Την θυμάμαι καλά. Αν και την θυμάμαι πάντα με φόβο και δέος. Η κυρία Τοροζού. Προσωπικότητα επιβλητική στην γειτονιά που μεγάλωσα. Κυράτσα με τα όλα της. Κόκκινα μαλλιά κτενισμένα σε κότσο με μπούκλες, φούστες στενές και κοντές που τις φορούσε ακόμα και όταν σκούπιζε την αυλή. Ένα κορμί όλο καμπύλες θηλυκό. Και κυρίως δύο μάτια αλλιώτικά. Το ένα ήταν γαλάζιο και το άλλο καστανό. Δεν υπήρχαν αυτά τα μάτια. Ήταν σαν να ανήκαν σε δύο ξεχωριστά άτομα. Το καστανό ήταν της φιλικής γειτόνισσας που μας κερνούσε καραμελίτσες… και το γαλάζιο της τσαχπίνας κοκκινομάλλας που όλοι ψιθύριζαν πως είχε μεγάλο παρελθόν. Σούξουμούξου η γειτονιά. Από τα καπαρέ της Ρηγαίνης την είχε μαζέψει ακούεις ο κοντούλης ο άντρας της. Σε κάτι ρημαγμένα μπαρ που τα δούλευαν Τουρκοκύπριοι. Πώς την έβγαλε από τα μπαρ, την παντρεύτηκε, την νοικοκύρεψε πριν ρημάξει η ίδια στα καταγώγια κανένας δεν ήξερε. Κανένας δηλαδή δεν ήξερε με σιγουριά. Η μόνη ένδειξη για τα αμαρτήματα ήταν το παρατσούκλι της. Ρόζα, Τορόζα. Κανένας δεν θυμόταν το όνομα της… Ρόζα… Σαν τα κουφετάκια που μας χάριζε στην γειτονιά. Και τα διττά τα μάτια.
Η αλήθεια είναι πως πέραν από την φήμη που κυνηγούσε τις όμορφες, η Ρόζα η Τορόζα δεν έδινε δικαιώματα στην γειτονιά. Ήτανε τύπος και υπογραμμός. Με τα κεφτεδάκια της, με τις νοικοκυροσύνες της, με τα ναζάκια της τα εντός πλαισίων και σπιτικού γάμου. Ποτέ δε ακούστηκε για αυτήν το παραμικρό. Στενή παρέα με τις άλλες γυναίκες της γειτονιάς δεν έκανε ωστόσο ποτέ. Η μόνη που εμπιστευόταν λιγάκι ήταν η γιαγιά μου η Ελενού για την οποία έλεγαν επίσης πως είχε κάποτε κι αυτή ένα κάποιο παρελθόν. Τις θυμάμαι να κάθονται και να λένε μυστικά τον καφέ και να κουβεντιάζουν. Να φτιάχνουν κουλουράκια και να μασουλούνε μυστικά στην αυλή. Με την γιαγιά μου η Ρόζα η Τορόζα ήτανε πάντοτε λιγότερο «κυρία». Ήτανε σαν το γαλανό το μάτι να την εκυρίευε και γινότανε κάτι τις παραπάνω ο εαυτός της. Αλλά στο σπίτι της πάντα επέστρεφε κυρία καστανή.
Η Ρόζα η Τορόζα έκανε και δύο παιδάκια -αγγελάκια αληθινά με μαλλάκια ρούσα σαν τα δικά της, αλλά όχι με μάτια λαμπίρικα και αλλιώτικα. Η γιαγιά μου θυμάται πως ήτανε η πρώτη της κουβέντα σαν την έβγαζε η μαμμού τα μωρά από την κοιλιά. «Τα μάθκια τους?», ρωτούσε πάντα με αγωνία την μαμμού. Για να την πούνε πως ήτανε μια χαρά τα μάθκια τους. Συνηθισμένα. Καστανά. «Συνηθισμένα. Καστανά». Μονολογούσε η Ρόζα η Τορόζα και αναστέναζε ευχαριστημένη καθώς έλεγε να φωνάξουν τον άντρα της να του δείξει το νέο μωρό.
