Το πρώτο μέρος του τίτλου μου το έγραψε ο Αντριγ από το Κίεβο σε ένα μήνυμα του (θα διαβάσετε για αυτόν σε λίγο) και ήταν ακριβέστατο για το φετινό μου ταξίδι στην Ανατολική Ευρώπη, στα ποτάμια, τα δάση, τις θάλασσες και την αγαθότητα. Το δεύτερο μέρος του τίτλου ήταν μερικά από τα ελάχιστα λόγια εκτός στίχων που εκφώνησε η Λένα Πλάτωνος στη συναυλία της 28ης Ιουλίου στο Ηρώδειο. Τούτη η πρώτη ανάρτηση μετά από καιρό θα κάνει λοιπόν δύο δουλειές, φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους: θα περιγράψει μια ωραία μου μακρινή περιπλάνηση, που διήρκεσε ουσιαστικά όλον τον Αύγουστο, και θα επενδύσει μουσικά τόπους και ανθρώπους με τραγούδια από το σύνολο του έργου της Λένας Πλάτωνος.
Λένα – Ηρώδειο (28/7): Όντας και αναστενάζοντας ακόμα στην Αθήνα, η βραδιά στο Ηρώδειο υπήρξε η πρώτη ανακούφιση και έκλαμψη. Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, υπάρχουν πλευρές μου που ταυτίζονται τόσο με τον άνθρωπο όσο και με το έργο, με το κλείσιμο στο σπίτι και την ηρωική έξοδο, με τον υπερρεαλισμό που αποφάσισε τελικά να μινιμαλίσει, με την οδύνη των συγγενών και την καλοσύνη των ξένων. Αυτή ειδικά η καλοσύνη των ξένων ήταν ίσως και η πιο συγκινητική πλευρά της βραδιάς του Ηρώδειου, με ένα κοινό που χειροκροτούσε παθιασμένα μετά από κάθε ένα τραγούδι εμφαίνοντας ότι η συνθέτρια καλωσόρισε πίσω, με μια Λένα Πλάτωνος να μετατοπίζεται αργά και σταθερά σαν ηλιοτρόπιο προς το μέρος του κοινού, για να αποφασίσει τελικά να σηκωθεί και να το πλησιάσει, σαν «τη θάλασσα που δεκατέσσερα χρόνια είχε να τη δει». Mutatis mutandis η Λένα έμοιασε εκείνο το βράδυ με τη Ροζαλία του πρώτου ηχογραφημένου της τραγουδιού, που ακόμη μιλούσαν για αυτήν, όσα χρόνια κι αν έλειπε από τη ροδοζαχαρένια παραλία.
[Λένα Πλάτωνος «
Ροζαλία» από τη
Λιλιπούπολη.]
Νίκος – Ελ. Βενιζέλος (1/8): Για τις πιο πολλές μου φιλικές σχέσεις (και ας μη μιλήσω για τις ερωτικές) ο χρόνος υπήρξε περισσότερο χάρος παρά γιατρός, τέσσερις όμως άνθρωποι κατάφεραν να του αντισταθούν εδώ και μια δεκαπενταετία, ο Γιώργος, η Μαρία, η Ιωάννα και ο Νίκος. Με το Νίκο αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε μαζί, συζητώντας μια μέρα στο Αθήναιον όπου δουλεύει περί ανέμων και υδάτων, οπότε και για σχέδια διακοπών. Έχω ταξιδέψει και κάνει διακοπές με πολλούς και διάφορους, αλλά από αυτό το ταξίδι προέκυψε ότι οι ευγενικοί και χαλαροί άνθρωποι σαν το Νίκο είναι η καταλληλότερη παρέα που μπορείς να έχεις. Πήραμε αεροπλάνο, ταξί, λεωφορεία, μετρό και κλινάμαξα κουνώντας κυρίως χαρτάκια με διευθύνσεις στα ουκρανικά και στα ρουμάνικα, αφού αγγλικά ήξεραν ελάχιστοι, πεινάσαμε στο τρένο μια ολόκληρη μέρα, περπατούσαμε από το πρωί που ξυπνούσαμε μέχρι το βράδυ που κοιμόμασταν κι ούτε μια στιγμή δε μαλώσαμε, αλλά κυρίως ούτε μια στιγμή δεν πάψαμε αν όχι να περνάμε καλά, τουλάχιστον να είμαστε χαλαρά.
[Λένα Πλάτωνος και Διονύσης Σαββόπουλος «
Ζεϊμπέκικο με τη Λένα Πλάτωνος» από το
Αναδρομή 63’-89.]
