19.9.16

Η ντρόγκα



του Τάκη Σπετσιώτη

πηγή: Facebook

«Πολύ ωραία βιβλία έχετε πάντα στο τραπέζι σας!» μου είπε με πλατύ χαμόγελο η νεαρή σερβιτόρα του ''Meet me - all day cαffe and snack bar'', εκείνο το πρωί.
«Εσείς, φοιτήτρια είστε;»
«Σπουδάζω διακοσμητική, αλλά, πέρ' απ' αυτό, μ' αρέσουν πολύ τα βιβλία. Διαβάζω πολύ.» Ωστόσο, δεν επρόκειτο για βιβλίο αλλά για ένα εξαιρετικής φινέτσας περιοδικό, γνωστό μου απ' τις εθνικές βιβλιοθήκες, που είχα δεκαπέντε, τι λέω, είκοσι χρόνια να το δω (από τότε που έψαχνα). Πρόκειται για το ''ιστορικό'' τεύχος της Θεσσαλονικιώτικης Διαγωνίου του 1959, εξαμηνιαίου περιοδικού στο δεύτερο έτος του, που εξέδιδε και επιμελείτο ο εκδότης και ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος. Το λέω «ιστορικό» γιατί, πέρα απ' τα υπόλοιπα περιεχόμενά του, φιλοξενείτο στο τεύχος αυτό το τρίτο μεταθανάτιο αφιέρωμα στον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, τότε, το '59. Είχαν προηγηθεί η Νέα Εστία με τις νεκρολογίες το '44, και Ο Αιώνας μας του Δικταίου το '51. Δεν ξέρω αν ήταν ακριβώς η συννεφιά «μελαγχολική και λεπτεπίλεπτη, μ' εκείνο το φθινοπωρινό της ρίγος», όπως όμορφα γράφει στο δοκίμιό του για τον ποιητή ο Χριστιανόπουλος, ούτε η νοσταλγία που με πλημμύριζε, με κείνους τους λίγους τρυφερούς στίχους του ποιητή (που προφανώς θα 'χε στην κατοχή του τότε ο εκδότης ― το έργο του ακόμη παρέμενε ανέκδοτο), καθώς και τους διεισδυτικούς στοχασμούς του πάντα αναλυτικού Ναπολέοντος: '«Η Αλήθεια, η απλή και μόνη και μεγάλη, είναι κρυμμένη, για τα μάτια των ανθρώπων, πίσω από άπειρες, πολύ μικρές αλήθειες.» Ακόμη και τα τρυφερά ποιήματα του νέου τότε Χριστιανόπουλου a-la maniere de Lapathiotis, που με κράτησαν ώρα να φυλλομετρώ το φίνο λογοτεχνικό κειμήλιο, με μια ποιότητα σχεδόν άγνωστη στις μέρες μας καμωμένο... Είναι προπάντων γιατί ―πέρ' απ' την αισθητική του― με κατέπληξε η λογοτεχνική του ενημέρωση: Τι Ιωάννου! (ποίηση), τι Πεντζίκης! (πεζογραφία) τι Paul Celan! νέος ακόμη τότε, κι άγνωστος! (ποίηση), τι Γίρζι Βόλκερ! (ποίηση), τι Ασλάνογλου! (δοκίμιο) ― μερικά μόνο απ' τα διαλεχτά περιεχόμενά του. Το 'χα στον νου μου όλη την ώρα το λεπτό έντυπο κι όταν έφυγα απ' το καφενείο, βαδίζοντας στη συννεφιασμένη οδό Αθηνάς, πρόπερσυ τέτοια μέρα, 18 του Σεπτέμβρη του 2014. Ακόμα και στο τραίνο απ' το Μοναστηράκι ―είχε αρχίσει, εν τω μεταξύ, να ψιχαλίζει―, έτσι όπως στεκόμουν όρθιος μπροστά στην πόρτα, τελευταίο βαγόνι, εγώ μόνον, εγώ κι εκείνη η μικροσκοπική ηλικιωμένη αδύνατη γυναίκα με φίνα χτενισμένα τ' ασπρα της μαλλιά, καθισμένη κατάχαμα στην άλλη γωνία της πόρτας απέναντί μου, δίπλα στο χαρτοκούτι της, και βγάζοντας καθε λίγο από μια νάυλον σακκούλα κομμάτια μαύρου ψωμιού, τρώγοντας και ρίχνοντάς μου που και που κανένα βλέμμα: να βγάζω απ' τη δική μου τσάντα, σαν ψωμί, το ωραίο εκείνο τεύχος και να το πασπατεύω. Άλλοι για το ψωμί κι άλλοι για το χαρτί, ομολογώ ότι είπα μέσα μου, κουνώντας το κεφάλι. Οι βιβλιόφιλοι, βιβλιομανείς, βιβλιοσυλλέκτες ελπίζω να με καταλάβουν. Ξέρουν την ηδονή του ψώνιου μας. Τι ντρόγκα είναι.

