικές ηθικές και άλλες ατασθαλίες που πρέπει να είσαι τουλάχιστον χαζός να αγνοήσεις ή και να μειώσεις την σημασία τους. Ναι, το κόμμα που εκπροσωπεί την Αριστερά στην Κύπρο ήρθε στην εξουσία και το ηπιότερο που θα μπορούσαμεν να πούμε είναι πως εν ήταν ακριβώς ότι πιο πετυχημένο και καλό! Διέψευσε πολύ τις προσδοκίες, εμφανίστηκε να είναι κάτι από τα ίδια, ισχυρό κομμάτι μιας παρωχημένης πολιτικής, συντηρητικό και μονόχνοτο. Για κάποιους από μας το μεγάλο μπαμ είχε κιόλας γίνει το 2004- αλλά τέλος πάντων… (Περσινά ξινά σταφύλια… Πολύ ξινισμένα όμως… ακόμα έχω την γεύσην τους στο στόμα μου..)

Εν πάση περιπτώσει που λαλούσιν και στη λατρεμένη μας Βουλή. Τούτα εν τα γεγονότα μπροστά στα μάθκια μας. Η πολιτικοποίηση και η εξαργύρωση (πολιτική και εξουσιαστική) μιας ιδεολογίας που για κάποιους από μας απέχει πολλά που μαρξιστικά τζαι κομματικά μανιφέστα, που εν κάτι διαφορετικό, εν κομμάτι της ύπαρξης μας, στοιχείο της ταυτότητας μας, του τρόπου που μεγαλώσαμε τζαι τούτου που εγίναμεν, τζαι απέχει πολλά που την ταυτότητα του Ακελικού. Εν σημαίνει πως αν προσδιορίζεις τον εαυτό σου αριστερό είσαι ταυτόσημος με έναν κόμμα, με μιαν κατάσταση. Τούτος όμως εν είναι αυτονόητον, σε καμίαν περίπτωση στην Κύπρο. Αλλά φευ! Τούτες οι ταπέλες τζαι οι ταυτοποιήσεις που εν κοινή χώρα στην Κύπρο εν χαζές τζαι τραγικές. Διότι απογυμνώνουν σε που τα βιώματα σου, που σε εκάμαν τούτον που είσαι.

Βασικά, εν ηξέρω αν εξηγούμαι καλά… Θέλω να πω πόσο πολλά με ενοχλεί τούτον το τσουβάλιασμα που γίνεται. Τούτη η περιπαικτική διάθεση αμαν πεις πως είσαι αριστερός. Τούτη η ανικανότητα του άλλου να σε καταλάβει. Λαλείς τζαι ούλοι μας είμαστε μέλοι της ΕΔΟΝ, κυκλοφορούμεν με φανέλες του τζε Γκεβάρα τζαι παιρνούμεν τα βράδια μας μιλώντας για τα κακα που επροξένησεν το Πραξικόπημα στον Τόπο.

Αριστερός γίνεσαι… όταν γεννηθείς σε υποβαθμισμένες συνοικίες, ας πούμε της Λευκωσίας. Περίπου καταδικασμένος να ζήσεις μια ζωή σαν των γονιών σου. Που τζαι τζείνοι, ήταν έξυπνοι τζαι ικανοί πολλά αλλά έδωκεν τους την πουπάνω το Σύστημα. Εν είχαν ευκαιρίες. Καμίαν τζαι ποττέ! Τζαι αν το αμφισβητείς τούτο πραγματικά έζησες τζαι εμαγάλωσες σε μίαν Κύπρο πολλά διαφορετική που τζείνη που εμεγάλωσα εγώ! Τζαι οι γονιοί μου. Βίοι παράλληλοι τζαι άλλοι κόσμοι… Μα εντελώς άλλοι κόσμοι… Πίστεψε με… επειδή εγώ είδα τον κόσμο σου τζαι απέχει πολλά που τον δικό μου!

Σημαίνει η μάνα σου να μεν εμπόρεσεν να τελειώσει ούτε καν το δημοτικό επειδή οι γονιοί της ήρταν οικονομικοί μετανάστες που την Πάφο που εθκίωξαν τον παππού που τα μεταλλεία επειδή ήθελε καλύτερες συνθήκες ζωής. Σημαίνει που το να είχασιν φαί στο τραπέζι ήταν θέμα τζαι ζήτημα που η μάνα σου το μημονεύει ακόμα τζαι σήμερα… σημαίνει ο παπάς σου να δουλεύκει στα εργοστάσιο των παππουτσιών που τα 12 του τζαι να έσιει σήμερα μερική πνευμονική ανεπάρκεια που τις αναθυμιάσεις των γόμων τζαι των τριμμάτων που είχασιν τα δέρματα.

