ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Μιλάμε για ένα σπιτικό πιο θλιβερό από φυλακή
-στην Ευρώπη το σκηνικό μας θα διαδραματιστεί,
στα μέρη της Αγγλίας, στη Βρετανίας το Νησί
όπου πριν 26 χρόνια ένα αγόρι έτυχε να γεννηθεί.
Ένα αγόρι φτιαγμένο από χώμα και νερό
που ο θεός στην πλάτη του έπαιξε παιχνίδι φθονερό.
Τόσο νέος και έξυπνος που σαν χίλια άστρα φώτιζαν στο νου
αγάπησε μια αταίριαστη, κόρη του Κυνισμού
κόρη της Κατανάλωσης που είχε μια φοβία
με τα ζευγάρια, τους δεσμούς και τη μονογαμία
και άλλαζε συντρόφους πιο συχνά θαρρείς
απ’ όσο σεντόνια αλλάζουν σε μοτέλ ημιδιαμονής.
Το αγόρι που το βάφτισαν με τ’ όνομα ενός σκύλου
μα όταν οι άλλοι το πρόφεραν ’ξεραν πως είχε ψυχή φίλου
θα πέρναγε τη νύχτα του ξανά μέσα στο σπίτι
να κλαίει για τη μοίρα του, που ήταν σαν κοπρίτη.
Στο facebook θα έπαιζε παιχνίδια στο iLIKE
και στο myspace θα άκουγε ξανά Larry Gus «live».
Μα εκείνο που τον τρόμαζε κι ήξερε θα συμβεί
είναι που όσο και να μην ήθελε θα ερχόταν κι αυτή εκεί
JACK.
«Αχ Milla Luna να χαρείς, πάρε το φάντασμά σου
από τη σκέψη και το νου, από τη μνήμη χάσου
από τους άντρες φεύγεις και χάνεσαι σαν αερικό
μα ζεις μες στο μυαλό μου σαν σε σπίτι πατρικό
κοιμάσαι μες στη σκέψη μου, ξυπνάς μες στα όνειρά μου
τρως όλες τις ιδέες μου κι αποπατείς στην καρδιά μου.
Ναι, σ’ αγαπώ μα δε μπορώ ζωή έτσι να ζήσω
Να διώχνω όποια έρχεται κοντά, εσέ να θέλω πίσω.
Νομίζω ήρθε η ώρα μου, θα φύγω, θα χαθώ,
σε δέντρο μες στο δάσος θα πάω να κρεμαστώ».
CHERRY.
«Αυτή η γιορτή με έθλιψε, δεν ξέρω αν θα αντέξω
άλλο τσιγάρο και ποτό, θέλω να βγω εκεί έξω
ακόμα έναν celebrity να δω και θα ουρλιάξω
κι αν συστηθεί άλλη ως Δούκισσα νομίζω θα τη σφάξω.
Μα πως στο καλό βρέθηκα ανάμεσα σ΄ αυτούς
ανάθεμα τα προξενιά με Λονδρέζους αστούς!
Θα πάρω το παλτό μου στα δέντρα θα χαθώ
-νομίζω πριν γίνω άνθρωπος δέντρο ήμουν κι εγώ
είμαι γερή και σταθερή, δύσκολα μετακινούμαι
για να με πάνε εκδρομή δέκα άνθρωποι τραβούνε
στη γη μου βγάζω ρίζες και γη ειν’ όπου αγαπώ
αν κάποιον αγαπήσω θεριευω ως τον ουρανό!
Μα οι άνθρωποι είναι πλοία και δεν αντέχουν στη στεριά
κι έτσι πάντα φεύγουν σαλπάρουν μακριά
και μένω μπερδεμένη σε φύλλα και κλαδιά
τα δέντρα σε βαστούνε μ’ όλο το βάρος στην καρδιά».
και καταφθάνει ο Jack.
JACK.
«Η νύχτα θα ναι σύμμαχος σ’ αυτό που πάω να κάνω:
να πάρω μόνος τη ζωή απ’ το μυαλό που χάνω.
Θα βρω ένα δέντρο πράσινο και με γερά κλαδιά
και το καλώδιο usb θα πλέξω σε θηλιά
θα το περάσω στο κλαδί και στο λαιμό θα δέσω
θα σκαρφαλώσω στον κορμό και από εκεί θα πέσω.
Να το λοιπόν, το ετοίμασα, και τώρα θα ανέβω
Χαίρε γλυκιά μου Milla μου, να ξέρεις σε λατρεύω...
