CLICK HERE FOR THOUSANDS OF FREE BLOGGER TEMPLATES »

30.11.07

Θα βρεις το δάσκαλό σου II [Litsa Reloaded]

[Περίληψη των προηγουμένων: Από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο του 2007 η αιμοδιψής παράφρονας Λίτσα δολοφόνησε τέσσερα άτομα στη Θεσσαλονίκη, με τρόπο είτε θηριώδη (τεμαχίζοντας, σιδερώνοντάς, ερωτοτροπώντας) είτε βασανιστικό (καταδικάζοντας σε λιμοκτονία). Η αποκάλυψη όμως των θαμμένων πτωμάτων στο δάσος του Σέιχ Σου τον Ιούνιο του 2007, εξανάγκασε τη Λίτσα να μετακομίσει αιφνίδια στην Αθήνα (όπου διέπραξε και τον πρώτο της νέο φόνο, ψιλοκόβωντας έναν ψυχολόγο που αποπειράθηκε να τη βοηθήσει). Τα ίχνη της Λίτσας αναζητεί πλέον ο λόγιος επιθεωρητής Μπάμπης Νιώτης, με τη βοήθεια της εργατικής αστυνόμου Τριανταφυλλιάς Μανωλίδου, ενώ αδιευκρίνιστος και αντιφατικός παραμένει ο ρόλος του φιλόλογου Κώστα Σπηλιώτη, ο οποίος προσπαθεί να την αποτρέψει από νέους φόνους, ενώ ταυτόχρονα είναι ο συγγραφέας των ιστοριών της.]

23/08/2007

«γαπητό μου μερολόγιο,

δικα σπαταλήσαμε τόσα χρήματα γιά τό νοικιαζόμενο δωμάτιο στή Νικήτη τς Χαλκιδικς μαζί μέ τή σύζυγό μου. λιος πυράκτωνε τόν ορανό, θάλασσα στραποβολοσε καταγάλανη, εκοσάχρονες αθέριες πάρξεις μέ λα τά θέλγητρά τους πογυμνωμένα περιδιάβαιναν στή χρυσή μμο, κι γώ σκυμμένος στίς σημειώσεις μου προσπαθοσα μάταια νά διαυγάσω τά σκοτάδια τς πόθεσης. Πόσα μου ξηγε γραφή… Κοιτ τίς λέξεις, τίς ποες μόλις γραψα, καί εναι τόσο σαφής ντίθεση το ξω φωτός καί το μέσα σκότους.
Δύο μνες μετά βρισκόμαστε στό διο σημεο πό που ξεκινήσαμε. Γραφολόγοι ξέτασαν τή μορφή τν μερολογίων καί ψυχολόγοι μελέτησαν τό περιεχόμενό τους, ατροδικαστές κατέγραψαν μέ κάθε λεπτομέρεια τά χνη πού φησαν ο βασανισμοί τς παρανοϊκς ατς γυναίκας στό σμα τν θυμάτων, τέλειωτες ρες συζητήσαμε μέ τήν πολύτιμη βοηθό μου Τριανταφυλλιά τά πιθανά κίνητρα καί τή φυσιογνωμία τς κατά συρροήν δολοφόνου. Μηδέν πό μηδέν, μηδέν.
πιπλέον ο λπίδες πού εχαν γεννηθε πό τήν παρακολούθηση τν τηλεφώνων το Κώστα Σπηλιώτη πέμειναν φροδες. Καμία συνδιάλεξή του δέν παρουσίασε τιδήποτε ποπτο, καθώς τό μόνο πού κανε ταν νά ποχαιρετ φίλους καί νά ργανώνει τή μετακόμισή του πό Θεσσαλονίκη. Φαίνεται πώς ταν μία πό τίς λιγοστές φορές πού τό νστικτό μου παραπλανήθηκε: πέρα πό κείνη τή συνάντηση στή στοά τν παλαιοπωλείων, Σπηλιώτης καί δολοφόνος δέν εχαν καμία λλη παφή, τουλάχιστον γιά τό διάστημα πού παρακολουθούσαμε τά τηλέφωνά του.
Θά εναι πικρός ποχαιρετισμός τς πηρεσίας, γαπητό μου μερολόγιο, ν τελευταία πόθεση πού νέλαβα παραμείνει λυτη. Λένε πώς εναι δεγμα μεγάλου νδρα νά ποδέχεται τήν ττα το δίχως μεμψιμοιρία. Φοβμαι πώς δέν χω ναλλακτική πιλογή, ν καί δέ γνωρίζω κατά πόσο ατό εναι χαρακτηριστικό νδρα μεγάλου στό χαρακτήρα, πλς μεγάλου στήν λικία καί τήν κούραση.»

Ο επιθεωρητής Μπάμπης Νιώτης άφησε κάτω τον επάργυρο στυλό Parker, δώρο της Τριανταφυλλιάς για τη γιορτή του το Φλεβάρη και αφέθηκε στις σκέψεις του, χαζεύοντας τα φτωχόσπιτα του Δενδροπόταμου από το παράθυρο του γραφείου. Ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου τον έκανε να πεταχτεί από τη θέση του, και του χρειάστηκε σχεδόν μισό λεπτό για να ηρεμήσει ξανά και να το απαντήσει.
- Έλα, Μπάμπη, ακούς;
- Ποιός εναι παρακαλ;
- Ο Γιώργης ο Βγέκας από τη ΓΑΔΑ, τμήμα Ανθρωποκτονιών. Τα ‘χαμε πει στο χορό των αστυνομικών στη Θεσσαλονίκη πέρυσι, δεν ξέρω αν με θυμάσαι.
- Καλημέρα συνάδελφε. Δέν μπορ νά φέρω στό νο μου πότε καί πο συνέβη ατό.
- Του άγιου Αρτέμη μωρέ, τον Οκτώβρη. Δεν είχατε κλείσει στο Σκορπιό που τραγούδαγε ο Ζαφείρης;
- Ποιός Ζαφείρης;
- Ο Μελάς ντε! Καλά ρε Μπάμπη, μουσική δεν ακούς εσύ;
- Φυσικά καί κούω! Νά, χτές πρα να δίσκο κτίνας το Ραχμάν… Τέλος πάντων, τό θέμα μας δέν εναι τί μουσική κούω. Θυμμαι τό χορό ατό, πέρασα γιά λίγο καί φυγα, μλλον θά μιλήσαμε σέ ατό τό σύντομο χρονικό διάστημα. Λοιπόν συνάδελφε, πς καί μέ θυμήθηκες μετά πό να λόκληρο χρόνο;
- Χεχε! Σου ‘χω καλά νέα! Δεν ψάχνετε μια τρελή που έσφαξε τέσσερις στη Σαλονίκη και τους έθαψε το Σέιχ Σου; Αυτή, πώς τη λέει η Νικολούλη… το ανορθόγραφο σίριαλ!
- νορθόγραφη σίριαλ κίλερ τήν νομάζει γγελική Νικολούλη, συνάδελφε, ν καί τό σωστότερο θά ταν κατά συρροήν…
- Έλα μωρέ, αυτό είπα κι εγώ, σίριαλ. Άκου τώρα. Μάλλον η τύπισσα ξανάρχισε τα φονικά.
Ένα ηλεκτροχημικό κύμα διαπέρασε το σώμα του επιθεωρητή, τεντώνοντας το ολόκληρο (μέχρι που του προκάλεσε και μια ελαφρή στύση, φαινόμενο ασυνήθιστο για αυτόν τα τελευταία χρόνια, χωρίς φαρμακευτική βοήθεια).
- Τί κανε λέει; Πο, πς, πότε;
- Περίμενε μωρέ, όλα θα στα πω. Τον Ιούλη είχε εξαφανιστεί ένας τρελογιατρός, ο Άνθιμος Ανανιάδης. Έκανε δήλωση εξαφάνισης η γυναίκα του, δε βγάλαμε άκρη, μπήκε η υπόθεση στο ψυγείο. Χεχε, τώρα που το σκέφτομαι, εκεί ακριβώς μπήκε, στο ψυγείο!
- Τί ννοες;
- Χτες βρέθηκε σε ένα κάδο στο Βύρωνα το δεξί του χέρι κομμένο σε πολύ μικρά κομμάτια, επειδή όμως είχε μόλις βγει από την κατάψυξη, είχε το κανονικό του σχήμα.
- Πς ξέρετε τι ταν τό δικό του;
- Κάναμε έρευνα ντε! Που λες αυτή τον είχε στο ψυγείο κομμάτια κομμάτια και τα σκόρπισε σε κάδους παντού γύρω από τον Υμηττό. Το αριστερό πόδι το βρήκαμε στην Ηλιούπολη, το αριστερό χέρι στη Γλυφάδα, το κεφάλι στην Καισαριανή… Από το κεφάλι τον αναγνώρισε η γυναίκα του.
- ραία, καί πς εστε βέβαιοι τι δολοφόνος εναι ατός πού ψάχνουμε κι μες;
- Ρε θα σου πω και για αυτό, περίμενε. Ο ιατροδικαστής έβγαλε συμπέρασμα ότι το άτομο που έκοψε τα κομμάτια δεν είχε πολλή δύναμη, ήταν δηλαδή γυναίκα ή πολύ φλώρος άντρας. Επίσης το κεφάλι ήταν γεμάτο με σημάδια κραγιόν από τα φιλιά που του έδινε.
- χεις δίκιο συνάδελφε, τό ερημα ταιριάζει μέ τή φυσιογνωμία τς δολοφόνου, τεμαχισμός, ρωτοτροπία μέ τό πτμα, πως κενος δυστυχής πού εχαμε βρε μέ τό πέος ρθό καί σέ ποσύνθεση… Πιστεύεις τι θά χρειαστε νά κατέβω στήν θήνα;
- Άσε τι πιστεύω εγώ, σου κλείσανε ήδη εισιτήριο με την Ετζία, πετάς στις οχτώ το βράδυ. Αύριο πρωί έχουμε σύσκεψη στη ΓΑΔΑ.
- Ε, τότε συνάδελφε, πρέπει νά κλείσουμε! χω νά πιστρέψω σπίτι μου, νά τοιμαστ… Σέ εχαριστ πολύ γιά τήν νημέρωση!

