Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

(παραμονή πρωτοχρονιάς με τον Φώτη Κόντογλου)

 

“Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη…” (παραμονή πρωτοχρονιάς με τον Φώτη Κόντογλου)

Λεπτομέρεια από την οικογένεια του ζωγράφου, με τη Δεσπούλα να συμμετέχει στο έργο του Φωτίου.
Λεπτομέρεια από την οικογένεια του ζωγράφου, με τη Δεσπούλα να συμμετέχει και να πρωταγωνιστεί στο έργο του Φωτίου (περ. 1930).

Του αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965

…Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίσθηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίσθηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του.

Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα, κατά το πνεύμα του κόσμου.

Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Μ’ όλο που είχα ένα όνομα και πολλούς θαυμαστές, ποτέ δεν τα μεταχειρίσθηκα για ωφέλειά μου, τόσο, ώστε ν’ απορούν οι γνωστοί μου κι οι ξένοι.

Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρόν αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυραννιστήκαμε και τυραννιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή.

Μα, με την ελπίδα του Θεού, όλα γαληνεύουν. Όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία. Ξέρω πως όσα βάσανα μας έρχονται, μας έρχονται γιατί δεν πέσαμε να προσκυνήσουμε τον διάβολο, να καλοπεράσουμε, παρά ακολουθούμε Εκείνον που μας δείχνει «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν», και σ’ αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούμε πρόθυμα….

*********

Νωπογραφία με την οικογένεια από το σπίτι της οδού Βιζυηνού που φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη.

Νωπογραφία με την οικογένεια από το σπίτι της οδού Βιζυηνού που φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη (1932). Μαρία και Δεσπούλα. Η λατρεμένη σύντροφος και η πολυαγαπημένη κόρη του Φωτίου εμπνέουν και απεικονίζονται πολύ συχνά από τον ζωγράφο

Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ’ έναν παλιόν καστρότοιχο….

Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ’ αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».

Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι η Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαι­νότανε αν είναι άνθρωπος αποκάτω από το σκέπασμα.

Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι’ αυτό είπε ο Δαυίδ:«Πας άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ’ αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμένη και κείνη μέσα μου.

Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ’ έχουνε ξεχασμένο, κι η χαρά η μυστική, που τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο.

Και φχαρίστησα Εκείνον που φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώ­θουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα που είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.

Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πως δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύθηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πως δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πως δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής.

Αληθινά, η φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ’ αυτόν τον πόλεμο που η αντρία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βα­στάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε πάλι: «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπί­σθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πως υπάρχουνε κιΗ οικογένεια του ζωγράφου.άλλοι προστάτες γι’ αυτόν, παρεκτός του Θεού.

Κι εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβιά ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, που την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα που χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο. Ας έρθει η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω».

Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ’ έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο που να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πως είμαι κερδισμένος όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πως είμαι ζημιωμένος. Και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέπεις».

Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πως χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρνεις, σε καιρό που αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ’ αγαθά, μ’ όλο που δεν έχουνε τη δική σου την αξιοσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, που υποφέρνουνε από σένα!».

Άλλη φορά τον άκουγα, μ’ όλο που δεν έκανα ότι μούλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα. Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους που δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους που τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και που χορεύανε με τις γυναίκες που δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους που μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα που δεν μπορούνε να τ’ αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και που καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, αντίς να τα λιγοστέψουνε.

Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι’ αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον που ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πως οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο απομέσα πλούτος και γι’ αυτό έ­χουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά που λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πως ήτανε στ’ αληθινά χαρά κι ευτυχία.

Μα γλήγορα κατάλαβα πως ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πως χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ’ αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.

Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πως είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς που τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός. Γι’ αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρό­νεση του κόσμου, για ν’ ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος που ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί που θρέφει κι από το κρασί που δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.

Με τί λόγια να φχαριστήσω τον Κύριό μου, που ήμουνα χαμένος και με χεροκράτησε, στραβός και μ’ έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ’ Αυτόν».

Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι που βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πως έβλεπα» μα τώρα κατάλαβα πως ήμουνα στραβός και κουφός και ποδαγρός. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ’ αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο που πάγει εκεί όπου είναι η αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί που βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πως είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι όποιος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεηθεί. Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι’ αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.

Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί που ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ’ όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πως κλαίγανε και πως παρακαλούσανε ν’ ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στα κονίσματα και στ’ ασημωμένο Ευαγγέλιο.

Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, που κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πως κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πως σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τί κάνουνε; Πού πάνε; Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη η οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα που δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, τί ξεγελοιώσαστε;«Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψεύδος;».

Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2024

«Τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται Χριστού τεχθέντος, εκ της Παρθένου»


Αποτέλεσμα εικόνας για ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΕΝΝΑΤΑΙ

«Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε
Χριστός ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε.
Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε.
Ἄσατε τῶ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ, 
και ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε λαοί∙ 
ὅτι δεδόξαστε».

