25.8.10

ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ (Ο Κ. ΡΕΣΒΑΝΗΣ ΣΤΑ «ΝΕΑ» ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟ «ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»)

Ο Κώστας Ρεσβάνης σχολιάζει στα σημερινά ΝΕΑ το πρόσφατο τεύχος του «Εντευκτηρίου» (και τολμά να επισημάνει το προ 30ετίας αλλά δυστυχώς ανθεκτικό στο χρόνο σχόλιο του Διονύση Καψάλη πάνω στις ανατριχιαστικές/αναχρονιστικές απόψεις της Αλέκας Παπαρήγα)


Γοητευτικό µείγµα πεζών και ποιηµάτων
Του Κώστα Ρεσβάνη

«... Νηστεύοντας το περιττό από την πόρτα του τυχαίου / ξαναµπαίνω στους παιδικούς παραποτάµους. / Στο κρησφύγετο της εφηβείας µου. / Τότε που ακόµα όλα παίζονταν / στην αχλύ των αινιγµάτων που ο κυλιόµενος λίθος τους / πάντα µέσα µου παλιννοστεί. / Μόνο που τώρα ξέρω πως µάλλον δεν υπάρχει λύση. / Μα κι αν υπάρχει δεν τη θέλω. / Μου φτάνει το άρωµά σου!».

(Στίχοι από το ποίηµα του Χριστόφορου Λιοντάκη «Νηστεύοντας το περιττό» που περιλαµβάνεται στην ανέκδοτη συλλογή του «Στο τέρµα της πλάνης» και δηµοσιεύεται στο «Εντευκτήριο»).

Οταν δεν δηµιουργεί πληρέστατα αφιερώµατα σε σηµαντικές προσωπικότητες των γραµµάτων και των τεχνών το «Εντευκτήριο» του Γιώργου Κορδοµενίδη, συνήθως γεµίζει τις σελίδες του µε ένα γοητευτικό µείγµα επιλεγµένων πεζών και ποιηµάτων Ελλήνων και ξένων. Εκτός αυτών, στο νέο τεύχος υπάρχουν και δεκατέσσερις σελίδες αφιερωµένες στον πρόωρα χαµένο θεσσαλονικιό πεζογράφο Τάσο Χατζητάτση (1945 - 2008), για τον οποίο η αν. καθηγήτρια Φιλολογίας στο ΑΠΘ Μαίρη Μικέ θα σηµειώσει ότι «κατάφερε στην ολιγόχρονη πορεία του (µία δεκαετία περίπου) στον λογοτεχνικό στίβο, µε τις πέντε πεζογραφικές του καταθέσεις, να σχηµατίσει ένα ευδιάκριτο στίγµα, από τα πλέον αξιόλογα των τελευταίων χρόνων...».

Αλλά το «Εντευκτήριο» έχει και άλλα καλούδια:

Βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις, εξαιρετικά άρθρα και σχόλια, σχέδια του αιγυπτιώτη ζωγράφου Γιάννη Μαγκανάρη (1918 - 2007), µαθητή του Παρθένη και του Κεφαλληνού, που κοσµούν την ενότητα της λογοτεχνίας, καθώς και ειδικό ένθετο, σε ξεχωριστό χαρτί, µε φωτογραφικές δηµιουργίες της Ιταλίδας Μαριάλµα Ρούσο. (Ισως για να γελάσει λίγο το χείλι µας σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, ο Κορδοµενίδης ανέσυρε και αναδηµοσιεύει από τον «Πολίτη» (Ιαν.,

Φεβρ. 1980) σκωπτικό σχόλιο του Διονύση Καψάλη, µε αφορµή το άρθρο της Αλέκας Παπαρήγα στον «Ριζοσπάστη» «Το γυναικείο κίνηµα και ο νεοφεµινισµός». Διαβάστε το οπωσδήποτε!).