Τον είχε καταεκνευρίσει ο αμόρφωτος συνάδελφός του από την Αθήνα, ειδικά αφότου θυμήθηκε ποιος ήταν, ούτε καν περίμενε να ακούσει την απάντησή του και το ‘κλεισε. Έβαλε γρήγορα την καπαρντίνα του, έτρεξε στο διάδρομο και φώναξε με ενθουσιασμό στην Τριανταφυλλιά που συνέτασσε αμέριμνη μια αναφορά: «Φυλλίτσα, χουμε ξελίξεις στήν πόθεση τς γράμματης, σκότωσε κι λλον στήν θήνα. Παράτα τά λα καί πμε γιά καφέ στό μιγκρέ, κάνουμε μία σύντομη κουβέντα γιά τήν πόθεση καί τό βράδυ πετμε!» Το πρόσωπο της Τριανταφυλλιάς έλαμψε από χαρά.

«Αγαπημένο μου ημερολόγιο.

Τόρα είμαι πολλοί τσαντιζμένοι, γιαφτό δε θα σου γράψο πολά. Εγώ ήθαιλα να μάθο το μέλον μου, γιαφτό ήρθα σε αφτή τη μαλακιζμένοι, γιατί δε βρίσκο δουλιά στη γκωλοαθήνα και τι πρεπή να κάνο και τέτχοια. Με το που κύταξε ώμος αφτή στη μπάλλα της άρχησε να λέοι μαλακήες, ό,τι κουβαλάο πολλή σκοτάδη και φοβάτε και τέτχοια κι εγό τα πείρα, επειδοί είμε καλός άνθροπως και μου το λέη και ο φύλλος μου ο Κώστας αφτό κε ό,τι πρέπη να αλάξο ζωί γιαφτό ήρθα στο σκατομαίντιουμ, να μου πη τι να κάνο για να αλάξο ζοή, όχι μαλακήες. Εγό μετά πείρα τη μπάλλα και άρχησα να τη γκουνάο για να σταματίση να τις λέη μαλακίες και αφτή δεν είπαι άλες, αλά εγό είμαι ακόμα πολλοί τσαντιζμένοι. Τέλος πάντον, τόρα που στα έγραψα κάπος ηρέμισα αγαπημένο μου ημερολόγιο. Αν δεν ήχα κι εσένα δεν γκσέρο τι θα ‘κανα, αφτός ο Κώστας όλο με δγιάφορα τρέχη και δε μπρολαβαίνη να με δει, τόρα λέη θα πάη να κάνει ανακύνωση στα Γιάνενα, τόσος τόπως η Αθήνα, μόνο εκεί βρέικε να βγάλη ανακύνοση;»

Η Λίτσα έκλεισε ανακουφισμένη το ημερολόγιο της και το έβαλε στην τσάντα της, πολύ πιο ήρεμη πλέον. Πήρε μια άκρη από το πορφυρό βελούδινο κάλυμμα του τραπεζιού και σκούπισε μεθοδικά την κρυστάλλινη σφαίρα, όση δηλαδή είχε απομείνει ολόκληρη και δεν είχε βυθιστεί στο λαιμό της χαρτομάντισσας, ή δεν είχε σκορπιστεί στο πάτωμα. «Πλάκα έχη έτση, σαν τω Γλόμπο του Κύρου Γρανάζι τιν έκανα!» είπε, και έβαλε το κάλυμμα του τραπεζιού στην τσάντα της. Δεν είχε ακουμπήσει τίποτα άλλο, δύσκολα θα βρίσκανε αποτυπώματα.

Την ίδια μέρα στο "Net-hall" της Φιλολάου ο Κώστας έψαχνε για κάρτες Ταρώ σε ηλεκτρονική μορφή. Είχε αρχίσει να βαριέται την εμφάνιση του μπλογκ τους, δεν έφτανε να αλλάζει τις κάρτες, ήθελε αλλαγή στο χρώμα, την αισθητική, κάτι ήθελε. Έπρεπε να πιούνε κάποια στιγμή καφέ με την Άννα και να το κουβεντιάσουν. Αποθήκευσε την κάρτα στην επιφάνεια εργασίας και πάτησε «Μεταφόρτωση εικόνας». Η κάρτα είχε μόλις εμφανιστεί στην κορυφή αριστερά του μπλογκ, όταν χτύπησε το τηλέφωνό του. Ο Κώστας είδε τον αριθμό, αναστέναξε, και πάτησε το πλήκτρο της απάντησης. «Γεια σου Λίτσα… Μια χαρά, στο ίντερνετ καφέ είμαι, ψάχνω κάτι για την ανακοίνωση… Μάλιστα, εντάξει εγώ δεν τα πολυπιστεύω, καλά έκανες όμως… Μαλακίες ε;… Και δε μου λες, όλα καλά τώρα;… Σταμάτησε τις μαλακίες τελείως… Κατάλαβα… Ναι Λίτσα μου, θα τα πούμε. Γενικά μη ζητήσεις άλλες συμβουλές τις επόμενες μέρες, εντάξει;… Έλα, σε φιλώ, γεια.» Κρατώντας το κεφάλι του, ο Κώστας γύρισε προς το διπλανό υπολογιστή.
- Γιώργο, πετάγομαι να πάρω αλκοόλ από το περίπτερο, δε φεύγω, οκέι;
Ο νεαρός υπάλληλος μουρμούρισε «Ναι, ναι, κανένα πρόβλημα» και συνέχισε να παίζει World of Warcraft.

[Αφιερωμένο στον αγαπητό Ινφέστο, ξέρει αυτός γιατί.]

28.11.07

Ο τελευταίος χορός των μυρμηγκιών του μαύρου μελιού

«Αν υπάρχει μια ειδική κόλαση για τους συγγραφείς
τότε αυτή θα είναι η αέναη ενασχόληση με το έργο τους».
John Dos Passos


Τι έχω πάθει; Δε μπορώ να γράψω; Οι λέξεις μετακινούνται συνέχεια πάνω στο χαρτί. Λένε άλλα απ’ αυτά που θέλω, απ’ αυτά που έχω. Ασυνάρτητοι αιωρούμενοι φθόγγοι που με πνίγουν. Θυμάμαι κάποτε όλα ήταν τακτικά εδώ. Μέσα στο κεφάλι μου. Όλα ρυθμισμένα στην εντέλεια. Συνηθισμένα στην κανονικότητά τους, χωρίς αποκλίσεις.

Αλλά μετά οι λέξεις κάτι έπαθαν. Απέκτησαν ζωή. Τη δική μου ζωή. Άρχισαν να αναπνέουν αυτόνομα. Να κινούνται ανεξάρτητα, κολυμπώντας ανάποδα στο ποτάμι της σκέψης. Απ’ το πουθενά, έβγαιναν σαν μυρμήγκια από μέσα μου. Σκορπούσαν στο χώρο καταλαμβάνοντας το οπτικό πεδίο και το οξυγόνο μου.

Προσπάθησα στην αρχή –τον πρώτο καιρό. Μάχες ολόκληρες επάνω στο χαρτί. Στρατιές μονοσύλλαβων και πολυσύλλαβων κονταροχτυπιόντουσαν σε κάθε σελίδα. Το πρόβλημα ήταν που με τις αποστάτισσες τάσσονταν κι άλλες λέξεις ξένες, που δεν ξέρω πώς κατέλαβαν το κεφάλι μου. Ήταν οι λέξεις του Χάκκα, του Σκαρίμπα, του Πεντζίκη και ένα σωρό άλλων. Λέξεις που ενώ ήρθαν για να λύσουν τα παλιότερα διλήμματά μου, μετά, για ανεξήγητους λόγους, στράφηκαν εναντίον μου. Δεν τους έφτανε που έφαγαν τους δημιουργούς τους, ήθελαν κι εμένα.

Κι εγώ έριχνα τα λόγια μου πάνω τους. Τις χτυπούσα αλύπητα. Τις μαχαίρωνα με τη μύτη της πένας, τις έπνιγα στο βούρκο του μελανιού˙ τις σκέπαζα με δικές μου. Ακρωτηριασμένες απ’ τη σύγκρουση, ματωμένες και ετοιμόρροπες. Αλλά δικές μου. Κάθε μέρα η ίδια ιστορία. Πόλεμος λέξεων και εννοιών. Και μετά τα νεκρά σώματα ακινητοποιημένα πάνω στις γαλάζιες γραμμές. Σειρές σωρών στρατιωτών. Να περνάω και να ξαναπερνάω το βλέμμα μου από πάνω τους, λες για αναγνώριση. Σιωπώντας.

Μα αυτές, οι παρείσακτες αυτές, τα βράδια ξαναγύριζαν. Δισυπόστατες κι επιθετικές, μάσαγαν κάθε κύτταρο του εγκεφάλου μου. «Είσαι μελό, τόσο μελό, γιατί δεν αποστασιοποιείσαι σαν τον κύριο μας; Ξαναδιάβασε το “50- 50 στον έρωτα” να δεις πώς γράφεται μια ερωτική ιστορία». «Όχι, όχι, ας τον Χατζή» σπρωχνόντουσαν οι άλλες «μπες στην ψυχολογία του ήρωα όπως ο αφέντης μας, στη “Δίκη”».

Είχα σκεφτεί έναν τρόπο να εξαφανιστούν: την αδιαφορία. Αν δεν τους έδινα σημασία θα έφευγαν. Έκλεινα λοιπόν τα βλέφαρα με όση δύναμη είχα. Τα έσφιγγα τόσο ώσπου έβλεπα μόνο φωτεινές καμπύλες να χορεύουν μπροστά μου. Κίτρινους στροβίλους υπέροχους. Χαρούμενους. Μαγικούς. Και μέσα σ’ αυτό το λούνα πάρκ το ροδαλό πρόσωπο της Κορίνας. Η ζέστα του φιλιού της. Μα ξαφνικά σα να καιγόταν η εικόνα. Μαύριζε. Και ήταν αυτές. Οι λέξεις πάλι. Άρχιζαν να σκαρφαλώνουν στο πρόσωπό της. Κατάτρωγαν το χρώμα, την υφή του. Καταλάμβαναν όλη την ανάμνηση. Κι αυτό το πλάσμα, το δικό μου, το τόσο ζωντανό βαλσαμωνόταν στη βιτρίνα της σελίδας, εντοιχιζόταν πίσω από σύμφωνα και φωνήεντα.

Άνοιγα τα μάτια και τα ξανάκλεινα με δύναμη. Μα δυο φορές δεν πιάνει το ίδιο κόλπο. Μπορεί να μην τις έβλεπα, αλλά ένιωθα το γαργάλημα. Το ίδιο επώδυνο μυρμήγκιασμα σε όλο μου το σώμα. Σε όλο μου το μυαλό.

