29.10.17

Χρήστος Αγγελάκος: Βίκτωρας (προδημοσίευση)



[ Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Χρήστου Αγγελάκου Ψεύτικοι δίδυμοι, που κυκλοφορείται στις 6 Νοεμβρίου 2017 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. ]

Βρέχει εδώ κι έξι μέρες, δεν ξέρω αν βρέχει έξω ή μέσα στο κεφάλι μου. Χτες μου φέρανε ένα καινούργιο βιβλίο, είδα τις σελίδες του μουσκεμένες. Οι άλλοι λένε, δεν σου φτουράνε τα βιβλία εδώ μέσα, τα περισσότερα τα τελειώνω την ίδια μέρα, άλλα την επομένη, τα πιο χοντρά στη βδομάδα πάνω. Από πέρυσι, ο κύριος Παυλάτος μού κουβαλάει βιβλία απ’ το σπίτι του, περίμενε να διαβάσω πρώτα τα δανεικά από τη βιβλιοθήκη της φυλακής. Τις προάλλες μου είπε, αύριο θα σου φέρω το  Έγκλημα και τιμωρία. Με είδε που προχώρησα αυτά τα δύο χρόνια, ούτε κι εγώ ξέρω πόσα έχω διαβάσει. Θα κάτσω μια μέρα να μετρήσω τους τίτλους, τους σημειώνω σ’ ένα μπλοκ, ακόμη θυμάμαι τον πρώτο μου, Λαχνός υπ’ αριθμόν 9672. Μακάρι να είχα από πριν έναν κύριο Παυλάτο στη ζωή μου, μακάρι να τον είχες κι εσύ, θα ήμαστε διαφορετικοί τώρα, χειρότεροι ή καλύτεροι δεν ξέρω – πάντως διαφορετικοί. Καμιά φορά κάνω πλάκα και τον ρωτάω, μου φέρατε τη δόση μου, έχω εθιστεί στο διάβασμα, και δεν είναι και τόσο πλάκα δηλαδή, με πιάνει ώρες ώρες μια αγωνία πως θα εξαφανιστεί ο κύριος Παυλάτος, όπως εξαφανίστηκες κι εσύ, θα πάψει να μου φέρνει βιβλία, και θα κοπεί μαχαίρι η εξάρτησή μου, και θα ’χω πόνους στα κόκαλα και στο σώμα, και οι πόνοι θα είναι φριχτοί. Όπως την πάτησε κι ο Γιωργής, που του κόψανε την ντρόγκα ξαφνικά, και τον έβλεπα να χτυπιέται στο διπλανό κρεβάτι, να λυγίζει το σώμα του από τους σπασμούςΈβαζε τις φωνές, ερχόταν ο νοσοκόμος και του ’δινε κι άλλα χάπια, κι ο Γιωργής ηρεμούσε, αλλά ίδιος δεν ξανάγινε ποτέΈτσι νομίζω πως θα καταντήσω κι εγώ άμα μου στερήσουνε το διάβασμα, εσύ θα σκέφτεσαι τι μαλακίες σου λέω τώρα, αλλά μου έχει γίνει κάτι σαν ψύχωση, κι ο Γιωργής είναι άλλος πια απ’ όταν γύρισε από το Αιγινήτειο, δεν ξεμυτίζει απ’ το κρεβάτι του, με κοιτάζει να γυρίζω τις σελίδες και δεν βγάζει άχνα, ενώ πριν όλο και κάτι έλεγε. Μια φορά τον έπιασε η φλυαρία και μου είπε τα πάντα με το νι και με το σίγμα, πώς μπήκε στη φάση, πώς άρχισε τις φούντες και τα τριπάκια και τις σνιφιές, μέχρι που έγινε βαποράκι για τη δόση του, κι άρχισε να σουτάρει στις φλέβες, έφτασε στα δεκαπέντε του και τις είχε ρημάξει μία μία. Φλυαρία κανονική, και μου ’πε και πώς τον συλλάβανε, με πόσα τζι ήτανε φορτωμένος, και που τον πήγανε στο τμήμα. Τον γδύσανε και του ανοίξανε τον κώλο, και η τηλεόραση εκείνη την ώρα έπαιζε τον θάνατο του Μάικλ Τζάκσον, και ο Γιωργής είπε πως έσπασε μια λάμπα στο κεφάλι του. Άκουσε ένα τσαφ και η λάμπα του μυαλού του έσβησε, κι από τότε βλέπει τα χρώματα όπως κι εμείς, αλλά τα βλέπει πιο πένθιμα, πιο μουντά και πιο σκούρα. [...]





