CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

30.9.08

Ιστορία έρωτα και αναρχίας

[Με αφορμή ένα κείμενο της Ίσιδας και τις συζητήσεις με τον Παύλο, το Γιάννη και τη Μαριάννα.]

Ποτέ δε μπόρεσα να ορμήσω τέρμα μπροστά και να πετάξω το φλεγόμενο μπουκάλι προς το μέρος τους, να σημαδέψω με κομμάτια απ’ το πλακόστρωτο ό,τι δεν έκρυβε η ασπίδα. Κάτι με κράταγε μακριά από τη δράση, να φωνάζω «σκυλιά, φυλάτε τα αφεντικά σας», «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» και να τον καμαρώνω. Λεπτός, με μακριά σγουρά μαλλιά που ξεχύνονταν από την κουκούλα και χέρια νευρώδη, σφιχτοδεμένα, εκτόξευε τις μολότοφ με ακρίβεια εκατοστού, χρησιμοποιούσε τους λοστούς – σημαίες το ίδιο καλά για επίθεση και άμυνα, έτρεχε και ελισσόταν πάντα με επιτυχία, μακριά από τα στρουμφάκια που μας κυνηγούσαν στα στενά. Ήταν βασανιστικές οι ώρες αναμονής στα καφενεία, μέχρι να επιστρέψουμε στο σπίτι που συγκατοικούσαμε, να μπορώ να τον φιλήσω, να τον αφήσω να μπει με δύναμη μέσα μου.
Κανείς βέβαια δεν ήξερε για μας. Έστω κι αν παραμέριζα την ανοησία κάποιων από τους συντρόφους μας (προσπάθησα μάταια για καιρό να τους εξηγήσω ότι δε λέμε πουστράκι, αλλά γκέι, δεν πάει το γράμμα, αλλά κάνει έρωτα), ούτε και ο ίδιος πίστευε ότι κάναμε κάτι παραπάνω από το «να περνάμε καλά». Ακόμα κι όταν τον φιλούσα παραξενευόταν, γελούσε κι έλεγε «αυτά τα κάνουμε με τις γκόμενες ρε συ» και μου έσπρωχνε το κεφάλι προς τα κάτω, στον μακρύ, δονούμενο πούτσο του, στα καλοσχηματισμένα του αρχίδια. Πνιγόμουν απ’ την ερωτική σιωπή μου και την ίδια στιγμή σκοτεινά το απολάμβανα.

Ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω τι δουλειά είχε μαζί μας, ψιλοδιανοούμενος και ευαισθητούλης με την ήρεμή του φωνή και τις λεπτές του κινήσεις. Ακόμη και τα συνθήματα τα φώναζε παράξενα, σαν να ήθελε να πείσει τους αλήτες ότι είναι ταγματασφαλίτες, σαν να μην ήμασταν εκεί για να τους κάψουμε, να χαρούμε μια καλή φωτιά, μια νίκη έστω και ελάχιστη. Ρώτησα τον άλλο μια φορά λαχανιασμένη, όπως τρέχαμε να βρούμε την εντούρο του στα στενά, πώς διάολο έβγαζε συνεννόηση μαζί του. Εντάξει οι συνελεύσεις, αλλά στο σπίτι όλη μέρα, συγκάτοικοι κι έτσι. «Έχω τον τρόπο μου να του κλείνω το στόμα, όταν μιλάει πολύ.» είπε και χαμογέλασε πονηρά. Είχα ακούσει από συντρόφους ότι έπαιρνε καλές πίπες, δεν τους πίστευα όμως, ήταν οι ίδιοι ακριβώς που έλεγαν ότι με έχουν γαμήσει καθένας κι από διαφορετική βραδιά που ήμουν σουρωμένη. Το μόνο που είχε γίνει ήταν με έναν από αυτούς, είχα κάβλες, τον έφερα σπίτι μου μετά από ένα πάρτι, τον έγδυσα αλλά ήταν τόσο κομμάτια που δεν του σηκωνότανε με τίποτα. Μαλάκες άντρες, ξέρετε να καμαρώνετε για το πουλί σας, αλλά σπάνια να το δουλεύετε σωστά. Αυτόν τον πίστεψα όμως, κουβαλούσε πολλή δύναμη και τσαμπουκά, για να παινεύεται ψέματα ότι έδωσε άλλον ένα πούτσο ακόμα. Στο κάτω κάτω, οι πιο πολλοί θα έκρυβαν ότι πήγανε με αδερφή, αλλά το τελευταίο που του έλειπε ήταν η αυτοπεποίθηση.
Τον είχα γαμήσει κιόλας ένα βράδυ, μετά από ένα περιπολικό που είχαμε κάψει, πίναμε ρετσίνες οι δυο μας και κρυβόμασταν σε ένα πάρκο, καυτός Ιούλης ξημερώματα, έπεσε πάνω και με έγδυσε με βία, σχεδόν μου έσκισε τα ρούχα, πήγε να με αναποδογυρίσει αλλά του είπα «κώλο σου δίνουνε σπίτι σου, εδώ μόνο από μπροστά και άμα γουστάρεις», κόλλησε λίγο, χαμογέλασε και μπήκε μέσα μου σχεδόν αμέσως. Πλάκα έχουνε αυτά τα αρσενικά, κοπανιούνται και ιδρώνουν λες και σκάβουν, βαρέθηκα γρήγορα, του έτριψα λίγο τις ρώγες, του χάιδεψα τα αρχίδια και έσφιξα το μουνί μου ρυθμικά, στα καπάκια τελείωσε. Χρόνια αργότερα ρώτησα τον άλλον πώς άντεξε τόσο καιρό μαζί του.

Δεν την παλεύω με τη δουλειά καθόλου. Αύξηση δε μου δίνουν, λουφάρει και ό άλλος ο μαλάκας, όλη μέρα εγώ τρέχω με το παπί. Έπρεπε να το πάρω το πτυχίο, αλλά τότε έτρεχα με τις μαλακίες, βία στη βία της εξουσίας και σκατά. Μου έχει γαμήσει και τα μαλλιά το κράνος, συνέχεια πέφτουνε, τα ‘χα κι εγώ μακριά τόσο καιρό, αδυνατίσαν, μαλακίες. Πρέπει να σκάσω λεφτά και στο δερματολόγο, στο ΙΚΑ με κορόιδευε ο κωλογιατρός, δεν έχω τίποτα, να διακόψω το κάπνισμα λέει, γιατί αδυνατίζει την τρίχα, άι στο διάολο μωρή πούστρα που θα μου κόψεις το τσιγάρο, μια χαρά μου έμεινε. Η άλλη παίρνει τηλέφωνο, θα της πω ότι δεν το άκουγα από την κίνηση, πάλι θα θέλει να της ψωνίσω για το μαλακισμένο. Όλο τρώει, χέζεται και κλαίει, έπρεπε να μην πάω πίσω στην έκτρωση. Μας πήρανε τα χρόνια και βαράει το βιολογικό ρολόι και άι γαμήσου μωρή, δε σου φτάνει που σε παντρεύτηκα, επειδή τσίριζαν οι μανάδες μας κι εσύ μαζί τους.
Πάλι πορεία έχει γαμώ την καταδίκη μου, πώς θα βγω στη Λένορμαν τώρα; Α οι πούστηδες είναι, το έλεγε ο μαλάκας ο λουφαδόρος ότι θα έχει το πράη απόγευμα στο κέντρο. Γιορτάζουν λέει και περηφανεύονται. Τους ανθρώπους δεν τους ενώνει ο κώλος, εγώ αυτό ξέρω, άλλα τους ενώνουνε. Για μια στιγμή, ποιοι είναι αυτοί, δε γίνεται. Το πιο σφιχτό μουνί που γάμησα και η καλύτερη πίπα της ζωής μου ζευγάρι; Κι ας το αυτό, στο πράη τι κάνουνε;

[Τους ανθρώπους τους ενώνει η μέσα φωτιά, εγώ αυτό ξέρω. Κι αυτό είναι που κάνει τις διεισδύσεις και τις υποδοχές μας ξεκάθαρα πολιτικές, το στοίχημα αν θα τις αφήσουμε να μας πυρπολήσουν, με πάθος προς την αυθεντικότητα που λέει και η Ίσις. Μη με ρωτήσετε στα σχόλια πώς γίνανε ζευγάρι ο τυπάκος με την τύπισσα και πώς καταλήξανε στο Pride, η ιστορία αυτή φτιάχνει μοναχά συμπέρασμα και απορία.]

29.9.08

Το ψήφισμα της Ευρωβουλής για τα ΜΜΕ και συγκεκριμένα για τα blogs

Ο e-lawyer έγραψε ένα διαφωτιστικό άρθρο για το πρόσφατο ψήφισμα της Ευρωβουλής σχετικά με την πολυφωνία και τη συγκέντρωση στα μέσα ενημέρωσης. Σας προτρέπω θερμά να το διαβάσετε, και ακόμη καλύτερα να κατευθυνθείτε στην πηγή, ολόκληρο δηλαδή το κείμενο του ψηφίσματος. Αφορά άμεσα όλους/ες όσους/ες από εμάς παίρνουμε την ευθύνη να γράψουμε και να μιλήσουμε δημόσια.

Στο Σύνταγμα για την Τήλο

ΚΑΛΕΣΜΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ: «ΟΙ ΓΑΜΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΥΡΟΙ»

Στις 2 Οκτώβρη εκδικάζεται στο πρωτοδικείο της Ρόδου η αγωγή ακύρωσης των γάμων των δυο ομόφυλων ζευγαριών. Σας καλούμε σε μια δημόσια εκδήλωση αλληλεγγύης για το αναφαίρετο δικαίωμα όλων των πολιτών/ισσών στον πολιτικό γάμο την Δευτέρα 29 Σεπτέμβρη έξω από τη Βουλή των Ελλήνων στις 18.00.
Σας καλούμε να φωνάξουμε: «ΟΙ ΓΑΜΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΥΡΟΙ»

ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΝ:
Athens Pride - Ομοφυλοφιλική Λεσβιακή Κοινότητα Ελλάδας - Λεσβιακή Ομάδα Αθήνας - Καμπάνια για τον Πολιτικό Γάμο - Σύμπραξη κατά της Ομοφυλοφοβίας - Δίκτυο Υποστήριξης Ομοφυλόφιλων - Ερμής - Be positive Εθελοντές για θέματα Φύλου και Διακρίσεων - Κέντρο Πληροφόρησης και Τεκμηρίωσης για το Ρατσισμό «Αντιγόνη» - Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι - Σύνθεση Ενημέρωση Ευαισθητοποίηση για το ΗIV/AIDS - Κέντρο Ζωής - Δίκτυο για τα Κοινωνικά και Πολιτικά Δικαιώματα - Αντιεξουσιαστική Κίνηση Αθήνας - Φεμινιστικό Κέντρο Αθήνας - Γυναικεία Ομάδα Αυτοάμυνας - Ο.Κ.Δ.Ε./Σπάρτακος - Κόκκινο - Ανανεωτική Κομμουνιστική Οικολογική Αριστερά - Διεθνιστική Εργατική Αριστερά - Πρωτοβουλία Γένοβα - Δημοτική Κίνηση Ανοιχτής Πόλης - Φιλελεύθερη Συμμαχία - Οικολόγοι Πράσινοι - Νεολαία Συνασπισμού - Ομάδα για τη Σεξουαλική Ταυτότητα - ΠΑ.ΣΟ.Κ. - Συνασπισμός - Πρωτοβουλία Έλληνες Μπλόγκερς κατά των Διακρίσεων.

[Αν θέλετε να αντιγράψετε/ επικολλήσετε, θα βρείτε και ένα πιο χαριτωμένο "κάλεσμα" στον Gay super hero.]