Αντρίγ – Κίεβο (1/8): Τον Αντρίγ τον γνώρισα πριν οχτώ περίπου χρόνια στο Γλωσσολογικό Σπουδαστήριο του Α.Π.Θ. την εποχή που εγώ διάβαζα Ψυχογλωσσολογία και Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία ενώ αυτός άρχιζε να βυθίζεται στη μεταφραστική θεωρία, και οι δυο ξεκινώντας τα μεταπτυχιακά μας, ο Αντρίγ όμως σε ένα ιδιότυπο Εράσμους από την Ουκρανία. Βρεθήκαμε με τρόπο λαμπερό και ευφυή για περίπου ένα χρόνο, κάποια στιγμή όμως με κούρασε το ανακριβές στερεότυπο του φωτεινού Έλληνα και του σκοτεινού Ουκρανού που κουβαλούσαμε στην επικοινωνία μας και απομακρύνθηκα (ο ίδιος δεν ξέρω πώς απωθήθηκε από εμένα και δεν προλάβαμε να το συζητήσουμε είτε στο Κίεβο, είτε στην Αθήνα). Το ενδιαφέρον είναι πάντως ότι μετά από εφτά χρόνια ο Αντρίγ κατέβηκε για ένα συνέδριο Νεοελληνιστών στην Αθήνα, με έψαξε, με βρήκε, τα είπαμε καλά, τα ήπιαμε καλά και με κάλεσε στο Κίεβο με ήδη δεδομένο ότι θα πήγαινα Βουκουρέστι.
Το Κίεβο είναι μια πανέμορφη πόλη και σοβαρολογώ απόλυτα. Ένα τεράστιο πλωτό ποτάμι, ο Δνείπερος, το διατρέχει ολόκληρο σκορπίζοντας τη δροσιά του, ενώ πάρκα, πλατείες, δάση και άλση απλώνονται σε διάφορα σημεία της πόλης, με Κιεβίτες και Κιεβίτισσες να αράζουν στις πλατείες τους και όχι στις καφετέριες πίνοντας εξαιρετικές μπίρες (οφείλω να αναφέρω εδώ ότι η μπίρα και η βότκα «δεν μου πολυάρεσαν» μέχρι να πατήσω το πόδι μου στο Κίεβο). [Πολλά καλοδιατηρημένα νεοκλασσικά, άφθονα μουσεία, απαστράπτουσες γυναίκες, πάμφθηνες τιμές, αν τυχόν μου έχουν έρθει και τίποτα αναποφάσιστοι τουρίστες από το google.] Ο Αντρίγ προσέφερε σε όλα αυτά το πιο απαραίτητο στοιχείο που λείπει αναγκαστικά από κάθε τουριστικό βλέμμα, το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο. Συζητήσαμε πολύ και μάθαμε πολλά για το αίμα που έχει καλυφθεί κάτω από το λούστρο αυτής της (επαναλαμβάνω) πανέμορφης πόλης. Είδα όμως και κάτι προσωπικά πιο σημαντικό, ότι ο Αντρίγ στα χρόνια που μεσολάβησαν, πέρα από το να κάνει γιο και να γίνει διευθυντής του τμήματος Ελληνικών Σπουδών στο κεντρικό πανεπιστήμιο του Κιέβου, είχε αποκτήσει και ένα ωραιότατο μαύρο χιούμορ.
[Σαββίνα Γιαννάτου «
Ο μαύρος ήλιος» από την
Ηχώ και τα λάθη της.]
Παναγιώτης – Κίεβο ως Βουκουρέστι (4 ως 5/8): Υπάρχει μία κλινάμαξα που ξεκινά από τη Μόσχα και καταλήγει στη Σόφια, κι αποτελεί το μόνο σχετικά φθηνό τρόπο για να ταξιδέψει κανείς από το Κίεβο ως το Βουκουρέστι (και σας διαβεβαιώνω ότι το έψαξα αρκετά). Αυτό το τριαντάωρο ταξίδι είχε αρκετές χαριτωμενιές, όπως το να προσπαθείς να αγοράσεις τρόφιμα σε έναν ενδιάμεσο σταθμό από μια Ουκρανίδα γριούλα που φυσικά δεν ξέρει αγγλικά, αλλά δε χρησιμοποιεί και συμβατή γλώσσα του σώματος (όχι τα μαζεμένα δάχτυλα μπρος πίσω στο στόμα δεν είναι πανευρωπαϊκή χειρονομία) ή να απωθείς με ευγενικό τρόπο έναν ουκρανό προτεστάντη που προσπαθεί να σε κατηχήσει σε φτωχότατα γερμανικά. Νομίζω πάντως ότι ο πιο ενδιαφέρων γευστικός συνδυασμός του ταξιδιού ήταν η μηλόπιτα μαζί με κίτρινο μαλακό τυρί (αυτά τα δύο είχαμε βρει, πεινάγαμε, οπότε αναγκαστικά τα φάγαμε μαζί).