Χριστός γεννάται. Αγαπητοί μου αδελφοί!                 
Ο Χριστός έρχεται από τους ουρανούς και φαίνεται πάνω στη γη. Στη Βηθλεέμ, στο σπήλαιο, στη Φάτνη, είναι ανάμεσα μας, είναι κοντά μας, είναι δίπλα μας. 
Όλοι οι λαοί, απ’ άκρο σ’ άκρο της γης, όλη η οικουμένη, άσατε, ανυμνήσατε, ψάλλατε άσματα  στον Κύριο με χαρά και ευφροσύνη.
Αυτά ακριβώς έχοντας στο νου του και ο ιερός Χρυσόστομος σκιρτά από χαρά και αγαλλίαση και πανηγυρίζει βροντοφωνάζοντας:
…Γιορτάζουν τα πάντα ολόγυρα. Γι΄ αυτό κι εγώ να γιορτάσω θέλω. Θέλω να ευφρανθεί η ψυχή μου, να πανηγυρίσει από τα κατάβαθα μου.
Αδελφοί μου!
             «Τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται Χριστού τεχθέντος, εκ της Παρθένου»
            Από τα βάθη των αιώνων, από τα βάθη 2006 χρόνων, μας έρχεται μήνυμα χαρμόσυνο,  μήνυμα ελπιδοφόρο μήνυμα λυτρωτικό. Ένα μήνυμα πέρα και μακριά από τον απατηλό διάκοσμο της παγκοσμιοποιημένης εμπορικής εκμετάλλευσης της πίστεως μας..
            Η Σάρκωση του Θείου Λόγου. Γεγονός υπερφυσικό, που ξεπερνά την ανθρώπινη γνώση. Γεγονός ασύλληπτο από την ανθρώπινη λογική. Κάθε φορά που προσπαθούμε να το πλησιάσουμε βρισκόμαστε στο χώρο του Μυστηρίου, στο χώρο του Θαύματος. "Μυστήριον ξένον, ορώ και παράδοξον", γράφει ο Υμνογράφος και αναρωτιέται: "Ο αχώρητος παντί, πως εχωρήθη εν γαστρί; Ο εν κόλποις του Πατρός, πως εν αγκάλαις της Μητρός;" Για να συμπλήρωση: "Πάντως ως οίδεν, ως ηθέλησε και ως ηυδόκησεν·
            Η Πατερική παράδοση στάθηκε με ευλάβεια και σεβασμό,  μπροστά στην υπερφυσική διάσταση του Μυστηρίου της ενανθρωπήσεως και απέκλεισε κάθε προσπάθεια γνωσιολογικής προσπελάσεως σ' αυτό. Και προσπάθησε να το ζήσει δια της πίστεως. Ο δρόμος της πίστεως μένει πάντα ανοικτός μέσα στην Εκκλησία γι' αυτούς που θα θελήσουν να εισχωρήσουν στο "μέγα και παράδοξον θαύμα" της σαρκώσεως του Θεού. Κάθε άλλος δρόμος, εκτός από αυτόν της πίστεως, γίνεται λαβύρινθος και οδηγεί σε αδιέξοδο.
            «Βλέπω παράξενο και παράδοξο μυστήριο, ποιμένες, αντί να παίζουν με τις φλογέρες τους κάποιο μελωδικό σκοπό, ψάλλουν ουράνιο ύμνο και γεμίζουν με τους ήχους τους τα αυτιά μου. Ψάλλουν άγγελοι και ανυμνούν αρχάγγελοι, υμνούν τα Χερουβίμ και δοξολογούν τα Σεραφείμ. Όλοι πανηγυρίζουν γιατί βλέπουν το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς …»
Χριστούγεννα λοιπόν και πάλι, αδελφοί μου.
          Χριστούγεννα σε καιρούς παγκοσμιοποίησης.
          Πρωτεύουσες του κόσμου, πόλεις και χωριά ανταγωνίζονται τούτες τις μέρες σ΄ ένα εορταστικό παραλήρημα. Ακόρεστα τα ένστικτα του ανθρώπου, απίστευτα εφευρετική η αγορά. Καταιγισμός διαφημίσεων και προσφορών. Δελεάζουν τις πιο απίθανες επιθυμίες. Το γιορτινό τραπέζι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Πρώτο θέμα επικαιρότητας η τιμή πώλησης της γαλοπούλας. με κλάματα βέβαια για το χαμένο 13ο μισθό. Απαραίτητο συμπλήρωμα που θα βρούμε στα μέτρα μας «εορτοδιακοπές». Πολιτικές αντιπαραθέσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα για τα αγαθά ευρείας κατανάλωσης με μπόλικη δόση υποκρισίας. Και μέσα στους στολισμένους και φωταγωγημένους δρόμους των πόλεων, στην κοσμοσυρροή των πολυκαταστημάτων, κυκλοφορεί ανατριχιαστικά η παγωνιά της απουσίας του Θεού. Περιοριζόμαστε έτσι «στη γέννηση του ηθικολόγου Ιησού, του ακίνδυνου Χριστού των κηρυγμάτων, των στερεότυπων ευχών, του ρομαντικού Ναζωραίου των παραισθήσεων» (Γιανναράς).
Κι όταν οι γιορτές τελειώσουν... Το χριστουγεννιάτικο δένδρο με τα στολίδια στο κουτί, για του χρόνου, αν βέβαια δεν μείνει αμανάτι στο σκουπιδιάρη, τα επιπλέον κιλά άγχος δυσβάσταχτο, και οι δόσεις του εορτοδανείου που μόλις άρχισαν να τρέχουν. Κουρασμένα Χριστούγεννα... Ζωή εκπτώσεων και συμβιβασμών.
Στον αντίποδα των αγοραίων παγκοσμοποιημένων  Χριστουγέννων ο μυστικός κόσμος της παράδοσης, που γέννησε το ήθος αυτού εδώ του τόπου, μπολιασμένος με την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στη γλώσσα και τη ζωή της Εκκλησίας τα Χριστούγεννα σημαίνουν Σάρκωση. Σάρκωση θα πει πως ο απερινόητος, απρόσιτος και άκτιστος Θεός ταπεινώνεται και γίνεται ένα με τη φθαρτή και θνητή φύση μας. Πραγματικά, όχι φανταστικά. Γίνεται πλήρης, όμοιος με μας άνθρωπος, αποκτά σάρκα και οστά. Αδειάζει η θεότητα μέσα στο κορμί της ανθρωπότητας από αγάπη και μόνον. Σκάνδαλο για τη λογική, τρέλα ακατανόητη.