28.9.08

Autistic autumn - indieannalog set 45

Νερό... Αυτή η ευγενική ψυχή που τραγουδά γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη κοντά στο Seatte και μεγάλωσε μέσα από Κυριακάτικες λειτουργίες και συναυλίες των Death Cub for cutie για να καταλήξει να σφάζει κόσμο στο Iraq (ναι, κι εγώ αναρωτιέμαι πώς ένα indie παιδί μπορεί να υποστηρίζει ένα πόλεμο τελικά). Άβυσσος η ψυχή του τροβαδούρου... Joshua Morrison - Westport

Γη... Πάντα έτσι την πατάω. Νομίζω ότι είναι ένα απλό φλερτ, ενθουσιασμός που θα περάσει, αλλά τελικά αυτό με τους Broken Social Scene κοντεύει να γίνει αρραβώνας (θου Κύριε). Νομίζω κουβαλάνε την ίδια "αγωνία" που έχουν στον ήχο τους οι dEUS -μόνο που οι Βέλγοι την εξωτερικεύουν σπασμωδικά με σπαρακτικά fusion ενώ τούτοι εδώ είναι σαμουράι: χωρίς σύγχυση και περιστροφές, απλά πιάνουν το σπαθί και ιδού, θαυμάστε την λεπίδα του Brendan Canning των Broken Social Scene - Something for all of us

Αέρας... Ο Καναδάς πήρε τα πάνω του την τελευταία 5ετία και οι Arcade Fire έφτιαξαν ένα τελείως δικό τους μείγμα "επικού" ήχου που οι Λονδρέζοι Fanfarlo δείχνουν να ενστερνίζονται και να διανθίζουν μια χαρά με μια δόση grandaddy-σμού. Από τα τραγούδια που "κάτι σου θυμίζουν" αλλά δε σε χαλάει αυτό (εξάλλου οι συγκεκριμένοι στο άλμπουμ που έβγαλαν το 2006 δείχνουν να είναι καλοί μαθητές της lo-fi κοινότητας, έχουν λάβει δηλαδή αξιέπαινη παιδεία)! Arcade Fire - No cars go & Fanfarlo - Fire escape

Φωτιά... Παραγωγή του Τέξας -κι ελπίζω αυτή η Πολιτεία να αφοσιωθεί στους μουσικούς και να κλείσει το εργοστάσιο πολιτικών -βγαίνουν ελαττωματικοί, δεν το βλέπει; Ο Doug Burr έχει μια ειλικρίνεια κι ευαισθησία χωρίς μαλθακότητα και το άλμπουμ του κρατάει καλή φθινοπωρινή παρέα... Doug Burr - In the garden

25.9.08

Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον

Κοίταγα το αβγό. Με κοίταγε κι αυτό. Ξεκοιλιασμένο. Στήριζα στους αγκώνες το κεφάλι. Θα μου το έπαιρναν σε λίγο.
-Πώς είναι δυνατόν να πιστεύεις στις προλήψεις. Εσύ έχεις χέρι μαγικό, τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Όταν ήρθες εδώ ήσουν σαν μικρό κλωσόπουλο και τώρα έχεις μεταμορφωθεί στην κότα που κάνει το χρυσό αβγό.
Τίποτα δεν ήξερε αυτή. Τίποτα. Αλλά εγώ γνώριζα καλά τους οιωνούς. Πάζλ μέσα στο σοκολατένιο αβγουλάκι. Μεγάλη ατυχία!
-Εγώ νομίζω ότι υπερβάλεις. Τι σου έχει τύχει όταν βρήκες πάζλ;
Τίποτα. Τίποτα δε συνέβη. Αλλά αυτό δε σημαίνει κάτι. Πάντα χαλιόμουν όταν αντι για συναρμολογούμενο έβρισκα πάζλ μέσα στο αβγό. Κι αφού είχα ήδη χαλαστεί τι καλό θα μπορούσε να συμβεί;
-Έλα, ξεκόλλα. Μια σοκολάτα μ’ ένα παιχνιδάκι είναι. Φάτο κι άσ’ τις φιλοσοφίες.
-Αυτό είναι τα θέμα, ότι απ’ τα άπειρα παιχνιδάκια που μπορούσα να πετύχω, έπεσα σε ηλίθιο πάζλ. Είναι άτυχη μέρα δεν καταλαβαίνεις;
-Να σου πω, άσε την κλάψα και φτιάξε την τύχη σου. Κάνε παιχνίδι. Σήκω και άντε να τα σκίσεις τα τσογλάνια.

Η αλήθεια είναι ότι πέντε μήνες που γνωριζόμασταν η Καιτούλα (που μεταξύ μας δεν ήταν Καιτούλα αλλά Καιτάρα, πενήντα και βάλε) με είχε συμπαθήσει. Την πρώτη μέρα μάλιστα που μπήκα στο μαγαζί, με συμβούλεψε να μην ξαναπατήσω το πόδι μου, αν δε θέλω να μου το κόψει κανένας απ’ τους μπράβους της που τριγυρνούσαν εκεί μέσα. Μου ‘δωσε κι ένα σοκολατένιο αβγουλάκι, που ‘χε αγοράσει για το εγγονάκι της και με προέτρεψε να πάω «στην ευχή της Παναγίας». Εγώ πάλι άνοιξα το αβγό, έφαγα τη σοκολάτα, έφτιαξα και το παιχνίδι και της ζήτησα ένα τραπέζι αμερικάνικου.
-Δεν παίρνεις από λόγια έτσι; Με κοίταξε η Καιτούλα.
Δε μίλησα. Απλά πήρα την «αυγουλιέρα» με τα 20 πολύχρωμα αβγά μου και πήγα για στέκα. Δεν χρειάζονταν λόγια. Θα μιλούσαν οι μπάλες.
Πέντε μήνες μετά όλα πήγαιναν καλά. Το μπάτζετ από τα στοιχήματα είχε ανέβει σε ποσά που αυτοί οι ψευτόμαγκες εκεί μέσα δε θα είχαν δει ούτε στον ύπνο τους. «Καλώς το σπουδασμένο» λέγανε όσοι με συμπαθούσαν σα με βλέπανε, γιατί τους είχα πει πως μπιλιάρδο είχα μάθει όταν έκανα το μεταπτυχιακό στην Αγγλία. Αλλά δυστυχώς οι περισσότεροι δε με συμπαθούσαν. Ανάμεσά τους και ο Σάκης με την παρέα του. Θα του ‘ριχνα και πέντε χρόνια του Σάκη, αλλά εκείνος μου ‘ριχνε είκοσι πόντους στο ύψος. Η δε παρέα του αποτελούνταν από τρία πλουσιόπαιδα του κώλου και έναν Ρωσοπόντιο που είχε κερδίσει στο ΞΥΣΤΟ και έκανε μαζί τους γλυκιά ζωή. Απ’ την πρώτη στιγμή είχαμε γίνει μπίλιες. Πόνταραν πάντα εναντίον μου και χάνανε. Στην αρχή τους έκανα πέρα με το γάντι. Μέχρι που μου πέταξε ο Σάκης το γάντι. Και όχι του μπιλιάρδου.
Επί 135 μέρες βρισκόμουν εκεί κατά μέσο όρο τέσσερις ώρες. Είχα κερδίσει 118 παιχνίδια αμερικάνικου και είχα χάσει 7. Όσο για το γαλλικό στις 36 αναμετρήσεις τρίσποντου δεν είχα χάσει καμία. Ως εκείνη την ημέρα. Εκείνη την ημέρα θα αναμετρώμουν με τον κύριο Άλκη. Είχαμε ξαναπαίξει μαζί και είχα κερδίσει και τις δυο φορές. Αλλά τότε δεν είχα βρει ένα πάζλ μέσα στο αβγό μου.
Ο κύριος Άλκης ήταν ασπρομάλλης, ξερακιανός και πάντα αμίλητος. Μπορεί εμένα να έβραζε το αίμα μου και οι σπόντες που έκανα να ξεσήκωναν τους θεατές στα άτυπα τουρνουά της λέσχης, αλλά ο κύριος Άλκης είχε την πείρα της ηλικίας. Δε βιαζόταν. Με μετρούσε, με ζύγιζε, με παρατηρούσε, με μάθαινε και πια ήξερε πού να με χτυπήσει όταν έπρεπε. Και αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Πρόβλημα ήταν ο Σάκης, που τόσο καιρό πόνταρε εναντίον μου και σήμερα πόνταρε 500 € υπέρ μου. «Κανόνισε να χάσεις και θα σε γαμήσω. Αλλά θα σε γαμήσω σαν πουστράκι που είσαι, κατάλαβες; Αν χάσεις θα έχω την απαίτηση να στηθείς σαν πούστης μου και να αξίζεις τα 500 € που σου ‘χω σκάσει».
Δε φοβάμαι γενικώς. Όχι κάτι τέτοιους νταγλαράδες τουλάχιστον. Όχι κάτι τσογλάνια που νομίζουν ότι μπορούν να γαμούν με τα λεφτά, αφού δεν έχουν αρχίδια γι’ αυτή τη δουλειά. Αλλά φοβόμουν τη γκαντεμιά.
Θα μου πείτε, «παίζεις μπιλιάρδο απ’ τα δεκαέξι σου και ακόμα πιστεύεις ότι οι στεκιές σου βασίζονται στην τύχη;». Δεν το νομίζω απλώς, το ξέρω. Δεν έχω συνέπεια, δεν έχω συνέχεια, είμαι με τις μέρες μου. Ξέρω τις γωνιές, ξέρω τις θεωρίες, ξέρω το «θεώρημα του ρόμβου» και όλη τη ευκλείδειο μπορώ να σου εφαρμόσω. Αλλά είμαι με τα φεγγάρια μου. Γι’ αυτό κι άμα νιώθω ότι δε μπορώ να συγκεντρωθώ δεν παίζω. Και τώρα το ένιωθα αυτό. Αυτό το κωλοπάζλ είχε γεμίσει με τα κομματάκια του το μυαλό μου. Με άγχωνε.
Ακόμα και το γάντι μου είχε μουσκέψει. Για πρώτη φορά το θερμαινόμενο τραπέζι έμοιαζε με γήπεδο του γκολφ. Οι μπάλες σταματούσαν σε άσχετα σημεία, λες και έπαιζα σε χωράφι και έπεφταν στις λακκούβες του. Ο κύριος Άλκης έδειχνε πολύ ευχαριστημένος μέσα στο, πάντα συγκρατημένο, γέλιο του. Το περίεργο είναι ότι και ο Σάκης έδειχνε ευχαριστημένος, παρότι φαινόταν πως θα έχανα πανηγυρικά. Τα σχόλια για το άτομό μου από ψίθυροι είχαν αρχίσει να εκφωνούνται δυνατά –η απίστευτη ηθική της κερκίδας: σε επευφημεί όταν κερδίζεις και σε γιουχάρει όταν χάνεις. Αλλά είναι αναπόφευκτο όταν παίζεις έξω απ’ την κατηγορία σου, όταν επιλέγεις να προκαλείς γίνεσαι αναγκαστικά «αξιοθέατο», οπότε δεν έπρεπε να προσβάλλομαι που αντί για πνευματική μάχη οι γύρω συμπεριφέρονταν λες κι έβλεπαν αγώνα κατς. Είχα ποντάρει την προίκα μου σε αυτό. Αυτό;
Πηγαίνοντας να χτυπήσω τις μπάλες είδα μέσα στη μέση του τραπεζιού ένα σοκολατένιο αβγό. Σιωπή. Η Καιτούλα χαμογελάει: «Αφήστε το παιδί να φάει το αβγουλάκι του μέχρι να πιούμε κι εμείς μια μπύρα. Πάμε βάρβαροι, επελάστε»!
Βγάζω τα γάντια και πιάνω το αβγό. Είναι βαρύ. Κάτι αναθαρρεύει στην καρδιά μου. Σκίζω το περιτύλιγμα, το ανοίγω και βλέπω παιχνίδι. Ναι, είναι παιχνίδι. Το συναρμολογώ κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμμα του κυρίου Άλκη. Του προσφέρω λίγη σοκολάτα. «Όχι» γνέφει κουνώντας το κεφάλι δεξιά- αριστερά. Δε με χαλάει. Την τρώω όλη. Γελάω κι εγώ. Πια είμαι καλά. Ή έστω καλύτερα!
Επανέρχομαι στο παιχνίδι σα να ξεκινάω νέο ματς. Αρχίζω να ξετυλίγω τα «κορδόνια» μου σαν κορδέλες πουέντ. Οι μπάλες χορεύουν στην τσόχα σαν τον Νιζίνσκι σε παροξυσμό. Το σκορ μειώνεται, στήνω και ξαναστήνω τις μπαλιές μου λες και όλα είναι χορογραφημένα από έναν αόρατο παίκτη. Ο κύριος Άλκης γελάει. Όσο με εκτιμά, άλλο τόσο με αντιπαθεί. Δε μου μιλάει γιατί με θεωρεί χαμηλής πνευματικής στάθμης αλλά με σέβεται –όπως θα σεβόταν κάθε αντίπαλό του. Είναι τόσο άψογος ώστε όταν ισοφαρίζω και πάω να προσπεράσω, κλείνει τη στέκα του αθόρυβα και αποχωρεί: «Παίζεις δεκαέξι λεπτά σερί. Είμαι γέρος άνθρωπος –δεν έχω τόσο χρόνο να σε περιμένω να χάσεις».
Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο χορτάτοι που μπορεί να σου χαρίσουν τη νίκη. Άλλοι τόσο αλαζόνες που προτιμούν να διακηρύξουν πως στη χαρίζουν, πριν αποδειχτεί πρακτικά ότι τους την πήρες. Νομίζω ότι συνέβαινε κάτι ανάμεσα στα δύο αυτή τη φορά. Αλλά όπως και να ‘χε, είχα κερδίσει. Έτσι απλά! Τζάμπα το άγχος, ο ιδρώτας και ο πανικός. Όλα ήταν στο μυαλό μου.
Η Καιτούλα έρχεται με τα λεφτά. «Ούτε ένα, ούτε δυο, 750 € καθαρά μωρό μου», μου χώνει στη χούφτα το ποσοστό μου απ’ τα στοιχήματα και με φιλάει σταυρωτά. «Ευχαριστώ» της λέω.
«Τι ευχαριστείς, μια ιδέα σου ήταν μόνο, δε νομίζω ότι σε έσωσε το αβγό μου».
«Καλά. Πάντως σ’ ευχαριστώ».
«Άντε, και σε καλή μεριά»!
Βάζω τα λεφτά στην τσέπη.
«Τα λέμε αύριο» της λέω. Και φεύγω.
Βγαίνω στο δρόμο. Περπατάω μέχρι να πάω στη στάση. Στο χέρι μου αντί για κομπολόι παίζω τα κομμάτια απ’ το ηλίθιο πάζλ που μου χάλασε τη μέρα. Χωρίς κανέναν λόγο. Όλα μέσα στο μυαλό μου ήταν.
Περπατάω και πετάω τα κομματάκια του χάμω, σαν τον Κοντορεβιθούλη. Μα όπως γυρνάω γελώντας να δω την άτακτη σπορά των κομματιών βλέπω τον Σάκη με τους μαντράχαλους να πλησιάζουν στα μουλωχτά. Αρχίζω να επιταχύνω κι ας μην ξέρω γιατί. Ενστικτωδώς. Τους ακούω να πλησιάζουν και τρέχω, ο Σάκης τρέχει ξωπίσω μου. Στρίβω σε κάτι στενά, κρύβομαι σε μια εσοχή τοίχου, νομίζω πως με χάνουν, μα πάνω που πάω να χαλαρώσω και φεύγω απ’ την άλλη πλευρά εμφανίζεται μπροστά μου ξανά απειλητικός. Με πιάνει, μ’ αρπάζει, με πετάει κάτω. «Πάρε τα λεφτά» του λέω «πάρτα και παράτα με» και προσπαθώ να χώσω το χέρι μου στην τσέπη. «Δε θέλω τα λεφτά, εσένα θέλω. Με το καλό ή με το ζόρι».
-Άσε με ρε, αρχίζω να τον βαράω αφού δεν έχω νύχια για να τον γρατζουνήσω.
-Τι έγινε αγοροκόριτσο, το παίζεις άντρας σε όλα αλλά είσαι κότα στο κρεβάτι; Μωρό μου αν το παίζεις αγοράκι θα μάθεις να σε γαμάνε και σαν αγοράκι.
Με παίρνει στη ράχη του και με πηγαίνει σηκωτή στο αμάξι. Όσο και να χτυπάω δε γίνεται τίποτα. Καθώς με πετάει στο πίσω κάθισμα πετάω κάτω τα υπόλοιπα κομμάτια απ’ το πάζλ.
Οι θέσεις στο πάρκινγκ του κλαμπ είναι ονομαστικές. Τα κομμάτια σταματάνε μπροστά στο αμάξι του Σάκη. Αν ο ντετέκτιβ που ερευνά την υπόθεσή μου δεν είναι τελείως μάλακας θα καταλάβει οτι ο Σάκης με έχει απαγάγει. Απλά ελπίζω να μη χαρεί κι αυτός τόσο όταν με βρει δεμένη που να μη θέλει να με λύσει πριν διασκεδάσει με τη σειρά του. Και βασικά ελπίζω να με προλάβει ζωντανή…

