Δεν είναι λίγες οι φορές που κάποιος παίρνει φόρα, φόρα κατηφόρα κι ο "Θεός" ο ίδιος δεν τον σταματα. Σε όλες αυτές τις κούρσες όμως υπάρχει ένα στοπ που βάζει ένα αοόρατο χέρι (όχι των αγορών...). Ένα φρένο που έρχεται από το πουθενά και κρούει τον κώδωνα του ...διαλλείματος.
Διάλλειμα από τη δράση, διάλλειμα από την εξωστρέφεια, ανάπαυλα ανάμεσα σε κύκλους έντονα παραγωγικούς που πριν προλάβεις ν' αποτιμήσεις τι κέρδισες και τι έχασες, έχεις κάνει καινούργια λάθη κι έχεις κατακτήσει καινούργιες κορυφές. Μια αλλοπρόσαλη κούρσα με τους δικούς της κανόνες που όσο κι αν θέλουμε δε μπορούμε ν' αλλάξουμε.
Στα "χαμηλά" λοιπόν αυτής της κούρσας, τις στιγμές που οι μηχανές των φυσικών αντοχών πέφτουν στο ρελαντί, το στροφόμετρο της συναισθηματικής λογικής βαράει κόκκινο.
Είναι στιγμές που μένουμε μακριά απ' τον κόσμο, παρέα με τις σκέψεις μας. Στιγμές που ανάδρομες αφηγήσεις και πρωθύστερα σχήματα διαπλέκονται μ' έναν τρόπο αντιφατικά αρμονικό. Στιγμές που όσα αμέλησες επικαθορίζουν την επιτυχία αυτών που σχεδίασες και κυνήγησες. Στιγμές που άνθρωποι και στόχοι γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι μιας ιστορίας, η οποία όσο εξελισσόταν δεν τους βρήκε ποτέ να βαδίζουν μαζί.
Μια ιστορία που μοιάζει με παραμύθι. Ένα παραμύθι που άλλες φορές έχει δράκους και άλλες φύλακες άγγελους. Δράκους που με τις φλόγες τους μπορούν να κάψουν τη χώρα των θαυματων και φύλακες άγγελους που κάνουν ένα μικρο παιδί να επιβιώσει μέσα στη ζούγκλα.
Και για το προσωπικό παραμύθι του καθενός το τραγούδι του Μίλτου Πασχαλίδη είναι μια εξαιρετική μουσική επένδυση: "Μίλτος Πασχαλίδης, Παρουσία"
Πάνε χρόνια που ρωτούσα χωρίς να θέλω να μάθω κάτι. Ζω καιρούς που φτιάχνω ερωτήσεις για να χρησισμοποιήσω ως απαντήσεις τις βεβαιότητες μου. Διαβάζω αυτά που έγραφα τότε κι ανακουφίζομαι. Κοιτάω αυτά που λέω τώρα και πάλι ανακουφίζομαι. Στο μεσοδιάστημα των δύο εποχών προσπαθούσα να χρησιμοποιήσω κάθε απάντηση ως καινούργιο ερώτημα για να χτίσω μια μεγάλη αλυσίδα αιτίου – αιτιατού. Κι όσο οι κρίκοι πλήθαιναν στην αλυσίδα τόσο ανακουφιζόμουν.
Την κοπανούσα, θυμάμαι, από την παράδοση της Ιστορίας των Ευρω-Αμερικανικών Σχέσεων μαζί μ’ ένα φίλο, σύντροφο και συμφοιτητή για να πιούμε καφέ. Ένας καφές που κρατούσε πιο πολύ από το 3ωρο μάθημα. Αναλύαμε τη σημασία του όρου «στρατηγικός αιφνιδιασμός» για να καταστρώσουμε το σχέδιο εκπόρθησης μιας γυναικείας καρδιάς. Στοχαζόμασταν πάνω στην στρατηγική «αποτροπής» προκειμένου να γλιτώσουμε «περιέργα τυπάκια» που βαριόμασταν να συναναστραφούμε.