18.9.16

Χάρπερ Λη: Μερικοί ορισμοί για την αγάπη


Η Χάρπερ Λη με τον ηθοποιό Γκρέγκορι Πεκ


Μετάφραση: Γιάννης Θεοδοσίου

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο, 76, 2007



H Aμερικανίδα συγγραφέας Nelle Harper Lee (28.41926-19.2.2016) είναι ευρύτερα γνωστή για το μοναδικό μυθιστόρημά της Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια (βραβείο Πούλιτζερ 1960). 
Γεννήθηκε στο Mονρόβιλ της Aλαμπάμα. Mετά το Γυμνάσιο, συνέχισε για έναν χρόνο τις σπουδές της στο Kολλέγιο Θηλέων Xάντιγκτον του Mοντγκόμερυ και κατόπιν στη Nομική σχολή του Πανεπιστημίου της Aλαμπάμα.

Aν και δεν πήρε το πτυχίο της, φοίτησε για ένα καλοκαίρι στην Oξφόρδη και κατόπιν πήγε στη Nέα Yόρκη (1950), όπου εργάστηκε στο τμήμα κρατήσεων της  BOAC (Bρετανικές Διηπειρωτικές Aερογραμμές). Yπήρξε στενή φίλη του Tρούμαν Kαπότε, μάλιστα οι φήμες λένε ότι μαζί του έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του Σκοτώνοντας τα κοτσύφια
Oι δυο τους το 1959 επισκέφθηκαν το Xόλκομπ του Kάνσας, όπου ο Kαπότε συνέλεξε πληροφορίες για το τετραπλό φονικό που αφηγήθηκε κατόπιν στο φημισμένο Eν ψυχρώ.


Πολλά χρόνια πριν, ένα ηλικιωμένο μέλος της Αυλής του Ανοβέρου, μόλις πληροφορήθηκε ότι αυτός και τα αδέλφια του χρεώθηκαν ξαφνικά με την υποχρέωση να εξασφαλίσουν διάδοχο για τον θρόνο της Αγγλίας, εμπιστεύθηκε την αγωνία του στον φίλο του Thomas Creevey: «... Εδώ και είκοσι επτά χρόνια συζώ με την κυρία St. Laurent, έχουμε την ίδια ηλικία και ζήσαμε μαζί διάφορες εποχές, και αντιμετωπίσαμε όλες τις δυσκολίες. Μπορείς λοιπόν να φανταστείς τον πόνο μου που θα ’πρεπε να την αποχωριστώ... Σε πληροφορώ ότι δεν ξέρω τι θα γινόταν αν βρισκόμουν αναγκασμένος να συρθώ σε έναν γάμο...»

Διασκεδάζοντας με το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει ο Δούκας του Κεντ, ο κύριος Creevey κατέγραψε το περιστατικό στο ημερολόγιό του, και έτσι μας κληροδότησε μία διαχρονική δήλωση. Ο άνδρας που τη διατύπωσε δεν υπήρξε ιδιαίτερα χαρισματικός ούτε έζησε αξιοσημείωτη ζωή, μνημονεύουμε ωστόσο το συναισθηματικό του ξέσπασμα και λησμονούμε την πραγματική του προσφορά στην ανθρωπότητα: υπήρξε ο πατέρας της βασίλισσας Βικτωρίας.

Ποιο ήταν το νόημα στα λόγια του Δούκα του Κεντ; Ότι δύο άνθρωποι με τη θέλησή τους μοιράστηκαν τη ζωή τους για σχεδόν τριάντα χρόνια ― κάτι το οποίο από μόνο του αποτελεί επίτευγμα. Ξεπέρασαν τις εντάσεις και τη φθορά του ιδιωτικού βίου. Μοιράστηκαν τις αναποδιές και τις απογοητεύσεις της ζωής. Και ο ίδιος αγωνιά με την προοπτική να την εγκαταλείψει. Μέσα σε μία κομψή πρόταση, ο Δούκας του Κεντ χώρεσε όλα όσα μπορεί να πει κανείς για την αγάπη ενός άνδρα για μία γυναίκα.

