Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 78, επετειακό για τα 20χρονα του Εντευκτηρίου
― ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΩΡΓΟ;
― ΥΠΟΜΟΝΗ ΓΙΑΝΝΗ
γράφει ο Ιωάννης Επαμεινώνδας
Το Εντευκτήριο ήταν η πρώτη μου απόπειρα να ασχοληθώ με τη γραφιστική και το σχεδιασμό εντύπων. Απόπειρα δεν είναι η σωστή διατύπωση: καταναγκασμός ήταν, γιατί εγώ κατά βάση ήμουν, και παραμένω, αρχιτέκτονας. Ο Κορδομενίδης είναι εκείνος που με έψησε με το πες-πες να ασχοληθώ και εκείνος φταίει για ότι κακό του συνέβη μετά. Όταν πρωτοβγήκε το Εντευκτήριο, το 1987, υπηρετούσα τη θητεία μου. Τα πρώτα τεύχη τα είχε σχεδιάσει ο Μαυρογένης, και ευτυχώς, γιατί χρειαζόταν ένας σοβαρός επαγγελματίας να στήσει το πρώτο κασέ. Πάνω στα δικά του ίχνη βαδίσαμε κατόπιν, αρχικά αντιγράφοντάς τον ξεδιάντροπα και ίσως χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ο Μαυρογένης πάντως μας είχε δείξει έναν πιο "μοντέρνο" δρόμο για την εμφάνιση του περιοδικού. Μετά, ο εκδότης περιέκοψε την πολύ απλόχερη εικονογράφηση –μετρήστε μόνον πόσες ολοσέλιδες φωτογραφίες υπάρχουν στα πρώτα τεύχη– και το περιοδικό οδηγήθηκε στην κάπως στεγνή, γκρίζα μορφή, που έγινε αργότερα η χαρακτηριστική του εικόνα.
Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι και εγώ κατά βάθος δεν ήμουν γραφίστας, αλλά αρχιτέκτονας που έκανε και γραφιστική. Φαίνεται αυτό και από το στήσιμο, τη δομή και την κάποια ακαμψία που αποπνέουν κυρίως τα εξώφυλλα: ως αρχιτέκτονας δεν μπορούσα παρά να δουλεύω με κάναβο, περασιές, κανονικότητα. Δεν είμαι ζωγράφος, άρα το πρωτογενές υλικό ήταν άλλων καλλιτεχνών το οποίο εγώ έστηνα σε εξώφυλλο. Οι καμπύλες, όταν υπάρχουν, δεν ξεφεύγουν από τον έλεγχο του ορθογωνικού, οι διαγώνιες είναι πάντα σε γωνίες 30, 45, 60 μοιρών. Θλιβερό μεν, αλλά πραγματικότητα. Ίσως βέβαια για το Εντευκτήριο –που εμένα μου φαίνεται ως ένα περιοδικό του Μοντερνισμού με "ακαδημαϊκή" νοοτροπία– αυτή να είναι η πιο ταιριαστή εμφάνιση: συνάδει απολύτως με το περιεχόμενο!
Η πιο ενδιαφέρουσα, για τον επιμελητή, φάση ήταν ο σχεδιασμός του εξωφύλλου. Χρησιμοποιούσαμε συνήθως δύο χρώματα –όταν στο τεύχος 17 θέλησα να χρησιμοποιήσω και τρίτο, εισέπραξα το σύνηθες κορδομενίδειο σχόλιο "γιατί, το έχουμε ξανακάνει αυτό;", με αποτέλεσμα να καταργήσω τελικά το μαύρο και η φωτογραφία να βγει, σε πράσινο και μπλε, σαν αρνητικό! Κάθε προηγούμενη εφαρμογή θεωρούνταν κατάκτηση και αποτελούσε κάτι σαν προδεδικασμένο, πρότυπο και όριο ταυτόχρονα για τα επόμενα τεύχη. Από την πλευρά μου υπήρχε διάθεση για συνεχώς καινούργιες λύσεις, αλλά η δεδομένη απειρία μου έκανε –και ευτυχώς– τον εκδότη να με συμμαζεύει όταν οι πειραματισμοί γίνονταν υπερβολικά ριψοκίνδυνοι.