Σημαίνει μετά μιαν οικογένεια με προβλήμματα πολλά οικονομικά τζαι κοινωνικά-διότι η φτώχεια τζαι οι παρέες της εν σε αφήνουν ήσυχο να πνάσεις τζαι να ζήσεις καλά τζαι μόνο στα παραμύθκια εζήσαν κάποιοι φτωχιοί τζαι ευτυχισμένοι… Σημαίνει ένα που τα αδέλφκια σου να μεν εμπορέσε να τελιώσει καν το γυμνάσιο. Σημαίνει ένα σπίτι που εκτίστηκε με κόπο τζαι έμεινεν ατέλειωτο τζαι εσύ εζούσεν μέσα τζαι αντρέπεσουν να καλέσεις τους συμμαθητές σου. Σημαίνει να είσαι 17 χρονών τζαι το μέλλον σου να εν θολόν τζαι ατέρμονο τζαι να ευκαριστείς που εγίνηκεν το πανεπιστήμιο κύπρου τζαι εμπόρεσες εσύ να σπουδάσεις. Σημαίνει πολύ κόπον τζαι ιδρώτα τζαι να βουράς πάντα να φτάσεις τους άλλους, δρωμένος τζαι διαλυμένος στην αφετηρία τους. Την ωραία, την όμορφη. Την Κυπριακή. Σημαίνει μετά δυσκολίες πολλές στην δουλειά. Που εν ηξέρεις κανέναν, που είσαι που οικογένεια που εν μετρά, που φέρεις μαζί σου ταμπού τζαι κατάλοιπα. Ναι φυσικά... Ούλοι οι άλλοι εν άξιοι τζαι επιάναν τες δουλειές αξιοκρατικά... Σημαίνει να λυπάσαι τους φτωχούς ούλου του κόσμου. Να διάς φαϊ στους φτωχούς τους συνταξιούχους της γειτονίας, να ανάφκεις τα καντήλια των γέρων που επέθάναν πρόσφυγες μόνοι τους, να λυπάσαι τους λαθρομετανάστς τζαι να συμπάχεις με τους κατατρεγμένους. Διότι είσαι τζαι εσύ. Όπου τζαι να είσαι σήμερα, ότι έκαμες ότι τζαι να επέτυχες… Τζαι ναι, γίνεσαι πολλά μελό…πάρα πολλά... τζαι μπορεί να ακούεις τζαι πολλά τον Παπακωνσταντίνου. Τζαι ενίοτε να σε πιάνει τζαι να μπαίνεις κοινώς μες τα πετσιά σου, καλή ώρα όπως εγώ σήμερα… να κάμνεις ενδοσκοπήσεις... Γενικά…Τέλος πάντων… για μένα αριστερός εν τούτα ούλα που σημαίνει… τολμώ να πω ότι λαλώ ότι είμαι αριστερή… ρωτήσουν με εν με ρωτούσιν. Τζαι όι, εν αντρέπουμαι… Εν θα μπορούσα ποττέ μου…

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Εν με παίζουν...

Ετσακώθηκα με κάτι φίλες μου… βασικά έκαμα ένα λιγάκι πικροχολέ σχόλιο για τους δασκάλους που παραπονιούνται συνέχεια στο φέισμπουκ καθώς τελειώνουν οι διακοπές τους  («ΑΑΑΑ!!!!ακόμα 24 μέρες και ανοίγουν τα σχολεία!!!!», «Τρεις βδομάδες και πόψε!!!Γιατίιιιιι», «Ακόμα δύο βδομάδες και πάμε πίσω στα βάααααασανα!»)… τέτοιο το νόημα… βασικά είπα «σιγά ρε φίλοι  δάσκαλοι! Κάνετε δύο μήνες το καλοκαίρι διακοπές! Εμείς με το ζόρι δύο βδομάδες»… σχολίασε εν αγνοία μου ένας φίλος μου πως οι δάσκαλοι κάνουν την πιο εύκολη δουλειά του κόσμου και κάνουν και τέσσερεις μήνες διακοπές (με το οποίο δεν συμφωνώ… δεν σχολιάζω τις δυσκολιές που αντιμετωπίζει ο καθένας στην δουλειά του. Σχολιάζω πως είναι προκλητικό να κλαίεις και να οδύρεσαι δημοσίως για την δουλειά σου και ειδικά για έναν που το πιο εύκολα κομμάθκια της…) … με τα πολλά πήραν φωτιά τα σχόλια καθώς εγώ αμέριμνη ετοίμαζα κλαίγοντας τα διδυμάκια για το πανεπιστήμιο (σόρρυ, το νηπειαγωγείο)… όταν η πτωχή πλην τίμια πήγα να μπω στο φέισμπουκ γινόταν ένας μικρός χαμός και κακώς (παραδέχουμαι!!) εσχολίασα σε κάποιους που παρομοίασαν μια  μέρα στο σχολείο όπως μιαν ημέρα στην εντατικήν (I dont think so) ότι εκείνοι διάλεξαν αυτό το επάγγελμα… Προς υπεράσπιση... εσκοτώθηκα να πιάσω τρεις μέρες άδεια να πάρω σχολείο τα μωρά... τζαι ας επαναλάβω πως δεν σχολιάζω την δυσκολίατης δουλειάς  ή οτιδήποτε… τα γέριμα που ελάλεν τζαι  ο παππούς μου! Εσχολίαζα που παραπονιούντασιν  που τους εμείναν τρεις βδομάδες διακοπές και τι μεγάλη εν η συμφορά που πάσιν πίσω σχολείο!! Τέλος πάντων. Μια φίλη μου, δασκάλα, που μένει πλέον εξωτερικόν νευρίασε μαζί μου και τα έχωσε πως δεν είμαι καλή φίλη με βάση το σχόλιο αυτό. Η τύπαινα του εξωτερικού ήρθε προχτές Κύπρο και κανονίζει συναντήσεις με άλλους και εμένα με αφήνουν εκτός! Σήμερα έπιασα μια φίληνα βρεθούμε  και έμαθα πως ήταν στο πάρκο με την φίλη του εξωτερικού και μια άλλη με τα μωρά τους και εμένα δεν με κάλεσαν… νιώθω λίγο σαν πεντάχρονο που το άφηκαν έξω που το παιχνίδι και δεν θέλουν να το παίξουν… είναι η δεύτερη φορά στην -ενήλικη- ζωή μου που δεν με παίζουν και νοιώθω λιγάκι πληγωμένη… Είμαι καλή φίλη… αλήθκεια! Να περαυτολογίζω –αυτόλιβανιστώ λίγο…  αγαπώ τους άλλους, νοιάζομαι, κρατώ επαφή τζαι κάμνω γλυκίσματα στα γενέθλια των μωρών τους (ακόμα τζαι σε φάση που νόμιζα εν θα γίνω ποτττέ μου μάνα!)… τέλος πάντων… είπα να τα γράψω να νιώσω λίον καλύτερα… επίσης αποφάσισα να γράφω γενικά Κυπριακά… άσχετο… δεν είναι πως μου λείπουν οι άνθρωποι ή η αγάπη στην ζωή μου… ευτυχώς εν είμαι πέντε χρονών… αλλά πάλαι λυπάσαι όταν εν σε παίζουν…

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Οι φωτογραφίες του κόσμου της...

