23/08/2007
«Ἀγαπητό μου ἡμερολόγιο,
Ἄδικα σπαταλήσαμε τόσα χρήματα γιά τό ἐνοικιαζόμενο δωμάτιο στή Νικήτη τῆς Χαλκιδικῆς μαζί μέ τή σύζυγό μου. Ὁ ἥλιος πυράκτωνε τόν οὐρανό, ἡ θάλασσα ἀστραποβολοῦσε καταγάλανη, εἰκοσάχρονες αἰθέριες ὑπάρξεις μέ ὅλα τά θέλγητρά τους ἀπογυμνωμένα περιδιάβαιναν στή χρυσή ἄμμο, κι ἐγώ σκυμμένος στίς σημειώσεις μου προσπαθοῦσα μάταια νά διαυγάσω τά σκοτάδια τῆς ὑπόθεσης. Πόσα μου ἐξηγεῖ ἡ γραφή… Κοιτῶ τίς λέξεις, τίς ὁποῖες μόλις ἔγραψα, καί εἶναι τόσο σαφής ἡ ἀντίθεση τοῦ ἔξω φωτός καί τοῦ μέσα σκότους.
Δύο μῆνες μετά βρισκόμαστε στό ἴδιο σημεῖο ἀπό ὅπου ξεκινήσαμε. Γραφολόγοι ἐξέτασαν τή μορφή τῶν ἡμερολογίων καί ψυχολόγοι μελέτησαν τό περιεχόμενό τους, ἰατροδικαστές κατέγραψαν μέ κάθε λεπτομέρεια τά ἴχνη πού ἄφησαν οἱ βασανισμοί τῆς παρανοϊκῆς αὐτῆς γυναίκας στό σῶμα τῶν θυμάτων, ἀτέλειωτες ὧρες συζητήσαμε μέ τήν πολύτιμη βοηθό μου Τριανταφυλλιά τά πιθανά κίνητρα καί τή φυσιογνωμία τῆς κατά συρροήν δολοφόνου. Μηδέν ἀπό μηδέν, μηδέν.
Ἐπιπλέον οἱ ἐλπίδες πού εἶχαν γεννηθεῖ ἀπό τήν παρακολούθηση τῶν τηλεφώνων τοῦ Κώστα Σπηλιώτη ἀπέμειναν φροῦδες. Καμία συνδιάλεξή του δέν παρουσίασε ὁτιδήποτε ὕποπτο, καθώς τό μόνο πού ἔκανε ἦταν νά ἀποχαιρετᾶ φίλους καί νά ὀργανώνει τή μετακόμισή του ἀπό Θεσσαλονίκη. Φαίνεται πώς ἦταν μία ἀπό τίς λιγοστές φορές πού τό ἔνστικτό μου παραπλανήθηκε: πέρα ἀπό ἐκείνη τή συνάντηση στή στοά τῶν παλαιοπωλείων, ὁ Σπηλιώτης καί ἡ δολοφόνος δέν εἶχαν καμία ἄλλη ἐπαφή, τουλάχιστον γιά τό διάστημα πού παρακολουθούσαμε τά τηλέφωνά του.
Θά εἶναι πικρός ὁ ἀποχαιρετισμός τῆς ὑπηρεσίας, ἀγαπητό μου ἡμερολόγιο, ἄν ἡ τελευταία ὑπόθεση πού ἀνέλαβα παραμείνει ἄλυτη. Λένε πώς εἶναι δεῖγμα μεγάλου ἄνδρα νά ἀποδέχεται τήν ἥττα τοῦ δίχως μεμψιμοιρία. Φοβᾶμαι πώς δέν ἔχω ἐναλλακτική ἐπιλογή, ἄν καί δέ γνωρίζω κατά πόσο αὐτό εἶναι χαρακτηριστικό ἄνδρα μεγάλου στό χαρακτήρα, ἤ ἁπλῶς μεγάλου στήν ἡλικία καί τήν κούραση.»