Κανείς από τους δύο μας πάντως δεν φαίνεται να ξέχασε την περίπτωση του 4ου τεύχους, στο εξώφυλλο του οποίου είχα βάλει –και τελικά εκτυπώσει– ένα δίχρωμο σχέδιο του Γιάννη Σβορώνου. Ο Κορδομενίδης, που το μαύρο-ροζ σχέδιο το βρήκε κακέκτυπο, αχρηστεύει το ήδη τυπωμένο εξώφυλλο και ξανατυπώνει –χωρίς να μου πει τίποτε– νέο εξώφυλλο με μία ολοσέλιδη φωτογραφία του ίδιου του Σβορώνου σε αχνό, αχνότατο ράστερ. Το στέλνει για βιβλιοδεσία και το τεύχος κυκλοφορεί όπως κυκλοφόρησε. Όταν εισέπραξε την αρνητική κριτική των φίλων και αναγνωστών –μετά τα δύο ωραία προηγούμενα εξώφυλλα, αυτό το τελευταίο ήταν αποτυχία– μου λέει: τελικά το αρχικό εξώφυλλο δεν ήταν κακέκτυπο, ήταν απλώς καλύτερο! Έχει και η δουλειά του γραφίστα κάποιες τέτοιες μικρές ικανοποιήσεις.
Από τα αγαπημένα μου εξώφυλλα –που προσδιορίζουν κατά κάποιον τρόπο και τις διαδοχικές κατακτήσεις, από μέρους μου, της τεχνολογίας της γραφιστικής– είναι του τεύχους 3 με το σχέδιο του Τσαρούχη: η εφαρμογή του έκκεντρου κατακόρυφου άξονα, του τεύχους 7 με το Λούβρο: η ανακάλυψη των ντεγκραντέ ράστερ, του 16 με το τρένο του Μαυρομάτη: η διτονική φωτογραφία, του 19 γιατί εικονογραφούσε κάποια κείμενά μου για την αρχιτεκτονική, επίσης του τεύχους 28-29 για την πολυπλοκότητα των χρωματικών συνδυασμών. Τέλος, τα εξώφυλλα 34 με τον Λάιος Σαλάι, 35 με το κόμπο της Κεραμέα στην Πάτμο και 36 με τον Ασλάνογλου, γιατί είναι οι πιο ώριμες στιγμές.
Όταν ξεκινήσαμε δεν υπήρχε το desk top publishing και όλα τα ωραία σημερινά συστήματα. Τα κείμενα διορθώνονταν και εκτυπώνονταν μέχρι δύο φορές. Μετά, οι διορθώσεις γίνονταν πάνω στην τελευταία εκτύπωση του χαρτιού της φωτοσύνθεσης με το χέρι: αφαιρούσες με το κοπίδι τη λάθος λέξη (το γράμμα, τον τόνο, την τελεία) και πρόσθετες τη σωστή. Σωστή κοπτοραπτική! Κάποια στιγμή ψάξαμε να βρούμε έναν τίτλο, μια περιγραφή για τη δική μου απασχόληση: γραφίστας, επιμελητής, layout-ίστας, σχεδιαστής, ή –τα βαρύγδουπα– καλλιτεχνικός υπεύθυνος, διευθυντής, μάνατζερ και τα τοιαύτα. Αφού περάσαμε από διάφορα αμήχανα, καταλήξαμε στο "καλλιτεχνική επιμέλεια", παρόλο που εμένα μου θύμιζε εκείνα τα ύποπτα "καλλιτεχνικά" πρακτορεία!