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ. Ενα από τα εγκυρότερα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά, το «Κ» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια), δηµοσιεύει αφιέρωµα εξήντα σελίδων «στον ιστορικό και σηµαντικότερο κριτικό λογοτεχνίας το δεύτερο µισό του 20ού αιώνα» Αλέξανδρο Αργυρίου (1921- 2009). Για τη ζωή και το έργο του γράφουν η Βασιλική Κοντογιάννη, ο Γιώργος Αράγης, η Ελισάβετ Αρσενίου, ο Αλέξης Ζήρας, ο Βασίλειος Βασιλειάδης, η Αικατερίνη Κουµαριανού και η Ελισάβετ Κοτζιά. Από το κείµενο της τελευταίας, που αναφέρεται στην πολυσυζητηµένη Ιστορία της Λογοτεχνίας του Αργυρίου, αποσπώ λίγες αράδες: «Αντί λοιπόν για ιστορία ή για χρονικό συνταγµένο µε ακρίβεια και αµεροληψία, το τελευταίο έργο του οφείλουµε να το αντιµετωπίσουµε σαν µια παράθεση πρωτογενούς υλικού την οποία θα πρέπει να µελετήσουν ανυπερθέτως όλοι οι µελλοντικοί ερευνητές. Διότι τη συναγωγή αυτή την πραγµατοποίησε ένας από τους πιο φανατικούς δηµιουργούς των ελληνικών αρχείων, ο οποίος κατάλαβε επιπλέον πολύ νωρίς τη σηµασία της ηλεκτρονικής ψηφιοποίησης και συγκρότησε µια από τις πρώτες βάσεις ηλεκτρονικών δεδοµένων περιοδικών και βιβλίων».

διευθύνσεις
«ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ»: Τ.Θ. 50.011, Θεσσαλονίκη 540 13, τηλ.: 2310-283.223, e-mail: entefktirio@translatio.gr
«Κ»: Σόλωνος 133, Αθήνα 106 77, τηλ.: 210-3806.305, e-mail: alexpubl@alexandria-publ.gr

22.8.10

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΤΕΜΠΕΛΙΑ (ΑΠΟ ΤΟ PROTAGON.GR)

της Νίνας-Μαρίας Πασχαλίδου

Παρατηρώ τους γάτους μου. Ιδιαίτερα τεμπέληδες, και οκνηροί. Ο Σοφοκλής, ετών δώδεκα, (μεγάλος ρέμπελος στα νιάτα του αν και τον βρήκα στην οδό Σοφοκλέους δεμένο με ένα σχοινί στον λαιμό, έτοιμο για κρέμασμα και αυτόν) και ο Πανορμίτης (στο όνομα του Αγίου της Σύμης, ο οποίος πιστεύω ότι τον έφερε μπροστά μου ετοιμοθάνατο και μου είπε να τον πάρω μαζί μου), το καλοκαίρι γίνονται ακόμη πιο αργοί, πιο αργόσχολοι. Ακόμη και η διαδικασία του φαγητού που τόσο αγαπούν, γίνεται και αυτή μια αγγαρεία. Αρκούνται λοιπόν σε λίγο νερό, συνήθως μέσα από την λεκάνη του καμπινέ, και μερικά χάδια που δίνουν ο ένας στον άλλον_ ο φίλος μου ο Βασίλης πιστεύει ότι οι γάτες μου είναι όχι μόνο ευνούχοι αλλά και γκέι.


Τους μιμούμαι. Μετακινούμαι νωχελικά από το κρεβάτι στον καναπέ, ή κάνω βόλτες στο λιοπύρι του κέντρου της Αθήνας, αναζητώντας μια γωνιά με δροσιά. Συνήθως την βρίσκω στον τέταρτο όροφο του Ελευθερουδάκη εξερευνώντας βουνά και θάλασσες στους χάρτες της Κορσικής, της Χιλής, της Συρίας. Ουρές στα ταχυδρομεία δεν υπάρχουν. Και όμως παίρνει ώρες ατελείωτες να στείλω ένα γράμμα. Διαλέγω τα γραμματόσημα. Συζητώ με τον υπάλληλο. Παρκάρω στο πεζοδρόμιο μπροστά στο ταχυδρομείο. Τρώω γρανίτα από το περίπτερο. Αυτές οι μέρες της τεμπελιάς υπήρξαν ανέκαθεν μεγάλη πολυτέλεια για εμένα. Η πολυτέλεια του να χαζεύεις τους ελάχιστους περαστικούς στον δρόμο, να κάθεσαι επί ώρες σε ένα παγκάκι στο Εθνικό Πάρκο, η πολυτέλεια του να αφαιρείσαι και το μυαλό σου να πλανάται σε ξένα χωράφια, εκεί που δεν πίστευες ποτέ ότι μπορούσες να ταξιδέψεις. Ο Ουμπέρτο Έκο λέει σε ένα δοκίμιο του για την τεμπελιά, ότι από τότε που ξεχάσαμε να χαζεύουμε, ξεχάσαμε να ονειρευόμαστε.