CHERRY:
«Χαίρε κι εσένα ξένε μου, να σου μιλήσω αν θες
μα πώς λες με λατρεύεις; Με ξέρεις κι από χτες»;
JACK: «Ω! δεσποινίς συγνώμη, δε μίλαγα σε εσάς,
και όταν είπα «Milla» δεν εννοούσα εσείς σε εμάς»
CHERRY: «Μπα, πως το εννοείς εσύ όταν λες «γλυκιά μου μίλα»;
Μιλιά όπως το θρόισμα του άνεμου στα φύλλα»;
JACK: «Ξεχάστε Milla και μιλιές και πείτε μου αλήθεια
Τι κάνει μια ευγενής μες στα κλαδιά τη νύχτα;»;
CHERRY: «Ανέβηκα για να κρυφτώ απ’ τους λάθος ανθρώπους
δώσε μου το χέρι σου- αν αυτό δε δείχνει κακούς τρόπους
να μου κάνεις παρέα εδώ θα σε τραβήξω-
νομίζω μαζί σου θα ήθελα να συζητήσω.
Και το πώς βρέθηκες εδώ να σε ρωτήσω»
JACK: «Κοίτα, θα είμαι ειλικρινής: ήρθα να αυτοκτονήσω»!
CHERRY: «Μα αυτό δεν είναι δυνατόν, τόσο νέο παιδί
Τι μπορεί να έγινε και θες να πας έτσι χαμένος»;
JACK: «Δεν θα ’μαι πολύ πρωτότυπος: είμαι ερωτευμένος
Πάλι με λάθος άνθρωπο και πάει πολύ καιρός
από τότε που χώρισα...»
CHERRY: «...Κι επειδή δεν έγινες γαμπρός
Θες να πέσεις να πεθάνεις;
Α εσύ θα με τρελάνεις!
Μήπως είσαι αδερφή;
Κανένας άντρας κανονικός δε θέλει να παντρευτεί»!
JACK: «Τότε δεν είμαι κανονικός υποθέτω, γλυκιά μου φίλη
νομίζω για πλάκα ο θεός στη γη με έχει στείλει
-για πλάκα δική του θέλω να πω
μάλλον παίζω κομπάρσος σε κάποιο σήριαλ θεϊκό
κάνω έναν άνθρωπο θαρρώ με σκύλου χαρακτήρα
σε βάναυσα αφεντικά όλο με στέλνει η μοίρα
ή ίσως είναι επιλογή, δεν ξέρω τι να πω
μυρίζομαι τις παλαβές σαν το λαγωνικό
κι αντί να φύγω γρήγορα για όσο πιο μακριά
εγώ τις πλησιάζω κουνώντας την ουρά
τους φέρνω τις παντόφλες, πιστά υπηρετώ
κι όσο μου ρίχνουνε κλωτσιές, ξωπίσω τρέχω εγώ.
Τώρα αν είσαι φίλη μου, τι λες, θα βοηθήσεις»;
CHERRY: «Μόνο να μην χορέψουμε, ό,τι άλλο θες να ζητήσεις»!
JACK: «Τι παράξενο κορίτσι, δε σ’ αρέσει να χορεύεις»
CHERRY: «Γιατί εσένα π.χ σου αρέσει να μαγειρεύεις»;
JACK: «Μα το μαγείρεμα δεν είναι το ίδιο με τον χορό»
CHERRY: «Γιατί το λες; Αν δεν κατέχεις ταλαιπωρία είναι και τα δυο»!
JACK: «Μα είναι εύκολο να μάθεις –χορό και οικοκυρικά»!
CHERRY: «Ναι αν είσαι άνθρωπος, εγώ ανήκω στα φυτά!
Κοίτα επειδή σε μπέρδεψα, εγώ που είμαι εδώ
δεν είμαι άνθρωπος που κάθεται, δέντρο είμαι κι εγώ.
Έτσι αν εσύ φύγεις απόψε και χαθείς
όποτε κι αν γυρίσεις εδώ θε να με βρεις»
JACK: «Μα τι σόι χαζομάρα θα ήτανε αυτή
να φύγεις από κάπου για να ξαναγυρίσεις εκεί»;
CHERRY: «Ανθρώπινη εξυπνάδα λέγεται αυτό
θέλετε να επιλέγετε απ’ όλα τα πιο καλό
και έτσι δοκιμάζετε θάλασσες και βουνά
ρούχα, ανθρώπους και ζωές –να βρείτε ταιριαστά.
