Πρόσφατα, από τον πάτο της γνώριμης στοίβας
του κομοδίνου, αναδύθηκε, χωρίς να καταλάβω πώς ―εξάλλου πάντα έτσι δεν
συμβαίνει;― το βιβλίο του Βασίλη
Γκουρογιάννη Διηγήσεις παραφυσικών
φαινομένων (Καστανιώτης 1990, 77 σ.). Συχνά, ως ένα εξίσου παραφυσικό φαινόμενο,
τα διαβάσματά μου επιλέγουν δικούς τους δρόμους, σχεδιάζουν δικούς τους χάρτες,
ανεξαρτήτως των προθέσεών μου. Ανάμεσα λοιπόν στις διηγήσεις του Σκρίπα, του
Βάσιου από τη Γρανίτσα Ιωαννίνων, του Παπαγιάννη, διαβάζω: «Διότι ο έρωτας των
ψυχών συγγενεύει λειτουργικά με τον έρωτα των ψαριών. Σε ανύποπτη στιγμή
εμφανίζεται το ψάρι. Ραντίζει τ’ αυγά άλλου ψαριού που χάθηκε. Που δεν το εγνώριζε.
Ούτε που θα το γνωρίσει.» Κι αλλού: «Επιχειρούμε με τον τρόπο που εργάζονται οι
ιατροδικαστές να πιθανολογήσουμε την ψυχή, ίσως και τη μορφή[…]».
Κι
έτσι, παραφυσικά, μεταφέρομαι στα βιβλία της Τζένης Μαστοράκη, αυτή τη φορά στο Μ’ ένα στεφάνι φως (Κέδρος, 1989, 63 σ.): «γιατί κανείς, κανείς δε
θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά», κι ανίσως διαβάζω: «Και
σιγανά του κρένει, και δεν άκουγε, που περπατείς, ψιθύριζε...».
Και πώς αλλιώς,
αν όχι παραφυσικά, στα χέρια μου τώρα η Πριγκηπέσσα
Ιζαμπώ (Άγγελος Τερζάκης, 1945):
«Κυρά μου! της κράζει σπαρακτικά.» Και πίσω πάλι: «που φαρί, πυρή φοράδα, πρίμο
αγέρι», και «πώς γυρίζουν όλα κι ανατρέχουν, κύκλο τον κύκλο τ’ αφρισμένα στο
νερό…».
Παρασυρμένος πλέον από τα αφρισμένα νερά, επιστρέφω στον Γκουρογιάννη:
«Πρέπει να τονιστεί ότι το αίμα δεν εξαφανίζεται. Μοιάζει με τη βαφή που χύνουν
οι γεωλόγοι στα ποτάμια που χάνονται και πρέπει κατόπιν να γυρέψουμε πού αυτά
εκ νέου αναβλύζουν».
Ώσπου αστράφτει ξαφνικά μπροστά μου: «Γελάς και συ στα
λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο»
― τι πέτρινο ξημέρωμα, κυρά μου
Ο Δημήτρης Πέτρου γεννήθηκε το 1970 στη Δράμα, όπου και ζει.
Το 2013 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, την ποιητική συλλογή Α΄ Παθολογική.