Ο επιθεωρητής Μπάμπης Νιώτης άφησε κάτω τον επάργυρο στυλό Parker, δώρο της Τριανταφυλλιάς για τη γιορτή του το Φλεβάρη και αφέθηκε στις σκέψεις του, χαζεύοντας τα φτωχόσπιτα του Δενδροπόταμου από το παράθυρο του γραφείου. Ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου τον έκανε να πεταχτεί από τη θέση του, και του χρειάστηκε σχεδόν μισό λεπτό για να ηρεμήσει ξανά και να το απαντήσει.
- Έλα, Μπάμπη, ακούς;
- Ποιός εἶναι παρακαλῶ;
- Ο Γιώργης ο Βγέκας από τη ΓΑΔΑ, τμήμα Ανθρωποκτονιών. Τα ‘χαμε πει στο χορό των αστυνομικών στη Θεσσαλονίκη πέρυσι, δεν ξέρω αν με θυμάσαι.
- Καλημέρα συνάδελφε. Δέν μπορῶ νά φέρω στό νοῦ μου πότε καί ποῦ συνέβη αὐτό.
- Του άγιου Αρτέμη μωρέ, τον Οκτώβρη. Δεν είχατε κλείσει στο Σκορπιό που τραγούδαγε ο Ζαφείρης;
- Ποιός Ζαφείρης;
- Ο Μελάς ντε! Καλά ρε Μπάμπη, μουσική δεν ακούς εσύ;
- Φυσικά καί ἀκούω! Νά, χτές πῆρα ἕνα δίσκο ἀκτίνας τοῦ Ραχμάν… Τέλος πάντων, τό θέμα μας δέν εἶναι τί μουσική ἀκούω. Θυμᾶμαι τό χορό αὐτό, πέρασα γιά λίγο καί ἔφυγα, μᾶλλον θά μιλήσαμε σέ αὐτό τό σύντομο χρονικό διάστημα. Λοιπόν συνάδελφε, πῶς καί μέ θυμήθηκες μετά ἀπό ἕνα ὁλόκληρο χρόνο;
- Χεχε! Σου ‘χω καλά νέα! Δεν ψάχνετε μια τρελή που έσφαξε τέσσερις στη Σαλονίκη και τους έθαψε το Σέιχ Σου; Αυτή, πώς τη λέει η Νικολούλη… το ανορθόγραφο σίριαλ!
- Ἀνορθόγραφη σίριαλ κίλερ τήν ὀνομάζει ἡ Ἀγγελική Νικολούλη, συνάδελφε, ἄν καί τό σωστότερο θά ἦταν κατά συρροήν…
- Έλα μωρέ, αυτό είπα κι εγώ, σίριαλ. Άκου τώρα. Μάλλον η τύπισσα ξανάρχισε τα φονικά.
Ένα ηλεκτροχημικό κύμα διαπέρασε το σώμα του επιθεωρητή, τεντώνοντας το ολόκληρο (μέχρι που του προκάλεσε και μια ελαφρή στύση, φαινόμενο ασυνήθιστο για αυτόν τα τελευταία χρόνια, χωρίς φαρμακευτική βοήθεια).
- Τί ἔκανε λέει; Ποῦ, πῶς, πότε;
- Περίμενε μωρέ, όλα θα στα πω. Τον Ιούλη είχε εξαφανιστεί ένας τρελογιατρός, ο Άνθιμος Ανανιάδης. Έκανε δήλωση εξαφάνισης η γυναίκα του, δε βγάλαμε άκρη, μπήκε η υπόθεση στο ψυγείο. Χεχε, τώρα που το σκέφτομαι, εκεί ακριβώς μπήκε, στο ψυγείο!
- Τί ἐννοεῖς;
- Χτες βρέθηκε σε ένα κάδο στο Βύρωνα το δεξί του χέρι κομμένο σε πολύ μικρά κομμάτια, επειδή όμως είχε μόλις βγει από την κατάψυξη, είχε το κανονικό του σχήμα.