Αυτό είναι το μεγαλείο της Σάρκωσης! Και μια τέτοια θεολογία και φιλοσοφία ζωής μόνο μέσα από την Εκκλησία και μέσα από την ορθόδοξη παράδοση μας μπορείς να τη ζήσεις.
Με υμνολογία των αγίων ημερών, την ιλιγγιώδη ποίηση και το κατανυκτικό μέλος των τροπαρίων.
Την ταπεινή λογοτεχνία ενός Παπαδιαμάντη κι ενός Κόντογλου που κράτησαν την πίστη των ανθρώπων στο σωστό της το ύψος
Το λαϊκό πολιτισμό που τραγουδά τη Σάρκωση, στα κάλαντα, με το στόμα των παιδιών πως «Άναρχος Θεός καταβέβηκεν και εν τη Παρθένω κατώκησεν...».
Τούτη την παράδοση που δίνει μέτρο ζωής, δυστυχώς, την υποτιμούμε σήμερα εμείς από παχυλή άγνοια! Την ξεπουλάμε αντί πινακίου φακής και την κάνουμε μουσείο για τους ξένους. Ανυποψίαστοι, γονατισμένοι και γυμνοί απομείναμε έτσι να γιορτάζουμε Χριστούγεννα...
Όμως!
Μέσα από την Ορθοδοξία μπορούμε να αναζητήσουμε τη «χαμένη ψυχή μας»
Λέει ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Καλοκαιρινός σε ένα παλαιότερο άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή»
«Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κατα­κλύζονται αυτές τις εορταστικές ημέ­ρες από τις λεγόμενες, δημοσιογραφι­κά, «ειδήσεις της αγοράς», που αφο­ρούν την κίνηση των καταστημάτων, ε­πικεντρώνοντας   το   ενδιαφέρον   τους   στο «χριστουγεννιάτικο τραπέζι». Με άλλα λόγια, το εορταστικό... βάρος πέφτει στο τι θα φάμε και θα πιούμε, στο πώς και πού θα διασκεδά­σουμε και τι ρούχα θα φορέσουμε για να αισθανθούμε όσο περισσότερο... γιορτινοί γίνεται.
Η σκέψη δηλαδή όλων μας σχεδόν είναι στραμμένη στην καταναλωτική... διάσταση των Χριστουγέννων. Πρόκειται για την καθα­ρά υλιστική άποψη που έχει επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες.
…Δυστυχώς, έχουμε λησμονήσει ότι οι μεγά­λες αυτές γιορτές, ειδικά, καθιερώθηκαν κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια από τις Οικουμε­νικές Συνόδους, για να μας δίνουν την ευκαι­ρία υπενθυμίσεως των δύο αυτών κορυφαίων θρηοκευτικο-ιστορικών γεγο­νότων -της Γεννήσεως και της Αναστάσεως- και, φυσικά, προ­σεγγίσεως των υψηλών νοημά­των και μηνυμάτων τους, που αποτελούν την Αλήθεια της Ζωής. η οποία εκπορεύεται μέσα από αυτές.
Τα Χριστούγεννα -όπως και το Πάσχα- μπο­ρούμε -εάν πραγματικά συμμετάσχουμε στον εορτασμό τους διά της Εκκλησίας- να ξανα­βρούμε την χαμένη επικοινωνία με την ψυχή μας …
…Όμως, εμείς τίποτε από αυτά δεν κάνουμε. Αντί να πάμε στην Εκκλησία, αντί να σταθούμε: για λίγο στα πιο σημαντικά από τα Θεία Λόγια των ημερών, αντί να ενδιαφερθούμε και να χτυπήσουμε την «διπλανή μας πόρτα» αναζητώντας το μοναχικό συνάνθρωπο, στριμωχνόμαστε στα σούπερ μάρκετ και στα καταστήματα. Αυτό γίνεται κάθε χρόνο. Αυτό … και φέτος. Και τα Χριστούγεννα του 2017 δεν πρόκειται να είναι για τους πιο πολλούς από εμάς τίποτε περισσότερο από μια ποικίλο μορφή... ευκαιρία κραιπάλης. Αφού -απλούστατα- στα σούπερ-μάρκετ βρίσκεις τα πάντα, εκτός από τη χαμένη ψυχή σου…
Λοιπόν αδελφοί μου!
Με τη γέννηση του Χριστού ο παράδεισος ανοίχθηκε, η πλάνη καταργήθηκε, η αλήθεια επανήλθε. Η ουρανοπολιτεία εγκαταστάθηκε στην γη. Οι άγγελοι κοινωνούν με τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι διαλέγονται άφοβα με τους Αγγέλους. Τα πάντα άλλαξαν. Ήλθε στη γη ο Θεός ενώ είναι ολόκληρος στον ουρανό. Οι ουρανοί λύγισαν. Ο παλαιός των ημερών έγινε παιδίον. Τα σύμπαντα αγάλλονται, από την «απροσδόκητη» είσοδο, του Άναρχου Θεού στον ιστορικό γίγνεσθαι.
Το μόνο που χρειάζεται εμείς να κάνουμε είναι να κοιτάξουμε με πίστη τον εν σπηλαίω τεχθέντα  Χριστό και να Του ζητήσουμε να έρθει στη καρδιά μας. Τότε θα ξέρουμε καλά ότι, κάναμε την καλύτερη επιλογή, που διαλέξαμε τον Κύριο του κόσμου να γίνει προσωπικός μας ένοικος και Κύριος. Θα ξέρουμε από σήμερα και για πάντα ότι Αυτός θα είναι δικός μας και μεις παιδιά Του. 

ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ



ΑΑΑ
Ακόμη και σήμερα αδελφοί μου, στην εποχή της κρίσης και της μεγάλης ανέχειας, της φτώχειας και των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικογένεια, ακόμη και τώρα με τις τόσες δυσκολίες, δεν λογικευτήκαμε, δεν πάψαμε να ταυτίζουμε τις μέρες που έρχονται, τα Χριστούγεννα με λέξεις και έννοιες όπως: γιορτές, δώρα, κάλαντα, διακοπές, γλυκίσματα, στολισμένοι δρόμοι, φώτα, ρούχα, ρεβεγιόν, χοροεσπερίδες, βιτρίνες και τόσα και τόσα άλλα. Δε χρειάζεται να ξοδέψεις πολύ φαιά οισία για να το κατανοήσεις τούτο. Μια και μόνο ματιά στη τηλεόραση αρκεί. Και το χειρότερο όλων, όλοι πλέον μιλάνε όχι για Χριστούγεννα αλλά για «μαγικά Χρστούγεννα». Και τελικά καταλήγουμε να περιμένουμε και να προετοιμαζόμαστε εδώ και μήνες για τις γιορτές των Χριστουγέννων, να έρχονται οι μέρες αυτές και μετά τι; Γιορτάζουμε μεν  μα απ’ τις γιορτές μας λείπει το κέντρο του εορτασμού. Λείπει ο ίδιος ο Χριστός! Χαίρονται όλοι -το βλέπω- αλλ' εσβήστη /από κρύα παγωμένη πνοή / στις ψυχές των ανθρώπων η πίστη
κ' είναι τώρα η χαρά της τους τυφλή. Μας λέει ο Γεράσιμος Μαρκοράς. Και όμως, η αλήθεια θα επιμένει κάθε χρόνο. Χριστούγεννα σημαίνει: Ο Θεός μεθ΄ ημών. Ο Θεός μαζί μας. Ο Υιός του Θεού γίνεται άνθρωπος και έρχεται σε μας.
Χριστούγεννα!
Ο Υιός του Θεού πήρε την ανθρώπινη φύση και έγινε άνθρωπος.
«Γένους βροτείου, την ανάπλασιν πάλαι, / Άδων προφήτης, Αββακούμ προμηνύει, / Ιδείν αφράστως, αξιωθείς τον τύπον• / Νέον βρέφος γαρ, εξ όρους της Παρθένου, / Εξήλθε λαών, εις ανάπλασιν Λόγος».
Την αναγέννηση του ανθρωπίνου γένους προφητεύει ψάλλοντας τον παλαιό καιρό ο προφήτης Αββακούμ, όταν αξιώθηκε να δει, με τρόπο ακατανόητο, αυτήν νοερά. Γιατί πράγματι παράδοξο βρέφος, ο Λόγος του Θεού, βγήκε από το κατάσκιο βουνό, την Παρθένο, για να αναγεννήσει την ανθρωπότητα.
 Η ενέργεια αυτή του Θεού, αδελφοί μου, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο που συνεχώς ξεχνά το Θεό και ζει πέραν και μακράν Του. Και ο ευαγγελιστής Ιωάννης διαβεβαιώνει «τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε μας έστειλε τον Μονογενή Υιό του, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια». Και αυτό είναι το πραγματικά μεγάλο νόημα της γιορτής.
  Τί γιορτάζουμε λοιπόν τα Χριστούγεννα;
Το ότι «ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός»! «Ο του Θεού Λόγος ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν».  Σήμερα ο Θεός γίνεται κάτι που ποτέ δεν ήταν, γίνεται άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος κάτι που ποτέ δεν ήταν. Για να γίνει όμοιος με τον Θεό. 
Όταν πια κανείς άλλος τρόπος δεν υπήρχε για να ξεφύγουμε από τα αδιέξοδα μας, όταν φτάσαμε στο απροχώρητο, όταν εμπιστευόμασταν τα πάντα εκτός από την αλήθεια, όταν προσφέραμε λατρεία ακόμα και στα ζώα και μόνο τον αληθινό Θεό είχαμε παντελώς ξεχάσει,  όταν αλλοτριωμένοι απ’ το Θεό, είχαμε ρημάξει κάθε ελπίδα να ξανακοντέψουμε το Δημιουργό μας, έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, και ο Υιός του Θεού γίνεται υιός του ανθρώπου, για να μεταβάλει τους υιούς των ανθρώπων σε υιούς του Θεού.  «…εαυτον εκενωσεν μορφην δουλου λαβων εν ομοιωματι ανθρωπων γενομενος και σχηματι ευρεθεις ως ανθρωπος εταπεινωσεν εαυτον γενομενος υπηκοος μεχρι θανατου θανατου δε σταυρου…».  