Το Νίκο σας τον περιέγραψα ήδη ως ένα χαλαρό, ευγενή άνθρωπο (από τη μεριά του διατείνεται τα ίδια και για μένα, αλλά κρατάω τις επιφυλάξεις μου) οπότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να ζορίσουμε μια κουβέντα «για να περάσει η ώρα». Μέσα σε αυτές τις τριάντα ώρες υπήρξε πολλή ήρεμη σιωπή, πολύς ρεμβασμός από το παράθυρο, και από τη μεριά μου ενάμιση βιβλίο του φιλόσοφου Παναγιώτη Κονδύλη, τα «Ηδονή, Ισχύς, Ουτοπία» και «Ισχύς και Απόφαση». Λίγες φορές έχω αισθανθεί στη ζωή μου ότι παροντικά αυτό που διαβάζω μου αλλάζει το κεφάλι ή με κάνει να ξεκαθαρίζω με διαυγή τρόπο κάτι εδώ και τώρα: στη σκέψη μου έχει συμβεί με τον Καστοριάδη και το Φουκώ, στη γραφή μου με το Ντοστογιέφσκι και τον Πεντζίκη. Ε, μου συνέβη και στο τρένο από Κίεβο με τον Παναγιώτη Κονδύλη.
[Σαββίνα Γιαννάτου και Γιάννης Παλαμίδας «
Σαμποτάζ» από το
Σαμποτάζ.]
Δώρα – Βουκουρέστι (5/8): Η Δώρα είναι μια φίλη μου για την οποία είμαι πραγματικά περήφανος. Πριν από ένα χρόνο θα σας έγραφα ότι το θάρρος της να ερωτευθεί το Ντάνι και να αφήσει δουλειά, φίλους και διδακτορικό για να πάει να δουλέψει και να μείνει μαζί του στο Βουκουρέστι υπήρξε απαράμιλλο, έχοντας μάλιστα την οικονομική άνεση για να μπορεί να ζει στην Ελλάδα χωρίς να δουλεύει ή να κάνει διδακτορικό. Πλέον θα μπορούσα να πω με σχετική βεβαιότητα ότι η Δώρα έκανε κάτι σημαντικότερο φεύγοντας για Βουκουρέστι: απαρνήθηκε προσωρινά το διανοούμενο εαυτό της, για να μπορέσει πραγματικά να τον επανοικειοποιηθεί αργότερα, αναγνωρίζοντας ότι ένα μοναχικό έξυπνο μυαλό δεν είναι ποτέ αρκετό για να σε κάνει ευτυχισμένο.
Ένας φίλος του συγκατοίκου μου με παράξενη ιδιοσυγκρασία είχε μείνει για κάποιο διάστημα σπουδάζοντας στο Βουκουρέστι και βρήκε σκόπιμο να μου το περιγράψει ως μια πανάσχημη, φρικτή πόλη, τρεις μέρες προτού ξεκινήσω το ταξίδι μου. Μου αντιπρότεινε μάλιστα να ακυρώσω τελευταία στιγμή το ταξίδι και να πάω στη Μόσχα LOL (ήταν μάλλον διασκεδαστικό ότι κατάφερα να τον εξοργίσω κι εγώ από τη μεριά μου για άσχετο λόγο μέχρι το τέλος εκείνης της βραδιάς). Το Βουκουρέστι έχει όντως κάποια μνημειακά τμήματα, αισθητικά ερείπια της εποχής Τσουσέσκου και αρκετές εργατικές πολυκατοικίες με σοβάδες και μπογιές που καταρρέουν. Υπάρχουν όμως και μια υπέροχη παλιά πόλη με καλντερίμια και παραδοσιακά σπίτια, κατάφυτες λεωφόροι και πάρκα, σιντριβάνια και νερά, με έναν ακόμη ποταμό να σκορπίζει δροσιά στην πόλη τον Ντουμπόβιτσα (το ου προφέρεται κάπως σαν το u στο γαλλικό un [homme] αλλά δεν έχουμε αντίστοιχο φθόγγο στα ελληνικα). Η Ντόρα και ο Ντάνι έχουν πολύ κοντινό γούστο στη διασκέδαση με το δικό μου και του Νίκου κι έτσι πήγαμε σε πραγματικά πολύ καλά μπαρ, ένα μάλιστα, αυτό στην ταράτσα του ρουμανικού Εθνικού Θεάτρου, με τις καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις, τους πίνακες και τα γκράφιτι χύμα ανάμεσα στον ωραίο κόσμο, θα έλπιζα να υπήρχε και στην Αθήνα. [Επισκεφθείτε το πυραμιδωτό τερατούργημα του Τσαουσέσκου, δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο στον κόσμο, φάτε σούσι, κρέατα σχάρας και αλλαντικά, περπατήστε στην όμορφη παλιά πόλη, όλα αυτά με σχετικά φθηνές τιμές, πάλι για τους αναποφάσιστους τουρίστες του google.] Το βράδυ της τελευταίας μέρας προτού φύγουμε η Δώρα είχε δυστυχώς ένα κακό νέο που ουσιαστικά ακύρωνε τις διακοπές της και την έστελνε μαζί με το Ντάνι στη Λήμνο αντί για τη Σαμοθράκη. Από τη μεριά μου δεν είχα να της πω τίποτα παραπάνω από το να φροντίσει τον εαυτό και τη σχέση της παράλληλα με τους άλλους (αν και ομολογώ πως η συμβουλή αποδείχτηκε ακατάλληλη, καθώς η Δώρα κατάφερε να φροντίσει φουλ τάιμ τους άλλους και αμέσως μετά φουλ τάιμ τον εαυτό της).
[Σαββίνα Γιαννάτου «
Η μαργαρίτα» από τις
Αναπνοές.]
Θανάσης – Βουκουρέστι προς Θεσσαλονίκη (8 προς 9/8): Φύγαμε πολύ αγχωμένα με το αυτοκίνητο του Ντάνι από το Βουκουρέστι, καθώς τα παιδιά έπρεπε να παραλάβουν τον αδερφό του Ντάνι που έφτανε από Νέα Υόρκη στο αεροδρόμιο Μακεδονία στις 9 Αυγούστου, η Δώρα να φύγει στο καπάκι μαζί με τα δύο αδέλφια για Λήμνο, ο Νίκος να κατεβεί στην Αθήνα κι εγώ να βρω με ποιους πάω διακοπές στη Σαμοθράκη, καθώς όλη η παρέα μου κατευθυνόταν πλέον για άλλο νησί. Το ταξίδι διαμέσου της Νότιας Ρουμανίας και της Βουλγαρίας ήταν ολόκληρο ένα επιχείρημα για το πόσο καλό έχει κάνει στους αυτοκινητόδρομους μας η Ευρωπαϊκή Ένωση, πρώτη φορά είδα κάρα σε εθνική λεωφόρο, η οποία βέβαια έμοιαζε με τον ασφαλτόδρομο ενός μέσου ελληνικού χωριού. Δε θέλω επίσης να υπονοήσω τίποτα για τη γείτονα χώρα Βουλγαρία, αλλά στις δύο από τις τρεις στάσεις για κατούρημα πετύχαμε χασισόδεντρα ως αυτοφυή βλάστηση δίπλα ακριβώς από τον εθνικό δρόμο. Ένα μπλόκο συνοριοφυλάκων κάπου στις Σέρρες μας καθυστερεί για μισή ώρα, ο Νίκος χάνει συνακόλουθα στο τσάκ το ιντερσίτι για Αθήνα και κάπου μία η ώρα τη νύχτα φτάνω να αναρωτιέμαι αν πρέπει να τηλεφωνήσω στο φίλο που θα με φιλοξενούσε λέγοντας «ξες Γιώργο, τελικά θα φιλοξενήσεις κι ένα φίλο μου που δε γνωρίζεστε, αλήθεια έχεις χώρο στο σπίτι σου;» Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται τυχαία στον ΟΣΕ Θεσσαλονίκης ο Θανάσης, ένας κοινός φίλος δικός μου και του Νίκου, για να αφήσει την αδελφή της κοπέλας του της Σπυριδούλας, μας ρωτάει τι έγινε και προσφέρεται αυθορμήτως και γελώντας να μας φιλοξενήσει και τους δύο. Αυτό το ταξίδι είχε αρκετή παράξενη τύχη, πρώτα κακή και αμέσως μετά καλή που την εξουδετέρωνε, αλλά ο Θανάσης ήταν κανονικά ο από μηχανής θεός με το Lada.
[Λένα Πλάτωνος «
Ο άπιαστος λέιζερ» από το
Μη μου τους κύκλους τάραττε.]