Ιστορία έρωτα και αναρχίας

Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το κείμενο της Ίσιδας.

23.9.08

Περί υποβάθμισης της μπλογκόσφαιρας, εκπροσώπησης των μπλόγκερ και άλλων δαιμονίων

Κάτι που μάλλον στερεί αναγνωρισιμότητα από το μπλογκ αυτό είναι ότι σπάνια μου έρχεται να σχολιάσω ζητήματα πολιτικής επικαιρότητας στην ώρα τους. Προτιμώ να τα συζητήσω με τους/τις φίλους/ες και συντρόφους/ισσές μου στην πραγματική ζωή, να κερδίσω σιγά σιγά μια πρώτη ψυχραιμία και εποπτεία, κι όταν φτάνω να έχω άποψη που δε με εκθέτει αλλά μπορώ να την εκθέσω, εννιά φορές στις δέκα καμία όρεξη δεν έχω πια να την πω εδώ. Είναι αν θέλετε και μια γενικότερη επιλογή να περιφέρω τις πολιτικές μου απόψεις στο χάος των καφενείων του Βύρωνα και των Εξαρχείων, όπως και των οικολογικών συνελεύσεων γύρω από τον Υμηττό, παρά να τις βάζω για ώρες να «συνομιλουν» με τον εαυτό μου, γράφοντας, σβήνοντας, δημοσιεύοντας, ελπίζοντας τελικά σε ευφυή σχόλια.
Έχω καταλήξει τα περισσότερά μου πολιτικά κείμενα εδώ να αφορούν τη μπλογκόσφαιρα, επειδή είναι το μόνο θέμα που δεν ενδιαφέρει τα καφενεία και τις συνελεύσεις. Κάπως έτσι έφτασα (για να ξεμπερδεύουμε επιτέλους και με τον προσωπικό πρόλογο, καθ’ όλα ταιριαστό βέβαια με το αλλοπρόσαλλο πολιτικό ύφος μου) να θέλω να καταθέσω άποψη για τα θέματα του τίτλου, έχοντας πρόσφατα διαβάσει δύο κείμενα του Έλικα και του Aerosol. Οι ιδέες αιωρούνταν βέβαια εδώ και καιρό (θυμάμαι παρόμοια κείμενα του Πάνου και του Ίνδικτου το καλοκαίρι): τα μπλογκ χάνουν τη δημοφιλία τους και ένα μεγάλο μέρος των αναγνωστών/τριών τους, καθώς το ευρύ κοινό στράφηκε πλέον στο facebook και τα twitter, κι έτσι η όποια ελπίδα να λειτουργήσουν ως μια νέα, γενναία δύναμη αλλαγής στη γραφή και την πολιτική εξανεμίστηκε (προφανώς κάνω περίληψη κάποιων ιδεών και δε συμπυκνώνω τέσσερις αναρτήσεις σε μία πρόταση). Ο Έλικας αποδέχεται πλήρως την παραπάνω περιγραφή και διαβλέπει τον κίνδυνο όσοι/ες απέμειναν να αφομοιωθούν από το σύστημα ως εργαζόμενοι/ες στα παραδοσιακά μέσα ή ακόμη και ως εκπρόσωποι των μπλόγκερ, ο aerosol αντίθετα αναγνωρίζει ποιότητες ιερεμιάδας σε όλη αυτή τη ρητορική για υποβάθμιση και κάμψη και επισημαίνει ότι το νέο μέσο δεν είναι συγκεκριμένα τα μπλογκ, αλλά το διαδίκτυο (με την έννοια του μέσου – δίαυλου), που έχει φέρει συντριπτικές αλλαγές στις κοινωνίες μας, για να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να πενθεί (η λογιότητα αυτής της ανάρτησης κρύβει πόσο χαριτωμένα και πικρά ή εύθυμα βάζουν το ζήτημα και οι δυο τους). Παρόλο που συμφωνώ μέχρι κεραίας με τον aerosol, θα ήθελα να προσθέσω δύο λόγια και από τη μεριά μου.
Τα έφερε η ζωή έτσι, ώστε ακαδημαϊκά να ασχολούμαι με την κοινωνιολογία της γλώσσας και να διαβάζω συχνά μελέτες που έχουν σχέση με τα Νέα Μέσα, τα κοινωνικά δίκτυα και κοινότητες, τη γλώσσα και το διαδίκτυο. Δε θα σας κουράσω με βιβλιογραφικές παραπομπές, πουλάω αλλού αυτό το υφάκι, οφείλω όμως να αναφέρω ότι πέρα από το σχετικισμό και τον καημό του/της καθενός/μιάς, οποιαδήποτε συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων επικοινωνεί και αλληλεπιδρά με κάποια σταθερότητα αποτελεί κοινότητα, έστω και με χαλαρές σχέσεις. Δε λέω, σεβαστός ο ρομαντισμός για τον/την μοναχικό/ή μπλόγκερ που κάθεται μπροστά από τον υπολογιστή του/της και αυτοεκφράζεται χωρίς να τον/την νοιάζει τι θα πουν οι άλλοι/ες, αλλά θα μπορούσα να το δεχτώ αν αυτός ο/η quasi-blogger έχει κλειστά σχόλια, κρυφό μέιλ, δε σχολιάζει πουθενά αλλού και το μπλογκ του/της είναι προσβάσιμο με κωδικό μόνο σε πέντε φίλους/ες μετρημένους/ες στα δάχτυλα. Νιώθω την ανάγκη να επισημάνω τα αυτονόητα: γράφουμε προς ένα κοινό, συναδέλφων/ισσών μπλόγκερ και ανωνύμων αναγνωστών/τριών, αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας, ζούμε λιγότερο ή περισσότερο μια κοινή ζωή εντός διαδικτύου, που συχνά τροφοδοτεί και τη ζωή μας εκτός διαδικτύου (για να μην τρέχω σε άλλες γειτονιές, με την Ινδιάννα γίναμε πραγματικοί, κοντινοί φίλοι μόνο αφού άρχισε να συμμετέχει συγγραφικά στο μπλογκ αυτό).
Εφόσον πήραμε ως δεδομένη την κοινότητα και το μέσο ως ξεχωριστές οντότητες (ως μέσο εννοώ τα μπλογκ, νομίζω ότι δε χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω για την αυτονομία τους ως μέσου επικοινωνίας), μένει να πούμε δύο τρία ακόμη, επίσης προφανή κατά τη γνώμη μου. Κάθε νέο μέσο κάνει τη θεαματική εμφάνιση του ως καινοφανές και πρωτότυπο, αλλά είναι καταδικασμένο να ενσωματωθεί στο σύνολο των υπόλοιπων μέσων, λιγότερο ή περισσότερο παραδοσιακών. Σε ποιον/α κάνουν πλέον εντύπωση τα τσατ και φόρουμ, τα μέιλ, οι βιντεοκλήσεις, οι ηλεκτρονικές εκδόσεις εφημερίδων; Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μόνο οι πληροφορικάριοι/ες τα έβλεπαν να έρχονται στην Ελλάδα και φαντάζομαι πως ούτε αυτοί/ές μπορούσαν να προβλέψουν πώς ακριβώς θα βρουν θέση στη ζωή των Ελλήνων/ίδων. Mutatis mutandis τα μπλογκ ήταν και είναι καταδικασμένα να αφομοιωθούν μέσα στο σύστημα των υπόλοιπων μέσων, όπως όλες οι νέες, γενναίες δυνάμεις πριν από αυτά. Κανένα πένθος, λοιπόν, απλά η φυσική ροή των πραγμάτων. Αν κάποιος/α μου επισημάνει ότι πέρα από την πτώση της δημοφιλίας μας στην τηλεόραση (πάψανε πλέον τα αφιερώματα και οι προσκλήσεις σε τοκ σόου), πέφτει γενικά και η αναγνωσιμότητα των σελίδων μας, προσωπικά θα ήμουν πιο επιφυλακτικός. Ο δικός μας μετρητής τίποτα τέτοιο δε δείχνει (δεν είχαμε βέβαια ποτέ την αναγνωσιμότητα του Πάνου ή του Πιτσιρίκου, πιθανόν σε τέτοια μπλογκ να έχουν παρατηρηθεί πιο έντονες διαφορές), ενώ ο aggregrator του sync συνεχώς μετρά καινούρια μπλογκ, 36164 έχουμε φτάσει. Όλοι/ες όσοι/ες θρηνούν την υποβάθμισή μας τι στοιχεία χρησιμοποιούν, πέρα από το δικό τους μετρητή; Το ρωτάω, γιατί άλλο πράγμα είναι η παύση του πρώτου θορύβου για το νέο μέσο, άλλο η πτώση της προσωπικής σου αναγνωσιμότητας, κι άλλο η υποχώρηση του μέσου συνολικά. Για το τελευταίο χρειάζονται στοιχεία και όχι επιχειρήματα τύπου επιφυλλίδας στην καλύτερη περίπτωση.
Ο Έλικας στην ανάρτησή του αποδέχεται όμως την παραπάνω ανησυχία και επισημαίνει τον κίνδυνο κάποιοι/ες επιτήδειοι/ες να καπηλευτούν για προσωπικό όφελος την ιδιότητά τους ως μέλους της κοινότητας, ακόμη και για να την εκπροσωπήσουν, τώρα που η κοινότητα χάνει τη ζωντάνια και τα αντανακλαστικά της. Σε αυτό το μέρος της συζήτησης υπάρχει μια πλευρά που ανήκει στην κοινή λογική και μια που ανήκει αντίθετα στην πολιτική λογική μου. Ξεκινάμε με την πρώτη: αν η περιγραφή μου για τη σταδιακή αφομοίωση του νέου μέσου στο σύνολο των παλιότερων ευσταθεί, το φυσιολογικότερο είναι τα μέσα να ανοίξουν ισχυρούς δίαυλους επικοινωνίας μεταξύ τους, να μας έρθουν πολιτικοί και δημοσιογράφοι, να πάμε σε εφημερίδες και free press να γράψουμε τα δικά μας, να κάνουμε ακόμη και ραδιόφωνο ή επιθεώρηση όπως ο Πιτσιρίκος. Εντυπωσιάζεται κανείς/μιά πια από το ότι κάποιοι/ες πρωτοπόροι της ελεύθερης ραδιοφωνίας (που τόσο επαναστατικά διαφορετική έμοιαζε στα τέλη της δεκαετίας του ’80) εξελίχθηκαν σε τηλεπερσόνες του επιπέδου της Λιάνας Κανέλλη, του Νίκου Ευαγγελάτου και Νίκου Χατζηνικολάου; (καμία μομφή επί του προκειμένου, αλλά ριζοσπαστικούς/ές δεν τους λες πλέον με την καμία).
Η δεύτερη αντίρρηση δεν ανήκει στην κοινή λογική. Δέχομαι ότι μοιάζει πιθανόν άκομψο να καλούνται από την κεντρική εξουσία κάποιοι/ες μπλόγκερ για να συνομιλήσουν με αυτήν (πιθανόν μου διαφεύγουν κάποια επιπλέον παραδείγματα, αλλά σίγουρα η Ντόρα Μπακογιάννη, ο Πέτρος Τατούλης και ο Ευάγγελος Βενιζέλος έχουν πραγματοποιήσει συναντήσεις με μπλόγκερ, ενώ το πιο «ενοχλητικό» παράδειγμα αποτέλεσε η πρόσφατη πρόσκληση 50 μπλόγκερ στις Βρυξέλλες για να παρακολουθήσουν τις συζητήσεις σχετικά με την ελευθερία στο διαδίκτυο). Εύλογα αναρωτιέται κανείς/μια ποιον εκπροσωπούν αυτοί/ές οι μπλόγκερ, που είτε είναι αυτοί/ές που απλώς είχαν την όρεξη να πάνε, είτε προσκλήθηκαν με κάπως πρόχειρα κριτήρια (και δεν εννοώ λανθασμένα). Φτάνουμε όμως στην αντίρρηση μου: από τη μια μεριά έχουμε μια κοινότητα, η οποία ανάμεσα στα άλλα χαρακτηρίζεται και από κάποια κοινά συμφέροντα, και από την άλλη έχουμε την έλλειψη εκπροσώπησής της. Τα φαντάσματα των Καστοριάδη, Μπούξιν, Άρεντ ψελλίζουν από μακριά λέξεις όπως «αυτοθέσμιση, αυτονομία, οριζόντια οργάνωση», τις λέξεις όμως αυτές δεν τις έχασε η κοινωνία για να τις βρει η μπλογκόσφαιρα, προφανώς και ζούμε σε απολίτικους, μη συμμετοχικούς καιρούς. Από τη μεριά μου είμαι θλιμμένος που η κοινότητα δεν ενδιαφέρεται να συζητήσει οργανωμένα και κυρίως να πιέσει για ζητήματα που την αφορούν άμεσα, όπως η ελευθερία στο διαδίκτυο, η λογοκρισία, το χαριστικό μοίρασμα υλικού που προστατεύεται με copyright. Εφόσον όμως η κοινότητα δεν το κάνει, και επιπλέον αδιαφορεί έστω να ξεκινήσει διαδικασίες θεσμικής εκπροσώπησής της (προσωπικά διαφωνώ, αλλά θα ήταν και αυτό μια κάποια λύσις, έστω βάρβαρη), δυστυχώς βρίσκω τις μομφές για συγκεκριμένους ανθρώπους που έχουν την όρεξη, ή ακόμη και τη φιλοδοξία, να υπερασπίσουν τα κοινά συμφέροντα μας, ξερή, θλιβερή γκρίνια. Αν ζαλισμένοι/ες από τη λαμπερή μακαριότητα της οθόνης μας πιστεύουμε ότι θα μας αφήσουν στην ησυχία μας να γράφουμε τα δικά μας, απλώς πλανιόμαστε, έχοντας ήδη μια τελείως άδικη σύλληψη πίσω μας (του Αντώνη Τσιπρόπουλου) και άλλες δύο περίπλοκότερες στη δικαιολόγησή τους (των Καψαμπέλη από το press-gr και Μουρτζιάπη από το Παρόν της Αιτωλοακαρνανίας).
Το κείμενο χρειάζεται συμπέρασμα κι επίλογο, αλλά δεν τον έχω. Ελπίζω να ανοίξουμε κουβέντα στα σχόλια και να τον φτιάξουμε μαζί, αλλιώς θα πρήξω τους/τις φίλους/ες μου στα καφενεία. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό μου κάνει για κατακλείδα ενώ κολλάει και με τα προηγούμενα: πάντα βρίσκονται απαντήσεις, αρκεί να μπορείς να συζητάς πολιτικά.
[Update 26/9: Έγινε ωραιότατο καφενείο στα σχόλια, κάντε τον κόπο να τα διαβάσετε μέχρι τέλους.]