Ο Θεός εγκαταλείπει την αξιοπρέπεια Του και κατέρχεται στον κόσμο για να λυτρώσει τον αλαζόνα άνθρωπο. Ο Χριστός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση για να την γιατρέψει. «Ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ», αυτή η διαβεβαίωση του αγγέλου προς τους ποιμένες φανερώνει πως τώρα όλοι μπορούμε να γεφυρώσουμε το χάσμα που μας αποξενώνει από τον Θεό και βέβαια και το συνάνθρωπο. Ο αναμενόμενος Μεσσίας είναι πια ανάμεσά μας. «Μεθ’ ημών ο Θεός / γνώτε έθνη και ητάσθε ότι μεθ’ ημών ο Θεός». Όλα δίνουν τη θέση τους σ’ Εκείνον, που είναι η εκπλήρωση της υπόσχεσης για έναν καινούριο κόσμο. Ο Χριστός, παίρνει την ανθρώπινη σάρκα και έγινε σε όλα όμοιος με μας εκτός από την αμαρτία. Η θεία φύση του Κυρίου με την ενανθρώπηση δεν έπαθε καμία αλλαγή, ενώ αντίθετα η ανθρώπινη φύση, χάρη στην ένωσή της με τη θεία, τελειοποιήθηκε.
Γιορτάζουμε, λοιπόν, Χριστούγεννα. Χρόνια τώρα… Αιώνες τώρα… Κι όμως: Πού είναι ο Χριστός; Στις πράξεις μας, στα λόγια μας, στη ζωή μας που είναι ο Χριστός; Στη πολιτεία μας που είναι ο Χριστός; Στη πολιτική που είναι ο Χριστός; Στη παιδεία που είναι ο Χριστός; Στην Ελλάδα, στην Ευρώπη., στο κόσμο πού είναι ο Χριστός; Απουσιάζει παντελώς. Απουσιάζει ο μεγάλος οικοδεσπότης. Ο αίτιος της πανηγύρεως. Ο Χριστός από τη γιορτή Του. Ξέρετε, έχουμε γεμίσει τούτες τις μέρες με τόσα πολλά, με τόσα περιττά που για τον Ενανθρωπήσαντα Θεό της αγάπης πολλές φορές δε μένει  καθόλου τόπος. Εκείνο που χρειάζεται είναι να καταλάβουμε πως ο Χριστός «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου».
Αδελφοί μου! Μας χρειάζεται «επί τη Βηθλεέμ αναχθώμεν», να πάμε στη Βηθλεέμ! Να ξαναβρούμε το μήνυμα που κρύβει η μεγάλη γιορτή, να αναζητήσουμε το «παιδίον Ιησούν», να συνοδοιπορήσουμε με τους ποιμένες και τους μάγους, να αναρωτηθούμε και να ρωτήσουμε «πού γεννήθηκε ο σωτήρας του κόσμου;», να ακολουθήσουμε το ολοφώτεινο αστέρι που μας δείχνει το δρόμο προς τη νοητή Βηθλεέμ, που δεν είναι άλλη από την εορταστική τράπεζα της Εκκλησίας, τη χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία. «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός». Και αυτός ο ερχομός του Χριστού στον κόσμο δεν προσφέρεται, όπως δυστυχώς γίνεται για ιδεολογικές, φιλοσοφικές ή έστω ρομαντικές προεκτάσεις.
Έτσι, Χριστούγεννα σημαίνει να συναντήσουμε τον νεογέννητο Ιησού στην  αγάπη με τους γύρω μας, στη γενναία αυτοκριτική, στη συμμετοχή μας στη λατρεία της Εκκλησίας. Χριστούγεννα σημαίνει να αφιερώσουμε χρόνο στον Χριστό. Χριστούγεννα σημαίνει να δούμε τον νεογέννητο Χριστό στα μάτια του φοβισμένου πρόσφυγα, του άνεργου, του άστεγου, του εξαρτημένου σε κάθε λογής ουσία, του κάθε κουρασμένου διαβάτη της ζωής, με τον οποίο ο Χριστός έχει απόλυτα ταυτιστεί. Χριστούγεννα σημαίνει το «Ευχαριστώ» που ακόμη δεν είπαμε στο φίλο μας, το «Συγνώμη» που δεν καταφέραμε να ψελλίσουμε, η «Καλημέρα» που δεν ανταποδώσαμε, η πέτρινη καρδιά μας που ακόμη δε μαλάκωσε, το χαμόγελο που στερήσαμε σε όσους το είχαν ανάγκη. Χριστούγεννα σημαίνει τη χαρά να μοιράζεσαι ό,τι έχεις αλλά και ό,τι είσαι. Χριστούγεννα σημαίνει αυτό που με ποιητική γλώσσα μας καταγράφει ο Κ. Παλαμάς.
Αγάπες, ω! φανείτε πάλι εμπρός μου, /  αυγές της πίστης, χρυσαυγές του κόσμου,
κι ας βλέπει με το μάγο σας το φως. / Ο άνθρωπος τον άνθρωπο, αδερφός!
Αυτό, αδελφοί μου,  είναι τελικά το μεγαλύτερο δώρο των Χριστουγέννων σε όλους μας. Να γιορτάσουμε Χριστούγεννα μαζί με τον Χριστό! Να γιορτάσουμε Χριστούγεννα μαζί με τον αδελφό μας. Να γιορτάσουμε Χριστούγεννα και να παρών στη μεγάλη γιορτή και ο ίδιος ο Χριστός!
Καλά, ευλογημένα και κυρίως αληθινά Χριστούγεννα!