Αντώνης – Θεσσαλονίκη προς Σαμοθράκη (9 προς 10/8): Είχα ευτυχώς προνοήσει να ενημερώσω και κάποιους ακόμη φίλους ότι από 10 Αυγούστου θα είμαι Σαμοθράκη, έτσι ήδη από την επόμενη μέρα ο Αντώνης ερχόταν ως πρόθυμος σύντροφος για το νησί μαζί με την πολύτιμη σκηνή του (είχα υπολογίσει να πάρω μία από το σπίτι της Δώρας στην Αλεξανδρούπολη αν χρειαζόταν αλλά όπως έλεγαν και οι Λατίνοι, όταν οι άνθρωποι σχεδιάζουν, οι θεοί γελούν χα χα). Ο Αντώνης είναι ο τελευταίος αξιόλογος άνθρωπος που γνώρισα στη Θεσσαλονίκη και με ένα τρόπο ένα από τα άτομα που μου επέτρεψαν να αποχαιρετίσω τη Θεσσαλονίκη, να την αφήσω εκκρεμή και όχι να τη σιχτιρίσω. Χαίρομαι που ταξιδέψαμε μαζί και έστω μέσα από τις κοινές διακοπές ανανεώσαμε τον κοινό χρόνο μας. (Το τραγούδι που διαλέγω δεν αφορά τον ίδιο, αλλά τις σκέψεις του για μια γυναίκα καθ’ όλο το διάστημα που βρεθήκαμε στο νησί, όπως μάλλον και τώρα που με διαβάζετε).
[Θάνος Σταθόπουλος και Λένα Πλάτωνος «
Η κυψέλη» από τις
Μάσκες Ηλίου.]
Βασίλης και Πόπη - Αλεξανδρούπολη (10/8): Βραδινό ταξίδι με το τρένο, στην Αλεξανδρούπολη σύντομη στάση για κάποιες δουλειές που δε μπορούσε να κάνει η Δώρα με δεδομένο ότι ταξίδευε για Λήμνο, φυσικά χάνουμε το πλοίο και περνάμε ένα γλυκύτατο μεσημέρι στο σπίτι των κουμπάρων μου, του Βασίλη και της Πόπης. Το πώς κατέληξα να παντρέψω το Βασίλη και την Πόπη είναι μια αρκετά μεγάλη ιστορία και πολύ προσωπική τους για να την αφηγηθώ σε μια ανάρτηση, αρκεί πάντως να πω ότι είχαν τέτοια δυσκολία να βρουν κουμπάρο ή κουμπάρα που η άλλη εναλλακτική τους πέρα από εμένα ήταν η πρώην γυναίκα του Βασίλη, η Χαρούλα. Όταν βρεθήκαμε να τους παντρεύουμε μαζί με την Εύα (μια μάλλον σοβαρή σχέση μου που επέλεξε να μην κρατήσει επαφή μαζί τους μετά το χωρισμό μας) δεν είχαμε κάποιο παραπάνω συναίσθημα από ότι εξυπηρετούμε δύο ανθρώπους που μας φαίνονταν συμπαθείς. Στην πορεία και με αρκετές συναισθηματικές παλινωδίες, κατέληξα να τους νοιαστώ και να τους αγαπήσω, εκτιμώντας ένα ζευγάρι που μετά από ξεχωριστούς γάμους και ενήλικα πλέον παιδιά καταφέρνει να γιορτάζει την αγάπη και τη συντροφικότητα εν μέση ηλικία, σε ένα σπίτι που κάθε φορα που το επισκέπτομαι είναι γεμάτο με καλό αλκοόλ (γούστο του Βασίλη), νόστιμο φαγητό (χεράκια της Πόπης) ωραίες συζητήσεις και καλή διάθεση (συνεργασία και των δύο).
[Λένα Πλάτωνος «
Eros Pandoriana Pandora» από τα
Λεπιδόπτερα.]