Οι φωτογραφίες ήταν ο κόσμος της. Απέθαντος κόσμος. Αιώνιος. Μόνιμος. Μια σταθερά. Η σταθερά της. Η ίδια ήταν πάντα η ίδια εκεί. Αναλλοίωτη. Αχάρακτη. Απείρακτη. Από τους ανθρώπους, τον χρόνο, τον εαυτό της.

 

Οι φωτογραφίες ήταν ο κόσμος της και τις είχε πάντα μαζί της. Άλλες στριμωγμένες στα συρτάρια του γραφείου της, άλλες στην μεγάλη τσάντα που κουβαλούσε πάντα μαζί της. Άλλες κρυμμένες καλά στα ντουλαπάκια της κουζίνας. Πίσω από το καλό σερβίτσιο του τσαγιού, προστατευμένες από το φως του ήλιου, την καθημερινή χρήση, το απρόσεχτο χέρι που θα μπορούσε να καταστρέψει το σύνολο. Ήταν πάντα μαζί της. Προσβάσιμες. Κάπου που θα μπορούσε να της αγγίξει εύκολα, να τις προσεγγίσει, να τις πάρει στα χέρια της. Να τις νοιώσει. Την σταθερά. Την σταθερά της.

 

Κάποιοι φυσικά κορόιδευαν αυτή την επίμονη εμμονή της. Κυρίως επειδή επρόκειτο για φωτογραφίες μονάχα τους εαυτού της. Δεν ήταν ας πούμε εικόνες του παιδιού της, του πρώτου της άντρα, μιας φίλης της. Ακόμα και οι φωτογραφίες που είχε, από τους δύο τις γάμους, απεικόνιζαν μονάχα εκείνη. Χωρίς τους συζύγους. Νύμφη ανύμφευτη. Ουσιαστικά άνευ ανδρός. Ανύπαντρη. Με το χλωμό νυφικό στην μια. Με το άσπρο ταγιέρ στην άλλη. Να χαμογελά με τα γλαρά της τα μάτια.

 

Επειδή κυρίως από τα μάτια χαμογελούσε. Το έλεγαν όλοι. Αυτής γελούσαν τα μάτια της. Όχι το στόμα, τα μάτια. Εκείνα τα τσακιλωτά, τα πρασινοκαφέ, τα μεθυσμένα, που μοίραζαν πάντα κρυφές υποσχέσεις. Τα κολασμένα. Στα αλήθεια από τις φωτογραφίες κι εκείνη, τα μάτια της κοίταζε πρώτα. Από τα μάτια θυμόταν την «σκηνή». Το περιστατικό της φωτογραφίας. Από τα μάτια της θυμόταν και ποιος ήταν μαζί της. Στην «σκηνή». Από τα μάτια. Αν ήταν ερωτεύσιμα, ήταν ο Τάκης, ο Σάκης, ο Λάκης. Μια αδυναμία την είχε στους δισύλλαβους άντρες. Που ήταν συνήθως κοντοί, και λαϊκοί. Αναλώσιμοι. Δισύλλαβοι. Τους ξέχναγε εύκολα. Αν ήταν ένοχα ήταν με μεγάλα ονόματα. Κωνσταντίνοι και Αλέξανδροι και συνήθως παντρεμένοι. Αν ήταν βαριεστημένα ήταν με την μάνα της. Αν τα πλημμύριζαν τύψεις, με τον γιό της που τον εγκατέλειψε, για να ζήσει βρε αδελφέ την ζωή της. Για να βγάλει φωτογραφίες.

 

Αυτές βασικά τις έμειναν τώρα. Να τοις κοιτάζει. Και να τις προστατεύει. Από ορατούς και αόρατους κινδύνους.

Ορατός κίνδυνος ήταν ο δεύτερος άνδρας της. Μιχάλης. Τρισύλλαβος. Ενδιάμεση κατάσταση. Μέτριος σε όλα του. Λίγο λαϊκός και λίγο μεγάλος και λίγο παντρεμένος. Τον χώρισε, αυτή και τα μάτια της, και τον πήρε. Να την φωτογραφία της γνωριμίας τους. Τρισύλλαβη κι αυτή. Όπως και η έκφραση στα μάτια της. Δουλεία. Επειδή είχε αποφασίσει να του υποδουλωθεί. Να παντρευτεί τον τρισύλλαβο και να ησυχάσει. Δεν ησύχασε όμως. Προέκυψε ζηλιάρης και απαιτητικός. Πραγματική υποδούλωση. Κάποτε κιόλας την χτυπούσε. Την ζήλευε. Είχε τα νεύρα του. Ακόμα και οι φωτογραφίες κινδύνευαν μαζί του και κάποιες πέθαναν κάτω από τα οργισμένα του δάχτυλα.

 

Αόρατοι κίνδυνοι. Ο χρόνος. Τις κιτρίνιζε. Τις προσέγγιζε ύπουλα και τις κατέστρεφε. Δεν έξαιρε τι να κάνει. Πώς να τον αντιμετωπίσει. Ειδικά με εκείνες τις πρώιμες έγχρωμες, που έτρεψε να τις τραβήξει πρώτη. Έφθιναν, έλιωναν, διαλύονταν μπροστά στα μάτια της, η μορφή της ξεθώριαζε και ανησυχούσε.

 

Το καλύτερο της ήταν πάντα οι μαυρόασπρες. Αν και έκρυβαν τι χρώμα είχαν τα μάτια, αναδείκνυαν πάντα  την υποσχετική τους. Και τις υποσχέσεις. Μισόκλειστα, ξελιγωμένα, αμαρτωλά. Δεν θέλει χρώμα η αμαρτία. Λέξη που ξεγελά αλλά με τέσσερις κοφτές συλλαβές. Μεγάλη λέξη. Τετρασύλλαβη. Κατάμαυρη. Αμαρτία.