- Πῶς ξέρετε ὅτι ἦταν τό δικό του;
- Κάναμε έρευνα ντε! Που λες αυτή τον είχε στο ψυγείο κομμάτια κομμάτια και τα σκόρπισε σε κάδους παντού γύρω από τον Υμηττό. Το αριστερό πόδι το βρήκαμε στην Ηλιούπολη, το αριστερό χέρι στη Γλυφάδα, το κεφάλι στην Καισαριανή… Από το κεφάλι τον αναγνώρισε η γυναίκα του.
- Ὡραία, καί πῶς εἶστε βέβαιοι ὅτι ὁ δολοφόνος εἶναι αὐτός πού ψάχνουμε κι ἐμεῖς;
- Ρε θα σου πω και για αυτό, περίμενε. Ο ιατροδικαστής έβγαλε συμπέρασμα ότι το άτομο που έκοψε τα κομμάτια δεν είχε πολλή δύναμη, ήταν δηλαδή γυναίκα ή πολύ φλώρος άντρας. Επίσης το κεφάλι ήταν γεμάτο με σημάδια κραγιόν από τα φιλιά που του έδινε.
- Ἔχεις δίκιο συνάδελφε, τό εὔρημα ταιριάζει μέ τή φυσιογνωμία τῆς δολοφόνου, ὁ τεμαχισμός, ἡ ἐρωτοτροπία μέ τό πτῶμα, ὅπως ἐκεῖνος ὁ δυστυχής πού εἴχαμε βρεῖ μέ τό πέος ὀρθό καί σέ ἀποσύνθεση… Πιστεύεις ὅτι θά χρειαστεῖ νά κατέβω στήν Ἀθήνα;
- Άσε τι πιστεύω εγώ, σου κλείσανε ήδη εισιτήριο με την Ετζία, πετάς στις οχτώ το βράδυ. Αύριο πρωί έχουμε σύσκεψη στη ΓΑΔΑ.
- Ε, τότε συνάδελφε, πρέπει νά κλείσουμε! Ἔχω νά ἐπιστρέψω σπίτι μου, νά ἑτοιμαστῶ… Σέ εὐχαριστῶ πολύ γιά τήν ἐνημέρωση!
Τον είχε καταεκνευρίσει ο αμόρφωτος συνάδελφός του από την Αθήνα, ειδικά αφότου θυμήθηκε ποιος ήταν, ούτε καν περίμενε να ακούσει την απάντησή του και το ‘κλεισε. Έβαλε γρήγορα την καπαρντίνα του, έτρεξε στο διάδρομο και φώναξε με ενθουσιασμό στην Τριανταφυλλιά που συνέτασσε αμέριμνη μια αναφορά: «Φυλλίτσα, ἔχουμε ἐξελίξεις στήν ὑπόθεση τῆς ἀγράμματης, σκότωσε κι ἄλλον στήν Ἀθήνα. Παράτα τά ὅλα καί πᾶμε γιά καφέ στό Ἐμιγκρέ, κάνουμε μία σύντομη κουβέντα γιά τήν ὑπόθεση καί τό βράδυ πετᾶμε!» Το πρόσωπο της Τριανταφυλλιάς έλαμψε από χαρά.
«Αγαπημένο μου ημερολόγιο.