Ντάνι και Ντόριν – Σαμοθράκη (10 ως 15/8): Τα δύο αδέλφια προσέφεραν ό,τι μπορούσαν στη Λήμνο αλλά ο Ντόριν είχε πάρει μόλις μια εβδομάδα άδεια από τη δουλειά του και το δίκαιο ήταν να κάνει και κάποιες κανονικές διακοπές. Κάπως έτσι ο Ντάνι και ο Ντόριν βρέθηκαν να ταξιδεύουν για Σαμοθράκη χωρίς τη Δώρα και χωρίς να ξέρουν ούτε μια λέξη ελληνικά. Το ευγενικό πράγμα να κάνω, με εμένα ήδη στο νησί, ήταν να πιούμε έναν καφέ όταν έφταναν και να τους δώσω κάποιες βασικές οδηγίες για το πώς θα περνούσαν καλά στη Σαμοθράκη. Εκείνος ο καφές μας οδήγησε στο να τσιμπήσουμε κάτι για μεσημέρι, να κάνουμε ένα μπάνιο μετά, να πιούμε ένα τσίπουρο νωρίς το βράδυ, να αράξουμε για να ακούσουμε κάτι πλανόδιους μουσικούς με κρουστά λίγο πριν τα μεσάνυχτα και με αυτά και με εκείνα τις μισές μου και παραπάνω διακοπές στο νησί τις πέρασα με το Ντάνι και το Ντόριν, ενίοτε και με δύο φίλες, την Ισιδώρα και τη Φωτεινή, που επίσης πέτυχα τη δεύτερη μέρα στο νησί. Απλοί, χαλαροί άνθρωποι κι αυτοί, με επιτυχίες και πολυπλοκότητες που δεν είχαν καμία διάθεση να τις χρησιμοποιήσουν για να κάνουν φασαρία, πήραν τη σκυτάλη από το Νίκο και με βοήθησαν να απολαύσω τις καλύτερες διακοπές μου ανέκαθεν. Είχε βέβαια πλάκα και ότι το όλο πράγμα λειτούργησε και ως υπερταχύρρυθμο αγγλικής γλώσσας: δεν ήξεραν ελληνικά, δεν ήξερα ρουμάνικα, κάπως έπρεπε να συνεννοούμαστε.
[Λένα Πλάτωνος «
Εμιγκρέδες της Ρουμανίας» από το
Γκάλοπ.]
Δέντρα – Παντού/οτε: Εξ’ αρχής μου έσκασε ότι είχα υπάρξει με έναν ασυνείδητο τρόπο εξαιρετικά ευφυής. Αν και είχα επιλέξει τους τόπους με αφορμή και αιτία τους ανθρώπους, βρέθηκα μέσα σε ένα τρίωρο από το καυτό τσιμέντο της Αθήνας στα νερά και τα δέντρα του Κιέβου, για να παραμείνω δίπλα από τη σκιά και τη δροσιά τους μέχρι το τέλος στη Σαμοθράκη. Μια από τις πιο αγαπημένες μου στροφές στην ελληνική ποίηση ανήκει στον Κώστα Καρυωτάκη και λέει: «Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει/ στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου./ Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση/ με αυτοκρατορικήν εξάρτυση πρωινού/ θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού/ και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράσει.» Κάπως έτσι αισθανόμουνα στην αρχή του ταξιδιού, σαλταρισμένος ακόμη, αλλά υπό την υψηλή προστασία των δασών.
[Σαββίνα Γιαννάτου «
Χαμόγελο» από το
Καρυωτάκης 13 τραγούδια.]
Ποτάμια – Παντού/οτε: Το Κίεβο, το Βουκουρέστι και η Σαμοθράκη έχουν όλα τους ποτάμια, μικρότερα η μεγαλύτερα, με το Δνείπερο να υπερέχει συντριπτικά στο μέγεθος και την εμπορική αξία. Για ένα μισοφρικαρισμένο Αθηναίο όπως εγώ όμως, το σημαντικό σε ένα ποτάμι δεν είναι ούτε το βάθος, ούτε το πλάτος, αλλά να κυλάει και να απλώνει δροσιά στους ανθρώπους γύρω του. Ειδικά στη Σαμοθράκη ο συνδυασμός από αμέτρητα ρυάκια, λιμνούλες και γέρικα πλατάνια που μπορείς να πετύχεις οπουδήποτε στο νησί, σχεδόν σε υποχρέωνε να χαλαρώσεις, αρκεί βέβαια να ήσουν καταφατικός και δεκτικός απέναντι στο τοπίο. Από όλους μάλιστα τους στίχους της Πλάτωνος αυτός νομίζω πώς ήταν ο κοντινότερος σε τούτες τις διακοπές: κυλούσα αμέριμνος από το ροδί της ανατολής ως το μελί της δύσης.
[Λένα Πλάτωνος «
Ραντεβού» από τα
Ημερολόγια.]