Η Ρόζα η Τορόζα δεν έζησε πολύ. Θυμάμαι πως δεν έφτασε σε βαθιά γηρατειά. Έσβησε κοντά στα πενήντα της, λίγα χρόνια μετά που πέθανε και ο κοντούλης ο άντρας της, από την αρρώστια την κακιά. Είχε πάθει καρκίνο. Θυμάμαι αμυδρά που πέθανε, επειδή είχα άλλα στο μυαλό μου εκείνο τον καιρό και το δέος που μας προκαλούσε είχε ξεθωριάσει. Θυμάμαι ωστόσο πολύ την κηδεία της επειδή εκεί συνέβηκε το τρομερό. Στην εκκλησία, εκεί που έλεγε ο παπάς να δώσει ο κόσμος τον τελευταίον ασπασμό είδαν όλοι μια κοπελάρα να κλαίει και να οδύρεται πάνω από την κάσα της πεθαμένης. Ήταν μια καλλονή, ψηλή κοκκινομάλλα και ντυμένη κάπως άπρεπα για εκκλησία. Θυμάμαι κιόλας πως φορούσε μέσα στην εκκλησιά μαύρα γυαλιά. Και πως όταν τα έβγαλε να σκουπίσει τα μάτια της είδαμε όλοι πως είχε δυο μάτια αλλιώτικα! Το ένα γαλάζιο και το άλλο καστανό. Ίδια όπως της μακαρίτισσας της Ρόζας. Προφανώς συγγενείς. Αδελφή της? Κόρη της?
Ήταν ο γιος της. Ο πρωτότοκος γιος της Ρόζας της Τορόζας. Μόνο η γιαγιά μας ήξερε την αλήθεια και πήρε την κοπελάρα και την άφησε να κάτσει δυο μέρες στο σπίτι μας να στυλωθεί. Αποκαλύφθηκε η αλήθεια στην γειτονιά και έγινε χαμός. Η Ρόζα δούλευε όντως μικρή στα μπαρ. Κι εκεί έκαμε ένα μωρό. Το Ροζούδι το τοροζούδι όπως το έλεγαν τότε. Η γιαγιά μου τα ήξερε. Το Ροζούδι από μικρό είχε δείξει πως ήταν διαφορετικό. «Σαν κοριτσάκι που γεννήθηκε στο σώμα του γιου μου», έλεγε της γιαγιάς μου η Ρόζα. Έπαιζε με κούκλες, έβαφε τα νυχάκια του, ήθελε να ντύνεται με ρούχα γυναικεία. Η Ρόζα η Τορόζα, σοφή γυναίκα, στα μπαρ μεγάλωσε, ήξερε πως δεν μπορούσε παρά να το αφήσει να εξελιχτεί. Και όταν γνώρισε τον κοντούλη που θα την λύτρωνε, άφησε τον γιο της στα χέρια μιας φίλης της. Ο κοντούλης και η γειτονιά δεν θα τον δέχονταν ποτές. Η Ρόζα ποτέ δεν ξέχασε το παιδί της, το συναντούσε του μιλούσε και πλήρωνε μάλιστα με τις οικονομίες της τις θεραπείες που τους αναλογούσαν. Όπως μας έλεγε η γιαγιά, κατηγορούσε τον εαυτό της για την τύχη του και έφταιγε τα αλλιώτικά του τα μάτια. Ποτέ της λόγο κακό για το παιδί της δεν είπε σε κανένα. Τον φρόντιζε όπως μπορούσε από μακριά. Κι ας ήξερε πως η τύχη του, εκείνες τις δύσκολες εποχές, άλλο δεν μπορούσε παρά να είναι προδιαγεγραμμένη. Στην πορνεία κατέληξε, από την πορνεία που με τόσο κόπο γλίτωσε και αυτή.
Αλλά σαν πέθανε η Ρόζα η Τορόζα, και την δεν ένοιαζε να μάθει ο κόσμος την αλήθεια, όρκισε την γιαγιά μου να καλέσει στην κηδεία το αλλιώτικό παιδί για να είναι παρόν όταν θα διάβαζαν την διαθήκη. Πρωτοπόρος η Ρόζα για την εποχή, είχε κάμει διαθήκη και άφηνε την μισή της περιουσία στο παιδί της με τα δύο μάτια. Άδικα φώναζαν τα δύο «αγγελάκια» για την αδικία και την ντροπή. Η Ρόζα η Τορόζα είχε θωρακίσει για τα καλά την τύχη του πρώτου παιδιού της «Για να μην πεθάνει μόνο και εγκαταλειμμένο στην φτώχεια», όπως είπε στον δικηγόρο.
Το Τοροζούδι, πήρε ότι του αναλογούσε και έφυγε από τα αδέλφια του μακριά Κανένας δεν άκουσε ξανά για αυτόν. Το σούσουρο και το σκάνδαλο εξασθένισε σιγά σιγά στην γειτονιά. Μόνο η γιαγιά μου απέκτησε μια μικρή φίλη στον Λυθροδόντα και πήγαινε κάποτε της Κυριακές να ψήσουν καφέ και να κουβεντιάζουν. Να φτιάχνουν κουλουράκια και να μασουλούνε μυστικά στην αυλή.