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ


Καθώς περιμένουμε τα Χριστούγεννα, αγαπητοί Χριστιανοί, και λίγες μέρες πριν, για μια ακόμη φορά κληθούμε να εορτάσουμε με χαρά και ευφροσύνη τα του Χριστού Γενέθλια, η Εκκλησία μας κανόνισε να ακούγεται την σημερινή Κυριακή, η πλέον κατάλληλη απ’ ότι φαίνεται ευαγγελική περικοπή, η περικοπή που μας μιλά για το Μεγάλο Δείπνο. Μέσα στο σημερινό ανάγνωσμα βλέπουμε προσκλήσεις για συμμετοχή σε εορτή χωρίς φραγμούς και διακρίσεις, χωρίς περιορισμούς ή κάτι παρόμοιο.

Εδώ παριστάνεται ο Θεός με οικοδεσπότη που καλεί σε δείπνο πολλούς και στέλνει τους δούλους του να ειδοποιήσουν για το στρωμένο τραπέζι. Είναι χαρακτηριστική η διάθεση του οικοδεσπότη να απευθυνθεί σε όλους.
Πρόσκληση λοιπόν σε μεγάλο δείπνο. Και είναι Μέγα, το δείπνο τούτο, γιατί έχει άμεση σχέση με τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο Άγιος Θεοφύλακτος λέει ότι το δείπνο είναι μέγα επειδή «Μέγα και το της σωτηρίας μυστήριον». Είναι Μεγάλο γιατί Μεγάλος είναι κι Αυτός που μας καλεί σ’ αυτό. «Εστιάτωρ», είναι ο ίδιος ο Θεός. Αυτός που μας καλεί είναι ο Χριστός. «Τι νομίζετε, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, ότι το Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας είναι μικρότερο από το Δείπνο που έστρωσε ο Κύριος στους μαθητάς του; Λάθος! Γιατί μπορεί τώρα να μην βλέπουν τα μάτια μας το Χριστό αλλά ο Χριστός και τώρα πάρεστι, και τώρα είναι παρών ο Κύριος και μας ευλογεί».
Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που είναι το δείπνο αυτό μεγάλο. Λέγει ο  άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «Δείπνο λοιπόν, η εν Χριστώ κλήση ονομάστηκε». Ως μέλη της αγίας Εκκλησίας πιστεύουμε στο Χριστό και μπορούμε να μετέχουμε στο Μέγα Δείπνο της Θείας Ευχαριστίας. Κι αυτό είναι το ίδιο Δείπνο που παρέθεσε ο Κύριος λίγο πριν τη σταύρωσή Του. Είναι το Ευχαριστιακό Δείπνο. Είναι το Δείπνο που παρατίθεται σε κάθε Θεία Λειτουργία. Είναι το ίδιο το Σώμα και Αίμα του Χριστού. Ποιο μέγα και τρισμέγιστο από τον ίδιο το Χριστό δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρχει. Τουλάχιστον έτσι μας λέει η υγιής λογική και φυσικά η πίστη.
Ονομάζεται τέλος μέγα γιατί δεν είναι λίγοι οι κεκλημένοι αυτού του Δείπνου. Ο Χριστός δεν θέλει να σώσει μόνο κάποιους. Ήρθε για να λυτρώσει όλο το ανθρώπινο γένος.
Γιατί, όμως, δεν υπάρχει πλήρη ανταπόκριση στη πρόσκληση του Κυρίου; Γιατί κλείνουμε τα αυτιά μας στο Χριστό και αρνούμαστε να ανταποκριθούμε στην πρόσκλησή Του; Γιατί μοιάζουμε με τους τρεις κεκλημένους της παραβολής του Κυρίου που δικαιολογήθηκαν και αρνήθηκαν να παρευρεθούν στο δείπνο; 
 Η πρώτη δικαιολογία και άρνηση.  « Αγρόν ηγόρασα και έχω ανάγκη εξελθείν και ιδείν αυτόν. Ερωτώ σε, έχε με παρητημένον». Αγροτικές ασχολίες λοιπόν.  Αλλά ο Χριστός δεν απαγορεύει την εργασία. Απεναντίας, την ευλογεί. Θέλει όμως την Κυριακή για τον Εαυτό Του. Να ερχόμαστε την Κυριακή, και κατόπιν να πηγαίνουμε, αν υπάρχει ανάγκη, στη δουλειά μας.
Η δεύτερη άρνηση έχει να κάνει με επιχειρηματικές και εμπορικές δραστηριότητες  «Ζεύγη βοών ηγόρασα πέντε και πορεύομαι δοκιμάσαι αυτά». Και είναι πολλοί αυτοί. Αλλοίμονο, αδελφοί μου! Πολλές φορές το χρήμα διαφθείρει τον άνθρωπο. Τον απομακρύνει από τον Χριστό και την Εκκλησία, κι έτσι, αναπόφευκτα, τον απομακρύνει  και από  το Μεγάλο Δείπνο, τη Θεία Ευχαριστία.
Κοντά όμως σ’ αυτούς τους δύο είναι κι αυτός που λέει: «Γυναίκα έγημα, και δια τούτο ου δύναμαι ελθείν». Προβάλλεται  εδώ η τρίτη άρνηση που σχετίζεται με τη φροντίδα της οικογένειας. Πρέπει να φροντίσω τα παιδιά μου, λένε μερικοί. Να φροντίσω για  το σπίτι και την οικογένεια μου.
«Αγρόν ηγόρασα…», λοιπόν ο πρώτος. «Ζεύγη βοών…», ο δεύτερος. «Γυναίκα έγημα…», ο τρίτος. Τρεις δικαιολογίες διαφορετικές μέσα από τις οποίες παρερμηνεύεται η ουσία των αγαθών που μας εμπιστεύθηκε ο Θεός. Υποδούλωση στην ύλη και απληστία, αποτελούν διαμέσου των αιώνων τις βασικές δικαιολογίες στην αρνητική απάντηση στην πρόσκληση του Θεού. Όπως τότε, έτσι και σήμερα με φτηνές δικαιολογίες, με την αρνητική απάντηση εκδηλώνεται η σαφής αντίληψη ότι ο άνθρωπος τοποθετεί τις βιοτικές του ανάγκες πάνω από τη βασιλεία του Θεού. Όμως είναι προφανές ότι όλα αυτά είναι προφάσεις. Όλα χωρούν μέσα στο εικοσιτετράωρο μας και μόνο ο Χριστός δεν έχει θέση.