21.9.08

ποδηλΑΤΤΙΚΗ παιδεία!

επειδή θέλει αρετή και τόλμη να κυκλοφορείς με ποδήλατο σε Αττικό έδαφος, υποδεχτείτε έναν από τους ...θαρραλέους, που ανοίγουν δρόμο για να ακολουθούμε με ασφάλεια και οι υπόλοιποι (ΟΚ, όσοι τουλάχιστον δεν είναι ερωτευμένοι με τα μηχανοκίνητα, σαν κι εμένα)!

Ποδηλατική παιδεία

Shiver from cold! - indieannalog set 44

Αέρας... Σε ένα μουσικό σύμπαν που τα αντίγραφα πάνε κι έρχονται κι αν μου παρουσιάσουν άλλη μια βλαχοαγγλίδα με επαρκή φωνή σαν το νέο θαύμα θα τσιρίξω, η Jill Barber από το παγωμένο Τορόντο καταφέρνει να αξιοποιήσει εξαιρετικά τις καταβολές της από την Joni Mitchel και την Patsy Cline και να παραμείνει αυθεντική. Το Hard Line με κάνει να ελπίζω στην KD Lang του 2010.

Φωτιά... ο Brendan Benson έγραφε πάντα καλή μουσική αλλά τελικά οι περισσότεροι τον ξέραμε ως "εκείνος που κάνει παρέα με τον Jack White" , "αυτός που τον πήρε ο Jack στην περιοδεία" κλπ. Ένα πρωί ο Brendan απ' το Detroit πήρε τον γείτονά του τον Jack και έγραψαν το "steady as she goes" και εγένετο raconteers που για κάποιον ακατανόητο λόγο από πέρσι σπάνε ταμεία. Ακατανόητο γιατί τα τραγούδια του Brendan Benson είναι πρωτότυπα, έχουν προσωπικό ύφος και είναι μακράν καλύτερα!

Γη... Απ' τα βάθη της αμερικανικής ερήμου, με το πνεύμα του Neil Young να τους οδηγεί και αντι μαράκες ουρές από κροταλίες να κρατούν το τέμπο, οι Giant Sand συνεχίζουν να αποτελούν το soundtrack της Αριζόνα αλλά και των έρημων αστών...

Νερό... Τους λένε Butthole Surfers και άντε να κάνεις καριέρα με αυτό το όνομα: κανείς παραγωγός ραδιοφώνου δεν τολμούσε να το προφέρει και κανένας συντάκτης να το γράψει σε περιοδικό που διαβάζουν και ανήλικοι, έτσι για χρόνια δεν είχαν καμία δημόσια προβολή. Τα άγρια παιδιά του Τέξας που συνήθως ασχολούνται με την φολκ ψυχεδέλεια, εδώ σε ατόφιο αμερικάνικο... λαϊκό ποπ (να ακούει η Βανδή και να μαθαίνει)

ΥΓ. Πήγα να μπω στον λογαριασμό μου στο fileden κα έφαγα πόρτα: ο λογαριασμός μου είχε δεσμευτει μαζι με όλα τα τραγουδια που έχω ανεβάσει (και μετά σου λένε μην πιστεύεις στον ανάδρομο Ερμη και στον Πανόπουλο)! Στην ερώτηση "γιατι ρε παιδιά, τι έκανα?", η απάντηση ήταν", έλα τώρα που δεν ξέρεις, να σκεφτείς τι έκανες παλιοκόριτσο!" και μου θύμισε αυτη τη φοβερή ατάκα "όταν γυρνάς σπίτι απ' τη δουλειά δέρνε πάντα τη γυναίκα σου: εσύ δεν ξέρεις γιατι αλλα αυτη θα ξέρει".

ΥΓ2. Άνοιξα νέο λογαριασμό... Για να δούμε (και ακούσουμε)...!

19.9.08

Με αφορμή το αίνιγμα της Ινδιάννας, και άλλα πολλά

Στο διπλό μου κρεβάτι, την αγαπημένη μου έρημο,
το ελαφρύ μου σώμα βαραίνει συνήθως το κέντρο του,
το στρώμα είναι σκληρό, δε βυθίζεται εύκολα,
μια λεπτή γραμμή μόνο σχηματίζει στη μέση του.
Κι όταν τις νύχτες ονειρεύομαι στις άκρες του,
σιδηρόδρομοι περνούν από τη λεπτή του γραμμή,
μεταφέροντας μνήμες οργασμών και αιμάτινες δύσεις,
που κάποιο χέρι κρατούσα, δυνατά τρυφερά σαστισμένος.
Ή καράβια παράξενα, άδεια από άνθρωπους
οδηγούν μοναχά τις γοργόνες της πλώρης
"σε παραλία ερημική, για να απλώσουν εκεί"*
το σώμα τους το κουρασμένο από τα ταξίδια.
Αλλά κι ελικόπτερα κάποτε με καπνούς και πυραύλους,
περιπολούν πάνω κάτω απ’ το κεφάλι ως τα πόδια,
τους κραδασμούς ελέγχουν στα σκοτάδια του ύπνου μου,
στοχεύουν και με βομβαρδίζουν μ' ονειρώξεις.
Βέβαια, στο διπλό μου κρεβάτι, την αγαπημένη μου έρημο
το ελαφρύ μου σώμα δε βαραίνει πάντα το κέντρο του,
το στρώμα είναι σκληρό, υποστηρίζει καλά και ισόρροπα,
σβήνοντας τη λεπτή γραμμή που σχηματίζει στη μέση του.