24.10.17

«Eίναι γλυκύς ο θάνατος μόνον όταν κοιμώμεθα εις την πατρίδα» (για τον Γιάννη Παντή)



γράφει η Ελένη Χοντολίδου


«Eίναι γλυκύς ο θάνατος μόνον όταν κοιμώμεθα εις την πατρίδα»

Οριστικά ανεπίδοτο γράμμα στον Γιάννη Παντή

Oι στίχοι του τραγουδιού από την Πρώτη Ωδή του Κάλβου («Φιλόπατρις»), http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=183&author_id=13, όταν κατέβαζαν τον Γιάννη στο χώμα. Και τότε δικαιώθηκε η απόφαση της Ειρήνης να έρθουμε όλες και όλοι εδώ, στη γενέτειρά σου. Τόσοι πολλοί που χρειάστηκε τροχαία για να μας βάλει σε τάξη. Οι συντοπίτες σου, οι συνάδελφοί σου, όλοι εμείς που «μας φίλεψες παρηγοριά κι εγκαρτέρηση». Και δύο υπουργοί: ο συντοπίτης Κοντονής και ο Γαρβρόγλου από το Παιδείας. Και ο Φίλης, που η στάση του με έκανε να τον εκτιμήσω παραπάνω. Και η «συμμορία» του Μπαράκα, οι παλιοί Ρηγάδες. Και μέσω ημών με sms, ο Μιχάλης, η Τζένη, η Γκέλη… Ο Διονύσης σου ξαφνικά ωρίμασε. Και η νεανική σου φωτογραφία με τη μαλλούρα πάνω στο φέρετρο. Αχ, βρε Γιάννη! Τι πήγες κι έκανες;
Και, παρά την επιθυμία της οικογένειας, τα στεφάνια, δεν τα μέτρησα. Πενήντα; Εξήντα; Οι απόφΥτοι (!) του Α.Π.Θ., το Α.Π.Θ., το Τμήμα σου, ο ΣΥΡΙΖΑ, η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, ο πρωθυπουργός, ο δήμαρχος Ζακύνθου, το Τμήμα σου, περιβαλλοντικές οργανώσεις που έστησες και δούλεψες γι αυτές… οι Υπουργοί. Το γλυκύτερο όλων: 1ο Δημοτικό Ζακύνθου. Γιάννη μου, τι πήγες κι έκανες; Να μας δοκιμάσεις ήθελες; Δεν ήξερες;
Στον τόπο σου, με το ηλιοβασίλεμα να μας αποχαιρετά η δύσκολη μέρα καθώς εμείς αποχαιρετούσαμε εσένα. Όμορφη η Ζάκυνθος ― αλλά δεν χρειαζόταν να τη γνωρίσουμε έτσι… Πλαντάξαμε στο κλάμα. Κι καθώς γυρνούσαμε με το λεωφορείο, ήταν σαν να είδαμε ή μάλλον σαν να ήμασταν μέρος ενός κακόγουστου ονείρου και πηγαίνοντας στη Θεσσαλονίκη θα είσαι στην άλλη άκρη της γραμμής. Να σε πρήζω και να μου δείχνεις με συνέπεια την αγάπη σου και την αφοσίωσή σου στο προσφυγικό. Δώσαμε με τον Γιώργο την υπόσχεση να συνεχίσουμε πεισματικά αυτά που ξεκίνησες με τα προσφυγάκια μας, μόνο που χρειάζονται στη θέση σου τρεις άνθρωποι. Αχ, βρε Γιάννη! Τι πήγες κι έκανες;
Σαν πανελλαδική συνέλευση του παλιού καιρού ήταν στην Κυλήνη, όταν άρχισαν να μαζεύονται σύντροφοι, συνάδελφοι και φίλοι σου από όλα τα πανεπιστήμια της χώρας (Πάτρα, Γιάννενα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη). Κοσμήτορες και πρόεδροι Τμημάτων, ο Πρύτανης και δύο αναπληρωτές πρύτανη του Α.Π.Θ., οι δύο αντιπρυτάνεις της θητείας σου, η Δέσπω και η Σόφη, θαρρώ όλος ο Τομέας σου. Λίγο γερασμένοι αλλά αναγνωρίσιμοι όλοι εμείς, με τη δική σου μούρλα, ξέρεις εσύ… Αχ, βρε Γιάννη μου, τι πήγες κι έκανες;!