Η εμπλοκή μου ήταν ανισοβαρής από τεύχος σε τεύχος. Έκανα από στήσιμο των σελίδων μέχρι τη χειροτεχνία της φωτοσύνθεσης ενώ, στο τεύχος 37, που ήταν και το τελευταίο με το οποίο ασχολήθηκα, μόνο το σχεδιασμό του εξωφύλλου. Η –γενικά φθίνουσα– ενασχόλησή μου με το περιοδικό σχετιζόταν με την αυξομειούμενη επαγγελματική μου δραστηριότητα ως αρχιτέκτονα, με την έμφυτη κωλοπαιδαροσύνη μου απέναντι στα χρονοδιαγράμματα και τις προθεσμίες –ο εκδότης μπορεί να περίμενε και μήνες μέχρι να αποφασίσει η ευγένειά μου να ασχοληθεί με το τρέχον κάθε φορά τεύχος– αλλά και με την αυξανόμενη ικανότητα του Γιώργου Κορδομενίδη να μαθαίνει, άρα και να φορτώνεται όλο και περισσότερες ευθύνες του περιοδικού, επομένως, γιατί όχι και την καλλιτεχνική επιμέλεια. Πέρα από αυτό, τον τιμά η απόφαση να ξεκαθαρίσει κάποια στιγμή τα της συνεργασία μας –πράγμα που εγώ δεν φαινόμουν ικανός να κάνω– και να πει: ας σταματήσουμε καλύτερα, μπας και σώσουμε τίποτα από την ψυχή μας.
Η εικοσάχρονη φιλία είχε περάσει πάνω από σαράντα κύματα και άντεξε σε διαφωνίες, καυγάδες, ψύχη και καύσωνες. Επιβίωσε μέσα από τη διαφορετικότητα, τις παρεξηγήσεις και μια δύσκολη συνεργασία. Άντεξες, Γιώργο, στις κυκλοθυμικές μου ιδιορρυθμίες και επιβίωσα από τα "επαναλαμβανόμενα αστεία" σου. Μου έδωσες τη δυνατότητα να μάθω και έμαθα πάνω στην καμπούρα του Εντευκτηρίου ένα δεύτερο επάγγελμα, να διευρύνω τους ορίζοντές μου, ακόμη και τους συγγραφικούς. Κι αν η αρχιτεκτονική έφτασε να καταλαμβάνει τον μισό μόνον από τον συνολικό επαγγελματικό μου χρόνο, αυτό οφείλεται σε σένα και στο Εντευκτήριο. Όπως το είχες προβλέψει, με κατέστρεψε, εκείνος ο άνθρωπος. Θα συμπλήρωνα: και αυτό το περιοδικό!
― ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΓΙΩΡΓΟ;
― ΥΠΟΜΟΝΗ ΓΙΑΝΝΗ
γράφει ο Ιωάννης Επαμεινώνδας
Το Εντευκτήριο ήταν η πρώτη μου απόπειρα να ασχοληθώ με τη γραφιστική και το σχεδιασμό εντύπων. Απόπειρα δεν είναι η σωστή διατύπωση: καταναγκασμός ήταν, γιατί εγώ κατά βάση ήμουν, και παραμένω, αρχιτέκτονας. Ο Κορδομενίδης είναι εκείνος που με έψησε με το πες-πες να ασχοληθώ και εκείνος φταίει για ότι κακό του συνέβη μετά. Όταν πρωτοβγήκε το Εντευκτήριο, το 1987, υπηρετούσα τη θητεία μου. Τα πρώτα τεύχη τα είχε σχεδιάσει ο Μαυρογένης, και ευτυχώς, γιατί χρειαζόταν ένας σοβαρός επαγγελματίας να στήσει το πρώτο κασέ. Πάνω στα δικά του ίχνη βαδίσαμε κατόπιν, αρχικά αντιγράφοντάς τον ξεδιάντροπα και ίσως χωρίς μεγάλη επιτυχία. Ο Μαυρογένης πάντως μας είχε δείξει έναν πιο "μοντέρνο" δρόμο για την εμφάνιση του περιοδικού. Μετά, ο εκδότης περιέκοψε την πολύ απλόχερη εικονογράφηση –μετρήστε μόνον πόσες ολοσέλιδες φωτογραφίες υπάρχουν στα πρώτα τεύχη– και το περιοδικό οδηγήθηκε στην κάπως στεγνή, γκρίζα μορφή, που έγινε αργότερα η χαρακτηριστική του εικόνα.
Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι και εγώ κατά βάθος δεν ήμουν γραφίστας, αλλά αρχιτέκτονας που έκανε και γραφιστική. Φαίνεται αυτό και από το στήσιμο, τη δομή και την κάποια ακαμψία που αποπνέουν κυρίως τα εξώφυλλα: ως αρχιτέκτονας δεν μπορούσα παρά να δουλεύω με κάναβο, περασιές, κανονικότητα. Δεν είμαι ζωγράφος, άρα το πρωτογενές υλικό ήταν άλλων καλλιτεχνών το οποίο εγώ έστηνα σε εξώφυλλο. Οι καμπύλες, όταν υπάρχουν, δεν ξεφεύγουν από τον έλεγχο του ορθογωνικού, οι διαγώνιες είναι πάντα σε γωνίες 30, 45, 60 μοιρών. Θλιβερό μεν, αλλά πραγματικότητα. Ίσως βέβαια για το Εντευκτήριο –που εμένα μου φαίνεται ως ένα περιοδικό του Μοντερνισμού με "ακαδημαϊκή" νοοτροπία– αυτή να είναι η πιο ταιριαστή εμφάνιση: συνάδει απολύτως με το περιεχόμενο!
Η πιο ενδιαφέρουσα, για τον επιμελητή, φάση ήταν ο σχεδιασμός του εξωφύλλου. Χρησιμοποιούσαμε συνήθως δύο χρώματα –όταν στο τεύχος 17 θέλησα να χρησιμοποιήσω και τρίτο, εισέπραξα το σύνηθες κορδομενίδειο σχόλιο "γιατί, το έχουμε ξανακάνει αυτό;", με αποτέλεσμα να καταργήσω τελικά το μαύρο και η φωτογραφία να βγει, σε πράσινο και μπλε, σαν αρνητικό! Κάθε προηγούμενη εφαρμογή θεωρούνταν κατάκτηση και αποτελούσε κάτι σαν προδεδικασμένο, πρότυπο και όριο ταυτόχρονα για τα επόμενα τεύχη. Από την πλευρά μου υπήρχε διάθεση για συνεχώς καινούργιες λύσεις, αλλά η δεδομένη απειρία μου έκανε –και ευτυχώς– τον εκδότη να με συμμαζεύει όταν οι πειραματισμοί γίνονταν υπερβολικά ριψοκίνδυνοι.
προσχέδια του Ιωάννη Επαμεινώνδα για το εξώφυλλο του τεύχους 16
Από τα αγαπημένα μου εξώφυλλα –που προσδιορίζουν κατά κάποιον τρόπο και τις διαδοχικές κατακτήσεις, από μέρους μου, της τεχνολογίας της γραφιστικής– είναι του τεύχους 3 με το σχέδιο του Τσαρούχη: η εφαρμογή του έκκεντρου κατακόρυφου άξονα, του τεύχους 7 με το Λούβρο: η ανακάλυψη των ντεγκραντέ ράστερ, του 16 με το τρένο του Μαυρομάτη: η διτονική φωτογραφία, του 19 γιατί εικονογραφούσε κάποια κείμενά μου για την αρχιτεκτονική, επίσης του τεύχους 28-29 για την πολυπλοκότητα των χρωματικών συνδυασμών. Τέλος, τα εξώφυλλα 34 με τον Λάιος Σαλάι, 35 με το κόμπο της Κεραμέα στην Πάτμο και 36 με τον Ασλάνογλου, γιατί είναι οι πιο ώριμες στιγμές.