Όταν γίνεται αυτό δε μπορώ πια να μείνω ακίνητος. Πρέπει να γράψω. Το ζητάνε. Με τρυπάνε, με δαγκώνουν, με αναγκάζουν. Πάλι να κάτσω. Πάλι να γράψω. Έτσι άρχισα να γράφω και σήμερα. Μα λίγο μετά το τετράδιο τελείωσε, δίχως να καταλάβω πώς. Τότε παρατήρησα πως τα γράμματα είχαν αλλάξει μέγεθος. Κάθε γράμμα καταλάμβανε ξαφνικά μια σελίδα. Μα πού πήγαν οι μέρες που έγραφα πάνω σε χαρτοπετσέτες και πακέτα τσιγάρων ιστορίες ολόκληρες; Τώρα αναγκάζομαι να συνεχίσω πάνω στο τραπεζομάντιλο. Στα πόδια του τραπεζιού. Στο πάτωμα.

Το μελάνι μου τρέχει και τα χιλιάδες άθλια λεξοζωϋφια απλώνονται σε όλο το σπίτι. Γράφω σε πατώματα και τοίχους, χωρίς ειρμό και σκέψη, μόνο λέξεις, λέξεις, λέξεις. Γράφω πια με όλο μου το σώμα γιατί ξέρω ότι αν σταματήσω δε θα ‘χουν πού να πάνε. Θα συνεχίσουν να βγαίνουν από μέσα μου και θ’ αρχίσουν να με σκεπάζουν όλο. Πρώτα τα δάχτυλα, το χέρι κι έπειτα το στέρνο, το πρόσωπο. Θα κολλήσουν σαν βδέλλες πάνω μου και θα μου πιουν το αίμα. Θα με καταφάνε γιατί δε θέλουν να ζήσω. Δε θέλουν να δω άλλα, να χαρώ. Αν ευτυχήσω θα χάσουν τον σκλάβο τους, αφού κανείς δε γράφει για τη χαρά, μόνο τη ζει. Ενώ η θλίψη. Η απελπισία. Ο πόνος... Ώ, πόσα πράγματα μπορείς να γράψεις μέσα στο σκοτάδι της μοναξιάς.

Δε μ’ αφήνουν, όχι. Δε θα μ’ αφήσουν ποτέ. Με σπρώχνουν να συνεχίσω. Και πια έφτασα στο ταβάνι. Κρεμασμένος απ’ το πολύφωτο σέρνω τη μαύρη λαίλαπα των γραμμάτων παρότι ξέρω ότι είναι άσκοπο. Γιατί πλέον τελειώνει κάθε επιφάνεια γραφής στο σπίτι. Και τότε όλα, τελειώνουν. Δε θα ‘χουν πού να πάνε. Θα με στοιχειώσουν πάλι. Θα με φάνε.

-Καλά θα σου κάνουν. Αυτό αξίζεις επηρμένε. Που νομίζεις ότι κάποιος είσαι επειδή περνάει το δικό σου πάνω στο χαρτί. Επειδή οι λέξεις, σαν πουτάνες, ποτέ δε φέρνουν αντιρρήσεις στις βουλές σου. Μα στη ζωή. Αχ, τίποτα δεν σου ήρθε όπως ήθελες στη ζωή. Ούτε καν εγώ. Ήμουν βλέπεις μόνο μια γυναίκα, ενώ εσύ ήθελες ηρωίδα από βιβλίο: κάποια γεμάτη προτερήματα και χωρίς ψεγάδι.
-Κορίνα μου, Κορίνα μου τι λες; Εγώ σε θέλω όπως είσαι. Σ’ αγαπάω. Και σε χρειάζομαι. Όσο για τις λέξεις δεν τις επιδιώκω πια. Αυτές με καταδιώκουν, εγώ... εγώ...

Μονολογώ;
Κουνάω το κεφάλι μου για να καταλάβω αν είναι όνειρο αυτό ή η ζωή μου.
Αν η Κορίνα είναι εκεί ή στο μυαλό μου.
Ταλαντεύομαι πάνω απ’ τα ερείπια της σκέψης μου. Ζαλίζομαι, γλιστράω. Γκρεμίζομαι στο πάτωμα.

«Όχι» ουρλιάζω, «όχι, μη».
Κι ακαριαία γυρνάω στα γόνατα και γράφω να καλύψω το κενό των λέξεων που έσβησα πέφτοντας με την πλάτη. Να προλάβω πριν αρχίσουν να παίρνουν αέρα. Να τις στριμώξω όσο μπορώ μες σε προτάσεις συμπαγείς, σε παραγράφους άρτιες. Μη μείνει τμήμα χαλαρό, μη βρούνε περιθώριο να βγούνε πάλι έξω. Ποτέ δεν τα καταφέρνω. Πάντα κάτι πάει στραβά. Κάπως μου ξεφεύγουν, βρίσκουν τρύπες και γλιστρούν από παντού. Και ξανά απ’ την αρχή. Ξανά και ξανά και ξανά.

Να τώρα βλέπω μερικές να τρέχουν προς το περβάζι. Αρχίζω να τις καρφώνω με την πένα στο μάρμαρο, ώσπου μαυρίζει όλο. Κι όταν δε βλέπω αλλού να γράψω πηδάω στην ταράτσα της διπλανής πολυκατοικίας. Κυνηγάω τα αλλόκοτα αυτά μυρμήγκια στο μωσαϊκό και τους τοίχους της. «Μετά θα πάω στο διπλανό σπίτι και στο δίπλα και παραδίπλα. Μέχρι να τελειώσουν οι λέξεις ή τα σπίτια, μέχρι να τελειώσει αυτό το μαρτύριο» παραμιλάω για να δώσω κουράγιο στον εαυτό μου. Αλλά είναι ψέμα. Όλο αυτό. Γιατί πια εγκαταλείπω. Χάνονται και τα τελευταία υπολείμματα της ζωτικότητάς μου. Δε μπορώ άλλο, δε μπορώ.

Το χέρι μου είναι μαύρο απ’ το μελάνι. Ο καρπός έχει πιαστεί, ο πήχης πρήστηκε, ο ώμος κοντεύει να εξαρθρωθεί. «Γράψε με το άλλο, με το άλλο χέρι» με διατάζουν. Αλλά δε γίνεται. Το μελάνι τελειώνει Και δεν έχω άλλο. Τα έχω στραγγίξει όλα. Έγραψα ακόμα και με τον καφέ μου. Βοήθεια. Κάποιος, όποιος. Πετάξτε μου στυλό, μαρκαδόρους, μολύβι, μελάνι. ΒΟΗΘΕΙΑ! Κάποιος ας μ’ ακούσει. Τώρα. Πριν με γεμίσουν και δε φαίνομαι. Φέρτε το μελάνι μου, το μαύρο μου το μέλι, λίγο να στάξω στο χαρτί. Να φύγουν από μένα και να πάνε εκεί πάνω. Να φύγουν από μέσα μου πριν με κατασπαράξουν. Κάποιος ας με βοηθήσει!

Χιλιάδες λέξεις με γεμίζουν και πια δεν το μπορώ. Δε θέλω άλλο τις φωνές τους, τις μισώ. Δε θέλω άλλο τις λέξεις που καταλαμβάνουν κάθε μέρος και γωνιά μου. Αραδιάζονται στο χαρτί μου απ’ άκρη σ’ άκρη και το πνίγουν στο σκοτάδι τους. Γεμίζουν μια ολόκληρη πόλη, ολόκληρο τον κόσμο μου. Θέλω το άσπρο μου χαρτί, θέλω το φως μου. Θέλω το φως μου.

Κάνεις δεν απαντάει. Μόνο κοιτάνε. Κοιτάω κι εγώ από ψηλά. Βλέπω μια μακριά σελίδα εκεί κάτω. Γεμάτη άσπρα τετραγωνάκια, σαν κι αυτά των τετραδίων της αριθμητικής. Τα νιώθω να σκαρφαλώνουν πάλι. Να γεμίζουν τα ρούχα μου. Τα κοιτάω. «Πάω» τους λέω. «Πάω. Αλλά θα σας πάρω μαζί μου καταραμένα». Και πέφτω με φόρα. Κατεβαίνω να γράψω στο μεγάλο άσπρο φύλλο, με το μόνο μελάνι που μου απέμεινε. Το κόκκινο.

27.11.07

«Το Γάλα» στο θέατρο Μεταξουργείο

Την Παρασκευή πήγα μαζί με ένα καλό φίλο, το Μάριο, και είδαμε "Το Γάλα" του Βασίλη Κατσικονούρη στο θέατρο Μεταξουργείο, σκέφτηκα λοιπόν να σας γράψω δυο λόγια για αυτό. Είναι το πρώτο κείμενο που γράφω στη ζωή μου ως «κριτική» για θεατρική παράσταση, οπότε ζητώ την κατανόησή σας.
Είναι κρίμα να σας παρουσιάσω την υπόθεση του έργου με λεπτομέρειες, καθώς περιέχει πολλές ανατροπές και ορισμένες σκηνές εξαιρετικής έντασης, που θα χάσουν κατά πολύ αν τις γνωρίζετε. Αυτό που θα δείτε πάντως από την πρώτη σκηνή είναι μια οικογένεια μεταναστών με ελληνική καταγωγή από την Τιφλίδα, τη μητέρα Ρίνα (Άννα Βαγενά) που ζει μαζί με το σχιζοφρενή γιο της Λευτέρη (Αλέξανδρος Μπαλαμιώτης) σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα. Ο άλλος γιος, ο Αντώνης (Στέφανος Κοσμίδης), τους συντηρεί δουλεύοντας σε ένα βενζινάδικο στη Λάρισα και είναι έτοιμος να παντρευτεί την Ελληνίδα κόρη του αφεντικού του, Νατάσα (Ανθή Κόκκινου).
Ως λίγο πολύ επαρχιώτης (έχοντας μείνει Καλαμάτα και Θεσσαλονίκη) δεν είχα δει κανέναν από τους ηθοποιούς αυτούς στο θέατρο. Τολμώ να πω ότι με εντυπωσίασαν, ιδίως ο Στέφανος Κοσμίδης (θα τον θυμάστε ίσως από τον Εραστή Δυτικών Προαστίων, έπαιζε τον κολλητό του Γεωργούλη), που είχε τον πιο «επίπεδο» ρόλο, του ανθρώπου που τα κλείνει όλα μέσα του και δεν εκφράζει κανένα συναίσθημα. Πρωταγωνιστεί στις δύο τελευταίες σκηνές του έργου, με έναν τρόπο που με έκανε να σκεφτώ ήσυχες εκρήξεις ηφαιστείου. Η Άννα Βαγενά σκηνοθέτησε με πολλή προσοχή και μεράκι το έργο, αν και η ερμηνεία της ήταν κάπως έντονη, φλερτάροντας ορισμένες φορές με την υπερβολή, για το δικό μου γούστο πάντα. Τα σκηνικά ήταν λιτά αλλά ποιητικά και ταίριαζαν απόλυτα με το έργο.