 
Οι φωτογραφίες ήταν ο κόσμος της. Ακόμα και όταν θα πέθαινε, το είπε στον τρισύλλαβο, να τις τες βάλει μαζί της. Να την συντροφεύουν. Και στο μνήμα πάνω, να μην βάλλουν μια σύγχρονη. Να φαίνεται αναλώσιμη, χαραγμένη, πειραγμένη. Εβδομήντα χρονών. Ήδη ξεχώρισε ποιάν θέλει. Είναι μαυρόασπρη και είκοσι χρονών. Τα μάτια τα γλαρά μισόκλειστα, ξελιγωμένα. Με την αμαρτία. Κι ας έδιναν την υποσχετική για το που θα κατέληγε μετά θάνατο. Την κόλαση δεν θα την γλίτωνε, το ήξερε. Υπήρχαν τεκμήρια. Τα μάτια της. Λιγωμένα. Σε φωτογραφίες. Χιλιάδες φωτογραφίες. Ο κόσμος της. Ας ήταν τουλάχιστον αυτή τουλάχιστον η ανταμοιβή της. Ας την υπηρετούσαν τουλάχιστον κι αυτές μία φορά. Οι φωτογραφίες. Ήταν ο κόσμος της.

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Καλή αρχή στη νέα μας ζωή!!

Πόσο με εκνευρίζουν οι μεταβατικές περίοδοι, οι φάσεις προσαρμογής και τα χρονοδιαγράμματα… τέτοια είναι και η μέρα η σημερινή. Ήμουν η ετοιμόρροπη μάμα που έκλαιγε αφήνοντας τα μωρά της στο νηπιαγωγείο. Ρεζιλίκια ολκής. Ποιος έχασε την ψυχραιμία να την βρω εγώ? Παρολίγον να κλαμουρίσω τα άλλα μωρά. Με εφυγάδεψε η νηπιαγωγός. Και τώρα είμαι στο σπίτι. Σε ένα σπίτι ήσυχο. Σιωπηλό. Η πρώτη ώρα έχει περάσει. Η πρώτη δυσκολία ανήκει στο παρελθόν. Βιώνουμε και πάλι ένα νέο απογαλακτισμό… Που είναι καλό για όλους μας…Μεγαλώνουμε και οι τρεις…  Ζουζουνάκια μου καλή αρχή στη νέα ζωή! Καρδούλες μου μικρές η ζωή είναι ωραία, πολύχρωμη και όμορφη και μόλις κάνατε ένα βήμα στο ωραίο της μονοπάτι! Καλή αρχή σε όλους μας…

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Άνοιγμα στη ζωή…




Τα διδυμάκια που Δευτέρας αρχίζουν νηπιαγωγείο. Αρχίσαμε ήδη τις ετοιμασίες, θα αγοράσουμε αύριο και τις τσαντούλες, θα πάρουμε πανάκια ρούχα και πετσέτες στο σχολείο και θα ανοίξουμε την πόρτα ενός νέου κόσμου. Η καρδιά μου σπαράζει και δεν θέλω να τα αφήσω να φύγουν. Πώς θα είναι για αυτά η νέα μεγάλη αλλαγή? Θα κλαίνε? Θα νιώθουν πάλι πως τα εγκαταλείπω? Θα συνηθίσουν εύκολα τις νέες καταστάσεις? Θα είναι σε ένα κόσμο που θα τα αγαπούν? Θα τα φροντίζουν όσο πρέπει? Κι αν τα σπρώξουν, και να τα δείρουν, αν δεν τα παίζουν τα άλλα παιδάκια? Πώς εντάσσονται δύο βρέφη σε μια μικρή κοινωνία άλλων μωρών? Θα κάνουν φίλους? Θα προστατεύει το ένα το άλλο? Τουλάχιστον θα έχουν το ένα το άλλο… Ελπίζω να πάνε όλα καλά… αλλά από Δευτέρας… δεδομένο… θα κλαίμε και οι τρεις…



Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Το σύστημα... Β

Συνέχεια από το προηγούμενο…


Η είδηση για την νεοφερμένη με τα παράξενα κουσούρια και το γκρίζο το ταγιέρ έκαμε αστραπιαία τον γύρο της γειτονιάς. Σε λίγες ώρες είχαν όλες τις πληροφορίες και τα γεγονότα μαζεμένα. Ήταν δασκάλα με άντρα καθηγητή μαθηματικών (μαθηματικών???), μετακόμισαν στην περιοχή επειδή εδιορίστηκε στο σχολείο τους που θα άρχιζε τον Σεπτέμβρη, (ναι υπήρχε πιθανότητα να εν η δασκάλα για τα μωρά τους και να τους κάμνει και κάστια!), επήγαινε στη δουλειά με αυτοκίνητο και ήταν ιμις 37 χρονών και ας εφαίνετουν καλοδιατηρημένη και 27άρα!! Τούτα ούλα τα έμαθε βασικά η κα Αντρούλα η Παχιά αλλά εφροντίσαν και οι άλλες να μάθουν σιγά σιγά πληροφορίες για να χτίσουσιν την εικόνα. Μια εικόνα που δεν τους άρεσε καθόλου που την ενίσχυε κιόλας η συμπεριφορά της δασκάλας. Έκαμε παρατήρηση της κας Βυζατζιότισας ότι εγόραζεν λάδιν για να τηγανίσει το κοτόπουλο (εμείς το κάνουμε στην σχάρα!)… Είπεν της κα Μαρτούς πως δεν πιστεύει σε έτσι πράματα όπως τον καφέ και εξάλλου διάβαζε στα περιοδικά το ωροσκόπιο (το ποιο?)… Έπεισε της κα Λωξανδρού να πάει σε γιατρό και το χειρότερο? Είπεν της κα Αντρούλας ότι πρέπει να αδυνατίσει!