[*Στίχος προφανώς κλεμμένος από τη Λίνα Νικολακοπούλου, που έχει εμπνεύσει και τη διεύθυνση του μπλογκ μας.]

18.9.08

Αίνιγμα

Δεν το επιδιώκεις
σε επιλέγει
Δεν το ορίζεις
σε κυριεύει
Το πολεμάς με λογική
μα τα λόγια σου χάνεις
συχνά πονάς και φλέγεσαι
σπανίως το απολαμβάνεις
Ο δήμιος σου γίνεται
ο ελευθερωτής σου
η γλώσσα του είναι πέλεκυς
τα χείλη η λύτρωσή σου

Για αυτό το μόνο γιατρικό
είναι να το αφήσεις
κύκλο να κάνει μέσα σου
να μην το πολεμήσεις
Πρέπει να έχεις υπομονή
κι ο χρόνος θα το γειάνει
κι αν δεν περνά με τον καιρό
περνά με το ...«στεφάνι»

τι είναι;

14.9.08

Madonna ...who? - indieannalog set 43

Γη... απ' την Αυστραλία προσγειώθηκαν στο Λονδίνο πριν, αισίως, 30 χρόνια και παρότι ποτέ δεν ακολούθησαν μόδες και δεν έγραψαν μουσική του συρμού βρίσκονταν τακτικά στα ΤΟΡ 40. Go betweens - The clock.

Αέρας...
Οι Εvangelical
s προέρχονται από μια εξαιρετικά θρησκόληπτη πόλη των ΗΠΑ, αλλά ευτυχώς τους έχουν διαφθείρει επαρκώς οι Pavement ώστε μουσικά να μην πηγαίνουν με τον... σταυρό στο χέρι! Στο συγκεκριμένο τραγούδι βέβαια θυμίζουν αρκετά James (άσχετο!) -οι οποίοι παρεμπιπτόντως επανενώθηκαν και έχουν βγάλει ένα αξιοπρεπέστατο νέο άλμπουμ.

Φωτιά...
Ο Doug Walker θα μπορούσε να γίνει ο νέος James Blant,. Το καλό νέο είναι ότι αυτό το πρώτο του άλμπουμ είναι μια συλλογή από συνθέσεις που γράφτηκαν για την πάρτη του- είναι ειλικρινής και φαίνεται. Αν στη συνέχεια επιλέξει να γίνει άλλο ένα ... νούμερο των charts, θα δείξει.


Νερό...
O Chris Bathgate ξεκίνη
σε από μια heavy metal μπάντα. Αλλά μιας και στο Illinois ευδοκιμεί ιδιαιτέρως το συγκεκριμένο είδος μουσικοσυνθέτη, σύντομα βρέθηκε στα χνάρια του Will Oldham. Δεν φτάνει το πρότυπό του αλλά τον σώζει ότι χρησιμοποιεί πιάνο και όχι κιθάρα- έτσι αποπροσανατολίζει από την σύγκριση!

ΥΓ. Στις 29 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα οι Ηauschka (δηλαδή ο Γερμανός πιανίστας Volker Bertelmann που πειραματίζεται μουσικά με σφήνες, τσόχα, δερματακια κ.α τρυπωμένα ανάμεσα στις χορδές του πιάνου του, καθώς και επιπρόσθετους άλλους ήχους από synths ,drum machine, μπάσο κλπ). Τέτοιες εξαιρετικά πρωτότυπες και ιντριγκαδόρικες μουσικές περιπτώσεις έρχονται 1/1000 στην καταραμένη πολή που στοιχειώνεται απ' τα φαντασματα των 80s (Sandres, Madonnes κλπ) και αξίζουν την προσοχή μας. Το εισιτήριο κοστίζει μόλις 15 ευρώ και η αφίσα δείχνει το δρόμο. Σας το λέω από νωρίς για να κανονισετε το χρόνο σας, να πάμε!




12.9.08

Ammoscast 9: Μετά το θέρος – Το μέσα θέρος

[Μια γενικότερη αλλαγή διάθεσης θα οδηγεί μάλλον τα φετινά ammoscast μακριά από τα γνώριμά μου μονοπάτια του έντεχνου. (Μας βλέπω να ακούμε μαζί πολύ funk και electronica, αλλά ας μη το ματιάζουμε). Enjoy.]

Ήταν ωραίο το φετινό μου καλοκαίρι και για πρώτη φορά συνηθισμένο στις απολαύσεις του. Γκομενίζοντας χαρωπά στην Αθήνα μέχρι τα τέλη του Ιούλη, μπήκα μετά σε καράβια, αεροπλάνα και τρένα για να γεμίσω το βλέμμα μου ομορφιά και την ψυχή μου αγαθότητα.
[Κωνσταντίνος Β και Δήμητρα Γαλάνη «Κόκκινο κοχύλι» από το Μετά.]
Επιστρέφοντας στο πυκνό, ψηλό τσιμέντο του Βύρωνα, το ευκολότερο θα ήταν να νοσταλγώ αναστενάζοντας βουνά, ποτάμια, θάλασσες και δάση, καθώς θα ξανάρχιζα την περιπλάνησή μου στο αστικό τοπίο.
[Στέρεο Νόβα «Το παζλ στον αέρα» από το Discolata.]
Είχα όμως κατακτήσει τη στοιχειώδη διαύγεια να βλέπω γύρω και δίπλα μου: τα πευκοδάση του Υμηττού, το τραμ που οδηγεί στην καθαρή, ήσυχη παραλία του Ελληνικού (αγωνιστικούς χαιρετισμούς στο δήμαρχο Κορτζίδη), τα δέντρα και λουλούδια που φύτεψαν καλοί γείτονες τα προηγούμενα χρόνια στον κοινό ακάλυπτο των πολυκατοικιών μας.
[Τάνια Τσανακλίδου «Γυάλινο γοβάκι» από το Δύο χρόνια Μετρό.]
Η ζωή μπορεί να είναι ευτυχής με απλά υλικά, ή τουλάχιστον χαρούμενη, κατέληξα να συμπεραίνω στα 31 μου. Δεν προτείνω φυσικά την απλοϊκότητα, η ήρεμη έκσταση του παιδιού είναι ένας χαμένος παράδεισος για τον πολύπλοκο ενήλικο της πόλης (οι κλονισμένοι οργασμοί μας, η σπουδαία τέχνη, η άθικτη φύση ίσως να είναι κάποια προσωρινά καταφύγια). Η ελλειπτικότητα αξίζει από την άλλη μια δοκιμή.
[Σταμάτης Κραουνάκης «Το σήμα» από το Ωφέλιμο φορτίο.]
Μακριά από μένα βέβαια και οι ρομαντζάδες του τύπου «όλα είναι θέμα οπτικής» ή πόσο μάλλον η μάστιγα του «αν θες πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ σου». Μιλώ απλώς για μια διάθεση που σου επιτρέπει να δεις την αγαθότητα γύρω σου και μέσα σου (ακόμα και αν προσωρινά δεν έχεις τη δυνατότητα να την αγγίξεις). Το μέσα θέρος απαιτεί μάτια που δεν είναι τυφλά στο τοπίο και τους ανθρώπους, που παίρνουν το θάρρος να δουν την ασχήμια, για να αναλάβουν την ευθύνη της ομορφιάς.
[Λένα Πλάτωνος «Ηδύποτο ρουμπινί» από το Το μίξερ της Λένας Πλάτωνος.]
Και εν πάση περιπτώσει, πολύ το φιλοσόφησα. Όπως την παλεύει ο καθένας, ακόμη και χαζοχαρούμενα, αρκεί να υπερασπίζει ηθική και ομορφιά, κι ας με αφήσει εμένα να λέω τα δικά μου. Καλό φθινόπωρο και καλή δύναμη αδέλφια.
[Marshaux «Εμείς φοράμε το χειμώνα ανοιξιάτικα» από το Eurorevisions.]
(Α, και μην ξεχνάτε να ταξιδεύετε...)
[Κρίστη Στασινοπούλου "Trans Europe van" από το Ταξιδοσκόπιο.]

11.9.08

Εξωφρενικές μηνύσεις #2

Μια από τις δυο ιστορίες είναι αληθινή

Η Jennifer Adams ετών 9 απ’ το Σινσινάτι δεν είχε δει ποτέ ακρογιαλιά. Πλην όμως πήγαινε ανελλιπώς στο Κατηχητικό και μάθαινε τους βίους των Αγίων και τους άθλους των θρησκευτικών ηγετών. Όταν ο μπαμπάς της πήρε προαγωγή η οικογένειά της αποφάσισε να πάνε διακοπές στη Florida, όπου η Jennifer θα μπορούσε να κολυμπήσει στον ωκεανό. Οι γονείς της της έβαλαν μπρατσάκια και η μικρή πλατσούριζε χαρωπά.

Μα στις τρεις μέρες πάνω που πήρε αέρα και νόμιζε πως μπορεί να κολυμπήσει χωρίς αυτά η Jennifer βρέθηκε με το κεφάλι στον πάτο της θάλασσας χωρίς να μπορεί να αντιδράσει: θέλοντας να αναπαραστήσει το μεγάλο θρησκευτικό της ίνδαλμα, τον Ιησού που περπάτησε πάνω στη θάλασσα, φόρεσε τα μπρατσάκια στα πόδια, περιμένοντας πως θα την κρατούσαν στην επιφάνεια του νερού.
Οι γονείς της μήνυσαν την εταιρία που έφτιαχνε τα μπρατσάκια επειδή είχαν σήμα για το πού έπρεπε να φοριούνται αλλά δεν είχαν σήμανση για το πού δεν έπρεπε π.χ στα πόδια. Η εταιρία με τη σειρά της έκανε μήνυση στον ιερέα της ενορίας που έμενε η Jennifer, ο οποίος μάθαινε στα παιδιά καλά θρησκευτικά μα κακή φυσική με επικίνδυνα για την υγεια τους αποτελέσματα.
Τελικά η εκκλησία πλήρωσε την ψυχική οδύνη των Adams ως «αμέλεια» με $ 106.000

Το εστιατόριο «Buffalo Trail» ήταν διάσημο για τις ζουμερές μπριζόλες του, αν και τα τελευταία χρόνια είναι παγκοσμίως γνωστό για την απίστευτη ατυχία του ιδιοκτήτη του. Πριν κάποια έτη, το εν λόγω εστιατόριο της Φιλαδέλφειας αναγκάστηκε πληρώσει αποζημίωση $113,500 στην Amber Carson, μια κοντόξανθη bimbo που, αιωρούμενη στις γιγάντιες, κακόγουστες φούξια λουστρίνι πλατφόρμες της, γλίστρησε πάνω σε ένα κουτάκι
αναψυκτικού κι έσπασε τη λεκάνη της πέφτοντας στο πάτωμα.
Η γκαντεμιά του ιδιοκτήτη ήταν ότι ήταν το αναψυκτικό βρισκόταν στο πάτωμα επειδή ένα λεπτό προηγουμένως, η Amber το είχε εκσφενδονίσει πάνω στον φίλο της, στην έκρηξη ενός καυγά. Οπότε το κουτάκι βρέθηκε εκεί μετά από απόκρουση του αγκώνα του τύπου, που έκλεισε ακαριαία για να προστατεύει το πρόσωπό του. Το επιχείρημα της Amber ήταν ότι τα πατώματα θα έπρεπε να καλύπτονται από …αντιολισθητικές μοκέτες και όχι πλακάκια που γλιστρούν.
Υ.Γ: Η σερβιτόρα που είχε βάρδια εκείνη την ημέρα έχασε τη δουλειά της, επειδή δεν τόλμησε να πλησιάσει και να μαζέψει τα πράγματα που έπεφταν απ’ το τραπέζι.

Συναυλία αλληλεγύης στον αντιρρησία συνείδησης Λάζαρο Πετρομελίδη

6.9.08

Πάρτι μόνο για γυναίκες

Η Φιλίππα Διαμάντη έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον πολιτικό κείμενο με αφορμή τα πάρτι της Λεσβιακής Ομάδας Αθηνών. Το διάβασα στον les_boi.

Αγόρια, τι να κάνεις;

Φοβόταν να αναλάβει την ευθύνη του, αλλά τελικά το αποφάσισε. Τον παρακολούθησε να μεγαλώνει μαζί της για δεκαοχτώ χρόνια, τον φρόντισε, του έμαθε να φέρεται, να γίνει άντρας σωστός για αυτήν και για τους άλλους. Και έφτασε κάποτε η μέρα που εκείνος αποφάσισε να φύγει από το σπίτι.