Πλέον έχω κόψει τις κοπάνες. Ακούω με δυσθυμία τριγύρω μου «ψαγμένους τύπους» να συζητάνε για την κρίση των subprimes, την τιτλοποίηση των δανείων χαμηλής εγγύησης και την επίδραση των πλεοναμάτων του γερμανικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στη σταθερότητα της Ευρωζώνης. Προτιμώ να κατανοήσω την κρίση και να μιλήσω γι αυτήν με το παράδειγμα του τύπου στο ΠΡΟΠΟ της γειτονιάς μου, που έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια στο ΚΙΝΟ και τώρα ζητάει από την οικογένεια του να πληρώσει την «γκαντεμιά» του.
Μήπως λαϊκίζω; Μπορεί. Μήπως μεγαλώνοντας έγινα και πιο ρηχός; Μπορεί. Ουδεμία βεβαιότητα δεν αναβλύζει απ’ αυτό το κείμενο κι ανακουφίζομαι. Ούτε μπορώ να διακρίνω το αίτιο που παρήγαγε ως αποτέλεσμα αυτές τις αράδες. Αυτό κι αν είναι ανακούφιση. Η αλήθεια είναι ότι απορώ πως μου ρθε να γράψω αυτά τα λίγα. Σίγουρα υπάρχουν λόγοι. Αλλά όχι ότι καίγομαι και να τους βρω. Πολλά είπα όμως , οπότε καλύτερα να το κόψω γιατί έχω να παίξω στοίχημα και να ξαναδιαβάσω για τον κοινωνικά συμφραζόμενο χραρακτήρα του Διεθνούς Δικαίου.
Ήταν μια φορά ένας Γερμανός, ένας Γάλλος κι ένας Έλληνας...
Αναρτήθηκε από Γραφ(ε)ι(κ)οκράτηςΠου ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια που το καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά οι παρέες πίναν το ουζάκι τους, τρώγαν τα μαλάκια τους και γελάγανε μ’ ανέκδοτα που εξιστορούσαν το πως ο Έλληνας τη γλίτωσε από τους Ζουλού την ώρα που την πάτησαν ο Γερμανός κι ο Γάλλος; Φέτος το καλοκαιράκι προμηνύεται διαφορετικό. Χωρίς μαλάκια, ανέκδοτα και γέλια. Γιατί φέτος έγινε η μαλακία και οι Ζουλού πιάσαν τον Έλληνα αλλά ούτε οι Γερμανοί ούτε και οι Γάλλοι γελάνε μιας και δεν είναι ανέκδοτο η ιστορία.
Κι αφού οι ιστορίες γι αγρίους δε θα φορεθούν φέτος το καλοκαίρι ας τις αφήσουμε κι εμείς στην άκρη και ας περάσουμε σε κάποιες άλλες ιστορίες. Κάποτε ξεριζώθηκαν από τη Σμύρνη εκατομμύρια Ελλήνων τα οποία αναγκάστηκαν ν’ αναζητήσουν μια νέα ζωή στον ελλαδικό χώρο.Ο ερχομός τους στην Ελλάδα ήταν κάτι που δεν άρεσε σε κανέναν. Ουτε στους ίδιους που έπρεπε ν’ αποχαιρετήσουν τα πλούτη και τα μεγαλεία τους αλλά ούτε και στους ομοεθνείς τους που κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο, οι οποίοι δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι το γεγονός πως θα πρέπε να πληρώσουν το μάρμαρο για το κακό που βρήκε αυτούς που μέχρι χθες περνούσαν μια χαρά αδιαφορώντας για τα προβλήματα του ελληνικού κράτους και των πολιτών του.