Αυτό που δεν μου άρεσε όμως ήταν το κείμενο, με την έννοια ότι το βρήκα πολύ ενδιαφέρον αλλά και μελοδραματικό. Χωρίς να θέλω να παρεξηγηθώ, η μόνη συμφορά που δεν πέφτει πάνω στην οικογένεια είναι μάλλον ο καρκίνος, καθώς όλα τα υπόλοιπα (φτώχεια, εξαρτήσεις, σεξουαλική κακοποίηση, παραμέληση από γονείς, στοιχεία αιμομειξίας, απώλεια ταυτότητας, ψυχική ασθένεια κ.α.) είναι ή ήταν εκεί για να τους βασανίσουν. Με ένα τόσο βαρύ συναισθηματικά κείμενο ως βάση, η σκηνοθεσία της Βαγενά δεν επιλέγει να χαμηλώσει την ένταση, αλλά μάλλον να την παρουσιάσει όπως έχει, και δεν μπορεί να κατηγορηθεί για αυτό. Κάτι ακόμα που βρήκα λίγο ιδιότυπο στην παράσταση ήταν ότι οι ήρωες θα μπορούσαν να έχουν έρθει από το Σουφλί και όχι από την Τιφλίδα. Δεν ξέρω πώς «μιλούσαν» οι ήρωες στο αρχικό κείμενο, δεν υπήρχε όμως στην παράσταση κάποιο στοιχείο ξενικής προφοράς (η Βαγένα μάλιστα μιλούσε απροσδόκητα με έναν τρόπο που θύμιζε ηπειρώτικο ιδίωμα), ούτε και πολιτισμικά στοιχεία τα οποία παροντικά να παραπέμπουν στη μεικτή ταυτότητα των ηρώων, πέρα από τις σκόρπιες αφηγήσεις της μητέρας και του σχιζοφρενή γιου για τη ζωή στην Τιφλίδα, λίγες λέξεις στα ρώσικα και κάτι πιτάκια που έτρωγαν στην αρχή οι ήρωες. Αν το έργο έβαζε ένα ρεαλιστικό στοίχημα για τον εαυτό του, εδώ φοβάμαι πως το έχανε ξεκάθαρα.

Συζητώντας με το Μάριο καταλήξαμε στο ότι το θέμα του έργου μάλλον δεν ήταν η κοινωνική καταγγελία, (αν και εύκολα μπορεί να ερμηνευθεί και έτσι η παράσταση), όσο η παιδική ηλικία και η πατρίδα ως απωλεσθέντες παράδεισοι. Το «Γάλα» σίγουρα ανοίγει τη συζήτηση αποτελεσματικά, τουλάχιστον αν κρίνω από τους δυο μας, που περάσαμε μία περίπου ώρα κουβεντιάζοντας τι είδαμε και τις μας έκανε να σκεφτούμε. Προσωπικά όμως το μόνο μέρος της παράστασης που με συγκίνησε πραγματικά, ήταν οι δύο τελευταίες σκηνές με το Στέφανο Κοσμίδη, ακριβώς επειδή έβλεπα έναν άνθρωπο που μου έμοιαζε πραγματικός, να πονάει και να συγκρούεται με τον εαυτό του και τη σκληρή πραγματικότητα. Όλο το υπόλοιπο έργο μου έφερε δυστυχώς την αποστασιοποίηση που μου προκαλούν πάντα τα μελοδράματα, παρακολουθούσα, καταλάβαινα, τεντωνόμουν, αλλά δε συγκινούμουν τελικά. Όπως και να ‘χει πάντως, πιστεύω πως αξίζει να το δείτε.
[Πληροφορίες για την παράσταση, η οποία μεταφέρθηκε πλέον στο θέατρο Βασιλάκου, μπορείτε να βρείτε εδώ.]


25.11.07

Honeydrip trip! – indieannalog set 2

Γη... A flock of seagulls – Wishing (if I had a photograph of you). Ανέβηκα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με πολλές ελπίδες και κατεβαίνω με πολλές φωτογραφίες! Ωραία! :)

Φωτιά... Feist – Past in present. Το κορίτσι έχει τον τρόπο του να σε ξυπνάει γλυκά Κυριακή πρωί, κι ας έχεις και hangover!

Αέρας... Κι έλεγα κι εγώ, τόση ξεπατικωσούρα πέφτει στα 80s, η Kate Bush πώς την έχει γλυτώσει μόνο με πολλαπλές διασκευές στο running up that hill; Ιδού λοιπόν οι Friday bridge στο Love and nostalgia που όχι ότι φτάνει το Wuthering heights, αλλά καλά το πάει!

Νερό... Camera obscura – Alaska. Για πολικό ψυχός είχα προετοιμαστεί αλλά τελικά μια χαρά καιρό μας έκανε η Θεσσαλονίκη. Πολύ καλό καιρό και πολλή και καλή παρέα!

24.11.07

Jacques Brel: Ne Me Quitte Pas

Χτες βράδυ βρέθηκα μετά από καιρό με το Δύνη. Πήγαμε και είδαμε το "Γάλα" (σχετικά με αυτό σκέφτομαι να σας γράψω τη Δευτέρα) και τα ήπιαμε σε ένα αράβικο στο Μεταξουργείο. Κουβέντα στην κουβέντα, μου ανέφερε ότι ένα από τα ωραιότερα πράγματα που έχει δει-ακούσει στο Youtube, είναι αυτό το τραγούδι, με την ερμηνεία του Jacques Brel. Το έψαξα, το άκουσα και δε βρίσκω λόγο να διαφωνήσω. [Με αγγλικούς υπότιτλους μπορείτε να το ακούσετε εδώ.]

Προς το πιστό αναγνωστικό μας κοινό

Σήμερα, όπως κάθε Σάββατο, ανέβασα ένα χιουμοριστικό "επιστημονικό" κείμενο στον Τηλεμπούφο.

23.11.07

ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ (γρήγορο ποίημα)

Στις γκαρσονιέρες πάντα μόνος περνώ
Από το μπάνιο τα νερά βραχυκυκλώνουν το ράδιο
Απ’ το μπαλκόνι το τσιμέντο, γρόθος στο στομάχι

Σε κατσαρόλες δίχως καλεσμένους, μύκητες
Το χνούδι στα λεμόνια γλεντάν έντομα
Τέλη Οκτώβρη με ματώνουν κουνούπια
Ανέραστα σεντόνια γλείφουν τα πλακάκια
Στο πρωί αντεπιτίθεμαι με ύπνο στανικό
Στην άδεια μέρα με άγχος αναβλητικού
Στο βράδυ με τηγανιτό τυρί και ζαχαρούχο γάλα
Στη νύχτα ξύνοντας την αρρώστια μου
Σα να’ ταν άνθρωπος.
Σώμα πρησμένο, για να μην εκπνεύσω
Παρότι υγιεινιστής, ενδίδω σε τσιγάρο
Φτύνω το σταχτί σάλιο στην αυλή
Τζούρα τρεχαλητή, ζαλίζομαι
Ακούω το μινόρε της αυγής
Πάω να κλάψω
Μα ηρεμώ με άγχος για σχέδια
Θέλω πολλά να κάνω στη ζωή μου
Σβήνω τη γόπα στο κάγκελο
Τότε βλέπω ένα παράθυρο
Αριστερά, φωτισμένο
Ένα κανίς σουλατσέρνει
Θυμάμαι άλλο παράθυρο
Σε άλλη γκαρσονιέρα, μισή απ’ αυτή
Με πιο χαλασμένα υδραυλικά
Το κοίταζα κάθε Σάββατο βράδυ
Σαν πεταλούδα που καιγόταν, σαν ελπίδα κενής Διαθήκης.

22.11.07

Επιστολή διαμαρτυρίας σχετικά με το κυνήγι

Ο μπλόγκερ ΔΕ ΜΑΣΑΜΕ ΡΕ προτείνει να στείλουμε αυτή ή μια παρόμοια επιστολή στον Πρωθυπουργό:

ΔEIΓMΑ EΠIΣTOΛHΣ ΠΡOΣ TON κ. ΠΡΩΘΥΠOΥΡΓO

Υπόψιν:

Προέδρου ΠΑΣOK κ. Γιώργου Παπανδρέου
Γενικής Γραμματέας του KKE, κ. Αλέκας Παπαρήγα
Προέδρου του ΣΥΡIZΑ, κ. Αλέκου Αλαβάνου
Υφυπουργού κ. Kιλτίδη

Αξιότιμε κ. Πρωθυπουργέ:

Σας παρακαλώ να ζητήσετε από τον Υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων κ. Kιλτίδη να ανακαλέσει την απόφαση που εξέδωσε με την οποία επιτρέπει το κυνήγι για την τρέχουσα κυνηγητική περίοδο. Και μάλιστα παρακάμπτοντας πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Eπικρατείας η οποία το απαγόρευε λόγω των ολέθριων επιπτώσεων που είχαν οι φωτιές του καλοκαιριού στην πανίδα και χλωρίδα της χώρας.

Kύριε Πρωθυπουργέ η απόφασή σας αυτή γύρω από το θέμα της φετινής κυνηγετικής περιόδου αποτελεί σοβαρό ζήτημα για πολλούς από τους συμπολίτες μας και η απόφασή σας έχει μεγάλη σημασία για εμάς.

Mε εκτίμηση,

‘Oνομα - Eπώνυμο …

---------------------------------

Δεν έχω δυστυχώς την κατάρτιση να ανοίξω εδώ μια γενικότερη συζήτηση για τη σκοπιμότητα του κυνηγιού, αν και προσωπικά μιλώντας, νιώθω πραγματική απέχθεια για τα όπλα κάθε είδους (πόσο μάλλον για το να διασκεδάζεις σκοτώνοντας). Επί του συγκεκριμένου όμως, νομίζω ότι δύσκολα θα διαφωνήσουμε με το κείμενο του "Δε μασάμε", η φύση χρειάζεται το χρόνο της για να ησυχάσει και να αναγεννηθεί, τουλάχιστον τη φετινή χρονιά.