Ο Αύγουστος της τεμπελιάς. Έξυσα το αλάτι από βράχους, πάτησα αχινούς, άκουσα για έρωτες Ιταλίδων που αγάπησαν ντόπιους και έμειναν για πάντα σε ένα νησί. Έχτισα κάστρα στην άμμο με την μικρή Ζωή, κόρη της Φραντσέσκας σαν να ήταν αληθινά, έφτιαξα τάφρους για να μην μπουν οι εχθροί. Κολύμπησα ώρες ολόκληρες, από βραχάκι σε βραχάκι, είδα χέλια, τόνους, γερμανούς. Γεύτηκα φέτα και ντομάτα και κάπαρη επάνω στην άμμο. Σκαρφάλωσα σκαλιά, είδα ηλιοβασιλέματα, ηφαίστεια. Έστησα σκηνές, τέντες, κοιμήθηκα σε πατάρια, υπόγεια, βαρκάκια. Ζήτησα φιλοξενία και μου την έδωσαν απλόχερα. Ομολογώ πώς ένοιωσα πολύ τυχερή ως Ελληνίδα. Σε παρόμοια οικονομική κατάσταση οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν έχουν καμία τέτοια επιλογή, ακόμη και να ήθελαν. Δεν έχουν μια παραλία δίπλα τους να κάνουν μια βουτιά. Ούτε ένα ουζάκι για να ξεχάσουν. Οι γονείς τους σπάνια τους μιλάνε και βλέπουν ατέλειωτες ώρες τηλεόραση, πολύ περισσότερες από εμάς. Η μοναδική τους επιλογή είναι συχνά μια βόλτα στο Safeway της γειτονιάς για λίγη δροσιά. Δεν έχουν το δικαίωμα να κάνουν διακοπές.

Στην επιστροφή μου στην Αθήνα, άκουσα ότι και εγώ σαν ελληνίδα δεν έχω δικαίωμα στην τεμπελιά. Όπως δεν έχω δικαίωμα και σε τίποτε άλλο. Δεν είμαι σίγουρη σε ποια εγκύκλιο του ΔΝΤ αναφέρεται αυτό. Το μόνο που θυμάμαι είναι «Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά» του Πολ Λαφάργκ στο οποίο ισχυρίζεται ότι η εργασία είναι παράνοια που διακατέχει τις εργατικές τάξεις των καπιταλιστικών χωρών. Μια επανάσταση λοιπόν θα διεκδικούσε το δικαίωμα στην τεμπελιά. Έχουμε όμως εμείς οι Έλληνες δικαίωμα σε αυτήν; Τώρα που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την ύφεση, την ανεργία, την κοινωνική ταπείνωση. Που κάθε μας κίνηση απειλείται από μια απόλυση, μια χρεωκοπία. Δεν είναι αυτή η στιγμή της δουλειάς, της υπεραπασχόλησης; Δεν είναι τούτη η στιγμή της απόλυτης σκλαβιάς;

Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι ο σκοπός της απασχόλησης είναι η ανάπαυση. Tι υποστήριζε άλλωστε άρθρο του AlJazeera; Ότι είμαστε τεμπέληδες εμείς οι Έλληνες. Κατεβάσαμε τα στόρια και αυτόν τον Αύγουστο, και φύγαμε για τα πελάγη; Ενώ θα έπρεπε να μείνουμε στις πόλεις να κάνουμε οικονομία. Να λιώνουμε μέσα στη ζέστη και να παραλαμβάνουμε τα συγχωροχάρτια από το ΔΝΤ. Θρηνώντας την κατάντια μας. Περιμένοντας την καταδίκη μας. Αυτή είναι η μεγάλη ελληνική τεμπελιά σύμφωνα με τον δημοσιογράφο του αραβικού δικτύου. Εμείς οι Έλληνες αλλά και οι γείτονες μας οι Ισπανοί και οι Ιταλοί είμαστε μανούλες σε αυτήν την τέχνη. Κάνουμε μηνιαίες διακοπές σε ιδιόκτητα αυθαίρετα εξοχικά σπίτια, με έξοδα του Δημοσίου. Ουζάκι, χταπόδι και η Μεσόγειος. Δεν μας φτάνει ο φόβος του απόλυτου κενού, πρέπει να έχουμε και ενοχές; Τις ενοχές των διακοπών μας, ακόμη και αν αυτές είναι σε ένα σιντριβάνι στο κέντρο μιας άδειας πόλης. Ποιος θα μας στερήσει λοιπόν αυτή τη χαρά της απραξίας; Την μοναδική ευκαιρία που είχαμε έπειτα από μήνες να πλήξουμε, να ανασυγκροτηθούμε, να ατενίσουμε τη θάλασσα, να αναρωτηθούμε γιατί. Να μάθουμε στα παιδιά μας κολύμπι τέλος πάντων.

Αύγουστος και σαν ήρωες του Φλομπέρ, oι Έλληνες αναπτύξαμε μια αδιαφορία και μια θλίψη για τα όσα μας περιβάλλουν. Επιλέξαμε την ανία, την αδράνεια. Είναι μάλλον μια παύση για να ανακτήσουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο λίγη από την αξιοπρέπεια μας, να θυμηθούμε τις αξίες μας, να δεχτούμε την πικρή πραγματικότητα, να συλλογιστούμε τι μας έφερε ως εδώ. Όποιες οι διακοπές μας, όσο και αν τεμπελιάσαμε ή όχι αυτόν τον Αύγουστο, ας δούμε την επιστροφή μας από το Ελληνικό καλοκαίρι σαν μια ευκαιρία. Ας σηκώσουμε τα μανίκια και ας ξαναφτιάξουμε τη χώρα μας. Και αν χρειαστεί να διαλύσουμε ότι ξέραμε για να ξαναβρούμε τον εαυτό μας ας το κάνουμε. Όλοι πλέον συμφωνούμε ότι ο δρόμος που έχουμε πάρει δεν μας οδηγεί πουθενά. Και αυτό που δεν γνωρίζει ο δημοσιογράφος του AlJazeera καθώς βαδίζει ιδρωμένος πάνω στην οδό Σταδίου, είναι ότι μετά από μια μεγάλη σιωπή ακολουθεί συνήθως μια μεγάλη μάχη.

http://www।protagon।gr/Default.aspx?tabid=70&smid=382&ArticleID=3533&reftab=37

19.8.10

Η ΝΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ

«Η φτώχεια δεν είναι ντροπή». Σύμφωνοι. Ωστόσο τον φτωχό τον ντροπιάζουν. Το κάνουν, και τον παρηγορούν μ' αυτή τη φρασούλα. Είναι απ' αυτές που κάποτε μπορούσε κανείς να τις παραδεχτεί, που όμως η ημερομηνία λήξης τους έχει φθάσει προ πολλού. Όπως κι εκείνο το βάναυσο «ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω». Όταν υπήρχε δουλειά που έτρεφε τον άνθρωπό της, υπήρχε και φτώχεια που δεν τον ντρόπιαζε, αν οφειλόταν σε καμιάν αναπηρία ή σε κάποιο άλλο θέλημα της μοίρας. Αυτή η ανέχεια όμως μες στην οποία γεννιούνται εκατομμύρια, και μπλέκουν εκατοντάδες χιλιάδες που φτωχαίνουν, ντροπιάζει. Η βρόμα και η αθλιότητα ορθώνονται γύρω τους σαν τείχη που τα χτίζουν αόρατα χέρια. Κι όπως ένα άτομο μπορεί ν' ανεχθεί πολλά για τον εαυτό του, δίκαια όμως ντρέπεται σαν τον βλέπει η γυναίκα του να τα υφίσταται και να τ' ανέχεται, έτσι επιτρέπεται να υποστεί πολλά, όσο είναι μόνος, και όλα, εφόσον τα κρύβει. Όμως κανείς ποτέ δεν επιτρέπεται να συνάψει ειρήνη με τη φτώχεια, όταν πέφτει σαν ίσκιος τεράστιος πάνω στο σπίτι και στο λαό του. Τότε πρέπει να διατηρήσει τις αισθήσεις του άγρυπνες για κάθε ταπείνωση που υφίσταται, και να τις κρατά σε πειθαρχία μέχρι που ο πόνος του να πάψει να παίρνει τον κατήφορο της θλίψης, και να διανοίξει ανηφορικά το δρόμο της εξέγερσης.

Βάλτερ Μπένγιαμιν

από το βιβλίο του «Μονόδρομος» (1928)

μετάφραση: Νέλλη Ανδρικοπούλου (Άγρα 2004)

18.8.10

[ΤΕΤΑΡΤΗ], ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΑΚΑΡΟΓΛΟΥ

Τήν Τετάρτη θά τήν ξορίσω ἀπό τίς μέρες.
Θά τήν ὀνομάζω:
«Μέρα πού ἄδειασε η πόλη
Μέρα πού οἱ εἰδήσεις δέν πρόλαβαν νά τελειώσουν
Μέρα πού ἡ νύχτα τῆς φόρεσε ἄσπρο σκουφί
Μέρα πού ξύπνησα καί δέν ξανακοιμήθηκα
Μέρα πού φώτισε καί τυφλώθηκα

Μέρα πού λιγόστεψε τίς μέρες μου»

τοῦ Λεωνίδα Κακάρογλου, από τη συλλογή του Ἄδεια ἐξόδου (Ἐκδόσεις Ὁδός Πανός, 2010)

9.8.10

Ντίνου Χριστιανόπουλου, «Ἔρωτας»

Νά σοῦ γλείψω τά χέρια, νά σοῦ γλείψω τά πόδια ―
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μέ τήν ὑποταγή.

Δέν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσύ τόν ἔρωτα·
δέν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στίς μασχάλες,
συσκότιση παράπονου,
παρηγοριά σπασμῶν.

Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νά κουρνιάσουμε σέ δυσκολοκατάχτητο κορμί.

1.8.10

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ «Ο ΔΡΟΜΟΣ»

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος διαβάζει το ποίημά του «Ο δρόμος»

ΤΟ ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ 2010


Πλούσια και ποικίλη ύλη στο νέο τεύχος του «Εντευκτηρίου»

Ελληνική και ξένη ποίηση και πεζογραφία,
ζωγραφική και φωτογραφικό ένθετο

Σελίδες για τον Τάσο Χατζητάτση

(τεύχος Νο 89, Απρίλιος-Ιούνιος 2010, 176 σελ., τιμή: 10,00 ευρώ)


«Το μανάβικο» της Elaine Ask (έργο του 1983), με την ποικιλία των χρωμάτων, των αρωμάτων και των γεύσεων που απεικονίζει, συμπυκνώνει με τον πιο εύστοχο και μεστό τρόπο το περιεχόμενο του καλοκαιρινού τεύχους του περιοδικού «Εντευκτήριο» (αριθ. 89), που μόλις κυκλοφόρησε και συγκεντρώνει στις σελίδες του μια γοητευτική συνύπαρξη πεζών και ποιημάτων, ελληνικών και σε μετάφραση, καθώς και ένα μικρό αφιέρωμα στον πεζογράφο Τάσο Χατζητάτση.

Το εξώφυλλο του νέου, καλοκαιρινού τεύχους (Νο 89) του Εντευκτηρίου, που μόλις κυκλοφόρησε

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ Με δύο ποιήματα του Χριστόφορου Λιοντάκη από την ανέκδοτη συλλογή του «Στο τέρμα της πλάνης» ανοίγει το τεύχος. Δημοσιεύονται ακόμη νέα ποιήματα της Ανθής Μαρωνίτη, του Δημήτρη Λεοντζάκου, της Έλσας Κορνέτη, της Χλόης Κουτσουμπέλη και του Κώστα Ριζάκη. Η Παρασκευή Σιδερά-Λύτρα παρουσιάζει και μεταφράζει δύο ποιήματα της Λου Αντρέας-Σαλομέ (Αγία Πετρούπολη, 1861 - Γοττίγγη, 1937), της συγγραφέα με την αντισυμβατική προσωπικότητα και το πολυσχιδές έργο, που σχετίστηκε ποικιλοτρόπως με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής της, από τον Νίτσε (ο οποίος μάλιστα μελοποίησε το δεύτερο από τα ποιήματά της που δημοσιεύονται στο τεύχος) και τον Φρόυντ μέχρι τον Πωλ Ρέε και τον Ρίλκε. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σελίδες πεζογραφίας και σ’ αυτό το τεύχος: η Μαρία Καραγιάννη δημοσιεύει ένα μικρό πεζό της γραμμένο το 1972· η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη προδημοσιεύει ένα απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημά της «Τρυφερός σύντροφος» · η Μαρία Κουγιουμτζή συνεργάζεται με ένα καινούριο, ατμοσφαιρικό διήγημά της· ο Σπύρος Καρυδάκης και ο Άκης Δήμου δίνουν με τα πεζά τους ασυνήθιστες οπτικές της παρουσίας “ξένων” στον τόπο μας και στις ζωές μας· ο Βαγγέλης Μπέκας δίνει φωνή σε έναν Έλληνα στρατιωτιώτη στο Αφγανιστάν· ο νέος πεζογράφος Άκης Παπαντώνης δημοσιεύει τρεις αφηγήσεις για την απώλεια. Αξιανάγνωστα είναι και τα δύο πεζά που μεταφράζει ο Γιάννης Θεοδοσίου: το πρώτο, ένα “road” σπονδυλωτό πεζό του διάσημου ηθοποιού, συγγραφέα και σκηνοθέτη Σαμ Σέπαρντ· το δεύτερο, ένα τρυφερό αφήγημα του Μαρκ Σλούκα, τσεχικής καταγωγής, που ζει και εργάζεται στην Αμερική.

ΣΕΛΙΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΣΟ ΧΑΤΖΗΤΑΤΣΗ Ο πρόωρα χαμένος Θεσσαλονικιός πεζογράφος Τάσος Χατζητάτσης (1945-2008) κατάφερε στην ολιγόχρονη πορεία του (μια δεκαετία περίπου) στον λογοτεχνικό στίβο, με τα πέντε πεζογραφικά του βιβλία, να σχηματίσει ένα ευδιάκριτο στίγμα, από τα πλέον αξιόλογα των τελευταίων χρόνων.

Ο Τάσος Χατζητάτσης σε νεανική φωτογραφία, από το οικογενειακό αρχείο

Η Μαίρη Μικέ, στο εκτενές μελέτημά της «Η (ιστορική) κολαση της λήθης», παρακολουθεί από βιβλίο σε βιβλίο τη συγγραφική διαδρομή του Χατζητάτση, εστιάζοντας κυρίως τις λειτουργίες της μνήμης, τους τρόπους συσχετισμού της συλλογικής ιστορίας με την ατομική και τις όψεις του πλούσιου ερωτισμού στο έργο του. Από την πλευρά της, η Σοφία Νικολαΐδου, με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του, Ακροτελεύτιοι εσπερινοί (2009), απευθύνει στον Χατζητάτση μια ανοιχτή επιστολή, προσωπική αλλά και ―δυστυχώς― οριστικά ανεπίδοτη. Και συντάσσει για κείνον ένα λήμμα στη γραμματολογία του μέλλοντος, που καταλήγει:

«[...] Σημαντικός Έλληνας πεζογράφος του τέλους του 20ού αιώνα. Διακρίνεται για τη ζυγισμένη γλώσσα, το πέταγμα της λέξης, την έκτυπη αφηγηματική φωνή, την πολυπρισματική αφήγηση, την μη γραμμική δομή των κειμένων του. Αγαπήθηκε από τους αναγνώστες της γενιάς του, διαβάζεται από νεότερους, τιμάται από το σινάφι και την κριτική.
― Τάσος Χατζητάτσης.
― Παρών.
Δικαιοσύνη.»