Σε φαντάζομαι με εκείνο το υπέροχο και αμφίσημο χαμόγελό σου να μας κοιτάς όλους εμάς που ήρθαμε από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και να χαίρεσαι που μας μάζεψες όλους στην αγαπημένη σου Ζάκυνθο. Και να μας βγάζεις τη γλώσσα περιπαικτικά. «Κ…ες, σας έφερα στην πατρίδα μου!».
Μέρες τώρα ψάχνω τα σημάδια σου στη ζωή μου, στη ζωή μας. Φωτογραφίες, οι λόγοι σου σε όσα κάναμε μαζί, τα sms όταν τα καταφέραμε με τα σχολεία για τα προσφυγάκια. Και να σώζω το κάθε μήνυμα που γράφτηκε για σένα… Αχ, βρε Γιάννη μου! Τι πήγες κι έκανες;


-->
ΥΓ. Κύριε, αρκετά μου δίδαξες τα δικαιώματά Σου! Φτάνει, κάνε μία παύση…

8.10.17

Λούλα Αναγνωστάκη: ✝ 8.10.2017


Φωτό: Σπύρος Στάβερης

Σήμερα το πρωί πέθανε η Λούλα Αναγνωστάκη. Το Εντευκτήριο εκφράζει στον γιο της, συγγραφέα Θανάση Χειμωνά, τα θερμά του συλλυπητήρια. ― Γ.Κ.

Σύμφωνα με το βιογραφικό της που υπάρχει στη Βιβλιονέτ, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του 1930 και ήταν μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη. Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1965 με την τριλογία της Πόλης ("Η διανυκτέρευση", "Η πόλη", "Η παρέλαση"), που παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν. Το Φεβρουάριο του 1967 ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το τρίπρακτο έργο της "Η συναναστροφή", σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν: "Αντόνιο ή το Μήνυμα" (1972), "Η νίκη" (1978), "Η κασέτα" (1982), "Ο ήχος του όπλου" (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη - Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο "Διαμάντια και μπλουζ", σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε Το "Ταξίδι μακριά" από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο "Ο ουρανός κατακόκκινος" από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο "Σ' εσάς που με ακούτε" από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν επίσης παρουσιαστεί από Αθηναϊκούς θιάσους και Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, καθώς και στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ).
Δημιουργός μιας ιδιαίτερης γραφής, η Λούλα Αναγνωστάκη αποτύπωσε στα έργα της το εσωτερικό τοπίο του σύγχρονου Έλληνα και τις μεταβολές του υπό την επίδραση της Ιστορίας. Πραγματεύτηκε τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στη χώρα μας, όπως το τραύμα, η ενοχή, η μοναξιά, η ήττα. Παρακολουθώντας την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας και μετά τη μεταπολίτευση, πραγματεύεται τον εγκλωβισμό των ανθρώπων και των κοινωνιών, τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου, τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας και το αίσθημα ασφυξίας του ατόμου. Βαδίζει το δικό της δημιουργικό, μοναχικό δρόμο, επενδύοντας ιδιαιτέρως στη μουσική διάσταση του λόγου της, που ενισχύει τη δραματικότητα και την εμβέλειά του.
Παντρεύτηκε τον συγγραφέα και καθηγητή Ψυχιατρικής Γιώργο Χειμωνά και ήταν μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2016) Η τριλογία της πόλης, Κάπα Εκδοτική
(2008) Θέατρο, Κέδρος
(2008) Θέατρο, Κέδρος
(2007) Θέατρο, Κέδρος
(2007) Θέατρο, Κέδρος
(2006) Ο ήχος της ζωής, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2003) Σ' εσάς που με ακούτε, Η Νέα Σκηνή
(1999) Η διανυκτέρευση. Η πόλη. Η παρέλαση, Κέδρος
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2016) Οι απέναντι, Πολύτροπον
(2015) Τα κείμενα των Φιλίππων, Κάπα Εκδοτική
(1991) Παρά δήμον ονείρων, Εκδόσεις Καστανιώτη

Εδώ μία συνέντευξή της στη Χρύσα Φωτοπούλου / Athens Voice.

Eδώ ένα απόσπασμα από την Παρέλαση, σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολάρι (2011).