Θάλασσα – Σαμοθράκη και Καλαμάτα (10 ως 20/8): Μέχρι και τον Ιούλιο ήμουν ένας άνθρωπος που υποστήριζε ότι δε του αρέσει το νερό: κολυμπούσα λίγο, έπινα λίγο, ποτέ μέχρι πρόσφατα δεν είχα κάνει ντους για να χαλαρώσω. Δεν ξέρω τι αναποδογύρισε μέσα μου (και πρέπει να ήταν σημαντικό) για να αρχίζω ξαφνικά τη μέρα μου παίρνοντας μια πετσέτα, έναν καφέ από το κυλικείο του κάμπιγκ και μισοκοιμισμένος ακόμα να βουτάω στη θάλασσα, για να λιαστώ γυμνός πίνοντας τον καφέ μου, και κάπου εκεί να ξυπνάω. Ο ήλιος και η θάλασσα λειτούργησαν σχεδόν ψυχοθεραπευτικά για εμένα σε αυτές τις διακοπές, αρκετά για να μου δείξουν ότι είχα εγκαταλείψει εδώ και πολλά χρόνια τη σχέση με το σώμα και τη φύση, προς όφελος ενός διανοουμενισμού που δε μου προσέφερε τίποτα παραπάνω από αμφίβολο κύρος και βέβαιη θλίψη.
[Λένα Πλάτωνος «
Θάλασσα» από τα
Ημερολόγια.]
Μάνος – Σαμοθράκη (14/8): Θα ήταν άδικο να περιγράψω τη Σαμοθράκη ως ένα νησί με οργιαστική βλάστηση, ποτάμια, λιμνούλες, πλατάνια και καθαρές θάλασσες, αν και ως ένα μέρος αποτελεί ακριβέστατη περιγραφή του νησιού. Τρελούτσικοι ντόπιοι, ανόθευτα συνήθως ποτά, νόστιμο φαγητό στις ταβέρνες (σπεσιαλιτέ το κατσικάκι σε διάφορες παραλλαγές) και λίγα αλλά ενδιαφέροντα μπαράκια στη γραφική Χώρα, συμπληρώνουν ωραία την εικόνα. Καμιά φορά όμως μπορείς να είσαι και πολύ τυχερότερος από αυτό. Ένα βράδυ στην ταβέρνα «Γρια Βάθρα» στα Θέρμα, πετύχαμε μαζί με το Ντόριν και το Ντάνι ένα σύνολο από μπουζούκι, κιθάρα, κοντραμπάσο, φλάουτο και φωνή να παίζουν Χατζιδάκι, Τσιτσάνη και Βαμβακάρη, με όλο το σεβασμό που πρέπει να παίζονται ακόμη και σε ένα τέτοιο χώρο. Τα ρυάκια κελάρυζαν, το γεμάτο φεγγάρι έλαμπε, οι πελάτες δε μιλούσαν, μόνο έπιναν, άκουγαν και χειροκροτούσαν. Γύρισα κάποια στιγμή, είπα στο Ντάνι “I am happy” και νομίζω πως το εννοούσα για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.
[Λένα Πλάτωνος «
Χάρτινο το φεγγαράκι» από το
’62 του Μάνου Χατζιδάκι.]
Μπιάνκα – Πλοίο για Σαμοθράκη (15/8): Έτσι είχα ονομάσει το λάπτοπ μου, ο οποίος με συντρόφεψε καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, καθησυχάζοντας τις ενοχές μου ότι αν είχα όρεξη να ασχοληθώ με το πιλοτικό του διδακτορικού μου, θα είχα την άνεση να το κάνω. Φυσικά και χρησιμοποιήθηκε μόνο για να φορτίζω το mp3 player και για να περνάω φωτογραφίες από την κάμερα. Περιμένοντας με το Ντάνι και το Ντόριν το πλοίο που θα με έπαιρνε από το νησί σε μια ταβέρνα εκατό μέτρα μακριά και πίνοντας ρετσίνες (εβρίτικα κελάρια συγκεκριμένα, τη συνιστώ ανεπιφύλακτα) κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι το πλοίο δεν είχε μόνο έρθει αλλά έλυνε και τα σκοινιά. Κωλοπιλάλα με το Ντάνι, ναυτικοί που ουρλιάζουν «πήδα μαλάκα στο καράβι, φέρε τα πράγματά σου, πρόσεχε τα πόδια σου θα σκοτωθείς κτλ.», σάκος με λάπτοπ στα χέρια ναυτικού ο οποίος τον πετάει στο κατάστρωμα. Ανακουφισμένος που πρόλαβα το καράβι, αμέσως μετά ανησυχώ από το ότι ο σάκος μου έχει αρχίσει να πηγάζει οινόπνευμα και συνειδητοποιώ ότι το να αποθηκεύσω το τσίπουρο Παπατζίμ, το ρουμανικό τσίπουρο από δαμάσκηνα και τη βότκα Nemiroff στον ίδιο σάκο με το λάπτοπ δεν ήταν καλή ιδέα (ειρήσθω εν παρόδω, δεν ξέρω πως τα φτιάχνουν τα μπουκάλια τους οι Ανατολικοευρωπαίοι αλλά ούτε γρατζουνιά δεν είχαν, ο Παπατζίμ από την άλλη έγινε θρύψαλα). Μαζεύω ότι βλέπω ανάμεσα στα γυαλιά, αφήνω το λάπτοπ να στραγγίσει και αναποδογυρίζω το σάκο σε ένα κάδο για να χυθούν θρύψαλα και τσίπουρα (κάπου εκεί χάθηκαν βέβαια και τα κλειδιά από το σπίτι που θα κοιμόμουν, δεύτερος από μηχανής θεός η Πόπη εκείνο το βράδυ που τηλεφώνησε και επέμεινε να φιλοξενηθώ σπίτι τους χωρίς καν να ξέρει τι συμβαίνει). Ο λάπτοπ διασώθηκε αν και η οθόνη του μοιάζει πλέον με ντισκομπάλα με όλα αυτά τα φωτάκια που τρεμοσβήνουν, το περιστατικό μου έδωσε όμως ένα απλούστατο μάθημα, ότι κάκως είχα πάρει μαζί μου τη δουλειά μου στις διακοπές εξ’ αρχής. Είτε δε θα την έκανα, οπότε τσάμπα βάρος, είτε θα την έκανα, οπότε τσάμπα οι διακοπές.
[Κατερίνα Κούκα (σωστά διαβάζετε) και Λένα Πλάτωνος «
Υπεραγορά Ι» από το
Μη μου τους κύκλους τάραττε. Οι στίχοι από το δεύτερο μισό τραγούδι είναι οι τελευταίοι που λογοκρίθηκαν στην ελληνική δισκογραφία. Αν θέλετε μπορείτε να τους διαβάσετε κάνοντας κλικ
εδώ. (Ανανέωση 29/9: Η ολοκληρωμένη, αλογόκριτη, εκδοχή του τραγουδιού παρουσιάζεται
εδώ από την Έλλη Πασπαλά και τη Μάρθα Φριτζήλα.)]
Κική – Καλαμάτα (16 ως 20/8): Άλλη μια στάση στου Βασίλη και της Πόπης, αεροπλάνο για Αθήνα, μετά λεωφορείο για Καλαμάτα και φαινομενικό τέλος. Το σώμα και το βλέμμα μου είχαν μαζέψει όμως πολλή ομορφιά και το μυαλό μου πολλή αγαθότητα για να παραδοθώ αμαχητί στην ευκολία ότι τη γενέθλια πόλη μου την ξέρω και δεν έχει πια κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εμένα. Κολύμπησα πολύ, έκανα ποδήλατο, πέρασα ένα εξαιρετικό βράδυ με το Γιώργο και ένα ηλιόλουστο μεσημέρι με τη Μαρία, κυρίως συνεννοήθηκα καλά με τη μητέρα μου, για μερικά πολύ πρακτικά και για κάποια άλλα πολύ γενικά ζητήματα. Δεν το παραδέχεται η ίδια, αλλά κάτι που νομίζω ότι μας συνδέει έντονα και τους δύο είναι ότι αφεθήκαμε να επηρεαστούμε και να ωφεληθούμε από την καλοσύνη των ξένων, καθώς με τους περισσότερους συγγενείς μας άκρη δε βγάλαμε και ούτε θα βγάλουμε μάλλον και ποτέ.
[Λένα Πλάτωνος «
Ντόρουτσκα» από τα
Ημερολόγια.]
Κώστας – Αθήνα (21/8 και εφεξής): Το κείμενο τράβηξε ήδη πάρα πολύ για να χωρέσει και εξαγγελίες. Είμαι πάντως αλλιώς και καλά, με την αίσθηση πως κάτι βαθύ και γκρίζο ξεπλύθηκε από πάνω μου. Το στοίχημα είναι βέβαια το αίσθημα αυτό να παραμείνει μέσα μου αλλά ακόμα καλύτερα να απλωθεί γύρω μου, και αντί πλέον να ξεπλένει, να βάφει μια Αθήνα που θα με χωράει ευτυχισμένο. Τριανταένα χρονών έφτασα, τη βαρέθηκα την κατάθλιψη. Καλό χειμώνα να ‘χουμε.
[Λένα Πλάτωνος «
Καντέντσα της άνοιξης» από
Το σπάσιμο των πάγων.]