---------------------------------

Ανανέωση 23/11/2007: Αντίστοιχη πρωτοβουλία πήρε και ο Μαύρος Γάτος, για ομαδική επιστολή όμως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν έχω το χρόνο να μεταφέρω προς το παρόν το κείμενο, μπορείτε όμως να επισκεφθείτε το μπλογκ του για λεπτομέρειες.

20.11.07

Η Μέδουσα στα σκαλιά της Ιπποκράτους

Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Ίσια μακριά μαλλιά. Πήρε το ηλεκτρικό ψαλίδι.

«Θερμότητα» σκέφτηκε, «πώς μετράμε τη θερμότητα αν όχι με τη θερμοκρασία: ποια είναι ακριβώς η σχέση της θερμότητας με τη θερμοκρασία, πρέπει να το βρω μέχρι αύριο. Τι θα γίνει αν με ρωτήσει καθηγητής στο μάθημα και δεν το ξέρω. Σιγά μη με πάρει για Μεταπτυχιακό μετά». Τύλιξε μια τούφα στο ψαλίδι. Την άφησε να ψήνεται.

«Α μωρή γουρούνα πότε θα σταματήσεις να τρως» μονολόγησε τσιμπώνταςτα μάγουλά της. «Τώρα αυτό βέβαια πώς κρίνεται αντικειμενικά; Εννοώ, πράγματι η μάζα σώματος μου αυξήθηκε κατά 4kgr αλλά το αισθητικό συμπέρασμα και ο ηθικός χαρακτηρισμός «γουρούνα» προκύπτει υπό το πρίσμα της σημερινής φιλοσοφίας περί ομορφιάς: βάση αυτού του προτύπου είμαι χοντρή, αν ήμασταν στην Αναγέννηση θα ήμουν κοκαλιάρα».

Άουτς! Το ψαλίδι είχε ακουμπήσει στο λαιμό της. «Σκατά» είπε και έβαλε λίγο σάλιο στο έγκαυμα. «Σκατά! Τώρα θα με δει και ο τύπος στη σχολή και θα νομίζει ότι έχω γκόμενο, ενώ είμαι μόνη, ολομόναχη Και που δηλαδή χέστηκε, τα' χει με άλλη δέκα χρόνια, μ’ εμένα θα ασχολείται, σιγά»! Και συνέχισε να γυρίζει τούφες στο ψαλίδι. Καθώς οι σκέψεις στριφογύριζαν στο κεφάλι της.

«Ωραίο λουκ» της είπαν την επομένη οι φίλες της.
«Ναι, ωραίες μπούκλες» πρόσεξε και ο τύπος που της άρεσε.
Τον κοίταξε στα μάτια σα να του έλεγε «Δεν είναι μπούκλες. Είναι φίδια. Εσύ ειδικά περίμενα να καταλάβεις ότι είναι φίδια. Τα φίδια της σκέψης. Εσύ ειδικά περίμενα να καταλάβεις ότι πνίγομαι από σκέψεις. Εσύ ειδικά που σε διάλεξα γιατί είσαι ο πιο έξυπνος, αυτός που καταλαβαίνει».

Αλλά κανείς δεν ήταν μέσα στο κεφάλι της. Ούτε καν αυτός. Που τον διάλεξε. Για να καταλάβει. Κανείς δεν μπορούσε να μπει και να γιατρέψει το μυαλό της. Εκτός...
Έκατσε πάλι έξω στα σκαλιά. Έβαλε πάλι τα ακουστικά. Και πάτησε το play. «Πάλι οι δυο μας» σκέφτηκε. Και την άφησε να γητέψει τα φίδια της σκέψης της...

19.11.07

Κ - 13

Είναι το όνομα της παράστασης του Φοίβου Δεληβοριά στο Ζυγό (Κυδαθηναίων 22, Πλάκα, κάθε Δευτέρα και Τρίτη), όπου πήγαμε την προηγούμενη Δευτέρα με το συγκάτοικό μου το Γιάννη.
Ο Φοίβος έχει συνδεθεί άρρηκτα με διάφορες μεταβατικές στιγμές της ζωής μου:
- τη δεύτερη φορά που έδινα Πανελλαδικές και νόμιζα πως ήμουνα ερωτευμένος, με ηρεμούσε με τα μελαγχολικά του παραμύθια
- στον ανοιξιάτικο οριστικό χωρισμό μου με την Ε., μετά από τέσσερα τρικυμιώδη χρόνια, με συμβούλευε να βρω μέσα μου μια ευθεία γραμμή, για να μη γίνω ακόμη ένα τροχαίο το Πάσχα
- πριν λίγους μήνες, στις τελικές ετοιμασίες για την κάθοδο στην Αθήνα, μου έδινε ένα υπέροχο, σουρεαλιστικό εμβατήριο, που μουρμούριζα συνέχεια.
Για αυτούς και πολλούς άλλους λόγους, ο Φοίβος στο Ζυγό δε μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ακούγοντας τον σε τραγούδια που ξέρω, μέσα σε ένα γκριζόμαυρο χώρο με κακή ακουστική. Αυτό που πραγματικά με συγκίνησε ήταν οι διάσπαρτες μικρές εκπλήξεις της παράστασης:
η νεότατη και τσαχπίνα Μάρω Μαρκέλλου, σε δυο δικά της τραγούδια, σαν μια εικοσάχρονη, αναγεννημένη Μαριαννίνα Κριεζή
ο κιθαρίστας Βασίλης Πιερρακέας σε εξαιρετικά σόλο με την κιθάρα του και ερμηνεύοντας κλασικό ροκ με τρόπο που καιρό είχα να ακούσω ζωντανά
ο ντράμερ Βασίλης Καρλής, πυρετώδης και ημίτρελος, με αξέχαστη φάτσα και απίστευτο ρυθμό.
Και μόνο για να ακούσετε αυτούς τους τρεις, αξίζει να πάτε.
[Τα Μουσικά Προάστια πριν λίγες μέρες δημοσίευσαν μία συνέντευξη που τους έδωσε ο Φοίβος Δεληβοριάς, στην οποία περιγράφει με αρκετή λεπτομέρεια την παράσταση.]

18.11.07

"Παρακαλω μην αναδημοσιευετε κειμενα ή εικονες του μπλογκ χωρις την αδειά μου."

Έτσι έγραφε ο κύριος Φώλιος στο εξαιρετικό μπλογκ του.
Ο κύριος Στάθης Τσαγκαρουσιάνος ξέχασε ή δε θεώρησε σημαντικό να ζητήσει την άδειά του.
Ο κύριος Φώλιος θύμωσε πολύ και έκλεισε το μπλογκ του.
Μπορείτε να διαβάσετε στην Κουρούνα την ψύχραιμη οπτική ενός τρίτου,
αλλά και το νομικό πλαίσιο σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία.

[Ανοίξαμε κουβέντα στη Γητεύτρια, αν ενδιαφέρεστε, κοπιάστε στα σχόλια.]

Δε θα περά- δε θα περάσει ο χειμωνισμός! – indieannalog set 1

Καθώς η Λίστα Άμμου χάθηκε με την έρημο, η Ινδιάννα εμπνέεται από τα τέσσερα στοιχεία της νέας φύσης γύρω και ετοιμάζει τα indieannalog sets. Σε αυτά θα βρίσκετε: ένα τραγούδι παλιό και σταθερό σαν τη γη, ένα βαθύ και σκοτεινό σαν το νερό, ένα καινούριο και «καυτό» σαν τη φωτιά, δυο που τα μπέρδεψε ο αέρας (διασκευές, κλοπές, δάνεια, samples, κλπ). Καλή ακρόαση!


Γη: Beatles – Oh darling Το Abbey Road (μαζί φυσικά με το White album) θεωρείται απ’ τα πιο επιδραστικά και progressive L.Ps όλων των εποχών. Διαλέγω αυτό το τραγούδι που φαίνεται τραγικά απλό και συνηθισμένο για να θυμίσω ότι μερικές φορές, πέρα από τις εντυπωσιακές μελωδικές συλλήψεις και τις περίεργες ενορχηστρώσεις, αρκεί το πάθος. Ένα riff σκέτη εμμονή, ένα τρελό πιάνο, μια κιθάρα με μπλουζ αναφορές και χαζά φωνητικά που υπογραμμίζουν (διακωμωδώντας θαρρείς!) τα ουρλιαχτά του Τζον. Της κακομοίρας!

Φωτιά: I'm from Barcelona - I am a painter Καταρχάς αυτοί είναι από την Βαρκελώνη όσο κι η δική μου σκούφια κρατάει από το Ρέικιαβικ (πόσες πιθανότητες έχω, Ινδιάννα πράμμα). Από εκεί και πέρα η γεωγραφία δεν έχει σημασία και μιλάμε για το πιο χαρούμενο τραγούδι της χρονιάς!

Αέρας:
Η brit pop στα ντουζένια της και οι Boo Radleys έπαιζαν αντί ξυπνητηριού σε όλα τα εφηβικά δωμάτια των 90’s. Οι Electric soft parade δημιουργήθηκαν στο Brighton λίγα χρόνια μετά και έβγαζαν εκπληκτικά singles (πχ. empty at the end, there' s a silence) αλλά δεν τους ήξερε ούτε η βρετανομάνα τους τότε. Φέτος χτυπάνε την πόρτα της δημοτικότητας με το misunderstanding, που μοιάζει με διασκευή του wake up Boo με λίγο πασπάλισμα από Grandaddy στο τέλος.