Και με τα λόγια του αυτά μας περιγράφει την αγάπη γενικότερα. Υπάρχει ένα μόνον είδος αγάπης ― η αγάπη. Αλλά οι ορισμοί της είναι αναρίθμητοι:
Με τον παραμικρό θόρυβο, η μητέρα πετάγεται από το κρεβάτι της  και δεν ησυχάζει μέχρι να νιώσει ότι όλο το σπίτι είναι ασφαλισμένο ώς την τελευταία γωνιά. Ο άνδρας που παίζει γκολφ σταματά το παιχνίδι για να κοιτάξει ψηλά ένα αεροπλάνο που χαράζει γραμμές στον ουρανό. Η νοικοκυρά πριν ξεκινήσει για τα ψώνια της κάνει ένα γρήγορο τηλεφώνημα στη γειτόνισσα, για να τη ρωτήσει μήπως χρειάζεται κάτι. Όλα αυτά είναι εκδηλώσεις μιας εσωτερικής δύναμης που αναγκαστικά πρέπει να την ονομάσουμε θεϊκή, αφού δεν πρόκειται για ανθρώπινη επινόηση.
Τι είναι αγάπη; Πολλά πράγματα μαζί ― βρίσκεται στη συμπόνια, στο έλεος, στο ειδύλλιο, στη στοργή. Αυτό που κάνει τη δήλωση του Δούκα του Κεντ διακήρυξη αγάπης, και εμάς καθημερινά να προβαίνουμε χωρίς δεύτερη σκέψη σε μικρές πράξεις αγάπης, είναι ένα στοιχείο φανερό μέσα στην απουσία του. Αν ήταν παρόν, θα έπρεπε ο Δούκας του Κεντ να εγκαταλείψει τη σύντροφό του δίχως πόνο. Η μητέρα δεν θα ξυπνούσε με τον παραμικρό θόρυβο πάνω από το κεφάλι της. Ο παίκτης του γκολφ θα είχε για πρώτο στόχο να βάλει την μπάλα στην τρύπα. Και η νοικοκυρά θα πήγαινε κατευθείαν στην αγορά χωρίς να νοιαστεί τη γειτόνισσα. Ένα πράγμα χαρακτηρίζει την αγάπη και την ξεχωρίζει από άλλα παρόμοια συναισθήματα: η αυταπάρνηση.

Ελάχιστοι από εμάς είμαστε φιλεύσπλαχνοι. Για κάποιους τα αισθήματα παραμένουν λόγια. Πολλοί έχουμε χάσει από καιρό την ικανότητα να νιώσουμε στοργή. Ωστόσο, όλοι κάποια στιγμή ―στιγμιαία ή στη διάρκεια της ζωής μας― ξεπεράσαμε το εγώ μας. Αγαπήσαμε κάποιον ή κάτι. Είναι ένα παράδοξο η αγάπη: για να την έχεις πρέπει να την προσφέρεις. Η αγάπη δεν είναι κάτι αμετάβατο αφηρημένο αλλά μια συγκεκριμένη σωματική και πνευματική ενέργεια.

Χωρίς αγάπη η ζωή είναι ανούσια και επικίνδυνη. Ο άνθρωπος κοντεύει να φθάσει στην Αφροδίτη αλλά δεν έμαθε πώς να συμβιώνει με τη γυναίκα του. Ο άνθρωπος κατάφερε να μεγαλώσει τη διάρκεια της ζωής του αλλά αφανίζει τα αδέλφια του ― έξι εκατομμύρια με ένα χτύπημα. Ο άνθρωπος διαθέτει τώρα τη δύναμη να αφανίσει το είδος του και τον πλανήτη. Και να ’στε σίγουροι ότι θα το κάνει ― όταν πάψει να αγαπά.

Τα πιο κοινά εμπόδια στην αγάπη είναι η απληστία, η ζήλεια, η αλαζονεία και ακόμη τέσσερα κίνητρα, γνωστά μέχρι τώρα ως αμαρτήματα. Υπάρχει ένα επιπλέον, εξίσου επικίνδυνο: η ανία. Το πνεύμα που δεν βρίσκει τίποτε ελκυστικό στη ζωή είναι νεκρό, και το σώμα που το φιλοξενεί είναι επίσης νεκρό. Διότι σε τι μπορεί να χρησιμεύουν οι πέντε αισθήσεις στον άνθρωπο που δεν μπορεί να τις απολαύσει;

Ο άνθρωπος επιτέλους έχει αντιληφθεί ότι οφείλει να αγαπήσει ή να καταστραφεί, και έτσι ακολουθεί την πεπατημένη, προσπαθεί δηλαδή να αναπτύξει μια επιστήμη για την αγάπη. Ο απώτερος στόχος της ψυχανάλυσης, και ειδικότερα ο τομέας που αποκαλείται «Σημαντική», είναι να απαλλαγεί ο άνθρωπος από τις νευρώσεις του και να αποκτήσει την ικανότητα να αγαπά. Και η ικανότητά του αυτή αυξάνεται όταν αποδεσμεύεται από τα κίνητρα που τον οδηγούν στην εσωστρέφεια. Με τον ίδιο τρόπο που κάποιος κρατά έναν φελλό στον πάτο του ποταμού, η αγάπη μπορεί να φυλακισθεί από το εγώ. Απαλλαγείτε από το εγώ και η αγάπη ανεβαίνει στην επιφάνεια της ανθρώπινης ύπαρξης.