Όταν ξεκινήσαμε δεν υπήρχε το desk top publishing και όλα τα ωραία σημερινά συστήματα. Τα κείμενα διορθώνονταν και εκτυπώνονταν μέχρι δύο φορές. Μετά, οι διορθώσεις γίνονταν πάνω στην τελευταία εκτύπωση του χαρτιού της φωτοσύνθεσης με το χέρι: αφαιρούσες με το κοπίδι τη λάθος λέξη (το γράμμα, τον τόνο, την τελεία) και πρόσθετες τη σωστή. Σωστή κοπτοραπτική! Κάποια στιγμή ψάξαμε να βρούμε έναν τίτλο, μια περιγραφή για τη δική μου απασχόληση: γραφίστας, επιμελητής, layout-ίστας, σχεδιαστής, ή –τα βαρύγδουπα– καλλιτεχνικός υπεύθυνος, διευθυντής, μάνατζερ και τα τοιαύτα. Αφού περάσαμε από διάφορα αμήχανα, καταλήξαμε στο "καλλιτεχνική επιμέλεια", παρόλο που εμένα μου θύμιζε εκείνα τα ύποπτα "καλλιτεχνικά" πρακτορεία!
αριστερά: το εξώφυλλο του τεύχους 4 που σχεδίασε ο Ιωάννης Επαμεινώνδας·
τυπώθηκε αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε
δεξιά: μακέτα πρότυπης σελίδας του περιοδικού όταν άρχισε να γράφεται και να σελιδοποιείται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή (classic tης Μacintosh, 1993)
Η εμπλοκή μου ήταν ανισοβαρής από τεύχος σε τεύχος. Έκανα από στήσιμο των σελίδων μέχρι τη χειροτεχνία της φωτοσύνθεσης ενώ, στο τεύχος 37, που ήταν και το τελευταίο με το οποίο ασχολήθηκα, μόνο το σχεδιασμό του εξωφύλλου. Η –γενικά φθίνουσα– ενασχόλησή μου με το περιοδικό σχετιζόταν με την αυξομειούμενη επαγγελματική μου δραστηριότητα ως αρχιτέκτονα, με την έμφυτη κωλοπαιδαροσύνη μου απέναντι στα χρονοδιαγράμματα και τις προθεσμίες –ο εκδότης μπορεί να περίμενε και μήνες μέχρι να αποφασίσει η ευγένειά μου να ασχοληθεί με το τρέχον κάθε φορά τεύχος– αλλά και με την αυξανόμενη ικανότητα του Γιώργου Κορδομενίδη να μαθαίνει, άρα και να φορτώνεται όλο και περισσότερες ευθύνες του περιοδικού, επομένως, γιατί όχι και την καλλιτεχνική επιμέλεια. Πέρα από αυτό, τον τιμά η απόφαση να ξεκαθαρίσει κάποια στιγμή τα της συνεργασία μας –πράγμα που εγώ δεν φαινόμουν ικανός να κάνω– και να πει: ας σταματήσουμε καλύτερα, μπας και σώσουμε τίποτα από την ψυχή μας.
Η εικοσάχρονη φιλία είχε περάσει πάνω από σαράντα κύματα και άντεξε σε διαφωνίες, καυγάδες, ψύχη και καύσωνες. Επιβίωσε μέσα από τη διαφορετικότητα, τις παρεξηγήσεις και μια δύσκολη συνεργασία. Άντεξες, Γιώργο, στις κυκλοθυμικές μου ιδιορρυθμίες και επιβίωσα από τα "επαναλαμβανόμενα αστεία" σου. Μου έδωσες τη δυνατότητα να μάθω και έμαθα πάνω στην καμπούρα του Εντευκτηρίου ένα δεύτερο επάγγελμα, να διευρύνω τους ορίζοντές μου, ακόμη και τους συγγραφικούς. Κι αν η αρχιτεκτονική έφτασε να καταλαμβάνει τον μισό μόνον από τον συνολικό επαγγελματικό μου χρόνο, αυτό οφείλεται σε σένα και στο Εντευκτήριο. Όπως το είχες προβλέψει, με κατέστρεψε, εκείνος ο άνθρωπος. Θα συμπλήρωνα: και αυτό το περιοδικό!