Νερό: Clem Snide – Exercise. Τον τελευταίο καιρό οι περισσότεροι συζητάνε αν το νέο-φολκ είναι μουσικό κίνημα. Κι εγώ αναρωτιέμαι αν αυτό είναι που πραγματικά τους απασχολεί, τη στιγμή που υπάρχουν καυτά διλήμματα στο προσκήνιο όπως: downtempo electro Σουηδία ή indie pop Καναδάς; :-P

17.11.07

Το Πολυτεχνείο ζει, κάποιοι όμως πέθαναν

Άνοιξε με δυσκολία την πόρτα του ασανσέρ και έβγαλε μία μία τις σακούλες στο διάδρομο. Ωραία ήταν το Σαββατοκύριακο στο χωριό, ξεκουράστηκαν με τον άντρα της το Σταύρο κι έφεραν ένα σωρό πράγματα. Που να βρεις σφέλλα και παστό στην Αθήνα, έπρεπε να κατεβείς στη Βαρβάκειο και τα πλήρωνες χρυσά. Άσε τα χόρτα, μόνο αντίδια και ραδίκια είχαν στα μανάβικα, πικρά και νόστιμα δεν ήταν όμως σαν τα άγρια χόρτα.
Χόρτα θα έκανε σήμερα για το Νίκο της, μαζί με γαύρο τηγανητό. Διάβαζε πολύ το πουλάκι της, σε λίγο θα έδινε εξετάσεις, όλα καλά να πήγαιναν και θα το έπαιρνε το πτυχίο του ακριβώς στα τέσσερα χρόνια. Ναι ναι, ψάρια τηγανητά, να δυναμώσουν τα ματάκια του, τα είχε ταλαιπωρήσει πολύ με τα ξενύχτια, πότε στο σπίτι διαβάζοντας, πότε τρέχοντας τα βράδια με την οργάνωση.
Καθώς ξεκλείδωνε την πόρτα, σκεφτόταν πόσο περήφανη ήταν για το γιο της. Είχαν αγωνιστεί κι αυτοί στον καιρό τους, ο Σταύρος της μάλιστα θα ήταν πεθαμένος τώρα, αν δεν είχε υπογράψει τη δήλωση, τους πήγε όμως τη ζωή τους πίσω όλο αυτό, πού καιρός για σπουδές και διαβάσματα. Αυτή στο εργοστάσιο φασόν, ο Σταύρος με τα υδραυλικά, το έβγαζαν το ψωμί τους τίμια και φοβισμένα, μην τους θυμηθεί ξανά η ασφάλεια, ειδικά τώρα που τα πράγματα είχαν ξαναδυσκολέψει. Ο Νίκος της όμως, τι προκομμένος που ήταν, τι καλός, και στη Νομική από τους πρώτους, και με τους συντρόφους του να τρέχει, μήπως και έφευγε από πάνω τους τούτη η χολέρα.
Κάτι δεν της πήγε καθόλου καλά με το που άνοιξε την πόρτα, μια παράξενη ησυχία ήταν απλωμένη στο σπίτι, ο Νίκος της πάντα είχε μουσική να παίζει, είτε ραδιόφωνο, είτε εκείνον που μιλούσε ακαταλαβίστικα, το Σαββόπουλο. Δε μπορεί να μην ήταν σπίτι, του το ‘χαν πει ότι θα ‘ρχονταν. Προχώρησε προς το σαλόνι και οι σακούλες της έπεσαν από τα χέρια.
Ο Νίκος κρεμόταν γυμνός από μια θηλιά στερεωμένη στον πολυέλαιο, με το πρόσωπο του παραμορφωμένο και τη γλώσσα έξω, ενώ το σώμα του είχε πάρει ένα άρρωστο κιτρινοπράσινο χρώμα. Η τελευταία της σκέψη πριν λιποθυμήσει ήταν πως είχε να τον δει γυμνό από τα δώδεκα, και είχε απλώσει το χέρι σε ένα μακρύ, κεντητό σεμέν, για να το τυλίξει γύρω του, ντρεπόταν να τον βλέπει, αλλά δεν πρόλαβε.
Τη συνέφεραν οι φωνές της Ρίτσας, της νεαρής γειτόνισσας, που είχε βρει την πόρτα ανοιχτή, ανησύχησε και μπήκε να δει τι συμβαίνει. Σηκώθηκε, ζήτησε από τη Ρίτσα να τη βοηθήσει, και με πέτρινο πρόσωπο έφερε τη μεγάλη ροτόντα κάτω από το σώμα του Νίκου, ανέβηκε στο τραπέζι και έκοψε τη θηλιά. Αφού σκέπασε το ξαπλωμένο σώμα με ένα σεντόνι, λιποθύμησε για δεύτερη φορά δίπλα από το τραπέζι με το νεκρό γιο της.
Ώρες αργότερα, μαζί με τη Ρίτσα και το Σταύρο συζήτησαν και συμφώνησαν ότι δε μπορούσε να είναι αυτοκτονία, ένας άνθρωπος δε γίνεται δυστυχισμένος μέσα σε ένα σαββατοκύριακο. Ντύθηκαν, κλείδωσαν το σπίτι και ξεκίνησαν για το αστυνομικό τμήμα.
Ο διευθυντής της Ασφάλειας τους άκουσε με προσοχή, συνοφρυώθηκε όμως όταν ο Σταύρος άρχισε να μιλάει για το ενδεχόμενο της δολοφονίας. Ήρεμα, αλλά αυστηρά, γύρισε προς το μέρος της και τη ρώτησε:
-Έχετε ένα ακόμα γιο, έτσι δεν είναι;
-Ναι, αλλά που κολλάει αυτό;
-Κοίτα να δεις, κυρία μου, μπορείτε να έχετε ένα γιο που αυτοκτόνησε κι έναν που ζει. Μπορείτε να έχετε και δυο γιους που σκοτώθηκαν για άγνωστους λόγους. Εσείς διαλέγετε.

[Ο πυρήνας της ιστορίας είναι πραγματικός και συνέβη πριν τριάντα τέσσερα περίπου χρόνια στο Βύρωνα, λίγο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Για όσους/ες τυχόν δεν το γνωρίζουν, ο διάδοχος του Παπαδόπουλου, Ιωαννίδης, πήρε πίσω όλα τα «φιλελεύθερα» μέτρα που είχαν δειλά δειλά εισαχθεί με την κυβέρνηση Μαρκεζίνη και ξεκίνησε μια νέα περίοδο τρομοκρατίας απέναντι στους/ τις αντιφρονούντες/ ούσες. Ευχαριστώ τη Χριστίνα Χρηστίδου και τον Παύλο που μου διηγήθηκαν την ιστορία.]

14.11.07

Αμμαζόνιος

Το νερό χύθηκε για άλλη μια φορά έξω από την μολύβδινη λεκάνη με τους υγρούς κρυστάλλους, αδυνατώντας να αναμιχθεί με το υλικό της. Ο Άννας άφησε την κανάτα παράμερα και κοίταξε μέσα στο διάφανο υγρό: η έρημος συνέχιζε την ήρεμη, άγονη ζωή της με τον καυτό ήλιο να χαϊδεύει τους σκορπιούς και τους αμμόλοφους.
- Ρε Κωστάκη, είσαι σίγουρος ότι το κάνουμε σωστά;
- Πουλάκι μου, αφού ξέρεις ότι εγώ δεν ασχολούμαι με αυτά! Ακολούθησα κατά γράμμα τις οδηγίες της Ίσιδας, να δες, έχω εκτυπώσει και το μέιλ της...
Διάβασαν με προσοχή το μέιλ ξανά και ξανά, όλα τα είχαν ρίξει, και τα τριμμένα όστρακα και τα δάκρυα του δευτερότοκου, και τα πέταλα από νούφαρα, κάτι δεν πήγαινε καλά όμως.
-Ωπ, να τι ξεχάσαμε!, είπε ο Άννας και ακούμπησε με το δάχτυλο του το υστερόγραφο. Η Ίσις το έγραφε ξεκάθαρα:

«Άμμε μου, για να πετύχει η τελετή πρέπει να τραγουδήσετε και κάτι που να ταιριάζει με την αλλαγή που θα φέρετε. Ελπίζω να μη δυσκολευτείτε να βγάλετε άκρη με το Σαμμάνο, απ’ ό,τι θυμάμαι ακούτε πολύ διαφορετική μουσική.»

Ο Άννας τον κοίταξε χαμογελώντας.
- Πώς το βλέπεις, αμμούδι, θα τραγουδήσουμε;
- Ξέρω γω, πώς σου φαίνεται αυτό του Σαββόπουλου;
Η επιφάνεια της λεκάνης αναταράχτηκε, ελάχιστο νερό όμως κατάφερε να διαπεράσει την επιφάνεια της, όταν ξαναδοκίμασαν. Μια λεπτή ψιχάλα απλώς έβρεξε για λίγο την έρημο, αλλάζοντας το χρώμα των αμμόλοφων από χρυσό σε ανοιχτό καφέ.
- Άσε τώρα ρε Κωστάκη, μια καλή διασκευή δεν έχει ο δίσκος πέρα από τις παλιές, αυτό βρήκες;
- Οκέι, κατάλαβα, δεν έχω γούστο στη μουσική. Για πες εσύ, που εξειδικεύεσαι ως Σαμμάνος.
- Εδώ χρειαζόμαστε κάτι μυστικιστικό -όπως αυτό των Cure. Για να δούμε, θα έχουμε καλύτερη τύχη τώρα...
Ο Κώστας έριξε νερό πάνω στη στιλπνή επιφάνεια, μια δίνη δημιουργήθηκε που ρούφηξε λίγο από αυτό, το περισσότερο όμως πάλι κύλησε προς τα έξω. Ένα ορμητικό ποτάμι ξεκίνησε να κυλά στην έρημο, πρασινίζοντας τις περιοχές γύρω του, όλο το υπόλοιπο τοπίο παρέμεινε όμως άνυδρο και ξερό.
Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι και ο Κώστας έτρεξε να ανοίξει. Με το που μπήκε στο σπίτι, ο Μάριος πήγε να αγκαλιάσει τον Κώστα αλλά αμέσως φώναξε:
- Πω πω νερά! Τι έγινε ρε παιδιά, πλημμυρίσατε;
Ο Κώστας αναστέναξε.
- Ρε Μάριε, δε λέγαμε τις προάλλες στο PΟΡ ότι θα αλλάξουμε την εμφάνιση του μπλογκ; Αυτό παλεύουμε τόση ώρα, αλλά δεν περνάει το νερό με τίποτα, πουτάνα τα έχουμε κάνει.
- Α, Κωστή μου, εγώ σας το έλεγα ότι το μπαρ δεν είναι μέρος για να συζητάμε, το είχα ξεχάσει τελείως. Ποιο είναι τώρα το πρόβλημα;
- Δε μπορούμε να βρούμε ένα τραγούδι που θα ανοίξει τον ουρανό της ερήμου, για να περάσει το νερό.
- Χαχα, αυτό είναι όλο; Γιατί δε δοκιμάσατε κάτι από την τρελή του φεγγαριού;
Η λεκάνη ξεκίνησε να κοχλάζει, πετώντας σταγόνες δεξιά και αριστερά, που αμέσως πάγωναν και σχημάτιζαν κρυστάλλους, τα γνωστά «ρόδα της άμμου». Σε λίγο η στιλπνή επιφάνεια είχε χαθεί, δίνοντας πλέον την αίσθηση ενός ανοιχτού παράθυρου στην έρημο. Ο Άννας δοκίμασε διστακτικά να την ακουμπήσει, αλλά το χέρι του βυθίστηκε μέσα, φτάνοντας μέχρι την επιφάνεια της ερήμου. Ανάδεψε για λίγο έναν αμμόλοφο και σχολίασε: «μάλλον είναι η πρώτη φορά που κυριολεκτικά σκουπίζω στην έρημο! Νομίζω ότι είμαστε έτοιμοι.»
Ο Κώστας γέμισε για μια τελευταία φορά την κανάτα και έριξε αργά νερό μέσα στο άνοιγμα. Μαζί με το Μάριο και τον Άννα, έσκυψαν για να δουν τι θα γινόταν.