Με την αγάπη, τα πάντα είναι εφικτά.

Η αγάπη θεραπεύει. Όλοι έχουμε ακούσει ιστορίες για τη δύναμη της αγάπης να γιατρεύει και πολλές φορές δυσπιστούμε. Επειδή είμαστε άνθρωποι, και γι’ αυτόν τον λόγο απρόθυμοι να παραδεχθούμε πράγματα που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε. Όμως η ακόλουθη ιστορία είναι αληθινή:
Κάποιο αυγουστιάτικο απόγευμα σε ένα μικρό νοσοκομείο του νότου, ένας γέρος χαροπάλευε. Γύρω του είχε συγκεντρωθεί όλη η οικογένειά του, μαζί και ο μεγαλύτερος εγγονός του, ένα αγόρι δεκαέξι ετών. Το αγόρι είχε μία παράξενη σχέση με τον παππού του, σχεδόν βουβή, όπως συχνά συμβαίνει ανάμεσα σε άνδρες. Όλη την ημέρα το αγόρι έστεκε αμίλητο. Έμοιαζε ανίκανο να μιλήσει.
Δεν περίμενε τον θάνατο του γέρου μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια στην αίθουσα αναμονής. Αντίθετα, βρήκε μία καρέκλα και καθόταν στον διάδρομο, δίπλα στην πόρτα του παππού, αδιάφορο για την αποστειρωμένη ένταση της ρουτίνας του νοσοκομείου. Αργά το βράδυ ο γιατρός βρήκε το αγόρι καθισμένο στην ίδια θέση, αμίλητο. «Πήγαινε στο σπίτι, παιδί μου. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι για τον παππού σου» του είπε. Το αγόρι δεν του έδωσε σημασία, και ο γιατρός μπήκε στο δωμάτιο για να ξαναβγεί σε λίγο έκπληκτος. «Παιδί μου» είπε. Το αγόρι σήκωσε το βλέμμα του. «Ζητά κάτι να φάει. Είναι καλύτερα.»
Χωρίς να δείχνει έκπληξη, το αγόρι κούνησε το κεφάλι. «Το φαντάστηκα ότι θα πεινούσε» είπε, και ήταν τα πρώτα λόγια που ξεστόμισε όλη μέρα. Ύστερα πήρε την καρέκλα, την έβαλε πίσω στη θέση της, τέντωσε το πιασμένο του σώμα, χασμουρήθηκε και προχώρησε στον διάδρομο. «Πού πηγαίνεις, παλικάρι;» ρώτησε ο γιατρός. «Να του φέρω ένα χάμπουργκερ» απάντησε. «Του αρέσουν τα χάμπουργκερ.»

Δεν εξηγείται η διαίσθηση πέρα από τις αισθήσεις ― απλώς υπάρχει. Δεν υπάρχει λογική εξήγηση για την ανάνηψη του γέρου ― απλώς συνέβη. Παραμένει μυστήριο.

Η αγάπη μεταμορφώνει. Πώς γίνεται ενώ αναζητούμε την καθημερινότητα στη Βίβλο ή στον Σαίξπηρ, να την ανακαλύπτουμε συχνότερα στον Δον Κιχώτη; Επειδή ο Θερβάντες, με την αγάπη του για τη ζωή, κατόρθωσε να κάνει τις λεπτές αποχρώσεις της αθάνατες. Γιατί ακούμε εκστατικοί τον Μεσσία όταν ξέρουμε ήδη κάθε του γραμμή; Διότι κάθε νότα γράφτηκε με αφορμή την αγάπη ενός ανθρώπου για τον Θεό, και αυτό είναι αναγνωρίσιμο. Κάντε το ακόλουθο πείραμα: βρείτε κάποιον που απεχθάνεται τη μουσική μπαρόκ. Παίξτε του οποιοδήποτε μέρος από τη Σεμέλη και παρατηρήστε καθώς η αρχική ευγενική προσοχή του μετατρέπεται σε ευλαβική προσήλωση και ο παρατηρητής σας μένει σαγηνεμένος από τον Χέντελ. Ποτέ η απληστία δεν δημιούργησε καλή λογοτεχνία. Ούτε το μίσος ζωγράφισε τη Γέννηση της Αφροδίτης. Ούτε η ζήλεια μας απεκάλυψε ότι το τετράγωνο της υποτείνουσας είναι ίσο με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο πλευρών. Όλα τα ανθρώπινα επιτεύγματα που άντεξαν στη φθορά του χρόνου ήταν δημιουργήματα αγάπης ― για κάποιον ή για κάτι. Είναι δυνατόν να αγαπήσεις ακόμη και τα μαθηματικά.