Το διαζύγιο δεν άργησε να βγει.

3.9.08

Πρώτη περιπλάνηση στη μπλογκόσφαιρα

Για όλη τη διάρκεια του Αυγούστου μπήκα στο ίντερνετ τρεις φορές, από είκοσι λεπτά την καθεμία. Δε μου λείψατε ιδιαίτερα, αλλά τώρα που σας ξαναβρίσκω χαίρομαι ειλικρινά:
- Διαβάστε μια επιτέλους ψύχραιμη τοποθέτηση για τον Ομπάμα στη Βιομηχανία του Εφήμερου.
- Παρακολουθήστε την επιχειρηματολογία για το ντόπιγκ του Zaphod, μονίμως του βγάζω το καπέλο για το πώς καταφέρνει να συνδυάζει το σοβαρό με το χαριτωμένο.
- Και αν δεν έχετε πάρει είδηση τον περιούσιο, επισκεφθείτε το ιστολόγιό του.

2.9.08

Οι γνωριμίες με τους καινούριους τόπους κάνουν από μας τους ανθρώπους/ «Επανήλθα – Είμαι ευτυχισμένη»

Το πρώτο μέρος του τίτλου μου το έγραψε ο Αντριγ από το Κίεβο σε ένα μήνυμα του (θα διαβάσετε για αυτόν σε λίγο) και ήταν ακριβέστατο για το φετινό μου ταξίδι στην Ανατολική Ευρώπη, στα ποτάμια, τα δάση, τις θάλασσες και την αγαθότητα. Το δεύτερο μέρος του τίτλου ήταν μερικά από τα ελάχιστα λόγια εκτός στίχων που εκφώνησε η Λένα Πλάτωνος στη συναυλία της 28ης Ιουλίου στο Ηρώδειο. Τούτη η πρώτη ανάρτηση μετά από καιρό θα κάνει λοιπόν δύο δουλειές, φαινομενικά άσχετες μεταξύ τους: θα περιγράψει μια ωραία μου μακρινή περιπλάνηση, που διήρκεσε ουσιαστικά όλον τον Αύγουστο, και θα επενδύσει μουσικά τόπους και ανθρώπους με τραγούδια από το σύνολο του έργου της Λένας Πλάτωνος.
Λένα – Ηρώδειο (28/7): Όντας και αναστενάζοντας ακόμα στην Αθήνα, η βραδιά στο Ηρώδειο υπήρξε η πρώτη ανακούφιση και έκλαμψη. Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, υπάρχουν πλευρές μου που ταυτίζονται τόσο με τον άνθρωπο όσο και με το έργο, με το κλείσιμο στο σπίτι και την ηρωική έξοδο, με τον υπερρεαλισμό που αποφάσισε τελικά να μινιμαλίσει, με την οδύνη των συγγενών και την καλοσύνη των ξένων. Αυτή ειδικά η καλοσύνη των ξένων ήταν ίσως και η πιο συγκινητική πλευρά της βραδιάς του Ηρώδειου, με ένα κοινό που χειροκροτούσε παθιασμένα μετά από κάθε ένα τραγούδι εμφαίνοντας ότι η συνθέτρια καλωσόρισε πίσω, με μια Λένα Πλάτωνος να μετατοπίζεται αργά και σταθερά σαν ηλιοτρόπιο προς το μέρος του κοινού, για να αποφασίσει τελικά να σηκωθεί και να το πλησιάσει, σαν «τη θάλασσα που δεκατέσσερα χρόνια είχε να τη δει». Mutatis mutandis η Λένα έμοιασε εκείνο το βράδυ με τη Ροζαλία του πρώτου ηχογραφημένου της τραγουδιού, που ακόμη μιλούσαν για αυτήν, όσα χρόνια κι αν έλειπε από τη ροδοζαχαρένια παραλία.
[Λένα Πλάτωνος «Ροζαλία» από τη Λιλιπούπολη.]
Νίκος – Ελ. Βενιζέλος (1/8): Για τις πιο πολλές μου φιλικές σχέσεις (και ας μη μιλήσω για τις ερωτικές) ο χρόνος υπήρξε περισσότερο χάρος παρά γιατρός, τέσσερις όμως άνθρωποι κατάφεραν να του αντισταθούν εδώ και μια δεκαπενταετία, ο Γιώργος, η Μαρία, η Ιωάννα και ο Νίκος. Με το Νίκο αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε μαζί, συζητώντας μια μέρα στο Αθήναιον όπου δουλεύει περί ανέμων και υδάτων, οπότε και για σχέδια διακοπών. Έχω ταξιδέψει και κάνει διακοπές με πολλούς και διάφορους, αλλά από αυτό το ταξίδι προέκυψε ότι οι ευγενικοί και χαλαροί άνθρωποι σαν το Νίκο είναι η καταλληλότερη παρέα που μπορείς να έχεις. Πήραμε αεροπλάνο, ταξί, λεωφορεία, μετρό και κλινάμαξα κουνώντας κυρίως χαρτάκια με διευθύνσεις στα ουκρανικά και στα ρουμάνικα, αφού αγγλικά ήξεραν ελάχιστοι, πεινάσαμε στο τρένο μια ολόκληρη μέρα, περπατούσαμε από το πρωί που ξυπνούσαμε μέχρι το βράδυ που κοιμόμασταν κι ούτε μια στιγμή δε μαλώσαμε, αλλά κυρίως ούτε μια στιγμή δεν πάψαμε αν όχι να περνάμε καλά, τουλάχιστον να είμαστε χαλαρά.
[Λένα Πλάτωνος και Διονύσης Σαββόπουλος «Ζεϊμπέκικο με τη Λένα Πλάτωνος» από το Αναδρομή 63’-89.]
Αντρίγ – Κίεβο (1/8): Τον Αντρίγ τον γνώρισα πριν οχτώ περίπου χρόνια στο Γλωσσολογικό Σπουδαστήριο του Α.Π.Θ. την εποχή που εγώ διάβαζα Ψυχογλωσσολογία και Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία ενώ αυτός άρχιζε να βυθίζεται στη μεταφραστική θεωρία, και οι δυο ξεκινώντας τα μεταπτυχιακά μας, ο Αντρίγ όμως σε ένα ιδιότυπο Εράσμους από την Ουκρανία. Βρεθήκαμε με τρόπο λαμπερό και ευφυή για περίπου ένα χρόνο, κάποια στιγμή όμως με κούρασε το ανακριβές στερεότυπο του φωτεινού Έλληνα και του σκοτεινού Ουκρανού που κουβαλούσαμε στην επικοινωνία μας και απομακρύνθηκα (ο ίδιος δεν ξέρω πώς απωθήθηκε από εμένα και δεν προλάβαμε να το συζητήσουμε είτε στο Κίεβο, είτε στην Αθήνα). Το ενδιαφέρον είναι πάντως ότι μετά από εφτά χρόνια ο Αντρίγ κατέβηκε για ένα συνέδριο Νεοελληνιστών στην Αθήνα, με έψαξε, με βρήκε, τα είπαμε καλά, τα ήπιαμε καλά και με κάλεσε στο Κίεβο με ήδη δεδομένο ότι θα πήγαινα Βουκουρέστι.
Το Κίεβο είναι μια πανέμορφη πόλη και σοβαρολογώ απόλυτα. Ένα τεράστιο πλωτό ποτάμι, ο Δνείπερος, το διατρέχει ολόκληρο σκορπίζοντας τη δροσιά του, ενώ πάρκα, πλατείες, δάση και άλση απλώνονται σε διάφορα σημεία της πόλης, με Κιεβίτες και Κιεβίτισσες να αράζουν στις πλατείες τους και όχι στις καφετέριες πίνοντας εξαιρετικές μπίρες (οφείλω να αναφέρω εδώ ότι η μπίρα και η βότκα «δεν μου πολυάρεσαν» μέχρι να πατήσω το πόδι μου στο Κίεβο). [Πολλά καλοδιατηρημένα νεοκλασσικά, άφθονα μουσεία, απαστράπτουσες γυναίκες, πάμφθηνες τιμές, αν τυχόν μου έχουν έρθει και τίποτα αναποφάσιστοι τουρίστες από το google.] Ο Αντρίγ προσέφερε σε όλα αυτά το πιο απαραίτητο στοιχείο που λείπει αναγκαστικά από κάθε τουριστικό βλέμμα, το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο. Συζητήσαμε πολύ και μάθαμε πολλά για το αίμα που έχει καλυφθεί κάτω από το λούστρο αυτής της (επαναλαμβάνω) πανέμορφης πόλης. Είδα όμως και κάτι προσωπικά πιο σημαντικό, ότι ο Αντρίγ στα χρόνια που μεσολάβησαν, πέρα από το να κάνει γιο και να γίνει διευθυντής του τμήματος Ελληνικών Σπουδών στο κεντρικό πανεπιστήμιο του Κιέβου, είχε αποκτήσει και ένα ωραιότατο μαύρο χιούμορ.
[Σαββίνα Γιαννάτου «Ο μαύρος ήλιος» από την Ηχώ και τα λάθη της.]
Παναγιώτης – Κίεβο ως Βουκουρέστι (4 ως 5/8): Υπάρχει μία κλινάμαξα που ξεκινά από τη Μόσχα και καταλήγει στη Σόφια, κι αποτελεί το μόνο σχετικά φθηνό τρόπο για να ταξιδέψει κανείς από το Κίεβο ως το Βουκουρέστι (και σας διαβεβαιώνω ότι το έψαξα αρκετά). Αυτό το τριαντάωρο ταξίδι είχε αρκετές χαριτωμενιές, όπως το να προσπαθείς να αγοράσεις τρόφιμα σε έναν ενδιάμεσο σταθμό από μια Ουκρανίδα γριούλα που φυσικά δεν ξέρει αγγλικά, αλλά δε χρησιμοποιεί και συμβατή γλώσσα του σώματος (όχι τα μαζεμένα δάχτυλα μπρος πίσω στο στόμα δεν είναι πανευρωπαϊκή χειρονομία) ή να απωθείς με ευγενικό τρόπο έναν ουκρανό προτεστάντη που προσπαθεί να σε κατηχήσει σε φτωχότατα γερμανικά. Νομίζω πάντως ότι ο πιο ενδιαφέρων γευστικός συνδυασμός του ταξιδιού ήταν η μηλόπιτα μαζί με κίτρινο μαλακό τυρί (αυτά τα δύο είχαμε βρει, πεινάγαμε, οπότε αναγκαστικά τα φάγαμε μαζί).
Το Νίκο σας τον περιέγραψα ήδη ως ένα χαλαρό, ευγενή άνθρωπο (από τη μεριά του διατείνεται τα ίδια και για μένα, αλλά κρατάω τις επιφυλάξεις μου) οπότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να ζορίσουμε μια κουβέντα «για να περάσει η ώρα». Μέσα σε αυτές τις τριάντα ώρες υπήρξε πολλή ήρεμη σιωπή, πολύς ρεμβασμός από το παράθυρο, και από τη μεριά μου ενάμιση βιβλίο του φιλόσοφου Παναγιώτη Κονδύλη, τα «Ηδονή, Ισχύς, Ουτοπία» και «Ισχύς και Απόφαση». Λίγες φορές έχω αισθανθεί στη ζωή μου ότι παροντικά αυτό που διαβάζω μου αλλάζει το κεφάλι ή με κάνει να ξεκαθαρίζω με διαυγή τρόπο κάτι εδώ και τώρα: στη σκέψη μου έχει συμβεί με τον Καστοριάδη και το Φουκώ, στη γραφή μου με το Ντοστογιέφσκι και τον Πεντζίκη. Ε, μου συνέβη και στο τρένο από Κίεβο με τον Παναγιώτη Κονδύλη.
[Σαββίνα Γιαννάτου και Γιάννης Παλαμίδας «Σαμποτάζ» από το Σαμποτάζ.]
Δώρα – Βουκουρέστι (5/8): Η Δώρα είναι μια φίλη μου για την οποία είμαι πραγματικά περήφανος. Πριν από ένα χρόνο θα σας έγραφα ότι το θάρρος της να ερωτευθεί το Ντάνι και να αφήσει δουλειά, φίλους και διδακτορικό για να πάει να δουλέψει και να μείνει μαζί του στο Βουκουρέστι υπήρξε απαράμιλλο, έχοντας μάλιστα την οικονομική άνεση για να μπορεί να ζει στην Ελλάδα χωρίς να δουλεύει ή να κάνει διδακτορικό. Πλέον θα μπορούσα να πω με σχετική βεβαιότητα ότι η Δώρα έκανε κάτι σημαντικότερο φεύγοντας για Βουκουρέστι: απαρνήθηκε προσωρινά το διανοούμενο εαυτό της, για να μπορέσει πραγματικά να τον επανοικειοποιηθεί αργότερα, αναγνωρίζοντας ότι ένα μοναχικό έξυπνο μυαλό δεν είναι ποτέ αρκετό για να σε κάνει ευτυχισμένο.
Ένας φίλος του συγκατοίκου μου με παράξενη ιδιοσυγκρασία είχε μείνει για κάποιο διάστημα σπουδάζοντας στο Βουκουρέστι και βρήκε σκόπιμο να μου το περιγράψει ως μια πανάσχημη, φρικτή πόλη, τρεις μέρες προτού ξεκινήσω το ταξίδι μου. Μου αντιπρότεινε μάλιστα να ακυρώσω τελευταία στιγμή το ταξίδι και να πάω στη Μόσχα LOL (ήταν μάλλον διασκεδαστικό ότι κατάφερα να τον εξοργίσω κι εγώ από τη μεριά μου για άσχετο λόγο μέχρι το τέλος εκείνης της βραδιάς). Το Βουκουρέστι έχει όντως κάποια μνημειακά τμήματα, αισθητικά ερείπια της εποχής Τσουσέσκου και αρκετές εργατικές πολυκατοικίες με σοβάδες και μπογιές που καταρρέουν. Υπάρχουν όμως και μια υπέροχη παλιά πόλη με καλντερίμια και παραδοσιακά σπίτια, κατάφυτες λεωφόροι και πάρκα, σιντριβάνια και νερά, με έναν ακόμη ποταμό να σκορπίζει δροσιά στην πόλη τον Ντουμπόβιτσα (το ου προφέρεται κάπως σαν το u στο γαλλικό un [homme] αλλά δεν έχουμε αντίστοιχο φθόγγο στα ελληνικα). Η Ντόρα και ο Ντάνι έχουν πολύ κοντινό γούστο στη διασκέδαση με το δικό μου και του Νίκου κι έτσι πήγαμε σε πραγματικά πολύ καλά μπαρ, ένα μάλιστα, αυτό στην ταράτσα του ρουμανικού Εθνικού Θεάτρου, με τις καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις, τους πίνακες και τα γκράφιτι χύμα ανάμεσα στον ωραίο κόσμο, θα έλπιζα να υπήρχε και στην Αθήνα. [Επισκεφθείτε το πυραμιδωτό τερατούργημα του Τσαουσέσκου, δεύτερο μεγαλύτερο κτίριο στον κόσμο, φάτε σούσι, κρέατα σχάρας και αλλαντικά, περπατήστε στην όμορφη παλιά πόλη, όλα αυτά με σχετικά φθηνές τιμές, πάλι για τους αναποφάσιστους τουρίστες του google.] Το βράδυ της τελευταίας μέρας προτού φύγουμε η Δώρα είχε δυστυχώς ένα κακό νέο που ουσιαστικά ακύρωνε τις διακοπές της και την έστελνε μαζί με το Ντάνι στη Λήμνο αντί για τη Σαμοθράκη. Από τη μεριά μου δεν είχα να της πω τίποτα παραπάνω από το να φροντίσει τον εαυτό και τη σχέση της παράλληλα με τους άλλους (αν και ομολογώ πως η συμβουλή αποδείχτηκε ακατάλληλη, καθώς η Δώρα κατάφερε να φροντίσει φουλ τάιμ τους άλλους και αμέσως μετά φουλ τάιμ τον εαυτό της).
[Σαββίνα Γιαννάτου «Η μαργαρίτα» από τις Αναπνοές.]
Θανάσης – Βουκουρέστι προς Θεσσαλονίκη (8 προς 9/8): Φύγαμε πολύ αγχωμένα με το αυτοκίνητο του Ντάνι από το Βουκουρέστι, καθώς τα παιδιά έπρεπε να παραλάβουν τον αδερφό του Ντάνι που έφτανε από Νέα Υόρκη στο αεροδρόμιο Μακεδονία στις 9 Αυγούστου, η Δώρα να φύγει στο καπάκι μαζί με τα δύο αδέλφια για Λήμνο, ο Νίκος να κατεβεί στην Αθήνα κι εγώ να βρω με ποιους πάω διακοπές στη Σαμοθράκη, καθώς όλη η παρέα μου κατευθυνόταν πλέον για άλλο νησί. Το ταξίδι διαμέσου της Νότιας Ρουμανίας και της Βουλγαρίας ήταν ολόκληρο ένα επιχείρημα για το πόσο καλό έχει κάνει στους αυτοκινητόδρομους μας η Ευρωπαϊκή Ένωση, πρώτη φορά είδα κάρα σε εθνική λεωφόρο, η οποία βέβαια έμοιαζε με τον ασφαλτόδρομο ενός μέσου ελληνικού χωριού. Δε θέλω επίσης να υπονοήσω τίποτα για τη γείτονα χώρα Βουλγαρία, αλλά στις δύο από τις τρεις στάσεις για κατούρημα πετύχαμε χασισόδεντρα ως αυτοφυή βλάστηση δίπλα ακριβώς από τον εθνικό δρόμο. Ένα μπλόκο συνοριοφυλάκων κάπου στις Σέρρες μας καθυστερεί για μισή ώρα, ο Νίκος χάνει συνακόλουθα στο τσάκ το ιντερσίτι για Αθήνα και κάπου μία η ώρα τη νύχτα φτάνω να αναρωτιέμαι αν πρέπει να τηλεφωνήσω στο φίλο που θα με φιλοξενούσε λέγοντας «ξες Γιώργο, τελικά θα φιλοξενήσεις κι ένα φίλο μου που δε γνωρίζεστε, αλήθεια έχεις χώρο στο σπίτι σου;» Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται τυχαία στον ΟΣΕ Θεσσαλονίκης ο Θανάσης, ένας κοινός φίλος δικός μου και του Νίκου, για να αφήσει την αδελφή της κοπέλας του της Σπυριδούλας, μας ρωτάει τι έγινε και προσφέρεται αυθορμήτως και γελώντας να μας φιλοξενήσει και τους δύο. Αυτό το ταξίδι είχε αρκετή παράξενη τύχη, πρώτα κακή και αμέσως μετά καλή που την εξουδετέρωνε, αλλά ο Θανάσης ήταν κανονικά ο από μηχανής θεός με το Lada.
[Λένα Πλάτωνος «Ο άπιαστος λέιζερ» από το Μη μου τους κύκλους τάραττε.]
Αντώνης – Θεσσαλονίκη προς Σαμοθράκη (9 προς 10/8): Είχα ευτυχώς προνοήσει να ενημερώσω και κάποιους ακόμη φίλους ότι από 10 Αυγούστου θα είμαι Σαμοθράκη, έτσι ήδη από την επόμενη μέρα ο Αντώνης ερχόταν ως πρόθυμος σύντροφος για το νησί μαζί με την πολύτιμη σκηνή του (είχα υπολογίσει να πάρω μία από το σπίτι της Δώρας στην Αλεξανδρούπολη αν χρειαζόταν αλλά όπως έλεγαν και οι Λατίνοι, όταν οι άνθρωποι σχεδιάζουν, οι θεοί γελούν χα χα). Ο Αντώνης είναι ο τελευταίος αξιόλογος άνθρωπος που γνώρισα στη Θεσσαλονίκη και με ένα τρόπο ένα από τα άτομα που μου επέτρεψαν να αποχαιρετίσω τη Θεσσαλονίκη, να την αφήσω εκκρεμή και όχι να τη σιχτιρίσω. Χαίρομαι που ταξιδέψαμε μαζί και έστω μέσα από τις κοινές διακοπές ανανεώσαμε τον κοινό χρόνο μας. (Το τραγούδι που διαλέγω δεν αφορά τον ίδιο, αλλά τις σκέψεις του για μια γυναίκα καθ’ όλο το διάστημα που βρεθήκαμε στο νησί, όπως μάλλον και τώρα που με διαβάζετε).
[Θάνος Σταθόπουλος και Λένα Πλάτωνος «Η κυψέλη» από τις Μάσκες Ηλίου.]
Βασίλης και Πόπη - Αλεξανδρούπολη (10/8): Βραδινό ταξίδι με το τρένο, στην Αλεξανδρούπολη σύντομη στάση για κάποιες δουλειές που δε μπορούσε να κάνει η Δώρα με δεδομένο ότι ταξίδευε για Λήμνο, φυσικά χάνουμε το πλοίο και περνάμε ένα γλυκύτατο μεσημέρι στο σπίτι των κουμπάρων μου, του Βασίλη και της Πόπης. Το πώς κατέληξα να παντρέψω το Βασίλη και την Πόπη είναι μια αρκετά μεγάλη ιστορία και πολύ προσωπική τους για να την αφηγηθώ σε μια ανάρτηση, αρκεί πάντως να πω ότι είχαν τέτοια δυσκολία να βρουν κουμπάρο ή κουμπάρα που η άλλη εναλλακτική τους πέρα από εμένα ήταν η πρώην γυναίκα του Βασίλη, η Χαρούλα. Όταν βρεθήκαμε να τους παντρεύουμε μαζί με την Εύα (μια μάλλον σοβαρή σχέση μου που επέλεξε να μην κρατήσει επαφή μαζί τους μετά το χωρισμό μας) δεν είχαμε κάποιο παραπάνω συναίσθημα από ότι εξυπηρετούμε δύο ανθρώπους που μας φαίνονταν συμπαθείς. Στην πορεία και με αρκετές συναισθηματικές παλινωδίες, κατέληξα να τους νοιαστώ και να τους αγαπήσω, εκτιμώντας ένα ζευγάρι που μετά από ξεχωριστούς γάμους και ενήλικα πλέον παιδιά καταφέρνει να γιορτάζει την αγάπη και τη συντροφικότητα εν μέση ηλικία, σε ένα σπίτι που κάθε φορα που το επισκέπτομαι είναι γεμάτο με καλό αλκοόλ (γούστο του Βασίλη), νόστιμο φαγητό (χεράκια της Πόπης) ωραίες συζητήσεις και καλή διάθεση (συνεργασία και των δύο).
[Λένα Πλάτωνος «Eros Pandoriana Pandora» από τα Λεπιδόπτερα.]
Ντάνι και Ντόριν – Σαμοθράκη (10 ως 15/8): Τα δύο αδέλφια προσέφεραν ό,τι μπορούσαν στη Λήμνο αλλά ο Ντόριν είχε πάρει μόλις μια εβδομάδα άδεια από τη δουλειά του και το δίκαιο ήταν να κάνει και κάποιες κανονικές διακοπές. Κάπως έτσι ο Ντάνι και ο Ντόριν βρέθηκαν να ταξιδεύουν για Σαμοθράκη χωρίς τη Δώρα και χωρίς να ξέρουν ούτε μια λέξη ελληνικά. Το ευγενικό πράγμα να κάνω, με εμένα ήδη στο νησί, ήταν να πιούμε έναν καφέ όταν έφταναν και να τους δώσω κάποιες βασικές οδηγίες για το πώς θα περνούσαν καλά στη Σαμοθράκη. Εκείνος ο καφές μας οδήγησε στο να τσιμπήσουμε κάτι για μεσημέρι, να κάνουμε ένα μπάνιο μετά, να πιούμε ένα τσίπουρο νωρίς το βράδυ, να αράξουμε για να ακούσουμε κάτι πλανόδιους μουσικούς με κρουστά λίγο πριν τα μεσάνυχτα και με αυτά και με εκείνα τις μισές μου και παραπάνω διακοπές στο νησί τις πέρασα με το Ντάνι και το Ντόριν, ενίοτε και με δύο φίλες, την Ισιδώρα και τη Φωτεινή, που επίσης πέτυχα τη δεύτερη μέρα στο νησί. Απλοί, χαλαροί άνθρωποι κι αυτοί, με επιτυχίες και πολυπλοκότητες που δεν είχαν καμία διάθεση να τις χρησιμοποιήσουν για να κάνουν φασαρία, πήραν τη σκυτάλη από το Νίκο και με βοήθησαν να απολαύσω τις καλύτερες διακοπές μου ανέκαθεν. Είχε βέβαια πλάκα και ότι το όλο πράγμα λειτούργησε και ως υπερταχύρρυθμο αγγλικής γλώσσας: δεν ήξεραν ελληνικά, δεν ήξερα ρουμάνικα, κάπως έπρεπε να συνεννοούμαστε.