Εγώ που είμαι δέντρο δεν είμαι βολική
είμαι τραχιά και άγρια κα μονολιθική
Έτσι κανείς δεν κάθεται κοντά μου για καιρό
τον πνίγει η σταθερότητα σαν το βαθύ νερό.
Και φεύγουνε να βρούνε αλλού την περιπέτεια ...»
JACK: «Και τους αφήνεις να επιστρέφουν χωρίς καμιά συνέπεια»;
CHERRY: «Μ’ αρέσει να βοηθάω και είναι βαρετό
να ζεις πάντα μονάχος, με χώμα και ... ααα, τι ήταν αυτό»;
JACK: «Σαν κλάμα ζώου ακούγεται, μάλλον στην εθνική
κάποιος πρέπει να χτύπησε αδέσποτο σκυλί»
CHERRY: «Αλήθεια λες να είναι μονάχα ένα σκυλί»;
JACK: «Ίσως να πέθανε η αγάπη: ο σκύλος απ’ την Κόλαση»!
CHERRY: «Ξημερώνει, η ανατολή έχει ένα χρώμα μαγικό...»
JACK: «Τι θα κάνεις δεντράκι, θα μείνεις εδώ;
Εγώ λέω να γυρίσω σπίτι, δε θα πεθάνω ούτε κι απόψε...»
CHERRY: «Για να με πάρεις μαζί σου σκύψε και τις ρίζες μου κόψε»
JACK: «Δεν έχω πριόνι»!
CHERRY: «Έχεις δόντια, δεν έχεις»;
JACK: «Μα είσαι τόσο λεπτεπίλεπτη, δε θέλω να πονέσεις».
CHERRY: «Θα πονέσω περισσότερο αν με αφήσεις εδώ»
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Κι εκείνος κάτω πήδηξε κι έσκαψε σαν σκυλί μανιακό.
Βρήκε τις ρίζες και τις πότισε με τον ιδρώτα του
μα μόλις πήγε να τις πιάσει στα δόντια του
κάτι έπεσε πάνω στο κεφάλι του κι έσκυψε να το πιάσει
μα ύστερα κι άλλο έπεσε, κι άλλο, κι άλλο ...κεράσι!
Το βλέμμα τότε σήκωσε, την είδε να ωριμάζει
κόκκινη απ' τον έρωτα κι έπεφτε σαν χαλάζι!
και έπλεξε τα χέρια του σε ένα γερό κοφίνι
και ούτε ένα κεράσι της δεν άφησε να μείνει
όλα εκεί τα μάζεψε, το κάθε της κομμάτι
και άκουγε το χαχάνισμα που έκανε γεμάτη
από χαρά, που μπόρεσε να γίνει κάτι άλλο
-όχι κάτι βαθύτερο ή κάτι πιο μεγάλο
μα κάτι τοσοδούλικο και κάτι πιο γλυκό
κάτι χωρίς προσποίηση, κάτι πιο φυσικό.
Κι ο Τζακ όμως δεν πίστευε στην τύχη του αυτή
αντί ένα κορίτσι δεκάδες είχε βρει!
Δεκάδες κερασάκια να αλλάζει τη σειρά
κάθε μέρα να φτιάχνει μια ... άλλη Κερασιά!
Τα λάθη της κουκούτσια, να θάβει στην αυλή
και να φυτρώνουν χάρες που σε άλλη δε θα βρει!
Μια ζοφερή ησυχία φέρνει μαζί του κάθε πρωινό
λες και πενθεί για τα αστέρια που ξεψυχούν στον ουρανό
κι εκείνο το λυκαυγές ήταν πιο σιωπηλό απ’ όλα
θαρρείς και o ήλιος δεν ήθελε να βγει και να χαλάσει
εκείνο που η Πλάση μ’ όνειρο είχε κάνει να μοιάσει.
Κι όταν τέλος ανέτειλε κανείς δεν ξέρει τι είδε
Κι αν κάποιος διαδώσει όσα διάβασε εδώ
να ξέρει πως θα τον γελάσουν και ίσως να τον πουν τρελό
γιατί δεν υπήρξε ερωτική ιστορία πιο παράξενη και μικρή
απ’ του Τζακ και της Κερασιάς
που συναντήθηκαν μια νύχτα στην εξοχή...