Έβρεχε για ώρες στην έρημο, με αστραπές και χαλάζι. Η άμμος στην αρχή ρουφούσε το νερό, σιγά σιγά όμως δημιουργήθηκαν μικρές λίμνες και ρυάκια, που ολοένα μεγάλωναν. Μαζί με τα ζώα της ερήμου που έτρεχαν να σωθούν από την πλημμύρα, ο Σαμμάνος είχε σκαρφαλώσει σε μια φοινικιά ελπίζοντας ότι τα νερά δε θα ανέβαιναν τόσο. Ένας κεραυνός ταξίδεψε γρήγορα από τον ουρανό, χτύπησε το δέντρο μαζί και το Σαμμάνο, που έπεσε αναίσθητος στο έδαφος. Κι ο ύπνος του ήτανε βαρύς.
Ξύπνησε απ’ το φως, που κατέβαινε απαλό ανάμεσα από τα πυκνά φύλλα και έκανε τα φτερά των λιβελλούλων να ιριδίζουν πανέμορφα. Είδε πως βρισκόταν πλάι σε μια λίμνη γεμάτη νούφαρα και άνθη λωτού. Μα πώς βρέθηκε εκεί; Προχώρησε πιο κοντά στην όχθη, κοίταξε μέσα στο νερό και έμεινε λίγο έτσι. Στην επιφάνεια της λίμνης καθρεφτιζόταν μια ερυθρόδερμη ιθαγενής, στην ουσία γυμνή, αφού τα καψαλισμένα ρούχα της ελάχιστα την κάλυπταν. Μα αυτά τα κουρέλια πάνω δεν ήτανε δικό της υφαντό και το βραχιόλι στον καρπό ήτανε του Σαμμάνου.
Η Ινδιάννα κοίταξε μέσα στην αντανάκλαση των ματιών της στο νερό, σαν κάτι να έβλεπε. «Σαμμάνε;» παραμίλησε. Μα το νερό σώπασε. «Σαμμάνε εσύ είσαι; Τι μου συμβαίνει; Πώς βρέθηκα εδώ»; Καμιά απόκριση. Κι έτσι απελπισμένη γονάτισε, έπεσε μπροστά κι άρχισε να κλαίει. Και τότε κάτι άκουσε. Σαν ψίθυρο. Απ’ τη γη. Σκύβοντας στην όχθη, πήρε μια χούφτα βρεγμένο χώμα και το ρώτησε: «Άμμε, εσύ είσαι; Μεταμορφώθηκες; Τι έγινε, θα μου εξηγήσεις»; Το χώμα δε μίλησε, μια δίνη σχηματίστηκε όμως μέσα στη λίμνη και μια γλυκιά, βαθιά φωνή ακούστηκε απ’ τα σπλάχνα της.
- Όλους μας άλλαξε ο κατακλυσμός, για το καλό μας. Ο άμμος πήρε την υγρασία που του έλειπε, εγώ απέκτησα σπειροειδή κίνηση και βάθος.
- Κι εγώ πώς βρέθηκα εδώ; Τι έγινε ο Σαμμάνος;
- Ο κεραυνός τον χτύπησε και έπαθε αμνησία. Σε κουβαλούσε μέσα μα πια δε σε γνωρίζει. Χωρίς σφραγίδα ανάμνησης ποια είσαι δε θυμάται. Και νιώθει μέσα του κενό και κίνησε ταξίδι να βρει, ν’ ανακαλύψει το άλλο του μισό...
Η Ινδιάννα κοίταξε πέρα, σε ένα άνοιγμα που σχηματιζόταν ανάμεσα στα ψηλά δέντρα. Κελαηδίσματα από αηδόνια και κρωγμοί παπαγάλων ακούγονταν ανάμεσα στα δέντρα. Καθώς προχωρούσε ακολουθώντας τους ήχους, σκεφτόταν: «Θα πιάσω το νήμα της μουσικής του. Θα το γνέσω στα χέρια μου, να γίνει πιο γερό. Να κρατήσει μέχρι να τον βρω. Να ξαναβρώ το άλλο μου μισό».

11.11.07

Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος και κυρίως η αδελφή του η γοργόνα;

Είμαι πραγματικά αμφίθυμος απέναντι στον Ευγένιο Αρανίτση: πάνω που λέω ότι έχω βαρεθεί τους κρυπτικούς λαβυρίνθους των γρίφων του και τις ατέρμονες περιδινήσεις του απο- ή μεταδομιστικού του ύφους (γραμμένα συνήθως όπως η προηγούμενη φράση) δημοσιεύει στα ξαφνικά ένα έξυπνο, όμορφο κείμενο όπως αυτό.

Κάνει μοναξιά ή εγώ είμαι μόνος; - Λίστα Άμμου 36

Something old… Cities - The writing on the wall. Ένα από τα τραγούδια που ταιριάζουν πολύ σε νυχτερινές πόλεις, με βροχή κα μποτιλιάρισμα κι εκείνη την ανεξήγητη ταχυπαλμία που σε πιάνει στην Κηφισίας όταν δεν έχεις πουθενά να πας, αλλά φοβάσαι ότι τελικά θα αργήσεις...

Something new… Kevin Drew - Too beautiful to fuck. Η φωνή του είναι υποβλητική και η μουσική σε τραβάει από το χέρι, ακολουθείς σχεδόν ναρκωμένος χωρίς να ξέρεις πού θα βγεις –και μεταξύ μας, δεν είσαι πολύ ασφαλής, είναι κομματάκι psycho αν κρίνω απ’ τον τίτλο και τα γυαλικά που σπάνε. ΥΓ. Αν το όλο concept σας θυμίζει broken social scene, είναι επειδή είναι! Ο Kevin Drew εκτός από front- man τους στην ουσία είναι οι broken social scene...

Something borrowed… Έψαξα στο internet και πήγα να το παίξω τζάμπα μάγκας λέγοντας ότι ξέρω το λόγο που οι Irene στο Back to me κατακλέβουν το With or without you των U2. Αλλά δεν βρήκα τίποτα. Και απλά θέλω να πω ότι των U2 είναι αριστούργημα, αλλά και των Irene, μια χαρά ακούγεται –αυτό το τρελό όργανο από πίσω δίνει μια πολύ νοσταλγική διάσταση.

Something blue… Deew - Waste of time. Ένα κομψοτέχνημα που οι περισσότεροι δε θα ανακαλύπταμε ποτέ αν δεν υπήρχαν τα cd του muzine. Thanx guys! :)

8.11.07

Αυγή και κατσαρείδα ...

Τις Πέμπτες πάντα παίρναμε free press
εγώ ήθελα Λάιφο εσύ Αθηνοβοές.
Διαβάζαμε με νες καφέ, ψωμί και μαρμελάδα
ειδήσεις -οιήσεις αχταρμάς στην μαμά- Ελλάδα
Καθώς λοιπόν πλησίαζα τις στοίβες
να σουλατσάρεις σ’ είδα στις εφημερίδες
με ένα βαρύ καφέ μπουφάν -σαν κατσαρίδα
με έναν καφέ –espresso fan! ’Kει σε ακρείδα ...
Ούτε που κοίταξες καν την προμετωπίδα
αμέσως έσπευσες στο «με είδες & σε είδα»
ενώ εγώ άνοιξα στου Nένε τη σελίδα
και στους Τζιχάντ –που έχουν χιούμορ σαν κροτίδα!
Σαν μ’ είδες μου ’γνεψες με τον καφέ
«πώς και δεν πήρες lifo» (μ’ ειρωνείας εφφέ)!
«Δεν σε ακούω» είπα δείχνοντας το ipod
και κοίταξα τα ολοκαινουριά σου Tods
και τράβηξα την μπλούζα να μακρύνει
κι έβηξες -μην πεις πως έχω παχύνει.
Τις Πέμπτες χώρια παίρνουμε free press
Εγώ ακόμα Λάιφο εσύ Αθηνοβοές

6.11.07

Ο ο ο ο όμορφοι Θεσσαλονικείς

Σάββατο στο πρώτο πρωινό λεωφορείο σχεδόν άυπνος, κοιμάμαι για όλη τη διαδρομή, με ένα μαγικό τρόπο ξαφνικά η Θεσσαλονίκη μπροστά μου.
Το τυπικό καλωσόρισμα: βροχή, κρύο, υγρασία, πνιγηρός και μολυσμένος αέρας.
Το κυκλοφοριακό ακόμη χειρότερο απ’ όταν άφησα την πόλη (ειλικρινά εύχομαι το μετρό να αξίζει όλη αυτήν την ταλαιπωρία)
Και για να μη σας κουράζω, η ίδια η πόλη δε μου έλειψε καθόλου.

Ωραίοι, βαθείς άνθρωποι όμως παραμένουν εδώ και το παλεύουνε όμορφα.
Όλους σχεδόν τους γνώρισα λίγο πριν φύγω, ο βασικότερος λόγος που δεν μετανιώνω τον τελευταίο ενάμιση χρόνο μου στη Σαλονίκη. Δύο κουβέντες για τον καθένα τους λοιπόν, με τη γλυκιά διάθεση να τους παινέψω.