«Μα ποια? Η κα Αντρούλα?», ρώτησε ο κος Βασίλης ο συντεχνιακός. Του εμετέφερε τα καθέκαστα η γυναίκα του η κα Παναγιώτου. Έτρωγε τα βαζάνια του με το λάδι και το σκόρντο, τα βουτημένα στην τομάτα και τις παπατούδες τις γιαχνιστές και άκουγε με μισό μάτι (ή μάλλον στόμα) την γυναίκα του να σαλαβατά για την δασκάλα. Ενευρίασε η Παναγιωτού, ετράβησεν του το πιάτο μακριά, έμεινεν ο καημένος με το ψουμί το αθηαινήτικο στο χέρι να στάζει. «να μπο σιόρ?», ενευρίασε και ο ίδιος.

«Άκουμε με» λαλεί του η κα Παναγιωτού. Δώσε προσοχή! Εν είναι αστεία τα πράματα. Είσαι ο συντεχνιακός. Έχεις ευθύνη! Η δασκάλα εν μια νεκατώστρα. Ενεκάτωσεν την γειτονιά, αλλάσει την τάξη των πραμάτων. Πρέπει να φύει!».

«Τζαι τι θέλεις να κάμω εγώ σιόρ?», είπεν νευριασμένα ο Βασίλης και ετράβηξε πίσω το πιάτο του (κάμνει τα λουκούμιν η γέρημη εσκέφτηκεν τα βαζάνια), «πώς να την διώξω? Να την σκοτώσω?»

«Εν είπεν κανένας να της κάμεις κακό», είπεν με μισό στόμα η κα Παναγιωτού. «Να την μεταθέσεις λαλούμεν»…

«Τζαι ποιος είμαι εγιώ καλέ? Ο Υπουργός παιδείας?», επήρεν τα για τα καλά ο Βασίλης. «Τζαι στο κάτω κάτω τι έκαμε η γεναίκα? Αμφισβήτησεν την τάξη σας τζαι πως κάμνετε τα πράματα? Εν που είπε της πασσιάς να χάσει κιλά? Ή που έστειλεν την φτωχήν Λωξανδρού να πάει στον γιατρό? Εν που ζηλεύκετε! Τζαι να με παραιτήσεις!»

Η κα Παναγιωτού, ενευρίασε, εσκούλησεν την ο θυμός, αλλά εξεσκουλήστηκεν άμεσα και έβαλε κάτω τα μεγάλα μέσα. «Όπως νομίζεις Βασίλης. Ποια είμαι εγώ να αμφισβητήσω την δασκάλα? Εν τζαι μορφωμένη και νέα τζαι ξέρει πολλά. Μπορεί να έχει και δίκαιον σε τζείνα που λαλεί», είπε με αδιάφορη φωνή. «Είδες?», λαλεί της ο Βασίλης. «Κάμε τωρά έναν καφέ τζαι φέρε το δίπλα να δω την Χαραυγή».

(Όπως τα έργα που θα σου ξανακάμω βαζάνια) εσκέφτηκεν η κα Παναγιωτού τζαι έγνεψεν του «Εντάξυ»… Μετά όπως έκαμνεν τον καφέ εφώναξε του που μέσα. «Αλλόπως καλό τζαι τζείνα που λαλεί για το σύστημα εν σωστά», είπε αδιάφορα…

«Ποιόν σύστημα πάλε?»

«Ε, το δικό μας. Το κομμουνιστικό. Λαλεί τούτα ούλα εν πελάρες και ιμίς οι δικοί μας στην Σοβιετική καταπιέζονται τζαι εν έχουν ελευθερίες»…

«Τι λαλείς σιόρ?», ενεύριασεν ο Βασίλης. «Ποια τα λαλεί τούτα? Τι λαλεί ακριβώς?», ανησύχησεν ο Βασίλης.

«Εν ηξέρω Βασίλη! Εν η δασκάλα που τα λαλεί. Εγιώ είπα της, που επίαμεν πέρσι τζαι πρόπερσι. Για την Βουλγαρία, για τον κόσμο που πάει σκολία τζαι πανεπιστήμια. Για την Ρουμανία που φροντίζει η κυβέρνηση να περνά καλά ο λαός. Αλλά τι να σου πω. Εν με επίστευκεν. Εν πελάρες λαλεί τζαι κάποτε τούτο ούλον το σ΄συτημα εν να καταρρεύσει!»… Η κας Παναγιωτού έβαλε τον καφέ στο φλυτζανάκι. Έκαμενν τον καλόν και ωραίον. Και τον άντρα της επίσης. Είδεν τον να δρώνει. Να βάλει το δακτυλούδιν του στον γιακά και να τον τραβά. Ελυπήθηκε τον. Άνοιξε την φίζα και έβαλε του κι ένα γλυκό βαζανάκι (γενικά επέρναν της σε ούλες τις μορφές το βαζάνι)… Επήρε του τον καφέ και ετοιμάστηκε να τον αποτελειώσει. «Έτσι λαλεί ναι… Ξέρω…Ποια είμαι εγώ να αμφισβητήσω την δασκάλα? Εν τζαι μορφωμένη και νέα τζαι ξέρει πολλά. Μπορεί να έχει και δίκαιον σε τζείνα που λαλεί».

Ενευρίασεν ο Βασίλης. Ήπιεν τον καφέ μονορούφι και επίεν στο τηλέφωνο. Μιλούμεν εξήχασεν να φάει και το βαζανάκι! Έτσι κακόν η δασκάλα!! Να αμφισβητεί το σύστημαν! Επίεν αποφασιστικά το τηλέφωνο τζαι εχαμογέλασεν. Θα εκανόνιζεν καλά την δασκάλα. Πύρκος!