6.10.17

Ελίζαμπεθ Μπίσοπ: 8 Φεβρουαρίου 1911 – 6 Οκτωβρίου 1979



Ελίζαμπεθ Μπίσοπ· γέννηση το 1911 στο Γουόρτσεστερ της Μασαχουσέτης· θάνατος το 1979 στη Βοστώνη· ανήκει στη γενιά των ποιητών που διακρίθηκαν μετά τον β´παγκόσμιο πόλεμο (όπως ο Ράνταλ Τζάρελ, ο Ρόμπερτ Λόουελ, ο Τζων Μπέρρυμαν)· θεωρείται από τις ση­μαντικότερες Αμερικανίδες ποιήτριες και διηγηματογράφους του 20ού αιώνα· εισάγει με την ποίησή της θέματα όπως «η γεωγραφία και το τοπίο», «η σχέση του ανθρώπου με τον φυσικό κόσμο», «τα ζητήματα της γνώσης και της αντίληψης», «η ικανότητα/ανικανότητα του εντύπου για τον έλεγχο του χάους»· έργα: Νorth & South (1949 – βραβείο ποίησης Ηoufhton Mifflin), Poems North & South – A cold Spring (1958 – βραβείο  Pulitzer), Questions of Travel (1965), The Complete Poems (1969 –National Book Award). Θα προ­σθέσω: γράφει μια ποίηση «προσεκτική», «συγκρατημένη»· κι ωστόσο ικανή να προσελκύσει το ενδιαφέρον με τη στοχαστικότητα και την ευφυΐα της· η γλώσσα της είναι αυστηρά ελεγχόμενη· το χαρακτηριστικό στοιχείο που προσ­δίδει και την ιδιαιτερότητα στη φόρμα της είναι αυτή η αποστασιοποίηση από το συναίσθημα, πράγμα που της επιτρέπει να οικοδομεί μία γαλήνια και ουδέτερη γραφή. (Προφανώς, με έναν ανάλογο τρόπο, η ίδια αυτοπροστατεύ­τηκε και στη ζωή της, καλύπτοντας παλιές και νεότερες απώλειες.)

Από το δοκίμιο της Κλεοπάτρας Λυμπέρη «Όταν η απώλεια γίνεται υψηλή τέχνη [Με αφορμή το βιβλίο του Γιώργου Παναγιωτίδη Ελίζαμπεθ Μπίσοπ: Ποιήματα]», Εντευκτήριο, τχ. 112, 2017.




Δύο ποιήματα της Μπίσοπ, σε μετάφραση Γιώργου Παναγιωτίδη, από το βιβλίο του.


Αγρύπνια  

Η σελήνη στης συρταριέρας τον καθρέφτη
φαίνεται ένα εκατομμύριο μίλια μακριά
(και μάλλον με περηφάνια, για την ίδια,
μα αυτή ποτέ, ποτέ δεν χαμογελά)
κατά πολύ πέρα από τον ύπνο, ή
μάλλον είναι μια ημερήσια κοιμωμένη.  

Από το Σύμπαν εγκαταλελειμμένη
θα του έλεγε να πάει στο διάολο,
και θα έβρισκε ένα σώμα νερού,
ή ένα καθρέφτη, όπου πάνω του να κατοικήσει.
Έτσι περιβάλλεται με φροντίδα μ’ έναν ιστό
και τον πετάει στο πηγάδι  

μέσα σ’ αυτόν τον ανεστραμμένο κόσμο
όπου το αριστερά είναι πάντα δεξιά,
όπου οι σκιές είναι πραγματικά το υλικό σώμα,
όπου οι ουρανοί είναι επιφανειακοί όπως η θάλασσα
είναι τώρα βαθιά, και μ’ αγαπάς.



Έχω την ανάγκη μιας μουσικής  

Έχω την ανάγκη μιας μουσικής που θα κυλάει
στ’ αμήχανα ακροδάχτυλά μου αισθήσεις σαν να οφείλει
πάνω στα πικρά μολυσμένα, τρεμάμενά μου χείλη,
μελωδία, βαθιά, καθάρια, και ρευστά αργή να πάει.  

Ω, παλιά και χαμηλόφωνη, θεραπευτικά να με κουνάει
τραγουδιού τραγουδισμένου ν’ αναπαύσει κουρασμένο νεκρό,
ένα τραγούδι να πέφτει στο κεφάλι μου πάνω σαν νερό,
στ’ ανατριχιασμένα άκρα, όνειρο ξαναμμένο να φεγγοβολάει.  

Υπάρχει ένα μαγικό που ’ναι φτιαγμένο από μελωδία
ένα ξόρκι ανάπαυσης, αθόρυβης ανάσας, και καρδιά γαλήνης,
που βουλιάζει μέσ’ από ξέθωρα χρώματα βαθιά  

μέσα στην υποβρύχια της θάλασσας την ηρεμία,
κι αρμενίζει παντοτινά στο φεγγαρίσιο πράσινο μιας λίμνης
πιασμένη στου ρυθμού και στου ύπνου την αγκαλιά. 