Η συνύπαρξη των δύο αυτών πλευρών ήταν υποχρεωτική και ως εκ τούτου εκρηκτική. Οι ντόπιοι μίλαγαν υποτιμητικά για τους πρόσφυγες και τους κατηγορούσαν για την προηγούμενη ευημερία τους, την οποία συνέδεαν με μια σειρά δεινών που είχαν υποστεί οι ίδιοι. Οι πρόσφυγες από την άλλη «απαντούσαν» γκετοποιούμενοι κι έβρισκαν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν τη δυσκολία της κατάστασης αναπολώντας το ένδοξο παρελθόν τους και συνάγοντας εξ’ αυτού την ανωτερότητα τους έναντι αυτών που τους λοιδορούσαν. Οι ντόπιοι θέλοντας και μη πλήρωσαν, οι πρόσφυγες θέλοντας και μη αφομοιώθηκαν. Κι έτσι μετά από χρόνια οι απόγονοι των γενιών αυτών έρχονται να γινουν οι σύγχρονοι πρόσφυγες της Ε.Ε και ν’ αντιμετωπίσουν τη δυσθυμία των «ντόπιων» Ευρωπαίων (Γερμανών, Γάλλων κ.α). Αν λοιπόν οι ίδιοι οι ομοεθνείς τότε έκαναν αυτά που έκαναν, πως ζητάνε σήμερα από τους «ξένους και αλλόθρησκους» να τους αντιμετωπίσουν διαφορετικά; Με όρους έθνους επομένως η κατάσταση είναι αδιέξοδη κι αν το προηγούμενο παράδειγμα δεν πείθει μπορεί κάποιος να μελετήσει και την αντίδραση των Δυτικογερμανών στην ένωση με την Ανατολική Γερμανία.
Όπως και τότε έτσι και τώρα η βοήθεια θα προσφερθεί από τις κυβερνήσεις παρά τις όποιες αντιδράσεις αυτών που θα πληρώσουν αυτή τη βοήθεια. Το ζήτημα επομένως δεν είναι για τους σύγχρονους πρόσφυγες αν θα δοθούν τα χρήματα με φιλικά ή αλληλέγγυα αισθήματα. Το ζήτημα είναι οι όροι με τους οποιούς θα δοθούν τα χρήματα. Και τους όρους αυτούς ούτε τους καθορίζει, ούτε τους διαπραγματεύεται ο Γερμανογάλλος εργαζόμενος. Τους διαπραγματεύονται κυβερνήσεις. Αν λοιπόν η βοήθεια δε δοθεί για να πληρωθεί ο 14ος μισθός, αλλά δοθεί μόνο εφόσον κοπεί και ο 13ος έχει σημασία αν σιχτιρίζει ο Γαλλογερμανός φορολογούμενος; Σημασία έχει να πιεστούν οι διαπραγματευόμενοι και ν’ αλλάξουν οι όροι. Και το πρόβλημα είναι ότι οι διαπραγματευόμενοι είναι σχεδόν το ίδιο ανθέλληνες όταν μιλάμε για τους έλληνες εργαζόμενους και εξίσου φιλέλληνες κι ελληναράδες όταν μιλάμε για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Οι Γάλλοι και οι Γερμανοί εργαζόμενοι είναι ανθέλληνες όταν ακούν πως πρέπει να πληρώσουν τη μειώση της κερδοφορίας των ελλήνων επιχειρηματιών. Προς ώρας δεν τους έχουν ζητήσει κάτι για τους έλληνες εργαζόμενους.
Αγαπημένε μου Ndugu,
άλλο ένα ταξίδι έφτασε στο τέλος του. Θα μπορούσα να γυρίσω κι άλλο αφού κανείς δεν ήταν πίσω να με περιμένει. Η βενζίνη έφθανε και γι' άλλα χιλιόμετρα και η λίστα με τους πιθανούς προορισμούς που είχα φτιάξει είχε ακόμα πολλά αξιοθέατα που δεν έχω επισκεφτεί.