Η ανθρώπινη ιστορία περιέχει αναρίθμητες μαρτυρίες για τη δύναμη της αγάπης. Ωστόσο, καμιά δεν μπορεί να περιγράψει τη μεταμόρφωση του δύστροπου Απόστολου Παύλου όπως το κάνει ο ίδιος. Αγαπώντας ο ίδιος, έγραψε για την αγάπη και μας χάρισε ένα θαύμα. Προσέξτε:
«Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστην, ώστε όρη μεθιστάναι, αγάπην δε μη έχω, ουδέ ειμί.»*

Μετά τον Απόστολο Παύλο βάλαμε τα δυνατά μας αλλά ούτε που τον πλησιάσαμε.

Η αγάπη εξαγνίζει. Κανείς δεν εξαγνίστηκε υποφέροντας. Η δυστυχία ενισχύει εσωτερικά τα εγωιστικά μας κίνητρα. Αντίθετα, κάθε πράξη αγάπης, όσο μικρή και αν είναι, ελαττώνει τις αγωνίες μας, μας δίνει μια γεύση αισιοδοξίας και χαλαρώνει τον ζυγό από τις φοβίες μας. Σε αντίθεση με την αρετή, η αγάπη δεν είναι η ίδια ανταμοιβή. Η ανταμοιβή είναι ψυχική γαλήνη, και η γαλήνη της ψυχής εξαφανίζει τις ανθρώπινες επιθυμίες.

* Εάν μιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων, ακόμη και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έγινα άψυχος χαλκός που βγάζει απλώς ήχο ή κύμβαλο που αλαλάζει. Κι αν έχω προφητικό χάρισμα και κατέχω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, κι αν έχω όλη την πίστη, ώστε να μετακινώ βουνά, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν είμαι τίποτε.

Προς Κορινθίους,

Α΄, ιγ΄, 1

17.9.16

Tέλλος Φίλης: Ονομαστική εορτή


ΕικόναCyril Zannettacci, “Avenue de Flandres”, Paris 2016


Σοφία Αγάπη Πίστη Ελπίδα
ό,τι μας λείπει γιορτάζει σήμερα
μου το υπενθυμίζουν τα ημερολόγια
δεξιά πάνω από τη σημείωση με τους ανεξόφλητους λογαριασμούς
αυτές που προσπερνάμε γρήγορα ― με τύψεις


Tα πρόσωπα θυμόμαστε ― σ’ αυτά να στείλουμε ευχές
στις λέξεις μη στεκόμαστε
άγνωστες παραμένουν, αν όχι ενοχλητικές
κάτι για να γελάσουμε ζητάμεμια πλάκα να σπάσουμε―
μην και θρυμματιστούμε
να περάσει η αδίστακτη μέρα


Tα άλλα ζητάνε αντοχές
κι επιμονές και μνήμες και σιωπές 
Σοφία Αγάπη Πίστη Ελπίδα
―σοκολατένια να τους πάρω
και μετά την απουσία να θρηνώ στα διαδίκτυα―



Ο Τέλλος Φίλης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσε στο Νέο Ψυχικό και, ύστερα από πολυετείς περιπλανήσεις εντός και εκτός, επανεγκαταστάθηκε πριν από λίγα χρόνια, οριστικά, στη Θεσσαλονίκη. 
Δημιούργησε την ομάδα «Η Ποίηση Γυμνή» και συντονίζει τη δράση της.

Έχει εκδώσει τα βιβλία Η αποσιωποιητική ηλικία (2014) και Ένας απλός υπάλληλος βιντεοκλάμπ και άλλα κείμενα (2015).