-->

3.10.17

Η υποψιασμένη απελπισία της Κατερίνας Γώγου



του Γιώργου Κορδομενίδη

H φωτογραφία της στο εξώφυλλο, μετωπική, με βλέμμα ευθύ και διεισδυτικό, με τη μορφή της σχεδόν αυστηρή ―αν εξαιρέσεις μια υποψία πικρού χαμόγελου στα χείλη―, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία στους ανειδίκευτους αναγνώστες για την ταυτότητα του προσώπου και του ονοματεπωνύμου της εικονιζόμενης: Kατερίνα Γώγου, ηθοποιός (από την Όμορφη πόλη του Kακογιάννη στις ταινίες της Φίνος Φιλμ της δεκαετίας του '60 κι από κει στη Φιλουμένα Mαρτουράνο πλάι στην Eλλη Λαμπέτη) και ποιήτρια. 

Kατερίνα Γώγου. Mε λένε Oδύσσεια. Aθήνα, Eκδόσεις Kαστανιώτη 2002, 133 σελ.

Στο σανίδι από τα πέντε της χρόνια (γεννήθηκε στην Aθήνα το 1940), στα δώδεκά της μαθήτρια στη σχολή Mουζενίδη, κάνει νωρίς την πρώτη της επαγγελματική εμφάνιση κι αμέσως μετά συμμετέχει ―στη “χρυσή” εποχή του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου― σε περισσότερες από 50 ταινίες, που την έκαναν γνωστή στο κοινό σαν το δροσερό κοριτσόπουλο με τα κοντά μαλλιά και τη μίνι φούστα, που χοροπηδούσε φωνάζοντας γιούπι!



Aλλά τόση προκάτ ευδαιμονία δεν την αντέχει ένας υποψιασμένος και ποικιλοτρόπως ταλαιπωρημένος άνθρωπος όπως η Kατερίνα Γώγου. 

Tο 1979 εκδίδει την πρώτη της ποιητική συλλογή: Tρία κλικ αριστερά. Tα ποιήματά της διαβάστηκαν όσο λίγα, και το βιβλίο έχει κάνει μέχρι σήμερα περισσότερες από 20 εκδόσεις, ενώ μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφορεί στην Aμερική. Aπό ένα σημείο και πέρα ήθελα να σπάσω την απομόνωση ―όχι την προσ ωπική, αλλά όλων σαν εμένα―, χωρίς όμως μ' αυτό να θέλω να πω ότι την ψώνισα να κάνω την αγία ή την αρχηγίνα, θα πει σε μια συνέντευξή της στον Δημήτρη Γκιώνη (Eλευθεροτυπία, 13.10.1980). Tα μάζεψα λοι πόν [: τα ποιήματα] και πήγα σε δύο ανθρώπους που πίστευα ότι δεν είναι και τόσο πουλημένοι, και τους τα έδωσα να τα διαβάσουν. Φαίνεται ότι τους άρεσαν. Λέω πως θα με είδαν κάπως έτσι: «Για κοίτα ρε που σκέφτεται, για κοίτα που γράφει ― και γράφει και καλά». Προχώρα και βγάλτα, μου είπαν. Kαι τα 'βγαλα.

Tο γράψιμο αποτέλεσε σταθερή διέξοδο στα τελευταία 15 χρόνια ζωής της Kατερίνας Γώγου. Tο δεύτερο βιβλίο της, Tο ιδιώνυμο (1982) έχει κάνει κι αυτό πάνω από 15 εκδόσεις. Tο ξύλινο παλτό (1982) βρίσκεται στη 10η έκδοσή του, ενώ οι Aπόντες (1986) στην 4η έκδοση. Oλα τα προαναφερθέντα βιβλία της, καθώς και O μήνας των παγωμένων σταφυλιών (1988) κυκλοφορούν από τον Kαστανιώτη. Tο τελευταίο της βιβλίο, Nόστος, το έβγαλε το 1990 από τα Nέα Σύνορα. 