Έιναι όμως κάτι στιγμές που καταλαβαίνεις πως πρέπει να γυρίσεις πίσω. Είναι οι στιγμές εκείνες που δυσκολεύεσαι να διαβάσεις το χάρτη και που κάνεις στάσεις πολύ πιο συχνά απ' ότι στην αρχή. Είναι εκείνες οι στιγμές που τα μέρη που επισκέπτεσαι δεν έχουν να σου δώσουν αυτά που περίμενες. Είναι εκείνες οι στιγμές που μπαίνεις στ' αμάξι και μαρσάρεις για τον επόμενο σταθμό ελπίζοντας ότι θα σε αποζημιώσει για το χρόνο που τελικά νιώθεις να έχασες στον προηγούμενο. Είναι αυτές όλες οι στιγμές που σου δείχνουν ότι απο κεί που ταξίδευες έφτασες απλά να περιπλανιέσαι.
Όταν το φιλμ του μυαλου σου δεν έχει άλλες πόζες και θυμάσαι ότι κάπου στις αποσκευές σου υπάρχει μια ψηφιακή μηχανή, όταν αντί να κρέμεσαι από τη γλυκιά φωνή της ξεναγού αγοράζεις βιβλία για να ενημερωθείς κάποια στιγμή για την ιστορία του τόπου, όταν κοιτάς τα κτίρια για να πεισθείς πόσο άρτια είναι και δεν φαντάζεσαι τον εαυτό σου να ζει σ' αυτά τότε έχει τελειώσει η βενζίνη σου. Το λαμπάκι ειχε ανάψει νωρίτερα κι ας μην του έδωσες σημασία.
Ταξιδεύοντας στον κόσμο, ταξιδεύεις στον εαυτό σου. Το ταξίδι δεν είναι ποτέ αυτοσκοπός. Είναι πάντα το μέσο. Στέκεσαι μπροστά σε ένα μνημείο και ανακαλύπτεις τη δύναμη που έχεις μέσα σου. Περπατάς σ' ένα όμορφο δάσος κι απολαμβάνεις την ομορφιά που κρύβει η σκέψη σου. Ανεβαίνεις σ' ένα βουνό κι ατενίζεις τη θέα των συναισθημάτων σου. Όταν το βουνό γίνει πέτρωμα, το μνημείο ιστορία και το δάσος δέντρα το ταξίδι στον κόσμο έχει γίνει αυτοσκοπός κι έχεις χάθει στο ταξίδι προς τον εαυτό σου.
Σ' αυτό το τελευταίο ταξίδι δεν πρόλαβα να πάω στην Αψίδα των Πρωτοπόρων. Προτίμησα να γυρίσω σπίτι μου και να σου γράψω. Σε όλη την επιστροφή δεν έκανα ούτε μία στάση. Κατάφερα τελικά ν' ανοίξω την πόρτα και να κάτσω στο γραφείο μου. Κατάφερα να γεμίσω το ποτήρι μου και να διαβάσω την επιγραφή της Αψίδας των Πρωτοπόρων πριν ξεκινήσω να σου γράφω. Η επιγραφή λέει:
The cowards never started.
The weak died on the way.
Only the strong arrived. They were the pioneers.
Ειλικρινά δικός σου,
Warren Schmidt
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Το ποίημα «Φοβάμαι» γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983 και δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αυγή
ΓΡΑΦ(Ε)Ι(Κ)ΟΚΡΑΤΗΣ "Φοβάμαι (2009)"
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που πέρσι
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Νοεμβρίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Ακούστε τη νεολαία».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στα Εξάρχεια
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβάμαι ακόμα περισσότερο.
Το μεταλλαγμένο ποίημα δε δημοσιεύτηκε στην Αυγή. Αυτό δε μειώνει όμως το φόβο για τους Πρετεντέρηδες, τις Παναγιωταρέες, το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ και τους υπόλοιπους γνωστούς αγνώστους
Σάββατο μεσημέρι κοντά 3. Στο συνθετικό χλοοτάπητα του δεύτερου γηπέδου των αθλητικών εγκαταστάσεων του Μεσολογγίου παρατάσσονται οι παίχτες του Αστέρα Μεσολογγίου, οι οποίοι ως γηπεδούχοι χαιρετούν έναν προς ένα το διαιτητικό τρίο και τους φιλοξενούμενους του Α.Ο Άνω Κερασόβου. Οι 60 περίπου φίλοι του ποδοσφαίρου και των ποδοσφαιρστών που βρίσκονται στην εξέδρα διακόπτουν τις όποιες συζητήσεις και στρέφουν τα βλέματα τους στον αγωνιστικοό χώρο χειροκροτώντας τους 22 παίχτες.