13.9.16

Ο Aξέχαστος



γράφει η Γλυκερία Μπασδέκη


Εκείνο το καλοκαίρι ο Αξέχαστος με χούφτωνε συνέχεια στις ψαροταβέρνες. Tραβούσε το χάρτινο «Καλή σας όρεξη» και με πασπάτευε στα μπούτια. «Θεά μου, γουρουνάρα μου, έλα να πάμε θαλασσίτσα μετά, να σηκώσει κύμα» ― τέτοια φλερταρίσματα μου ’κανε. Τρώγαμε γεμιστά και χωριάτικες, ούτε πώς τον έλεγαν ήξερα, μου ’πε Νάκης, αλλά μάλλον έτσι, για να πει ένα όνομα. Χόρταινα κόρτε και ελαιόλαδο και βόλτες φρη. Αν δεν μ’ έπαιρνε κούρσα απ’ το λιμάνι, θα ’χα γυρίσει πριν την ώρα μου και θα ’χανα εκείνο το καλοκαίρι με την ταξάρα και τον Αξέχαστο που με διάλεξε για Σταρ Ελλάς του. Αν σταματούσε άλλος ταρίφαμαν, δεν θα θρηνούσαν οι Αγγλίδες που τους έκλεψα το τεφαρίκι πισώπλατα μες στο τουριστονήσι τους.

Ο Αξέχαστος, ο μάλλον όχι Νάκης, ο ταξιντράιβερ που με διάλεξε και με τάισε και με χόρτασε και με πήγε στις σάμμερ ντίσκο και στα καλύτερα τα ρεστοράν τα τουριστίκ. Αυτός ο άνθρωπος, αυτός ήταν το καλύτερό μου καλοκαίρι, κι ας με περνούσε καμιά τριανταριά χρόνια, κι ας ήταν μαυρόπισσα με μουστάκι, κι ας μου πέρασε η κάψα μέχρι τα πρωτοβρόχια και νωρίτερα.

Πεντ-έξι χρόνια μετά που επέστρεψα στο τουριστονήσι με κάτι φίλες-φίδια της Φιλοσοφικής τον έψαξα. Είχε κρεμαστεί εκείνο το καλοκαίρι, λίγο μετά που μ’έβαλε στο πλοίο. Με κάτι κορδόνια για αθλητικά αντίντας, μου ’παν ― ακόμα δεν τον ξέχασα τον Αξέχαστο.


Η Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε στη Λάρισα το 1969. 
Σπούδασε ιστορία, ελληνική φιλολογία και δημιουργική γραφή. 
 Zει στην Ξάνθη και εργάζεται ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Έχει εκδώσει δύο βιβλία με ποίηση (τελευταίο: Σύρε καλέ την άλυσον, 2012, 2014) και ένα με θέατρο (Τέσσερα θεατρικά, 2015). 
Έχουν παιχτεί τέσσερα θεατρικά της στο Ίδρυμα Μ. Κακογιάννης, 
στο Φεστιβάλ Αθηνών και στο Φεστιβάλ Φιλίππων).




Στην αυλή της μάνας μου 7, 8, 9


Εικόνα: Δανάη Λαζαρίδου


[7]

Όσο περιποιητικός είναι ο κύριος Αγριμάκης προς τη μητέρα των παιδιών του τόσο αυστηρές είναι οι θυγατέρες της απέναντί της, παρά την ομοιότητα σχήματος και μεγέθους. Κι αυτές μαυροντυμένες· τα μαύρα εδώ στον τόπο ετούτο φαίνεται να αποτελούν δερματική στιβάδα, κάτι σαν αντηλιακό με εγγύηση εσωτερικού βρασμού.
Η πρώτη, μια Μόνικα Μπελούτσι στο τετράγωνο, εμφανίστηκε φορτσάτη το πρωί και αντί για καλημέρα φώναξε: «Μας απογοήτευσες, γαμώτο!». Δεν ήμουν σίγουρη, αν η απογοήτευση οφείλετο στο γεγονός πως η μητέρα ανήκε στους ζωντανούς ακόμα ή πως επιδεινώθηκε η υγεία της – κάτι πήγα να υποψιαστώ, αλλά υπερίσχυσε το παρελθόν μου στο κατηχητικό σχολείο. Χειρονομούσε σε πλήρη αντίθεση με το βαρύ και μονολιθικό περίγραμμά της. Στην πίσω επιφάνεια του σώματός της δε, σε επίμαχο σημείο, ένα δαντελένιο φιογκάκι χοροπηδούσε κάθε φορά που μετατόπιζε ορμητικά τον όγκο της, προφανώς για να προσδώσει επιπλέον βάρος στα λόγια της.
Στην προσπάθεια της γιατρού να εξετάσει την κοιλιά της μητέρας της εξέπεμψε ένα: «Πουτάνα μου, δεν είδα σήμερα τα μπούτια σου!». Το φιογκάκι στον ποπό χοροπήδησε κι εγώ έμεινα με το στόμα ανοιχτό, ανίκανη να κατατάξω, να εξηγήσω, να δικαιολογήσω. Μήπως είχα επιτέλους μπροστά μου την πραγμάτωση ενός γυναικείου χειραφετημένου ιδεώδους στο κατεξοχήν άντρο της πατριαρχίας; Θρίαμβος, έστω και κακόγουστος!