Για όσους εν ηξέρουσιν… Την Τυλληρίας… «Έλα Σαββή? Ο Βάσος…»

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Το σύστημα ...Α

Μέχρι τα 17 μου νόμιζα πως ο κόσμος αποτελείται από σπίτια φτωχικά, βουτηγμένα στην παρακμή, μεροκαματιάρηδες που σχόλαζαν από τα εργοστάσια στις 4 το απόγευμα και έτρεχαν νηστικοί να φάνε βραστά φασόλια, νοικοκυρές μανάδες που κρατούσαν το σπίτι με χίλια ζόρια, με 5 λίρες μεροκάματο, με ξύλο από τους συζύγους, με κουτσομπολιά και γλυκό καρυδάκι. Υπήρχε πάντα κάποια να χαλάει την πιάτσα και το σύστημα. Η γυναίκα του αστυνομικού! Η κα Χαρούλα που ήταν άνετη, φόραγε συχνά καινούργια ρούχα και είχα τα παιδιά της δύο ζευγάρια παπούτσια γυμναστικά. Η η  κα Παναγιωτού του συντεχνιακού. Αυτή το έπαιζε φτωχιά και συμπονετική, κυρίως όταν πλησίαζαν εκλογές, αλλά να τα ταξίδια στις Ρουμανίες και τις Βουλγαρίες και τα καινούργια σκότα για τον σύζυγο. Όπως και να έχει… ακόμα και αυτές «οι πλούσιες» συμβάδιζαν ανελλιπώς με τις άλλες λες και υπήρχε ένας άγραφος και απαράβατος όρος στην γειτονιά: Ήταν όλες χοντρούλες και λιγάκι παρηκμασμένες από τα 25  τους. Καμιά δεν πήγαινε εκκλησία τις Κυριακές, καμιά δεν δούλευε, καμιά δεν οδηγούσε αυτοκίνητο. Καμιά δεν εμπιστευόταν πολύ τους γιατρούς. Για όλα υπήρχε μια καλή και εύκολη λύση και τα προβλήματα ελύνουνταν άμεσα, μακριά από τα βλέμματα και τις έγνοιες των αντράδων τους. Αν κάποια πήγαινε να αρρωστήσει ή της πάθαινε κάτι το παιδί, θα πήγαινε στην κυρία Λωξανδρού να της κάμει τα γνωστά της γιατροσόφια. Αν είχε άλλα ζητήματα και προβλήματα αγάπης θα πήγαινε στην Κα Μαρτού να της πει τον καφέ και να της κάμει τα δικά της. Για συνταγές ήταν η Βυζατσιότισα (εκ Βυζακιάς ορμώμενη και έχουσα και το ανάλογο στήθος). Για προβλήματα συζυγικά ή και δεμένα προξενιά  κα Αναστασία με τρία διαζύγια και εφτά φίλους που ήταν και καπνίστρια. Και για θέματα στάιλινγκ η κυρία Αντρούλα η επονομαζόμενη και η Παχιά. Η ράφταινα της γειτονιάς, που μπορούσε να σου να σου φέρει τον κόσμο ανάποδα και να σου φτιάξει ταγεράκι με το πάφτηνο το ρούχο που αγόρασες μισοτιμής από τον Αρμένη στην Ονασαγόρου και να σου το κάμει να μοιάζει με πραγματικό ταγιέρ. Μιλώντας για ταγιέρ ήταν αυτό ακριβώς που έγινε η ρίζα του κακού και οδήγησε στον εξοβελισμό της Περσεφόνης της δασκάλας. Ήταν ταγιέρ μάλινο, από ύφασμα καλό, ντε πιές ιμίς αγορασμένο από την Λήδρας από το καινούργιο κατάστημα με τα ετοιματζίδικα που το οποίον εψούμνιζαν οι λεφτούδες και που ακόμα και η κα Χαρούλα με τόσα λεφτά από τον μιστό του αστυνομικού δεν τολμούσε να αγοράσει! Ήταν γκρι με ωραία μαύρα κουμπιά και πιέτα στην φούστα πίσω, καλοβαλμένο και γουστόζικο που η Περσεφόνη το πήρε στην κα Αντρούλα να της το μαζέψει «επειδή έχασα 3-4 κιλά και  θέλει στένεμα». Η Αντρούλα η επονομαζόμενη και παχιά, διηγιόταν στην κα Μαρτού την ιστορία λαλώντας τα απίστευτα. «Να την λύει η μύλα μου κα Μαρτού μου. Να μου λαλεί έχασε κιλά να νομίζω πως εν άρρωστη τζαι τούτη να λαλεί έκαμε δίαιτα! Τι σημαίνει δίαιτα? Επάχυνε λαλεί και έκοψε το φαϊ να παστήνει!». Έκοψε το φαί? Πως γίνεται να έκοψε το φαί εσκέφτετουν η κα Μαρτού, που θυμάται ακόμα που μωρό εδίαν της η μάνα της κουφετούες του μπακάλι με ξεροκόμματο και της έλεγεν «Μαρτού μου να σκέφετσαι πως η κουφέτα σου εν τυρί, η κουφέτα σου εν λούτζα, η κουφέτα σου εν πατατούες γιαχνί!... Έκοψεν το φαι! Και να ήταν μόνο τούτον. Εδούλευκεν λαλεί σου. Ήταν δασκάλα! Και είχε και άδεια και οδηγούσεν και αυτοκίνητο. Και έτυχε να έρτει την ώρα που της έσαζεν το ταγιέρ η κα Σοφούλα να πει της Αντρούλας να της δώσει γλυκό καρυδάκι να βάλει του μωρού της πάνω στα χείλη που έωγαλε μπαμπυλούδες που το ρουσόυδιν και να τους κοιτάζει με το μισό της και να τους λαλεί  «αυτά τα πράματα εν ανοησίες» και να πάρουν το μωρό στο γιατρό ιμίς « για διο μπαμπουλούδες και για το ρουσούδιν!!», να πληρώσουν τον μισθό ενός σπιτιού να τους πει ο γιατρός αν το έχουν στα σκοτεινά για να χαρεί η Περσεφόνη που μου εφόραν και γκρίζα ταγιέρ!

(συνεχίζεται)

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

«Η ηλικία των 33 η πιο ευτυχισμένη στη ζωή του ανθρώπου»

«Η ηλικία των 33 η πιο ευτυχισμένη στη ζωή του ανθρώπου»


Νομίζω πρέπει να σταματήσω να διαβάζω εφημερίδες! Και αν μην λαμβάνω υπόψη τις έρευνες που δημοσιεύουν. Η τελευταία που διάβασα σήμερα στο ΒΗΜΑ αναφέρει πως «Η ηλικία των 33 η πιο ευτυχισμένη στη ζωή του ανθρώπου»! Σύμφωνα με την έρευνα στην ηλικία αυτή το άτομο αποτινάσει την ξέφρενη συμπεριφορά που είχε ως άγριο νιάτο χωρίς να έχει κουραστεί από την ίδια την ζωή. Στην ηλικία αυτή το άτομο έχει σπουδάσει, είναι χαρούμενο που έχει βρει δουλειά, έχει δημιουργήσει οικογένεια, έχει βιώσει την χαρά της γέννησης ενός παιδιού χωρίς να έχει κουραστεί ή να έχει μπουχτίσει από όλα αυτά.


Ενδιαφέρον. Εγώ που σε τέσσερεις μήνες κλείνω αισίως τα 37 (μην ανησυχείτε, όλοι μου λένε πως δεν μου φαίνεται!) προφανώς ήμουν πολύ πιο ευτυχισμένη πριν τέσσερα χρόνια. Μπούρδες…

Είναι παράξενη ωστόσο η ζωή. Το σκέφτομαι πολύ τον τελευταίο καιρό. Στις σπάνιες στιγμές της γαλήνης, την μοναξιάς πλέον, της σιωπής που την πεθύμησα λιγάκι… σκέφτομαι… Είμαι ευτυχισμένη? Και τελικά τι είναι η ευτυχία? Μήπως οι μικρές εκείνες στιγμές που νιώθεις πως θα σπάσει η καρδιά σου από αγάπη? Η γαλήνη της αγκαλιάς της αγάπης σου. Τα παιδικά μου τα κεφαλάκια… Το κράτημα από τα χεράκια τους, το πνεύμα της εμπιστοσύνης. Ή τα πιο κοινά. Που μου φτιάχνεις το σάντουιτς μου το πρωί. Που μου έφερες ένα ποτήρι κρασί στο δείπνο. Που είσαι δυνατός και με αγαπάς. Οι φίλοι που τελικά είναι εκεί με τα δικές του υπαρξιακές αγωνίες… Ο χρόνος που περνά… Αδυσώπητος… και ξαφνικά θα γίνεις 37! Η ρουτινιάρικη ζωή, τα πλυντήρια, το μαγείρεμα, το σπίτι, τα ρούχα, εσύ ως γυναίκα, οι δίαιτες και πάλι… τα βιβλία, οι ταινίες σου, η μουσική… Αυτά που έκανες, που έζησες, που έσφαλες… αυτά που δεν θα προλάβεις… αυτά που κάνεις…

Πότε είσαι ευτυχισμένος τελικά?

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

Φως...

Και μερικές φορές το μόνο που θέλεις είναι να χωθείς μέσα στον πυρήνα της ύπαρξης σου. Να μπεις μέσα, να μείνεις, να κρυφτείς. Να μην αφήσεις κανένα παράθυρο για κανένα και για τίποτα. Ούτε καν στο φως. Απλώς μπαίνουν από χαραμάδες κάτι δαχτυλάκια, κάτι μικρά ποδαράκια. Σου κλωστούν την πόρτα. Άνοιξε. Δεν μπορείς πια. Ανοίγεις. Ο κόσμος είναι αγνός και καθαρός και ολοφάνερος και γεμάτος φως.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Γράμμα στον παλιό αφέντη…

Ο παπάς μου εχτές χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και έβαλε τις φωνές. «Είναι απαράδεκτον!» είπε. «Απαράδεκτον!». Είχε ακούσει για τις αποκοπές στις συντάξεις στην Ελλάδα. Για τις απολύσεις του κόσμου. Για τους ανθρώπους που χάνουν τα σπίτια τους και περιφέρονται στους δρόμους άστεγοι.

Δεν μπορώ να φανταστώ την ζοφερή εικόνα των ανθρώπων που χάνουν τον κόσμο κάτω που τα πόδια τους, που νιώθουν την ζωή τους να γέρνει, να χάνεται. Να παραμένει ξεκρέμαστη. Άνθρωποι που αυτοκτονούν, που σκοτώνουν τον εαυτό τους. Δεν μπορώ να μην ταυτιστώ με την φτώχεια και την ανέχεια. Δεν μπορώ να μην νιώθω ενοχές.

Άσχετο όσο και σχετικό. Κάτι που διάβασα στο Βήμα σήμερα. Το γράμμα ενός πρώην μαύρου σκλάβου Τζούρντον Αντερσον προς τον πρώην λευκό αφέντη του συνταγματάρχη Πάτρικ Τένεσι Αντερσον, αμέσως μετά τη λήξη του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου. Στην Αμερική γιορτάζουν αυτές τις μέρες τον Μήνας Μαύρης Ιστορίας και σχετικές συζητήσεις δίνουν και παίρνουν στο διαδίκτυο. Το γράμμα το έγραψε ο πρώην σκλάβος απαντώντας στον αφέντη του που τον κάλεσε να επιστρέψει πίσω κοντά του για να δουλέψει.