Ο διαιτητής σφυρίζει και ο αγώνας ξεκινά. Τα πρώτα λεπτά κυλούν αναγνωριστικά και δίνουν μια πρώτη εικόνα για το τι θα πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον στο πρώτο μισό του ματς. Οι γιόμες διαδέχονται η μία την άλλη και η κατάληξη που έχουν γενούν στον κόσμο την ελπίδα ότι θα χτιστεί το στέγαστρο που τόσο ανάγκη είχαμε να μας προστατέψει από τον ήλιο. Το ενδιαφέρον δεν αργεί να κεντρίσει το δεκάρι των γηπεδούχων (απ' αυτά που λέμε παλιάς κοπής) ο οποίος όση άνεση έχει με τη μπάλα τόση δυσκολία έχει με την κοιλια του και τα κιλά του. Απ' την άλλη το Κεράσοβο δείχνει να διαθέτει αξιόλογους μεσοεπιθετικούς οι οποίοι όμως είναι καταδικασμένοι να μείνουν στη σκιά του δεξιού μπακ της ομάδας. Με μεστή εμφάνιση και με το περιβραχιόνιο του αρχηγού αναλμβάνει να οδηγήσει την ομάδα του και να τα βγάλει πέρα με τις αποφάσεις του άρχοντα της αναμέτρησης. Κοντά δέκα λεπτά αγώνα έχουν περάσει και μια υπόδειξη φάουλ υπέρ του Αστέρα τον αναγκάζει να πλησιάσει τον ρέφερι: "Κύριε, μα κύριε! Δεν ήταν φάουλ". Τα λεπτά κυλούν και οι γηπεδούχοι αποκτούν τον έλεγχο του ματς. Ο "κύριος" εξακολουθεί να προκαλεί τις διαμαρτυρίες του captain των φιλοξενουμένων και οι δύο ομάδες μ' αυτά και μ' αυτά οδηγούνται στην ανάπαυλα ισόπαλες χωρίς γκολ.
Ένα ματς φτωχό σε συγκινήσεις και φάσεις, πλούσιο όμως σε διάθεση και πάθος για τη νίκη. Ωστόσο κάτι έλειπε και ήταν η ώρα των προπονητών από τους πάγκους να αναλάβουν δράση. Και κάπου εκεί ο κόουτς του Κερασόβου κάνει την κίνηση που έμελε να αλλάξει τον ρου του αγώνα. Αποσύρει τον γιο του και βάζει στη θέση του τον πολύπειρο Ζολώτα. Παίχτης με εξαιρετικά προσόντα που μολονότι αγωνίζεται ως αμυντικό χαφ είναι ιδιαίτερα δημιουργικός στις φασαρίες και τους διαπληκτισμούς με τους συμπαίχτες του. Σπεσιαλιτέ του όμως είναι το διαολόστελμα των οπαδών. Και πρόλαβε να ξεδιπλώσει το σύνολο των αρετών του πριν καν συμπληρώσουμε 15 λεπτά αγώνα στο δεύτερο ημίχρονο. Εν τω μεταξύ έχει καταφτάσει και ο πυρήνας των σκληροπυρηνικών Κερασοβιτών, οι οποίοι συνοδευόμενοι από τον εξεδράτο τιμωρημένο παίχτη οπαδό αριστερό μπακ χαφ της ομάδας δίνει το δικό της χρώμα στην εξέδρα.