Η δεύτερη, με εφαρμοστή περιβολή που άφηνε να διαγράφεται κάθε πτυχή του μεγαλειώδους σώματός της - γυαλιστερό κολάν και αδιανόητο ντεκολτέ-, ήρθε το απόγευμα κι άρχισε ευθύς την κριτική στην κατάκοιτη μητέρα: «Τι τρως; Δεν βλέπεις τα χάλια σου; Κρυφά τρως!». Για χάρη της επίγνωσης των βλαβερών επιπτώσεων της παχυσαρκίας διέγραφε μεμιάς κάθε παραδοσιακή αλληλεγγύη μάνας-κόρης. Το βλέμμα της μητέρας αναζήτησε απεγνωσμένα το δικό μου. Κάτι ήθελε να πει, κάτι που δεν κατάφερνα να καταλάβω -κακομαθημένη όντας εγώ ορθοφωνητικά-, δεν είχα μάθει ακόμα να ερμηνεύω τους λαρυγγικούς ήχους της, έλειπε κι ο κύριος Μανώλης, πήγαινε για κρουσανάκια... Άγριο βλέμμα, το φοβόμουν, έτσι πλαισιωμένο από αχτένιστα μαλλιά, όμοια με φίδια. Μάτια εξόφθαλμα με έκαναν να ζαρώνω στο καβούκι μου και να καμώνομαι αποστασιοποίηση. Αφού ήταν η κόρη της εδώ, τι γύρευε από μένα;
Σκληρά η κόρη επέπληττε τη μάνα, έβγαζε το άχτι της πάνω στην τώρα αποδυναμωμένη  εξουσία των παιδικών της χρόνων, χρεωστούμενα επιστρέφονταν, με τη ψευδαίσθηση δίκαιης υποτίθεται εκδίκησης· τώρα επιτέλους καταλάβαινα γιατί η εκδίκηση εμπεριέχει δίκη.
Η σκληρότητα των λόγων της κόρης μετριαζόταν μόνον όταν περήφανα μιλούσε για τον γιό της, λυράρη περιζήτητο, «το νέο αστέρι» του ντόπιου μουσικού στερεώματος. Λες οι στιλιστικές επιλογές της να προέρχονταν από την επικείμενη καριέρα του αγοριού της σε παλκοσένικα και τάλεντ σόου; Έπρεπε φυσικά να παρευρίσκεται, κατάλληλα ντυμένη.


[8]

«Άντε, αγαπηθείτε τώρα!» αναφωνεί ειρωνικά το φιογκάκι στη μάνα δείχνοντας προς τον νεαρό άνδρα που είχε μόλις εμφανιστεί στην είσοδο του Θ213.
«Ο έρωτας της ζωής της!» λέει απευθυνόμενη σε μένα για τον αδελφό της η φορέας του φιόγκου. Εκείνος πλησιάζει και στέκεται αμήχανα στο κάτω μέρος της κλίνης 2 με την τεράστια μητέρα. Το σώμα γεμίζει το κρεβάτι, η κεφαλή στο βάθος χάνεται πίσω από λόφους στήθους και κοιλιάς.
Συνεσταλμένος τη μισοκοιτάζει, στριφογυρίζει στα χέρια του έναν φραπέ σε πλαστικό κύπελλο, τα παγάκια κροταλίζουν, φαίνεται να τον εκπροσωπούν στην επικοινωνία με τη μάνα του, αφού ο ίδιος δεν βγάζει άχνα, κοιτά απλά τα πόδια της που είναι τυλιγμένα σε επιδέσμους, να μην ανοίγουν οι πληγές, κοιτά και τις ουλές στα γόνατα - από εγχειρίσεις μηνίσκου.
Ούτε κι εκείνη μιλά. Τον κοιτά από την οριζόντια θέση της με βλέμμα βλοσυρό, η όψη της θυμίζει το φρικτό κεφάλι της Μέδουσας. Ο Θησέας ήτανε ή ο Ιάσωνας που την αποκεφάλισε; Δεν ξέρω πια. Μήπως ο Ορέστης για να ξεφύγει από τις Ερινύες που τον καταδίωκαν για τον φόνο της μάνας του, της Κλυταιμνήστρας;
Σε λίγα λεπτά ο γιός αποσύρεται αθόρυβα στο μπαλκόνι, τον εξώστη-αυλή της δικής μου μάνας. Η αδελφή του καταγράφει τα πάντα, μέσα μου αντηχεί ο ανελέητος καγχασμός της για το δυσλειτουργικό οιδιπόδειο.
Το μητρικό βλέμμα τώρα αλλάζει· μήπως δεν ήταν ποτέ βλοσυρό; Έχει παράπονο και τρυφερότητα. Προσπαθώντας να τον ακολουθήσει, έστω και με το βλέμμα στον εξώστη, θέλει να στρίψει τον λαιμό της προς τα εκεί, μα δεν μπορεί, πονάει προφανώς κι έτσι μόνο τα μάτια βγαίνουν περισσότερο απ’ τις κόγχες τους και τον χαϊδεύουν νοερά. Τα βλέπω, κοκκινίζουν, θολώνουν υγρά.