ΑΡΘΡΑ Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος καταγράφει και σχολιάζει ελληνικές εκδόσεις στη Θεσσαλονίκη επί τουρκοκρατίας (1850-1912) που βρίσκονται στη συλλογή του, από το Παροιμίαι δραματικαί. Ήτοι μεταπεποιημέναι εις αστειοτάτας κωμωδίας (1850) μέχρι τη Συλλογή ποιήσεων λυρικών και σατυρικών υπό Α. Αυξεντιάδου (1882) και Παναγιώτου Σωκρατείδου, διευθυντού της κεντρικής Αστικής Σχολής Θεσσαλονίκης, Κυψέλη: Αναγνωστικόν εις Εξ τεύχη, προς χρήσιν των Αστικών Σχολών αμφοτέρων των φύλων (1911). Επίσης, ο Αλέξης Ζήρας παρουσιάζει και σχολιάζει επιστολές βορειοελλαδιτών ποιητών (Κλείτου Κύρου, Ανέστη Ευαγγέλου, Γιώργου Καφταντζή και Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου) προς τον ποιητή και θεατρικό κριτικό Νάσο Νικόπουλο (1926-1991).

ΚΑΠΝΙΣΤΗΡΙΟ Η Ζωή Βερβεροπούλου γράφει για μερικές από τις θεατρικές παραστάσεις που δόθηκαν την άνοιξη στη Θεσσαλονίκη. Ακόμη, αναδημοσιεύεται από τον Πολίτη (τχ. 32, Ιαν.-Φεβρ. 1980) ένα σχόλιο του Διονύση Καψάλη, που αποτελεί σκωπτική απάντηση στην καταστροφολογική απορία της Αλέκας Παπαρήγα (διατυπωμένη σε εκτενές άρθρο της στον «Ριζοσπάστη», με τίτλο «Το γυναικείο κίνημα και ο νεοφεμινισμός») για το «ποια θα είναι τα αποτελέσματα αν, π.χ., στις εργάτριες ενός εργοστασίου, από τα τοπικά σωματεία ή την Επιτροπή, έμπαινε κύριος στόχος η σεξουαλική απελευθέρωση ή σε ίση μοίρα με τα προβλήματα απασχόλησης». Οπότε, κατά τη λογική της σημερινής Γ.Γ. του ΚΚΕ, «οι περισσότερες απ’ αυτές, αν όχι όλες, θα μετέφεραν την πάλη τους από το εργοστάσιο στο σπίτι, πράγμα φυσικά που ταιριάζει απόλυτα με τα συμφέροντα όχι μόνο της συγκεκριμένης εργοδοσίας αλλά και της άρχουσας τάξης και των μονοπωλίων στο σύνολό τους, ιδιαίτερα σ’ αυτή τη φάση που ενδιαφέρονται να γίνει ανεκτή η πολιτική της πιο αυστηρής λιτότητας, της υποτέλειας και του αυταρχισμού [...]»!

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ Πολυσέλιδη είναι και στο τεύχος αυτό η ενότητα των βιβλιοκρισιών και παρουσιάσεων. Γράφουν: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου (για το βιβλίο των Χάρη Βλαβιανού και Χρήστου Χρυσόπουλου, Το διπλό όνειρο της γραφής), Τιτίκα Δημητρούλια (Αντόνιο Σκουράτι, Δάσκαλος και μαθητής), Μαρία Στασινοπούλου και Λίνα Πανταλέων (Χρήστου Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις), Γ. Δ. Παγανός (για την πρόσφατη μυθιστορηματική τριλογία του Νίκου Δαββέτα), Νικήτας Παρίσης (Ανθή Μαρωνίτη), Θωμάς Κοροβίνης (Γιάννη Μακριδάκη, Ήλιος με δόντια), Τούλα Κόντου (Πωλ Όστερ, Λεβιάθαν και Σαντόρ Μαράι, Οι στάχτες), Διονύσης Κ. Μαγκλιβέρας (Νένας Κοκκινάκη, «Κρίμα που είστε η σύζυγος»), Δημήτρης Αθηνάκης (Ευτυχίας Παναγιώτου, Μέγας κηπουρός· Χριστίνας Οικονομίδου, Matthew και Shirley· Πατρίτσιας Κολαΐτη, Σελέστεια), Λάμπρος Σκουζάκης (Ευριπίδη Γαραντούδη και Μαίρης Μικέ, Παλίμψηστο Καβάλας), Κώστας Θεολόγου (George Eliot, Μίντλμαρτς), Ελισάβετ Αρσενίου (Μιχαήλ Μήτρα, Μηχανή αναζήτησης) και Σπύρος Βούγιας (Ντέιβιντ Όουεν, Ασθενείς ηγέτες στην εξουσία)· στη στήλη «Βιβλία στο κομοδίνο» ο Γιώργος Κορδομενίδης ρίχνει λοξές ματιές σε μεγάλο αριθμό πρόσφατων εκδόσεων.

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ Την ενότητα της λογοτεχνίας σ’ αυτό το τεύχος του «Εντευκτηρίου» κοσμούν σχέδια του Αιγυπτιώτη ζωγράφου, σκηνογράφου, χαράκτη και γλύπτη Γιάννη Μαγκανάρη (Αλεξάνδρεια, 1918 - Σίφνος, 2007), μαθητή του Παρθένη και του Κεφαλληνού.

Αυτοπροσωπογραφία του Γιάννη Μαγκανάρη

Ο στενός του φίλος Στρατής Τσίρκας έγραψε γι’ αυτόν: «Πέτρες, νερά και σύννεφα είναι για τον Μαγκανάρη τα κεφαλαία ενός κώδικα που καταγράφει την πορεία του ανθρώπου πάνω στη γη, σημεία φυγής και στήριξης σε μια προοπτική που διαρκώς αλλάζει με την παρέμβαση της τέταρτης διάστασης: του χρόνου. Αυτός καταργεί τα περιγράμματα, σβήνει τις λεπτομέρειες, στραγγίζει απαλαίνοντας το χρώμα. [...] Στην πάλη χρόνου και χώρου το αντικείμενο επιζεί, πέτρα, νερό ή σύννεφο, συμπυκνώνοντας τα δυο στοιχεία σε δραματική ανθρώπινη στιγμή. [...] Και, φυσικά, όταν οι όγκοι φαίνονται ανολοκλήρωτοι, δεν είναι άνθρωποι που γίνονται πέτρες, είναι πέτρες που γίνονται άνθρωποι. Μια σύγχρονη προϊστορία.»

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΝΘΕΤΟ Στην Camera Obscura, το ένθετο του «Εντευκτηρίου» για τη δημιουργική φωτογραφία, που επιμελείται ο Άρις Γεωργίου, παρουσιάζεται το πορτφόλιο της Ιταλίδας Μαριάλμπα Ρούσο «Ερημίας οικειότητα». Γράφει γι’ αυτή τη φωτογραφική εργασία ο Ηρακλής Παπαϊωάννου: «πρόκειται για μικροτοπία που εντοπίζονται κυρίως στο μεταβλητό σύνορο ανάμεσα στο υγρό και το στερεό στοιχείο και μοιάζουν να προτείνουν αναλογίες με την εσωτερική, πνευματική συνθήκη. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρά ο εσωστρεφής αποκλεισμός του ορίζοντα, οι διαβαθμίσεις της βαθιάς σκιάς την οποία το βλέμμα διαπερνά με τη συνδρομή του διάχυτου ή πλάγιου φωτισμού, η εναλλαγή ανάμεσα στις ήπιες και τις οξύτερες φόρμες. [...]

Φωτογραφία της Μαριάλμπα Ρούσο

Η αντιστοιχία με την ανθρώπινη συνθήκη γίνεται εδώ περισσότερο φανερή μέσα από τη διαρκή όσμωση ανάμεσα στην όψη των πραγμάτων, τα καθρεφτίσματα, αυτά που ελλοχεύουν βαθύτερα. Οι βράχοι, οι ρίζες, τα κλαδιά που βυθίζονται ή ορθώνονται έξω από το νερό, προβάλλουν ως σταθμοί ή σκαλοπάτια της περιπλάνησης του βλέμματος, προσκαλώντας το σε μια γαλήνια ακινησία, μάλλον παραπλανητική ως προς την ηρακλείτεια φιλοσοφία που αναγνωρίζει την αιώνια και διαρκή δράση των στοιχείων του κόσμου.»


ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ, «ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΛΑΤΙΑ»

Ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, για τον Αύγουστο, που αρχίζει σήμερα
Θάλασσα πλατιά. Τραγουδάει μοναδικά η Μαρία Δημητριάδη.