Η Ολίβια, Πολωνίδα με θάρρος, ήρθε στην Ελλάδα από έρωτα για τον κινηματογράφο και το Μιχάλη, εμμονική με την τέχνη της, άξια και στα μάτια των άλλων (με μία υποτροφία την άφησα, με άλλη μία τη βρήκα), από τους πιο κεφάτους ανθρώπους που ξέρω.
Ο Μιχάλης, άντρας με θάρρος και χαλαρός ταξιδιώτης, άξιος θαυμασμού για την έλλειψη κάθε γνωστής αντρικής ανασφάλειας και ταυτόχρονα κάθε υπεροψίας, αγαπά τον κινηματογράφο και την Ολίβια. Ο πιο αισιόδοξος άνθρωπος που ξέρω μακράν.
Η πρώην δασκάλα μου των Γαλλικών, η Λίτσα, έμπειρη, θυμόσοφη, όμορφη. Ερωτευμένη με τον άντρα της και τη ζωή, πάντα επιμένει στην αξιοπρέπεια και την ευτυχία. Με δεδομένο ότι έχει γιο στην ηλικία μου, μικροδείχνει απίστευτα. Τέλειο, ειλικρινές, γάργαρο γέλιο.
Με τον Αντώνη μοιάζουμε πολύ για να μπορώ να τον θαυμάζω, χαίρομαι όμως βαθιά το πόσα πράγματα μπορούμε να κάνουμε μαζί και το πόσο εύκολα να συνεννοηθούμε. Διαβασμένος πολύ και ταλαντούχος σε πολλά, χωρίς καμία διάθεση να το δείξει ή να σε ανταγωνιστεί. Έχει και
μπλογκ, με αφορμή αυτό γνωριστήκαμε πριν λίγους μήνες.
Τη Μαρία την ξέρω δεκαπέντε χρόνια και είναι φίλη μου τα τελευταία δώδεκα. Είδαμε ο ένας τον άλλο να μεγαλώνει, να χάνεται στον κόσμο του, να επιστρέφει πίσω σοφότερος, ή τουλάχιστον σώος. Αγάπη σκέτη, απλή, θεμελιωμένη.
[Update 7/11 Τελευταία μέρα πριν φύγω κατάφερα να συναντηθώ και με την Ιωάννα (την Ιω. των σχολίων), καθώς δεν πήρα τελικά το τελευταίο βραδινό λεωφορείο για Αθήνα χτες, αλλά το μεσημεριανό σήμερα. Η Ιωάννα πήρε το αντίστροφο ρίσκο από το δικό μου, ανεβαίνοντας Σαλονίκη από Αθήνα, κυνηγώντας έναν έρωτα και ελπίζοντας ότι θα τα καταφέρει επαγγελματικά. Και οι δύο θαρραλέες επιλογές της δικαιώθηκαν, ενώ τη χαίρομαι που ξαναρχίζει να ασχολείται με το θέατρο μετά από καιρό. Άνθρωπος ζεστός, χαρούμενος και παθιασμένος, με μια γενναιοδωρία που πολλές φορές με έχει εκπλήξει.]
Η Δώρα βρίσκεται από πέρσι στη Ρουμανία, ο Γιώργος πήγε φέτος στη Βοστώνη. Λείπουν από την πόλη, λείπουν και σε μένα. Χαιρετίσματα και από δω, αν με διαβάσουν.

Κυριακή βραδάκι νέο λεωφορείο για Αλεξανδρούπολη, άνθρωποι κι εκεί που θα ‘θελα να δω, χωμένοι στην ηρεμία της επαρχιακής πόλης και της δεμένης οικογένειας, που τόσα χρόνια αποφεύγω. Το φιλόξενο σπίτι της κυρίας Δέσποινας και του κύριου Θόδωρου, με τις μυρωδιές από βότανα και τα παράξενα τσάγια, το γενναιόδωρο σπίτι του Βασίλη και της Πόπης, με ωραίες κουβέντες, βαθιά συναισθήματα και τους μεζέδες με το αλκοόλ να ρέουν ακατάπαυστα. Η παλιά μου συγκάτοικος, η Φιλίνα, προκομμένη και τυχερή, στήνει μια ζωή στην Αλεξανδρούπολη με απλά υλικά και δηλώνει ευτυχισμένη που επέστρεψε.
Όλα καλά κι εδώ, ο χρόνος κυλά με διαφορετικό ρυθμό αλλά την ίδια ποιότητα.

Σε λίγο παίρνω το τρένο για Θεσσαλονίκη και αμέσως μετά για Αθήνα. Χαιρετίσματα σε όλους, κοντινούς τώρα, μακρινούς σε λίγο!

4.11.07

μαμΑ ΜΜου, τα βλέπω όλα πράσινα! - Λίστα Άμμου 35

Something old… Metric – Too little too late. Άντε να χειμωνιάσει καμιά φορά, να το ακούμε με τσίτα τα ηχεία σε κλειστά δωμάτια!

Something new… Killers – Shadowplay. Ποτέ δεν εκτίμησα το somebody told me και ίσα που ανεχόμουν το bones, αλλά αυτό έλιωσα να το ακούω. Τελείως minimal και με joydivisioνικά ξεσπάσματα.

Something borrowed… Το Careless whisper εκσυγχρονίζεται απ’ τους Gossip σε στυλ «είμαι emo, τα έχω κάνει σκατά, τι να μαζέψω και από πού, ουρλιάζω, μπας και με ακούσεις “μείνεεε”!» και στην παραδοσιακή ροζ 80’ς εκδοχή (αγόρι και κορίτσι, πάρτι σε σπίτι, αδέξιο μπλουζ, το πηγούνι του ακουμπάει στις βάτες της κλπ) από τον George Michael .

Something blue… New Buffalo – Cheer me up thank you. Άντε, σας βάζω ένα ακόμα μπλουζ για να χορέψετε –χρειάζεστε κάτι σε καουμπόισσα βέβαια όπως το ακούω, αλλά δε θα δυσκολευτείτε να βρείτε μια: ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν!

ΥΓ. Κάποτε είπα στον Άμμο ότι νομίζω πως τα χάνω. Αυτός μου είπε να μην ανησυχώ εκτός αν βλέπω πράσινα ανθρωπάκια στο ταβάνι -αυτό είναι ένα σύμπτωμα! Αμμούδι, βλέπω να πρασινίζει η έρημος... Και δεν της πηγαίνει και το μοβ. Ωχ, δεν είμαι καλά!...

2.11.07

Ο κύριος Σπηλιώτης θερμά ευχαριστεί την κυρία Σουσού και θα ‘ρθει οπωσδήποτε

Τον μπλογκερ Ggia τον ήξερα ήδη κάποιο καιρό πριν να ξεκινήσουμε και οι δύο τα μπλογκ μας. Γνώριζα από τότε ότι ο Ggia χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερου τύπου ευθύτητα, η κοινή μας πρακτική όμως του απελευθέρωσε μια σειρά από ενδιαφέροντα σχόλια κατά καιρούς: ότι γράφω πολύ συχνά και γι’ αυτό τα περισσότερα κείμενά μου είναι μέτρια, ότι δεν υπάρχει κανένα νόημα στις ημερολογιακές μου καταχωρήσεις, καθώς μοιράζομαι τα προσωπικά μου με άγνωστους που δεν τους πολυενδιαφέρουν, ότι κακώς αναφέρω τους μπλόγκερ με τους οποίους γνωρίζομαι προσωπικά (καλή ώρα τον Ggia), γιατί μοιάζω να πουλάω μούρη στη μπλογκόσφαιρα. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα επιμένει ότι το μπλογκ μας έχει γίνει πολύ αβάν γκαρντ, χωρίς να είμαι βέβαιος αν το λέει για καλό ή για κακό. Σε αυτό το σχόλιο πάντως έδωσα πολλή περισσότερη σημασία.
Γενικά με τοn Ggia πρέπει να ξεπερνάς το προκλητικό του ύφος και να αναρωτιέσαι αν αυτό που κρύβεται πίσω από τον τρόπο του έχει ουσία (κι αρκετά συχνά έχει). Είναι αλήθεια λοιπόν ότι η συμβολή μου σε αυτό το μπλογκ υπήρξε πάντα «σοβαρή» στα θέματά της: την πρώτη περίοδο (Δεκέμβρης – Ιούνης) έγραψα μανιακά λογοτεχνία, με κείμενα βέβαια που περιλάμβαναν πολύ σεξ, υβρεολόγιο και βία, θέματα όμως που έχουν πάψει να είναι προκλητικά ήδη από το μοντερνισμό. Παρέμεινα λοιπόν μέσα στον «κανόνα», έστω και κριτικά. Κατά τη δεύτερη περίοδο (Σεπτέμβρης – σήμερα) το έριξα στα πολιτικά και δοκιμιακά κείμενα. Δε νομίζω πως χρειάζεται να εξηγήσω γιατί αυτά τα είδη λόγου προσδιορίζονται ως σοβαρά.
Πάνω ακριβώς σε αυτήν τη συνειδητοποίηση, η πρόσκληση της αγαπημένης μαντάμ Σουσούς να συμμετάσχω στον τηλεοπτικό σταθμό «Τηλεμπούφος», αυστηρά και μόνο με χιουμοριστικά κείμενα, δεν ήταν μόνο κολακευτική αλλά και σωτήρια. Αφού αποδόμησα ωραία ωραία το πρόσωπο του Άμμου το Σεπτέμβρη (αποκαλύπτοντας με ως Κώστα Σπηλιώτη), είχε έρθει πλέον η ώρα να υπερβώ και τους τρόπους του, για να προσεγγίσω ακόμη περισσότερο αυτούς του Σπηλιώτη (δεν ξέρω πόσο μου φαίνεται, αλλά είμαι αρκετά «γεια σου» ως άνθρωπος). Κάθε Σάββατο λοιπόν, θα παρουσιάζω το πρόγραμμα της εκπαιδευτικής τηλεόρασης στον Τηλεμπούφο, μαζί με εκλεκτούς καλεσμένους στο πανελ των σχολιαστών (ο Σαμμάνος έχει αναλάβει την κριτική μουσικής κάθε Δευτέρα). Ελπίζω να μας τιμήσετε με την επίσκεψή σας.

Υ.Γ.1 Ο τίτλος αναφέρεται σε αυτό το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου, που περιγράφει μια αμηχανία παρόμοιου είδους με τη δικιά μου, χωρίς να συγκρίνω βέβαια την ταπεινότητά μου με το Σαββόπουλο, ή τη Σουσού με το Χατζιδάκι. Δε θα ‘θελα να μπερδέψω τη βούρτσα με άλλα πράγματα :-)
Υ.Γ.2 Αναρωτιέμαι πραγματικά τι θα μου σχολιάσει αυτή τη φορά ο Ggia...
Y.Γ.3 Κι αν δεν προσέξατε το λινκ μέσα στο κείμενο, δεν έχετε πλέον καμιά δικαιολογία: