του Ε.-Ζάχου
Παπαζαχαρίου
Και ξαφνικά μας πρόκυψε ο Κύριος Ρύντιγκερ Σάπερ (Rudiger Schaper),
Γερμανός συγγραφεύς το επάγγελμα, για να μας θυμίσει ότι ο μεγαλύτερος
πλαστογράφος των αιώνων ήταν
Έλληνας! Ο αλήστου μνήμης Κωνσταντίνος
Σιμωνίδης. Στον πρόλογο για την ελληνική
έκδοση του βιβλίου «Η οδύσσεια του
πλαστογράφου Κωνσταντίνου Σιμωνίδη»
φροντίζει να ξορκίσει την εύλογη υπόνοια του αναγνώστη, μήπως το βιβλίο του
έχει κάποια σχέση με το κύμα συκοφαντίας των Ελλήνων και της Ελλάδας που
κυριάρχησε στη Γερμανία τα δύο τελευταία χρόνια:
«Συχνά με ρωτούν αν το βιβλίο μου πρέπει να διαβαστεί ως
σχόλιο στην παρούσα πολιτικοοικονομική κρίση, ενδεχομένως και ως περιγραφή του
χαρακτήρα των Ελλήνων. Απαντώ λοιπόν με ένα όχι. Επειδή η συναρπαστική καλλιτεχνική φύση αυτού του ανθρώπου με
απασχολεί εδώ και χρόνια. Ο Σιμωνίδης και το έργο του σχετίζονται με γενικότερα φαινόμενα του πολιτισμού και της
παράδοσης. Η επικαιρότητα με πρόλαβε και στη χώρα μου. Στις αρχές του 2011,
όταν κυκλοφόρησε η Οδύσσεια του πλαστογράφου, ένας υπουργός Εθνικής
Άμυνας στη Γερμανία αναγκάστηκε να παραιτηθεί για λόγους αξιοπιστίας εξ αιτίας
της διδακτορικής του διατριβής. Δεν ήταν ο μόνος πολιτικός με «πλαστή»
διατριβή».
Φταίει λοιπόν η
άτιμη η επικαιρότητα, που πρόλαβε τον Κύριο Ρύντιγκερ Σάπερ, γιατί ο ίδιος δεν είχε την πρόθεση να συκοφαντήσει τους
Έλληνες γράφοντας ένα βιβλίο για τη ζωή ενός Έλληνα που καταχωρήθηκε ως ο
μεγαλύτερος πλαστογράφος της ιστορίας. Το
ίδιο το βιβλίο του όμως τον διαψεύδει αυτή την ώρα, όπου οι Έλληνες και η Ελλάδα συκοφαντούνται
και προβάλλονται ως οι μόνοι αμαρτωλοί για αμαρτήματα που πράττουν κατά κόρον
όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι. Και το έγραψε
και σε μια μορφή ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στο δοκίμιο, για να μπορεί να πει
σε όσους θα του καταμαρτυρήσουν ανακρίβειες: «Μυθιστόρημα είναι, ό,τι θέλω
γράφω. Τέχνη κάνω!»
Φυσιολογικά το…
«μυθιστόρημά» του είναι γεμάτο ανακρίβειες,
άλλες οφειλόμενες σε άγνοια της βιβλιογραφίας και της ιστορίας, άλλες
όμως ηθελημένες. Είναι εμφανές από το
κείμενό του πως ο Κύριος Ρύντιγκερ Σάπερ δε βρήκε τις μελέτες του…Ι.Μ.
Χατζηφώτη, του Ι.Τ. Παμπούκη, ούτε καν το άρθρο του Δ. Ζαχαράτου, στο «Ε» της
Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας.. Βρήκε
παλιότερα δημοσιεύματα και
πορεύτηκε μ’ αυτά…
Αλλά ας πάρουμε το θέμα απ’ την αρχή κι από το τραγικό
ερώτημα: Υπήρξε όντως πλαστογράφος ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης; Το πρώτο κείμενό
του που ενόχλησε το κατεστημένο, είχε
άμεση σχέση με την κοσμοϊστορική εφεύρεση της φωτογραφίας. Η «Ερμηνεία των Ζωγράφων» του Διονυσίου του εκ
Φουρνά, εγχειρίδιο βυζαντινής εικονογραφίας,
που εξέδωσε στην Αθήνα το 1853,
περιέχει τη συνταγή της …έγχρωμης φωτογραφίας, που θεωρήθηκε ψευδεπίγραφη, κατασκευασμένη
απ’ τον ίδιο.
Αν το δούμε ψύχραιμα, ο φουκαράς ο Σιμωνίδης δεν
πλαστογράφησε τίποτε. Είτε βρήκε τη συνταγή της έγχρωμης φωτογραφίας σε κάποιο
άλλο χειρόγραφο και την ενσωμάτωσε στην
«Ερμηνεία των Ζωγράφων», είτε τη σκαρφίστηκε μόνος του, όπως διατείνεται ο
τρίτος εκδότης της «Ερμηνείας»,
διαπρεπής Πηλιορείτης λόγιος Α.
Παπαδόπουλος -Κεραμεύς (εκδόσεις
Σπανός). Και στη μία και στην άλλη περίπτωση δεν πλαστογράφησε. Γιατί η συνταγή
της έγχρωμης φωτογραφίας είναι αληθινή, δεν είναι ψεύτικη! Και αν μεν τη βρήκε
κάπου αλλού και την παρουσίασε ως έργο του ζωγράφου Ιεροθέου, μαθητή του
μεσαιωνικού ζωγράφου Πανσέληνου, το έκανε για να προβάλει την πρωτιά των Ελλήνων στην εφεύρεση της
έγχρωμης φωτογραφίας, τον καιρό που οι Γάλλοι χάλαγαν τον κόσμο με τη
«Νταγκεροτυπία» που αυτή ήταν… ασπρόμαυρη. Η συρραφή άλλωστε κειμένων ή η
αντιγραφή από άλλους συγγραφείς, ήταν κοινή πρακτική στους βυζαντινούς και
μεταβυζαντινούς χρόνους. Δεν εθεωρείτο
«λογοκλοπή» ή πλαστογραφία. Αν
σκαρφίστηκε μόνος του τη συνταγή, πάλι δεν είναι πλαστογράφος. Αντίθετα
του οφείλονται τα εύσημα του μεγάλου, του πολύ μεγάλου εφευρέτη,
μεγαλύτερου κι απ’ τον Έντισον κι απ’ το
Νταγκέρ κι από τους Αδελφούς Λυμιέρ.
Δε φταίει κανείς αν οι εφευρέτες της «Νταγκεροτυπίας» ο
Νιεπς και ο Νταγκέρ δεν ήξεραν τη… βιβλιογραφία. Ο «σκοτεινός θάλαμος» ήταν
γνωστός από τους αλεξανδρινούς χρόνους. Τον ήξεραν και τον χρησιμοποιούσαν οι
χαράκτες των «καμέο», αυτοί που χάραζαν πορτρέτα επώνυμων πάνω σε
δαχτυλιδόπετρες από πολύτιμους λίθους. Παίρνανε ένα κατσικάκι νεογέννητο πριν
ανοίξει τα μάτια του, το κρατούσαν στο σκοτάδι για κάποιες μέρες κι ύστερα το
τοποθετούσαν μπρος στο πρόσωπο του
οποίου ήθελαν να αποτυπώσουν τη μορφή. Και η πρώτη εικόνα που έβλεπε το
κατσικάκι ανοίγοντας τα μάτια του τυπωνόταν ανεξίτηλα στον αμφιβληστροειδή των ματιών του. Έπαιρναν
ύστερα τα μάτια απ’ το κατσικάκι, απομόνωναν τον αμφιβληστροειδή των ματιών του
και είχαν δύο μικροσκοπικές φωτογραφίες, στην κλίμακα του καμέο όπου ήθελαν να
χαράξουν το φωτογραφημένο πρόσωπο! Γι’ αυτό τα καμέο και τα νομίσματα της εποχής εκείνης
διακρίνονται για τη ρεαλιστικότατη
αναπαράσταση των προσώπων που παρουσιάζουν.
Από το σκοτεινό θάλαμο, που ήταν το μάτι απ’ το
κατσικάκι, ως τη φωτογραφία ήταν ένα βήμα. Ως κι ο Ντα Βίντσι το είχε μυριστεί
και έγραψε γι’ αυτό. Ξέραν οι Ευρωπαίοι
ότι τα παλιά ελληνικά χειρόγραφα περιείχαν θαυμαστές πληροφορίες χρήσιμες για τον όψιμο πολιτισμό τους. Γι’
αυτό τα κυνηγούσαν μετα μανίας.
Γι’ αυτό για την
«Ερνηνεία των Ζωγράφων» ενδιαφέρθηκαν μεγάλα προσώπατα. Τέσσερις μήνες μετά τη δημοσίευση της συνταγής της
«Νταγκεροτυπίας» στο Παρίσι, ο εκδότης της, διευθυντής των εκδόσεων της
Βασιλικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας
Ντιντρόν, έρχεται στην Ελλάδα με εντολή του υπουργού Εσωτερικών της
Γαλλίας. Συναντά στο Άγιον Όρος το νεαρό καλογεράκι Κωνσταντίνο Σιμωνίδη, που
του πουλάει ένα αντίγραφο της «Ερμηνείας των Ζωγράφων» του Διονυσίου του εκ
Φουρνά, μέσα στο οποίο υπάρχει η συνταγή
της έγχρωμης φωτογραφίας. Ο γαλλόφιλος υπουργός των στρατιωτικών της Ελλάδας, ο
Βλάχος πρώην γιατρός του Αλή Πασά
Ιωάννης Κωλέτης, έχει δώσει εν τω μεταξύ
στο Ντιντρόν για διερμηνέα ένα τσιράκι του, νεαρό φοιτητή της Γεωπονικής, στον
οποίο έδωσε στη συνέχεια και υποτροφία για σπουδές και για ν’ ακολουθήσει το
Ντιντρόν στο Παρίσι. Στα πέντε χρόνια που πέρασαν ώσπου να γίνει η δύσκολη μετάφραση της «Ερμηνείας»,
ο βασιλιάς της Βαβαρίας Λουδοβίκος,
πατέρας του βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, έστελνε τον Δούκα του
Λουξεμβούργου στο Παρίσι να πιέζει τον Ντιντρόν
να του παραδώσει το χειρόγραφο της «Ερμηνείας». Όχι γιατί τον ενδιέφερε
η βυζαντινή εικονογραφία, αλλά γιατί τον
ενδιέφερε σαφώς η συνταγή της έγχρωμης
φωτογραφίας που είχε φτάσει στ’ αυτιά του. Στο διάστημα αυτό πέθανε από
ανεξήγητη αιτία, ο νεαρός φοιτητής που είχε σταλεί από τον Κωλέτη για να παρακολουθεί τον Ντιντρόν.
Όταν εκδόθηκε η γαλλική μετάφραση της Ερμηνείας το 1845,
με εγκωμιαστική επιστολή του Βικτώρ Ουγκώ στον πρόλογό της, ο Σιμωνίδης έμαθε πως δεν περιλάμβανε τη
συνταγή της έγχρωμης φωτογραφίας και λύσσαξε. Προφανώς οι μεταφραστές
δεν ενέταξαν στη μετάφρασή τους τη συνταγή της «Ηλιοτυπίας» για να μην
αμφισβητήσουν την πρωτιά του Νταγκέρ, ή
για να μη δημοσιοποιηθεί η συνταγή. Ο Σιμωνίδης άρχισε τότε να αρθρογραφεί
ενάντια στους μεταφραστές στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, όπου
και τελικά εξέδωσε ο ίδιος την «Ερμηνεία
των Ζωγράφων» με τη συνταγή της έγχρωμης
φωτογραφίας. Το 1853.
Εδώ όμως τον παρέλαβαν
οι… «δυτικόφρονες» λόγιοι της Αθήνας,
Στέφανος Κουμανούδης, Ανδρέας Μουστοξύδης και Αλέξανδρος Ραγκαβής. Ποιος ήταν αυτός που
αμφισβητούσε τη Γαλλική Ακαδημία και το
Γαλλικό κράτος, που αγόρασε την εφεύρεση της φωτογραφίας από το Νταγκέρ και την
άφησε ελεύθερη στη χρήση του κάθε πολίτη!
Από τους τρεις ο διπλωμάτης και λόγιος Ραγκαβής κυρίως, σ’ ένα εκτενές
άρθρο του στο περιοδικό «Πανδώρα», κατεδάφισε το Σιμωνίδη και τον έβγαλε
…πλαστογράφο, κατι που επανέλαβαν άκριτα όσοι έγραψαν γι’ αυτόν στη συνέχεια
μέχρι σήμερα.
Ο Σιμωνίδης δεν πτοήθηκε. ‘Έχοντας συνείδηση της τεράστιας σημασίας που είχε η έγχρωμη
φωτογραφία, προσπάθησε να στηρίξει την άποψή του, ότι δηλαδή στην Ανατολή
οφειλόταν η πρωτιά της μεγάλης
εφεύρεσης. Έπλασε αναφορές της σε παλιά
χειρόγραφα και βγήκε στην Ευρώπη για να τα διαδώσει. Εκεί όμως ανακάλυψε την
ημιμάθεια και την ευπιστία των Ευρωπαίων λογίων, αλλά και τον φετιχισμό τους
για τις αρχαιότητες, μάρμαρα, χειρόγραφα, νομίσματα. Αφού ξεπούλησε λοιπόν όσα
χειρόγραφα είχε μαζί του, έφτιαξε κι άλλα
και τα πούλησε -Λέγεται ότι ως και στον Πάπα πούλησε τρίτο… Ομηρικό
Έπος- Σκέψου τι μόρφωση είχαν οι
άνθρωποι που καθόριζαν τις τύχες του κόσμου και διεκδικούσαν και το …αλάθητο! Ντενεκέδες ήταν, ξεγάνωτοι… Και επί πλέον
ανήθικοι και σνομπ. Ο Σιμωνίδης σίγουρα
δεν ήταν απ’ αρχής «δυτικόφιλος». Στην Ευρώπη έγινε δαγκωμένος εχθρός της Δύσης
και υποστηρικτής της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου
υπερτερούσε από τα τέλη του 17ου αιώνα ο ελληνοβυζαντινός πολιτισμός. Απέναντι στη
ληστρική πρακτική των Ευρωπαίων είχε δημιουργηθεί φυσιολογικά η αντίστροφη τάση
ανάμεσα στους Ανατολίτες. Ο αντι-ευρωπαισμός.
Αλλά και η συνταγή
της «Ηλιοτυπίας» που παρουσίασε ο Σιμωνίδης το 1853, ήταν αληθινή, δεν ήταν
ψεύτικη! Το τραγικό είναι πως την εξέτασαν φιλόλογοι, που δεν είχαν ιδέα από
φυσική και χημεία, και ήταν άμοιροι από Οπτική, Έτσι δεν πρόσεξαν πως στην προετοιμασία της φωτοπαθούς πλάκας η
συνταγή του Σιμωνίδη προβλέπει τρεις διαφορετικές επιστρώσεις φωτοπαθούς υλικού
και πως πρόκειται για έγχρωμη φωτογραφία και όχι για την ασπρόμαυρη
που εφεύρε ο Νταγκέρ το 1839.
Πρέπει να πούμε πως η «αρχή της τριχρωμίας» δεν ήταν τότε
γνωστή στην Ευρώπη και πως μόνο το 1869 ο Γερμανός Κάρολος Κρος, 19 χρόνια μετά
τη δημοσίευση του Σιμωνίδη, διατύπωσε τη θεωρία ότι με τρία μόνο χρώματα του
φάσματος μπορούμε να αναπαράξουμε όλα τα χρώματα που υπάρχουν στη φύση,
ανακατεύοντάς τα σε διάφορες αναλογίες. Πατώντας σ’ αυτή την αρχή έφτιαξε ο
Αλσατός Γκαμπριέλ Λίππμαν τη «φωτογραφία των χρωμάτων» και την
ανακοίνωσε το 1891. Και πατώντας στην ανακοίνωσή του έφτιαξαν οι Αδελφοί Λυμιέρ
την «αυτόχρωμη πλάκα» το 1895, την ίδια χρονιά που εφεύραν και την
κινηματογραφική μηχανή, 42 χρόνια μετά την δημοσίευσή της έγχρωμης «Ηλιοτυπίας»
από τον Σιμωνίδη. - Ο Λίππμαν πήρε το Νόμπελ φυσικής το 1908.
Πρέπει να θυμόμαστε πως ο Σιμωνίδης δεν πούλησε ποτέ το παραμικρό από την εθνική
μας κληρονομιά. Τα χειρόγραφα που πούλαγε ήταν αντίγραφα, εμπλουτισμένα με κείμενα που τα ’βγαζε, σαν άλλος Μπόρχες, από
το μυαλό του, απ’ τη φαντασία του.
Αντίθετα οι εντιμότατοι επιστήμονες που πλησίασε στην Ευρώπη ήταν όλοι τους
κλέφτες, εκμεταλλευτές, κερδοσκόποι, πλαστογράφοι. Ο πολύς Τίσσεντορφ
πήγε κι έκλεψε το υποτιθέμενο
αρχαιότερο χειρόγραφο της Βίβλου από τη μονή του Σινά και το μοσχοπούλησε στον
Τσάρο. Ο καθηγητής Ντίντορφ αγόραρε το χειρόγραφο του Ουράνιου απ’ το
Σιμωνίδη 1000 τάλιρα και το πούλησε στο βασιλιά της Πρωσίας 5000 τάλιρα και πάει λέγοντας…
Η κακοπιστία του Κυρίου
Ρύντιγκερ Σάπερ αποδεικνύεται κυρίως από τα παραμύθια που εφευρίσκει για να
συμπληρώσει τα κενά πληροφοριών της ζωής του Σιμωνίδη. Απ’ το ότι βγάζει το
Σιμωνίδη ομοφυλόφιλο από την αρχή του
βιβλίου του. Ξέρει ο πονηρός Γερμανός πως όσο και να αναπτύχθηκε τα τελευταία
χρόνια η ανοχή απέναντι στην
ομοφυλοφιλία στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, για τους πολλούς παραμένει
κουσούρι και λαδιά.
Τον πήδαγε , λέει το Σιμωνίδη, από
μικρό παιδάκι ο θείος του
Βενέδικτος, με την ανοχή των αδερφιών
του και του πατέρα του, που τον ανέθεσε
μάλιστα στον γεροπαιδόφιλο για να τον μορφώσει. Κι αυτός τον πήγε (γαμιώντας)
στην Αθήνα και στο Άγιον Όρος, που ο
Κύριος Ρύντιγκερ Σάπερ το παρουσιάζει, άλλο κόλλημα κι αυτό, ως άντρο της παιδοφιλίας
και της ομοφυλοφιλίας. Αλλά η
βιβλιογραφία μας δείχνει πως αυτός ο
θείος Βενέδικτος είναι ανύπαρκτος. Είναι πρόσωπο φανταστικό, που το εφεύρε ο
ίδιος ο Σιμωνίδης για να στηρίξει, με τη μαρτυρία του, κάποια κείμενά του. Άρα
η ομοφυλοφιλία του Σιμωνίδη είναι κακόβουλη σάλτσα του Ρύντιγκερ Σάπερ. Για να παρουσιάσει και ως
διεστραμμένο αυτό τον Έλληνα, τον μεγαλύτερο
πλαστογράφο των αιώνων .
Και τόσες είναι
οι κακόβουλες δηλώσεις του Κυρίου
αυτού, που θ’ άξιζε τον κόπο να γράψει κανείς ένα… αντι-μυθιστόρημα για να καταρρίψει
τις χυδαιότητες και τις διαστροφές του βιβλίου του. Και να το εκδώσει και στη
Γερμανία, που δεν κατοικείται μόνο από χυδαίους και φτηνούς συκοφάντες.
Νοέμβριος
2012