[9]

Αυτό το σώμα, όμοιο με ζυμάρι ψωμιού που έχει φουσκώσει δίχως όρια, κυριαρχεί τα πάντα, εκτείνεται και όπου το δερμάτινο περίβλημα δεν έχει άλλη αντοχή, σκάει, ανοίγει και φαίνεται το εσωτερικό, η σάρκα και το αίμα, όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν ζωή. Όγκοι απροσμέτρητοι, βουνά, φαράγγια, περίβλημα τραχύ, φύση που δεν ρωτά κανέναν!

Δεν ξέρω αν η πύλη άνοιξε κάπου εκεί στα βουρκωμένα μάτια ή κάπου αλλού, πιθανόν στα άκρα ή κάπου στη γεννητική περιοχή. Άνοιξε πάντως κι από μέσα βγήκε πρώτα ο στεναγμός, μετά ακολούθησε γοερά ένας πόνος. Ένας πόνος, μια οδύνη, μια προαιώνια κόπωση απ’ το κουβάλημα, τόσων αιώνων άχθος, τόσου βάρους, τόσης ευθύνης γονιμότητας, χωρίς να έχει καν ερωτηθεί, αν συμφωνούσε να συμβολοποιηθεί.

Βγήκε ποτάμι ο πόνος κι έτρεξε. Έτρεξε, έτρεξε, ώσπου στέρεψε η ροή, το αίμα, στερέψανε τα δάκρυα, γαλήνεψε το πρόσωπο, ημέρωσαν τα φίδια.
Ο φόβος ελευθέρωσε και μένα, την υπεροπτική εστέτ που δήθεν αποστρέφεται υπερβολές. Θέλω ν’ ανοίξω μια αγκαλιά με πούπουλα και να τη βάλω μέσα, αυτή την κείμενη αρχέγονη θεότητα, να σταματήσει να πονά και να βογγά. Δεν έχει θέση εδώ η κουλτουριάρικη επίφαση του ωραίου· η ζωή απαιτεί τη συνέχειά της, άναρχα, άγρια, ό,τι γεννιέται, κάνει τον κύκλο του, πεθαίνει και συνεχίζεται μέσα από άλλους.
Σεμνά ο κύριος Αγριμάκης -με ευλαβή συναίσθηση του μυστηρίου της ζωής- σέβιζε πλήρης δέους. Στην εκφορά του αυτό το δέος περιείχε τόση τρυφερότητα, ώστε ο καταγόμενος εκ του χωρίου Όρος των Αρμένων άνδρας να αποδεικνύεται πιο χειραφετημένος και από τους σόφτι άνδρες της νεότητας, μα και των γηρατειών μου.

Απεναντίας τα παιδιά, εδώ οι κόρες, δεν είχαν βρει τον δρόμο ακόμα. Να θανατώσουν τους γονείς, τη μάνα πιο πολύ, … τώρα και πάντα, να τιμωρήσουν ήθελαν. Πώς να συστήσουν εαυτούς, αν δεν μητροκτονήσουν; Πώς ζει και βασιλεύει εδώ η αρχαία τραγωδία, πώς υπομειδιά ο Φρόυντ σε επιδαύρειο εξώστη, χαιρέκακα χοροπηδούν σε πρωινάδικα πολύχρωμοι στυλίστες καναλιών και γυναικείων περιοδικών.

Μπερδεύτηκαν οι εποχές μες στο μυαλό μου, τα χρόνια, οι τόποι και τα φύλα, εδώ στον Θ213 του γαλαξία ΓΝΡ. Ώρα να αποχωρούμε.

8 Αυγούστου 2016, φίλος καλός σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης τονίζει εμφατικά πως σήμερα γιορτάζεται η Διεθνής Ημέρα Οργασμού.
Δίκιο μου φαίνεται πως έχει, αφού χωρίς το σώμα, τι;

[συνεχίζεται]