Ο Κύριος μας, αδελφοί μου, ο Ιησούς Χριστός, δωρίζεται καθημερινά στα παιδιά Του, με τη Θεία Μετάληψη. Προσφέρεται, πάντοτε ολόκληρος χωρίς να δαπανάται ποτέ. Ο εν σπηλαίω τεχθείς, μας προσκαλεί σε αδιάλειπτη μετοχή.. Έρχεται ολόκληρος μέσα μας. Ζει μέσα μας. Ποτίζει την καρδιά μας με την Παρουσία Του. Ζούμε μέσα στο Χριστό. Ζούμε από τον Χριστό. Ζούμε για τον Χριστό. Τα πάντα αναφέρονται, σε Εκείνον. Μιλάμε, εργαζόμαστε, τρώμε, κοιμόμαστε, αγαπάμε μέσα από Αυτόν. Αυτόν επιθυμούμε, Αυτόν αναπνέουμε, Αυτόν γευόμαστε.
Η θεία Λειτουργία είναι το υπερφυέστατο μυστήριο, το κέντρο της πνευματικής ζωής, ο σκοπός όλων των μυστηρίων, το τέλος της πορείας μας προς τον Θεό. Πολλοί Χριστιανοί είναι βαπτισμένοι και χρισμένοι, θεωρούν τον εαυτό τους ως Χριστιανό, αλλά όμως δεν κοινωνούν. Είναι σαν να ετοιμάζεται ένα δείπνο και ενώ κληθήκαμε σε αυτό δεν προσερχόμαστε ή προσερχόμαστε στο δείπνο και δεν τρώμε από τα παρατιθέμενα.
Αδελφοί μου! Ο Κύριος γεννάται σε λίγες μέρες και ζητά, θέλει να γεννηθεί και μέσα στις καρδιές μας, έτσι είμαι αναγκασμένος να κάνω ένα ερώτημα: Σε ποιες ψυχές θα γεννηθεί;
          Θα γεννηθεί στις καρδιές που δεν θ’ αρνηθούν την πρόσκληση Του. Κάθε μέρα την ακούμε αυτήν την πρόσκληση. Η καμπάνα της Εκκλησίας μας καλεί καθημερινά! Ακόμη είμαστε καλεσμένοι σε κάθε Θεία Λειτουργία  «Μετά φόβου θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε»! Δεν πρέπει να μοιάσουμε στους ανθρώπους της παραβολής που αρνήθηκαν την πρόσκληση του κυρίου τους. Αυτοί έλεγαν «έχε με παρητημένον», εμείς να πούμε στον Κύριο ένα ολόθυμο ναι. Να δηλώσουμε στον Κύριο ότι ερχόμαστε με κάθε προθυμία για να μετάσχουμε στο Μέγα Δείπνο, που Αυτός, στρώνει για μας. Ερχόμαστε για να πάρουμε την ευλογία που μόνο Αυτός μπορεί να μας προσφέρει.
Ακόμη θα γεννηθεί στις καρδιές που έχουν αγάπη, αληθινή και ανιδιοτελή αγάπη. Αγάπη προς όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου. Και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν ανάγκη από την αγάπη μας.. Γι’ αυτό και η αγία μας Εκκλησία, κάθε χρόνο τέτοιο καιρό διεξάγει έρανο αγάπης. Και ο έρανος αυτός είναι ημέρα αγάπης. Σε κάθε ενορία της πατρίδος μας γίνεται ο έρανος αυτός. Όταν γίνεται τούτος ο έρανος ο ίδιος ο Χριστός μας ζητά βοήθεια. Μην κλείσετε την πόρτα της ψυχής σας αλλά ανοίξτε και δώστε άλλοτε μεν από το περίσσευμα και άλλοτε από το υστέρημά σας. Αν θέλουμε-και πρέπει να θέλουμε-να γεννηθεί μέσα μας ο Χριστός να δείξουμε την αγάπη που μας ζητά ο Χριστός.
Αγαπητοί Χριστιανοί!
Θλιβερή μεν η εικόνα που παρουσιάζουν οι καλεσμένοι με την αρνητική τους απάντηση. Παρά το ότι η απάντηση ήταν καθολικά αρνητική, εν τούτοις το δείπνο δε ματαιώθηκε. Το δείπνο έγινε. Συνταρακτικό δε το γεγονός της Θείας ενανθρωπήσεως! Η πρόκληση ακαταμάχητη! Πώς μπορούμε να αφήσουμε αναξιοποίητη την δυνατότητα της προσωπικής μας τελειώσεως ; Πώς να παραμείνουμε αμπαρωμένοι, μεσ' το μίζερο καβούκι της ατομικής μας αθλιότητας;
Λοιπόν! Η πρόσκληση «έρχεσθε» επαναλαμβάνεται σήμερα και σε μας. Ας μη σταθούμε κι εμείς στις ίδιες δικαιολογίες των σημερινών καλεσμένων. Ας μην επιστρατεύσουμε άλλες δικαιολογίες. Σε όλες η απάντηση είναι η ίδια από το Θεό. «Σας βεβαιώνω πως κανένας από εκείνους που κάλεσα, και δεν δέχθηκαν την πρόσκληση, δε θα γευτεί το δείπνο μου». Λοιπόν, ας αφήσουμε κατά μέρος τα πραγματικά ή και φανταστικά εμπόδια. Κανένα εμπόδιο δεν είναι αξεπέραστο. Εκείνο που μας λείπει είναι η θέληση. Ας επιστρατεύσουμε αυτή τη θέληση. Με πόθο και δύναμη ψυχής ας απαντήσουμε στην πρόσκληση του Θεού, σήμερα, εδώ και τώρα: «Του Δείπνου σου του μυστικού, σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε». Αμήν.


Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ

 

Η χαρά του θαύματος (Κυριακή Ι΄ Λουκά)

ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ

Η σκηνή που περιγράφει η ευαγγελική περικοπή της Κυριακής Ι΄ Λουκά είναι συγκλονιστική και αποκαλυπτική για τις διαθέσεις και την ειλικρίνεια των ανθρώπων, αλλά και τη στάση του Χριστού μας. Μέσα στο πλήθος ευρίσκεται μια γυναίκα ραχητική. Σκυμμένη κάτω και πονεμένη ακούει τη φωνή χωρίς να μπορεί να δει τη μορφή του Ιησού.

Ο Ιησούς προχωρεί προς την ταλαίπωρη εκείνη γυναίκα. Την πλησιάζει. Με στοργή της λέγει :«Γύναι, είσαι λυτρωμένη από την ασθένειά σου. Είσαι πλέον καλά». Μια δύναμη διαπερνά τα μέλη της. Το σώμα της επανέρχεται. Δοξολογία και ευχαριστία στην καρδιά της. Θαυμασμός, χαρά και αγαλλίαση.

Η υποκρισία του αρχισυνάγωγου

Όμως, ο φθόνος και η ψυχική κακία μολύνουν την ατμόσφαιρα της χαράς. Ο αρχισυνάγωγος αγανακτεί, γιατί δήθεν ο Κύριος παραβαίνει την αργία του Σαββάτου. Ο αρχισυνάγωγος οδηγήθηκε από τον φθόνο, που κυριαρχούσε τη στιγμή αυτή στην ψυχή του, σε μια αποτρόπαια πράξη. Θέλησε να επιτεθεί στον Χριστό, μα δεν έχει τη δύναμη να πει φανερά τί συμβαίνει στην ψυχή του. Και βρίσκει τη σκιά του νόμου, για να καλύψει την άνομη συμπεριφορά του.

Ο Κύριος όμως απαντά αμέσως στην πρόκληση χαρακτηρίζοντας ως υποκρισία την αντίδραση του αρχισυνάγωγου, και εκφράζει την αγάπη Του για τον άνθρωπο: «Υποκριτά, λέγει, αυτή που είναι θυγατέρα του Αβραάμ και την είχε δεμένη ο σατανάς για δέκα οκτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί από τα δεσμά αυτά την ημέρα του Σαββάτου;».

Ο αρχισυνάγωγος, όπως προαναφέραμε, κρύφτηκε πίσω από τις εντολές και τον νόμο του Θεού. Όμως δεν είναι η πρώτη φορά που κακοπροαίρετοι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον Νόμο και το Ευαγγέλιο του Θεού, για να επιτύχουν τα άνομα σχέδιά τους και να ικανοποιήσουν τις κτιστές τους θελήσεις. Εγωπαθείς χρησιμοποιούν τον λόγο του Θεού για να προβληθούν και ανυπάκουοι στην Εκκλησία τον παρερμηνεύουν. Κάποιες φορές μάλιστα επικαλούνται, για να καλύψουν την εγωπάθεια και την αυθαιρεσία τους, λόγια από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, τα οποία προσαρμόζουν στην περίπτωση. Μ’ αυτόν τον τρόπο αντί να συμμορφώνεται ο άνθρωπος στις εντολές του Θεού, κρύβεται πίσω από αυτές και τις μεταχειρίζεται για την κάλυψη της προσωπικής εμπάθειας. Έτσι δημιουργούνται αιρέσεις και άλλες ατομικές θεωρίες και διδασκαλίες που ταράσσουν την Εκκλησία του Χριστού. Όταν η καρδιά δεν είναι καθαρή, δεν μπορεί να ερμηνεύσει σωστά τον θείο λόγο. Διότι μόνο η καθαρή καρδιά τον παρουσιάζει γνήσια και καθαρά. Αυτή μόνο τον αντιλαμβάνεται.

Αυτογνωσία, ταπείνωση και αγάπη

Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε είναι ότι τον Χριστό δεν τον ενδιαφέρει τόσο αυτό που κάνουμε, όσο ο λόγος για τον οποίο το κάνουμε. Συνήθως η επιθετικότητά μας και ο φθόνος έναντι των άλλων και μάλιστα εν ονόματι του Χριστού είναι ο ευσεβής τρόπος με τον οποίο καθιερώνουμε τη δική μας εξουσία και είναι συνέπεια της απουσίας της αυτογνωσίας και της αληθινής αγάπης. Όταν έχουμε αυτογνωσία αποκτούμε πραγματική ταπεινοφροσύνη. «Ακολουθεί δε την ταπεινοφροσύνη η επιείκεια για τους άλλους», γράφει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος. Όταν η ταπεινοφροσύνη δεν ακολουθείται από επιείκεια για τους άλλους, είναι ταπεινολογία.

Ο νους του Νόμου

Γι’ αυτό πρέπει να επιδιώκουμε όλοι μας την κάθαρση της καρδιάς και να στηριζόμαστε στους ένθεους Πατέρες μας, που έγιναν δοχεία του Παναγίου Πνεύματος, φωτίστηκαν από την Αγία Τριάδα και έτσι, με τον φωτισμό του Παρακλήτου, ερμήνευσαν τον λόγο του Θεού και την Αγία Γραφή. Έτσι θα διδαχθούμε ότι είμαστε εκείνοι που εμποδίζουμε τους αδελφούς μας να εξουθενωθούν και που ετοιμάζουμε τη μεταμόρφωσή τους βιώνοντας το πνεύμα του νόμου, ή όπως χαρακτηριστικά λέγει ο άγιος Αθανάσιος, τον νου του νόμου.

Ο Τριαδικός Θεός να μας φωτίζει, για να ερμηνεύουμε τον νόμο Του ορθόδοξα και να ανακαλύπτουμε την ουσία της πίστεώς μας.

 

(Αγαθαγγέλου, Επισκόπου Φαναρίου, Η ζύμη του Ευαγγελίου, σσ. 48-51)