Τόρα είμαι πολλοί τσαντιζμένοι, γιαφτό δε θα σου γράψο πολά. Εγώ ήθαιλα να μάθο το μέλον μου, γιαφτό ήρθα σε αφτή τη μαλακιζμένοι, γιατί δε βρίσκο δουλιά στη γκωλοαθήνα και τι πρεπή να κάνο και τέτχοια. Με το που κύταξε ώμος αφτή στη μπάλλα της άρχησε να λέοι μαλακήες, ό,τι κουβαλάο πολλή σκοτάδη και φοβάτε και τέτχοια κι εγό τα πείρα, επειδοί είμε καλός άνθροπως και μου το λέη και ο φύλλος μου ο Κώστας αφτό κε ό,τι πρέπη να αλάξο ζωί γιαφτό ήρθα στο σκατομαίντιουμ, να μου πη τι να κάνο για να αλάξο ζοή, όχι μαλακήες. Εγό μετά πείρα τη μπάλλα και άρχησα να τη γκουνάο για να σταματίση να τις λέη μαλακίες και αφτή δεν είπαι άλες, αλά εγό είμαι ακόμα πολλοί τσαντιζμένοι. Τέλος πάντον, τόρα που στα έγραψα κάπος ηρέμισα αγαπημένο μου ημερολόγιο. Αν δεν ήχα κι εσένα δεν γκσέρο τι θα ‘κανα, αφτός ο Κώστας όλο με δγιάφορα τρέχη και δε μπρολαβαίνη να με δει, τόρα λέη θα πάη να κάνει ανακύνωση στα Γιάνενα, τόσος τόπως η Αθήνα, μόνο εκεί βρέικε να βγάλη ανακύνοση;»
Η Λίτσα έκλεισε ανακουφισμένη το ημερολόγιο της και το έβαλε στην τσάντα της, πολύ πιο ήρεμη πλέον. Πήρε μια άκρη από το πορφυρό βελούδινο κάλυμμα του τραπεζιού και σκούπισε μεθοδικά την κρυστάλλινη σφαίρα, όση δηλαδή είχε απομείνει ολόκληρη και δεν είχε βυθιστεί στο λαιμό της χαρτομάντισσας, ή δεν είχε σκορπιστεί στο πάτωμα. «Πλάκα έχη έτση, σαν τω Γλόμπο του Κύρου Γρανάζι τιν έκανα!» είπε, και έβαλε το κάλυμμα του τραπεζιού στην τσάντα της. Δεν είχε ακουμπήσει τίποτα άλλο, δύσκολα θα βρίσκανε αποτυπώματα.
Την ίδια μέρα στο "Net-hall" της Φιλολάου ο Κώστας έψαχνε για κάρτες Ταρώ σε ηλεκτρονική μορφή. Είχε αρχίσει να βαριέται την εμφάνιση του μπλογκ τους, δεν έφτανε να αλλάζει τις κάρτες, ήθελε αλλαγή στο χρώμα, την αισθητική, κάτι ήθελε. Έπρεπε να πιούνε κάποια στιγμή καφέ με την Άννα και να το κουβεντιάσουν. Αποθήκευσε την κάρτα στην επιφάνεια εργασίας και πάτησε «Μεταφόρτωση εικόνας». Η κάρτα είχε μόλις εμφανιστεί στην κορυφή αριστερά του μπλογκ, όταν χτύπησε το τηλέφωνό του. Ο Κώστας είδε τον αριθμό, αναστέναξε, και πάτησε το πλήκτρο της απάντησης. «Γεια σου Λίτσα… Μια χαρά, στο ίντερνετ καφέ είμαι, ψάχνω κάτι για την ανακοίνωση… Μάλιστα, εντάξει εγώ δεν τα πολυπιστεύω, καλά έκανες όμως… Μαλακίες ε;… Και δε μου λες, όλα καλά τώρα;… Σταμάτησε τις μαλακίες τελείως… Κατάλαβα… Ναι Λίτσα μου, θα τα πούμε. Γενικά μη ζητήσεις άλλες συμβουλές τις επόμενες μέρες, εντάξει;… Έλα, σε φιλώ, γεια.» Κρατώντας το κεφάλι του, ο Κώστας γύρισε προς το διπλανό υπολογιστή.
- Γιώργο, πετάγομαι να πάρω αλκοόλ από το περίπτερο, δε φεύγω, οκέι;
Ο νεαρός υπάλληλος μουρμούρισε «Ναι, ναι, κανένα πρόβλημα» και συνέχισε να παίζει World of Warcraft.
[Αφιερωμένο στον αγαπητό Ινφέστο, ξέρει αυτός γιατί.]