«Ντέιτον, Οχάιο

7 Αυγούστου 1865

Στον παλιό μου αφέντη, συνταγματάρχη Π. Χ. Αντερσον, Μπιγκ Σπρινγκ, Τενεσί

Κύριε,

πήρα την επιστολή σας και είμαι χαρούμενος που δεν έχετε ξεχάσει τον Τζούρντον και που θέλετε να επιστρέψω και να ζήσω και πάλι μαζί σας, με την υπόσχεση να κάνετε το καλύτερο για μένα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλον.

Συχνά ανησυχούσα για σας. Πίστευα πως οι Γιάνκηδες (σ.σ: οι Βόρειοι) θα σας έχουν κρεμάσει ως αντίποινα γιατί κρύβατε στρατιώτες της επανάστασης στο σπίτι σας. Υποθέτω ότι δεν έμαθαν ποτέ ότι πήγατε στον συνταγματάρχη Μάρτιν για να σκοτώσετε τον στρατιώτη της Ένωσης που έμενε στον στάβλο του.

Αν και με πυροβολήσατε δυο φορές πριν φύγω και σας αφήσω, δεν ήθελα να ακούσω ότι σας έχει συμβεί κάτι και χαίρομαι που είστε ακόμα ζωντανός. Θα μου έκανε καλό να γυρίσω στο αγαπημένο σπίτι και να δω την κυρία Μαίρη και την κυρία Μάρθα και τον Aλεν, την Eστερ, τον Γκριν και τον Λι. Δώστε την αγάπη μου σε όλους και πείτε τους ότι ελπίζω να συναντηθούμε και πάλι σε έναν καλύτερο κόσμο, αν όχι σε αυτόν. Θα ερχόμουν να σας δω όλους, όταν δούλευα στο νοσοκομείο του Νάσβιλ, αλλά ένας από τους γείτονες μου είπε ότι ο Χένρι είχε σκοπό να με πυροβολήσει ξανά αν του δινόταν η ευκαιρία.

Θα ήθελα να ξέρω ποια ακριβώς είναι η καλή ευκαιρία που προτίθεστε να μου δώσετε. Τα πηγαίνω αρκετά καλά εδώ. Παίρνω 25 δολάρια το μήνα, φαγητό και ρούχα. Έχω ένα άνετο σπίτι εδώ για την Μάντι (σ.σ: εννοεί τη γυναίκα του) -που οι άνθρωποι εδώ την φωνάζουν κυρία Αντερσον- και τα παιδιά, η Μίλι, η Τζέιν και ο Γκράντι, πηγαίνουν στο σχολείο και τα πάνε αρκετά καλά.

[…] Κάποιες φορές ακούμε τους άλλους να λένε για εμάς στο Τενεσί «Αυτοί οι έγχρωμοι ήταν κάποτε σκλάβοι». Τα παιδιά στεναχωριούνται όταν ακούνε τέτοια σχόλια, αλλά τους λέμε ότι στο Τενεσί δεν ήταν ντροπή να ανήκεις στον συνταγματάρχη Αντερσον. Και πολλοί σκουρόχρωμοι θα ήταν περήφανοι, όπως εγώ, να σε αποκαλούν «αφέντη». Τώρα, αν μου πεις τι μεροκάματο θα μου δίνεις, θα μπορούσα να αποφασίσω καλύτερα αν είναι προς όφελός μου να επιστρέψω. Ωστόσο, σχετικά με την ελευθερία μου, που μου λέτε ότι μπορώ να έχω, δεν μου προσφέρετε κάτι καινούργιο, καθώς πήρα τα χαρτιά της ελευθερίας μου το 1864 από το τμήμα στο Νάσβιλ.



Η Μάντι λέει πως φοβάται να γυρίσει πίσω χωρίς κάποια απόδειξη από εσάς ότι θα μας συμπεριφέρεστε δίκαια και με καλοσύνη και καταλήξαμε πως πρέπει να ελέγξουμε την ειλικρίνειά σας ζητώντας σας να μας στείλετε τους μισθούς μας για τα χρόνια που σας υπηρετήσαμε. Αυτό θα μας κάνει να ξεχάσουμε και να σας συγχωρέσουμε για όλα όσα έχουν γίνει και να βασιστούμε σε μία δίκαιη σχέση και στη φιλία σας στο μέλλον. Σας υπηρέτησα πιστά για 32 χρόνια, ενώ η γυναίκα μου για άλλα 20. Με 25 δολάρια το μήνα για εμένα και δύο δολάρια για την Mάντι την εβδομάδα, οι μισθοί μας φτάνουν στα 11.680 δολάρια. Σε αυτά προσθέστε τους τόκους για την καθυστέρηση της καταβολής των μισθών μας και αφαιρέστε τα ρούχα που μας δώσατε, τις τρεις ιατρικές επισκέψεις για εμένα και το ένα δόντι που έβγαλε στη Μάντι. Το υπόλοιπο είναι το δίκαιο ποσό που πρέπει να λάβουμε.



[…] Αν δεν μπορείτε να μας πληρώσετε για την αφοσιωμένη δουλειά μας στο παρελθόν, δεν μπορούμε να πιστέψουμε της υποσχέσεις σου για το μέλλον. Ελπίζουμε πως ο καλός Δημιουργός σας έχει ανοίξει τα μάτια και μπορείτε να δείτε όλες τις αδικίες που διαπράξατε, εσείς και οι πρόγονοί σας, σε μένα και τους πρόγονούς μου, αναγκάζοντάς μας να δουλεύουμε για εσάς για πολλές γενιές χωρίς ανταμοιβή.

[…] Θα προτιμούσα να μείνω εδώ και να λιμοκτονήσω -ή ακόμη και να πεθάνω- από το να ντροπιαστούν τα κορίτσια μου από τη βία και την κακία των αφεντικών τους.

[…] Χαιρετίστε τον Τζόρτζ Κάρτερ εκ μέρους μου και πείτε του πως τον ευχαριστώ που πήρε το πιστόλι από τα χέρια σας όταν ήσασταν έτοιμος να με πυροβολήσετε



Από τον παλιό σας υπηρέτη,

Τζούρντον Αντερσον»