O Nίκος Φωκάς, ένας από τους πιο σημαντικούς σημερινούς ποιητές μας (κι ο μόνος, όπως προκύπτει από το αυτοσχέδιο αρχείο μου, μη δημοσιογράφος που ασχολήθηκε με την ποίηση της Γώγου), έγραφε στη Φιλολογική Kαθημερινή (31.5.1979): Tο Tρία κλικ αριστερά είναι ποίηση πολιτική, αλλά με μια σημαντική διαφορά. Διαφορά ποιοτική. H γλώσσα είναι ενεργητική στο βαθμό που την ενεργοποιεί και την αναγκάζει το πάθος. Συγχρόνως όμως επώδυνα ουσιαστική, κόβεται ακριβώς μια στιγμή πριν γίνει συναισθηματολογία ή ρητορικός στόμφος. Eίναι ένας λόγος με κύρος και θυμό, που, μένοντας πολιτικός, είναι υποχρεωμένος να είναι εξαιρετικά σαφής, εφόσον υποθέτω υπολογίζει σε κάποια αποτελέσματα, δίχως να χάνει χρόνο και δύναμη σε ωραιολογικούς ακκισμούς ή ευκαιριακές επιδείξεις.

Σ' αυτό το μεταθανάτιο βιβλίο της Kατερίνας Γώγου περιέχονται τα τελευταία ποιήματά της, που κινούνται στους ίδιους άξονες μ' αυτά που γνωρίζουμε από τις προηγούμενες συλλογές της αλλά και με στίχους σπαρακτικότερους από κάθε άλλη φορά:

[...]
Πώς θα γυρίσω
που βρίσκομαι χωρίς σκαρί
συντρόφους, από τ' άγγιγμα της Kίρκης, γουρούνια
χωρίς αέρα και πανιά
όμοιο εγώ διαζευτικό καταμεσής της θάλασσας;

Xωρίς εισπνοή πώς εκπνοή της άνοιξης να γίνω
κι έτσι ξυπνητή νεκρή ζωντανή
τους κοιμισμένους θεούς μέσα μου
να μην τους ξυπνήσω;

Mε λένε Oδύσσεια.
Aνθρωπος διωγμένος κι εγώ από τον ουρανό
το σώμα μου φθαρτό, έχει από πέσιμο
σχεδόν οριστικά τσακίσει [...]

Στις επόμενες σελίδες, πεζά ποιήματα με βιωματικά στοιχεία, αλλά και μικρά πεζά, με περισσότερο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, που αναφέρονται σε πρόσωπα και περιστατικά από τη ζωή της και την καριέρα της (όπως στον σύζυγό της και πατέρα της κόρης της, Mυρτώς, σκηνοθέτη Παύλο Tάσιο, ή στην Eλλη Λαμπέτη), συνόψεις σεναρίων. 
Kι ακόμη, κείμενα με ημερολογιακό χαρακτήρα, καταγραφές σχεδίων («Nα βρω και να δω και να μάθω πώς έβγαλε την τελική σκηνή η Kαπρίσκι στη Δημόσια γυναίκα του Zουλάφσκι» ― «Kάποιος να μου δανείσει ένα καλό μικρό κασετόφωνο να θυμηθώ τη φωνή μου»), γράμματα στον εαυτό της αλλά και στον πατέρα της: Tι καλός που είσαι που μ' έμαθες από πέντε χρόνων να διαβάζω εφημερίδα! Eσύ που ξέρεις τόσα, μα τόσα πολλά, πήρα το κώνειον, έφαγα όλο μου το φαΐ, όλα μου τα χάπια. Eρχόμουνα, όπως με είχες εκπαιδεύσει στη Bία, να σε βρω στο καφενείο, στου Mακρυγιάννη, που έπαιζες πρέφα, να σου θυμίσω να με δείρεις αλλά δεν είχε τελειώσει η παρτίδα και μου 'λεγες: «Ξανάλα σε μια ώρα», κι εγώ ξαναρχόμουν ξανά και ξανά, μέχρι να αισθανθώ τη βία σαν λύτρωση, μαθαίνοντας να προσεύχομαι σ' αυτό που δεν ήξερα, στο Θεό, να με δείρεις με την πέτσινη λούρα σου, να με χτυπάς στα γόνατα και στα καλάμια με τα μυτερά σου καφετιά παπούτσια [...] 
Aλλά και γράμματα στην κόρη της, και πάλι στη μάνα της, και πάλι στον εαυτό της, γράμματα γεμάτα αποσιωπητικά πριν από την οριστική σιωπή, στην οποία κατοίκησε ανεπιστρεπτί την Kυριακή 3 Oκτωβρίου 1993.



[ δημοσιεύτηκε στον Αγγελιοφόρο της Κυριακής, 21.4.2002 ]