[Λένα Πλάτωνος «Εμιγκρέδες της Ρουμανίας» από το Γκάλοπ.]
Δέντρα – Παντού/οτε: Εξ’ αρχής μου έσκασε ότι είχα υπάρξει με έναν ασυνείδητο τρόπο εξαιρετικά ευφυής. Αν και είχα επιλέξει τους τόπους με αφορμή και αιτία τους ανθρώπους, βρέθηκα μέσα σε ένα τρίωρο από το καυτό τσιμέντο της Αθήνας στα νερά και τα δέντρα του Κιέβου, για να παραμείνω δίπλα από τη σκιά και τη δροσιά τους μέχρι το τέλος στη Σαμοθράκη. Μια από τις πιο αγαπημένες μου στροφές στην ελληνική ποίηση ανήκει στον Κώστα Καρυωτάκη και λέει: «Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει/ στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου./ Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση/ με αυτοκρατορικήν εξάρτυση πρωινού/ θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού/ και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράσει.» Κάπως έτσι αισθανόμουνα στην αρχή του ταξιδιού, σαλταρισμένος ακόμη, αλλά υπό την υψηλή προστασία των δασών.
[Σαββίνα Γιαννάτου «Χαμόγελο» από το Καρυωτάκης 13 τραγούδια.]
Ποτάμια – Παντού/οτε: Το Κίεβο, το Βουκουρέστι και η Σαμοθράκη έχουν όλα τους ποτάμια, μικρότερα η μεγαλύτερα, με το Δνείπερο να υπερέχει συντριπτικά στο μέγεθος και την εμπορική αξία. Για ένα μισοφρικαρισμένο Αθηναίο όπως εγώ όμως, το σημαντικό σε ένα ποτάμι δεν είναι ούτε το βάθος, ούτε το πλάτος, αλλά να κυλάει και να απλώνει δροσιά στους ανθρώπους γύρω του. Ειδικά στη Σαμοθράκη ο συνδυασμός από αμέτρητα ρυάκια, λιμνούλες και γέρικα πλατάνια που μπορείς να πετύχεις οπουδήποτε στο νησί, σχεδόν σε υποχρέωνε να χαλαρώσεις, αρκεί βέβαια να ήσουν καταφατικός και δεκτικός απέναντι στο τοπίο. Από όλους μάλιστα τους στίχους της Πλάτωνος αυτός νομίζω πώς ήταν ο κοντινότερος σε τούτες τις διακοπές: κυλούσα αμέριμνος από το ροδί της ανατολής ως το μελί της δύσης.
[Λένα Πλάτωνος «Ραντεβού» από τα Ημερολόγια.]
Θάλασσα – Σαμοθράκη και Καλαμάτα (10 ως 20/8): Μέχρι και τον Ιούλιο ήμουν ένας άνθρωπος που υποστήριζε ότι δε του αρέσει το νερό: κολυμπούσα λίγο, έπινα λίγο, ποτέ μέχρι πρόσφατα δεν είχα κάνει ντους για να χαλαρώσω. Δεν ξέρω τι αναποδογύρισε μέσα μου (και πρέπει να ήταν σημαντικό) για να αρχίζω ξαφνικά τη μέρα μου παίρνοντας μια πετσέτα, έναν καφέ από το κυλικείο του κάμπιγκ και μισοκοιμισμένος ακόμα να βουτάω στη θάλασσα, για να λιαστώ γυμνός πίνοντας τον καφέ μου, και κάπου εκεί να ξυπνάω. Ο ήλιος και η θάλασσα λειτούργησαν σχεδόν ψυχοθεραπευτικά για εμένα σε αυτές τις διακοπές, αρκετά για να μου δείξουν ότι είχα εγκαταλείψει εδώ και πολλά χρόνια τη σχέση με το σώμα και τη φύση, προς όφελος ενός διανοουμενισμού που δε μου προσέφερε τίποτα παραπάνω από αμφίβολο κύρος και βέβαιη θλίψη.
[Λένα Πλάτωνος «Θάλασσα» από τα Ημερολόγια.]
Μάνος – Σαμοθράκη (14/8): Θα ήταν άδικο να περιγράψω τη Σαμοθράκη ως ένα νησί με οργιαστική βλάστηση, ποτάμια, λιμνούλες, πλατάνια και καθαρές θάλασσες, αν και ως ένα μέρος αποτελεί ακριβέστατη περιγραφή του νησιού. Τρελούτσικοι ντόπιοι, ανόθευτα συνήθως ποτά, νόστιμο φαγητό στις ταβέρνες (σπεσιαλιτέ το κατσικάκι σε διάφορες παραλλαγές) και λίγα αλλά ενδιαφέροντα μπαράκια στη γραφική Χώρα, συμπληρώνουν ωραία την εικόνα. Καμιά φορά όμως μπορείς να είσαι και πολύ τυχερότερος από αυτό. Ένα βράδυ στην ταβέρνα «Γρια Βάθρα» στα Θέρμα, πετύχαμε μαζί με το Ντόριν και το Ντάνι ένα σύνολο από μπουζούκι, κιθάρα, κοντραμπάσο, φλάουτο και φωνή να παίζουν Χατζιδάκι, Τσιτσάνη και Βαμβακάρη, με όλο το σεβασμό που πρέπει να παίζονται ακόμη και σε ένα τέτοιο χώρο. Τα ρυάκια κελάρυζαν, το γεμάτο φεγγάρι έλαμπε, οι πελάτες δε μιλούσαν, μόνο έπιναν, άκουγαν και χειροκροτούσαν. Γύρισα κάποια στιγμή, είπα στο Ντάνι “I am happy” και νομίζω πως το εννοούσα για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.
[Λένα Πλάτωνος «Χάρτινο το φεγγαράκι» από το ’62 του Μάνου Χατζιδάκι.]
Μπιάνκα – Πλοίο για Σαμοθράκη (15/8): Έτσι είχα ονομάσει το λάπτοπ μου, ο οποίος με συντρόφεψε καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, καθησυχάζοντας τις ενοχές μου ότι αν είχα όρεξη να ασχοληθώ με το πιλοτικό του διδακτορικού μου, θα είχα την άνεση να το κάνω. Φυσικά και χρησιμοποιήθηκε μόνο για να φορτίζω το mp3 player και για να περνάω φωτογραφίες από την κάμερα. Περιμένοντας με το Ντάνι και το Ντόριν το πλοίο που θα με έπαιρνε από το νησί σε μια ταβέρνα εκατό μέτρα μακριά και πίνοντας ρετσίνες (εβρίτικα κελάρια συγκεκριμένα, τη συνιστώ ανεπιφύλακτα) κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι το πλοίο δεν είχε μόνο έρθει αλλά έλυνε και τα σκοινιά. Κωλοπιλάλα με το Ντάνι, ναυτικοί που ουρλιάζουν «πήδα μαλάκα στο καράβι, φέρε τα πράγματά σου, πρόσεχε τα πόδια σου θα σκοτωθείς κτλ.», σάκος με λάπτοπ στα χέρια ναυτικού ο οποίος τον πετάει στο κατάστρωμα. Ανακουφισμένος που πρόλαβα το καράβι, αμέσως μετά ανησυχώ από το ότι ο σάκος μου έχει αρχίσει να πηγάζει οινόπνευμα και συνειδητοποιώ ότι το να αποθηκεύσω το τσίπουρο Παπατζίμ, το ρουμανικό τσίπουρο από δαμάσκηνα και τη βότκα Nemiroff στον ίδιο σάκο με το λάπτοπ δεν ήταν καλή ιδέα (ειρήσθω εν παρόδω, δεν ξέρω πως τα φτιάχνουν τα μπουκάλια τους οι Ανατολικοευρωπαίοι αλλά ούτε γρατζουνιά δεν είχαν, ο Παπατζίμ από την άλλη έγινε θρύψαλα). Μαζεύω ότι βλέπω ανάμεσα στα γυαλιά, αφήνω το λάπτοπ να στραγγίσει και αναποδογυρίζω το σάκο σε ένα κάδο για να χυθούν θρύψαλα και τσίπουρα (κάπου εκεί χάθηκαν βέβαια και τα κλειδιά από το σπίτι που θα κοιμόμουν, δεύτερος από μηχανής θεός η Πόπη εκείνο το βράδυ που τηλεφώνησε και επέμεινε να φιλοξενηθώ σπίτι τους χωρίς καν να ξέρει τι συμβαίνει). Ο λάπτοπ διασώθηκε αν και η οθόνη του μοιάζει πλέον με ντισκομπάλα με όλα αυτά τα φωτάκια που τρεμοσβήνουν, το περιστατικό μου έδωσε όμως ένα απλούστατο μάθημα, ότι κάκως είχα πάρει μαζί μου τη δουλειά μου στις διακοπές εξ’ αρχής. Είτε δε θα την έκανα, οπότε τσάμπα βάρος, είτε θα την έκανα, οπότε τσάμπα οι διακοπές.
[Κατερίνα Κούκα (σωστά διαβάζετε) και Λένα Πλάτωνος «Υπεραγορά Ι» από το Μη μου τους κύκλους τάραττε. Οι στίχοι από το δεύτερο μισό τραγούδι είναι οι τελευταίοι που λογοκρίθηκαν στην ελληνική δισκογραφία. Αν θέλετε μπορείτε να τους διαβάσετε κάνοντας κλικ εδώ. (Ανανέωση 29/9: Η ολοκληρωμένη, αλογόκριτη, εκδοχή του τραγουδιού παρουσιάζεται εδώ από την Έλλη Πασπαλά και τη Μάρθα Φριτζήλα.)]
Κική – Καλαμάτα (16 ως 20/8): Άλλη μια στάση στου Βασίλη και της Πόπης, αεροπλάνο για Αθήνα, μετά λεωφορείο για Καλαμάτα και φαινομενικό τέλος. Το σώμα και το βλέμμα μου είχαν μαζέψει όμως πολλή ομορφιά και το μυαλό μου πολλή αγαθότητα για να παραδοθώ αμαχητί στην ευκολία ότι τη γενέθλια πόλη μου την ξέρω και δεν έχει πια κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εμένα. Κολύμπησα πολύ, έκανα ποδήλατο, πέρασα ένα εξαιρετικό βράδυ με το Γιώργο και ένα ηλιόλουστο μεσημέρι με τη Μαρία, κυρίως συνεννοήθηκα καλά με τη μητέρα μου, για μερικά πολύ πρακτικά και για κάποια άλλα πολύ γενικά ζητήματα. Δεν το παραδέχεται η ίδια, αλλά κάτι που νομίζω ότι μας συνδέει έντονα και τους δύο είναι ότι αφεθήκαμε να επηρεαστούμε και να ωφεληθούμε από την καλοσύνη των ξένων, καθώς με τους περισσότερους συγγενείς μας άκρη δε βγάλαμε και ούτε θα βγάλουμε μάλλον και ποτέ.
[Λένα Πλάτωνος «Ντόρουτσκα» από τα Ημερολόγια.]
Κώστας – Αθήνα (21/8 και εφεξής): Το κείμενο τράβηξε ήδη πάρα πολύ για να χωρέσει και εξαγγελίες. Είμαι πάντως αλλιώς και καλά, με την αίσθηση πως κάτι βαθύ και γκρίζο ξεπλύθηκε από πάνω μου. Το στοίχημα είναι βέβαια το αίσθημα αυτό να παραμείνει μέσα μου αλλά ακόμα καλύτερα να απλωθεί γύρω μου, και αντί πλέον να ξεπλένει, να βάφει μια Αθήνα που θα με χωράει ευτυχισμένο. Τριανταένα χρονών έφτασα, τη βαρέθηκα την κατάθλιψη. Καλό χειμώνα να ‘χουμε.
[Λένα Πλάτωνος «Καντέντσα της άνοιξης» από Το σπάσιμο των πάγων.]