Η επιθετική φλυαρία του Αστέρα στην αρχή της επανάληψης δίνει τη θέση της στις φαρμακερές αντεπιθέσεις των φιλοξενουμένων. Πρώτη προειδοποίηση και η μπάλα καταλήγει άουτ. Δεύτερη επικίνδυνη κόντρα και η σηκωμένη σημαία του επόπτη ανακόπτει τους φιλοξενούμενους με οφσάιντ προκαλόντας την έκρηξη του δεξιού μπακ - αρχηγού: "Μα κύριε ήταν καθαρή η φάση". Η τρίτη φορά ήταν και η φαρμακερή. 3 επιτιθέμενοι του Κερασόβου με 2 αμυνόμενους του Αστέρα, πάσα την κατάλληλη στιγμή, ψύχραιμο πλασέ και ...0-1. Σκόρερ ο ...φοιτητής. Γιατί όπως μου 'πε και ο φίλος μου ο δάσκαλος που πήγαμε μαζί στο γήπεδο μπορεί κάποιοι να λένε ότι τα ματς κρίνουν οι προσωπικότητες, στα μέρη όμως αυτά τα κρίνουν οι ιδιότητες. Μιας και ανέφερα τον δάσκαλο να σας ενημερώσω ότι ήταν πρώην παγκίτης της ομάδας του Κερασόβου.
72 λεπτά στην αναμέτρηση και ξεκινά το δύσκολο έργο των γηπεδούχων να απαντήσουν στο γκολ του Α.Ο Άνω Κερασόβου. Στο 78' μετά από μια εναέρια μονομαχία η μπάλα καταλήγει πλάγιο. Ο επόπτης δείχνει Αστέρα και ο εξεδράτος τιμωρημένος παίχτης οπαδός αριστερό μπακ χαφ του Κερασόβου πετάγεται φωνάζοντας στον διαιτητή: "δικό μας είναι το πλάγιο ρε μαλάκα". Ο άρχοντας της αναμέτρησης συμμερίζεται την άποψη του και δίνει τη μπάλα στους φιλοξενούμενους. Στο 79' έχει κατορθώσει να πεταχτεί και η κοιλιά του εξεδράτου τιμωρημένου παίχτη οπαδού αριστερού μπακ χαφ του Κερασόβου που μιλώντας στο όνομα του κατόχου της αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Διαιτητή τω Διαιτητί: "Αφού το έδωσες σωστά δε θα σε ξαναπώ μαλάκα". Εν τω μεταξύ ο αγαπημένος μας captain - δεξιός μπακ ασθμαίνει να φτάσει στο σημείο εκτέλεσης του πλαγίου αφού πρώτα γυρνάει στον φίλο του στην εξέδρα και του λέει ότι θα πρέπει να τον περιμένει μετά τη λήξη να κάνει μπάνιο πριν επιστρέψουν στο χωριό. Ο ρέφερι υποψιάζεται πως οι κερασοβίτες επιδιώκουν να κάνουν καθυστέρηση και με ύφος αυστηρό απευθύνεται στον κουρασμένο μας αθλητή: "Κύριε!!! Πάμε πιο γρήγορα...". Ο εξεδράτος τιμωρημένος παίχτης οπαδός αριστερό μπακ χαφ ξαναπετάγεται και συναντά την κοιλιά του που όπως αναμενόταν δεν είχε προλάβει να κάτσει. Με σοβαρότητα που δεν μας είχε συνηθίσει μέχρι τότε φωνάζει στον διαιτητή: "Αν νομίζεις οτί μπορεί να πάει πιο γρήγορα είσαι γελαμένος". Το πλάγιο εκτελείται η φάση περνά, το ίδιο και τα εναπομείναντα 14 λεπτά (μαζί με τις καθυστερήσεις) και το σφύριγμα της λήξης βρίσκει παίχτες και τεχνική ηγεσία ένα κουβάρι στο κέντρο του γηπέδου να πανηγυρίζουν τη μεγάλη νίκη.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με τον αγώνα της 18ης Νοέμβρη στο Ντόνετσκ ανάμεσα στις εθνικές ομάδες Ουκρανίας - Ελλάδας είναι όντως τυχαία.