Ιστορίες φτιαγμένες απ’ το τίποτα
David Sedaris
Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια
Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά
Αθήνα, Εκδόσεις Μελάνι 2006
294 σελ.
Ενώ άλλοι συγγραφείς προσπαθούν να μειώσουν ή υποβαθμίσουν τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα των κειμένων τους, για να τα αναδείξουν ως προϊόντα ενός ‘δημιουργικού’, ‘ευρηματικού’ μυαλού, ο Ντέιβιντ Σεντάρις επιμένει τόσο μέσα στα ίδια τα κείμενά του όσο και στις συνεντεύξεις του ότι τις ιστορίες που αφηγείται τις έχει ζήσει ο ίδιος, και δεν τις επινόησε. Ακόμη κι αν δεν δεχτούμε πάντως την κατηγορηματική του διαβεβαίωση ότι τα πρόσωπα που περιγράφει στο βιβλίο του «Μια σχεδόν φυσιολογική οικογένεια» (τίτλος πρωτοτύπου: «Dress Your Family in Corduroy and Denim») είναι τα μέλη της οικογένειάς του, οι γονείς του και τ’ αδέλφια του δηλαδή, είμαστε ίσως υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη μας την άποψη διακεκριμένου θεωρητικού του αυτοβιογραφικού λόγου: «Αυτοβιογραφία δεν έχουμε όταν κάποιος λέει την αλήθεια, αλλά όταν λέει ότι λέει την αλήθεια».
Γεννημένος το 1957 στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, από πατέρα Ελληνα δεύτερης γενιάς (γιο μεταναστών) και μητέρα Αμερικανίδα, ο Σεντάρις, λέει το βιογραφικό του, εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής, οικιακός βοηθός, νοσοκόμος σε ψυχιατρείο και καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Art Institute of Chicago προτού γίνει συγγραφέας και ραδιοφωνικός σχολιαστής.
Κείμενό του πρωτοδιαβάσαμε στα ελληνικά στην «Ανθολογία αμερικανικού χιουμοριστικού διηγήματος» (εκδ. Ποταμός, 2001). Τώρα το ταλέντο του φανερώνεται με άνεση σε ένα βιβλίο με 22 ιστορίες - φέτες ζωής μιας αμερικανικής οικογένειας. «Σχεδόν φυσιολογικής» κατά τον ελληνικό τίτλο; No way! Αντίθετα, πρόκειται για μια απόλυτα εκκεντρική οικογένεια, σε βαθμό που ο αναγνώστης να μένει με την εντύπωση ότι ο αφηγητής απλώς παραδοξολογεί, αυτοσαρκάζεται αλλά και σαρκάζει τους οικείους του ― η αλήθεια είναι ότι όλα αυτά τα κάνει με ευαισθησία και τρυφερότητα, ώστε να αισθανόμαστε αλληλέγγυοι τόσο προς τον ίδιο (το “φυσιολογικότερο”, τρόπον τινα, μέλος της οικογένειάς του) όσο και προς τους γονείς του και τα πέντε αδέλφια του, τέσσερα κορίτσια και ένα ακόμη αγόρι.
Πάντως είναι ύπουλος ο αφηγητής του Σεντάρις. Μας παρουσιάζει τους δικούς του στην αρχή σαν συνηθισμένους, «σχεδόν φυσιολογικούς» ανθρώπους, που, όπως όλοι μας λίγο πολύ, έχουν και κάποιες αδυναμίες, φαινομενικά μικροελαττώματα που κάτω από την επιφάνειά τους κρύβουν βαθιές αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες. Ο πατέρας: σφιχτός έως τσιγκούνης που δεν αγοράζει τίποτε αν δεν είναι σε προσφορά, μηχανικός στην ΙΒΜ στο επάγγελμα, γιος Ελλήνων μεταναστών, χριστιανός ορθόδοξος που εκκλησιάζεται τακτικά, ένας ονειροπόλος που πάντα υποσχόταν περισσότερα απ’ όσα μπορούσε να καταφέρει. Η μητέρα: μια γυναίκα με διαπεραστική φωνή, που κοιμάται οπουδήποτε μέσα στο σπίτι (όχι μόνο τη νύχτα) και βλέπει μανιωδώς τηλεόραση· κι όταν κάποια στιγμή θέλει να μείνει για λίγο ήσυχη και μόνη, δεν διστάζει να κλειδώσει τα παιδιά της έξω από το σπίτι, στο κρύο και στα χιόνια! Η μεγαλύτερη αδελφή του αφηγητή παρακολουθεί συστηματικά τις ειδήσεις, θυμάται όμως μόνο τους τίτλους, τους οποίους επικαλείται με ποικίλες αφορμές, σχετικές ή άσχετες. Ενώ η Τίφανι, η μικρότερη, για να αποβάλει από πάνω της τη ρετσινιά της παθολογικής ψεύτρας που είχε ως παιδί, ως ενήλικη εκστομίζει τις πιο σκληρές, ανάρμοστες αλήθειες.
Με υλικά “από το τίποτε” μιας καθημερινότητας που είναι οικεία αλλά και ταυτόχρονα ξενίζει, ο Σεντάρις αφηγείται με τρόπο καυστικό και θωπευτικό μαζί τις ιδιαιτερότητες μιας οικογενειακής ζωής που θα μπορούσε να είναι η δική μας αν δεν την είχαμε σκεπάσει, άλλος λίγο άλλος πολύ, με εφευρήματα “κανονικότητας” και μεγάλες δόσεις “κατανόησης” για όσα, ως δικά μας, είναι σύκα και δεν ακούγονται, ενώ ως αλλότρια, είναι καρύδια και βροντάνε.
Η Μυρσίνη Γκανά γύρισε σε σπαρταριστά ελληνικά τη χυμώδη αφήγησή του.
Γιώργος Κορδομενίδης
(πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)